ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.
Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.
Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:
Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.
Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ' τη δυστυχία.
ΧΡΟΝΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΣ
-Με τον χρόνο εικόνα του αιώνιου
ποια να 'ναι του χρόνου η πυκνότης:
-Των πενήντα χρόνων,
ρώτησε και θα σου πει ο ισοβίτης
ίων τριάντα, θα πει ένα ζευγάρι,
των δεκαπέντε, ένας γιατρός,
των τεσσάρων, μια φοιτήτρια,
των δύο, ένας απόστρατος,
των εννέα μηνών, μια λεχώνα.
Και τι είναι η πυκνή πυκνότης του
-Της βδομάδας, θα πει η εργάτρια,
των οκτώ ωρών, ένας χειρουργός,
της μισής, ο μάγειρας ταχυφαγείου,
του λεπτού, ο τελευταίος επιβάτης,
του δεύτερου, ο επιζήσας ναυαγός,
του τριτόλεπτου, ο δρομέας στο νήμα
Τότε τι σημαίνει 'αραιή πυκνότης ζωής;
-Είναι του κατακτητή που μένει ακτήμων
(από ελονοσία, μέθη, έλκος ή αρσενικό)
χωρίς να γίνει ο ίδιος η αλλαγή που ήθελε,
ενώ του ξέφυγε το ωραίο που δεν αγκάλιασε
Η ΑΝΘΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Βρέθηκα στο νησί το καλούμενο Πάτμος
για το λόγο του Θεού, τη μαρτυρία του Ιησού
και υπομένω και βαστάζω, για τ' όνομά Του
δεν αποκάμνω, ξέρω την τύχη, τη φτώχεια μου
όμως είμαι πλούσιος. Ο άλλος είπε 'πλούτισα'
και δεν ήξερε πως ήταν ταλαίπωρος, φτωχός,
και ακόμα ελεεινός, τυφλός και κατάγυμνος.
Πταίσμα μου, το που αφήκα την πρώτη αγάπη,
με ονομάζουν ζωντανό κι εγώ νιώθω νεκρός.
Μα δεν φοβάμαι τα πάθη που μου μέλλονται,
τα στερνά μου έργα πιο πολλά απ' τα πρώτα,
το νικητή δεν θ' αδικήσει ο θάνατος ο δεύτερος.
Μ' αγαπάς; Δοκίμασέ με, παίδεψέ με.
Εγώ πλένω τα φορέματά μου
τα λευκαίνω στο αίμα του Αμνού
κι αυτός κάθεται στο θρόνο,
θα με ποιμάνει, θα με οδηγήσει
σε πηγές νερών της ζωής
και θα σκουπίσει τα δάκρυα
απ' τα μάτια μου
ο Θεός.
ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β (2003)
Σι βόλε
ΠΟΙΗΣΗ
Είδες εκείνο το δύτη το δεινό
που καταβύθισε το σώμα του
και αναβάπτισε την ψυχή του;
Τον είδες που έπλασε υποβρύχιες αρχιτεκτονικές
κι αγάλματα από χίλια μέταλλα
και ζωγραφιές με μύρια χρωστικά του υγρού
μέσα στη μουσική των ενδοθαλάσσιων ποταμών;
Η ποίηση είναι, που ξέρει
τι είναι πλούτος του άδυτου.
Αυτή είναι, που βιώνει όσα δε φαίνονται
από το ύψος του στεγνού αέρα
και μπορεί, σαν καλεστεί,
ν' αναδυθεί στην επιφάνεια
και να σώσει
όσους πνίγονται στα ρηχά.
Κι ακόμα να τους φανερώνει
μέσα στην ανταύγεια της ματιάς της
τον ήλιο που γεννιέται στο βάθος
της αποκάλυψης.
ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΘΕΑ
Άλλα ζήταγες, Αθηνά, με τον Ηρακλή σαν μας έσωζες
απ' τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ούτε τιμές, ούτε εκατόμβες.
Σε βλέπω αθόρυβα να αφαιρείς την πανοπλία, χαμαί
να ακουμπάς την ασπίδα, το δόρυ σαν τούφα χιονιού,
να κυματίζεις με τη διάφανη χλαμύδα, αύρας χάδι,
να ξεγλιστράς νεράιδα, για να τον βρεις στο βράχο σας.
Σας ατενίζω απ' εδώ: ο αγαπημένος σου, φεγγαρολουσμένος
σου προσφέρει τα νεκρά πουλιά, μα εσύ τα βλέπεις άνθη,
την αγκάλη του βρίσκεις ουρανό να σε χωράει ολόκορμη.
Σε περίμενα μα αποκοιμήθηκα... βλέπω όχλο απ’ το μέλλον,
ανάστατο γιατί έδωσες παράδειγμα κακό σε εστεμμένους
να ρίχνουν το στέμμα για θνητούς: για μια κυρία Σίμσον,
για ένα Τόντι Αλ Φαγιέτ... για ένα Ντι Μάτζιο η Μονρόε.
Ξυπνώ, ξαναδιαβάζω Σοφοκλή, Έρως ανίκατε μάχαν,
και Ευριπίδη, έρας' τι τούτο θαύμα; συν πολλοίς βροτών,
και πάλι Δάντη, l’ amor che move il sole e l’ altre stelle.
Ομολογουμένως τη φύσει ζην, μπλε με κίτρινο για πράσινο,
ενώστε κασσίτερο χαλκό να χαρείτε μπρούντζινο άγαλμα.
Και μια θεά δικαιούται να αγαπά με ανθρώπου καρδιά
χωρίς φραγμό και νόμο. Αφήστε τους ενωμένους σ’ ένα
αγκάλιασμα. Μα αν τους χωρίσεις σε τείχος σινικό
το δρασκελούν με το επί κοντώ κοντάρι της αγάπης,
ανταμώνουν σε σάρκα μία, και σας αφήνουν άφωνους
ψηλά στις πολεμίστρες, κι άποτους στη fontana amorosa..
MEMENTO MORI
Για να κυβερνώ τη Ρώμη, απερίσπαστος στο φαγοπότι,
τις έγνοιες φόρτωσα στους λεγεωνάριούς μου.
Φυσικά τους μοιράζω δημόσια χτήματα και λάφυρα
(αν και στους εγκάθετους κάτι δίνω, μη γκρινιάζουν).
«Δεν κυβερνάς με αρετή και αγιαστούρα», λεν οι αυλικοί,
(μα λαγοκοιμάμαι, μη μας φάει κανένας από δαύτους).
Όσο για το λαό... ε, λοιπόν, έμαθα να τον παραμυθιάζω.
Μερίδα άρτου του προσφέρω να επιζεί, όμως θέαμα πολύ.
Με παρελάσεις, μονομαχίες, γιορτές, του παίρνω το νου.
Για να εξουσιάζεις στα αρπαχτά, τέτοιο μεθύσι να κερνάς.
Μαεστρία πολλή μηχανεύτηκα, δεξιότεχνα πλοκάμια,
κι έτσι τώρα αναπαύομαι γαλήνιος και σίγουρος,
στα δάκτυλά μου παίζοντας λαό και λεγεωνάριους.
Τη Ρώμη δεν την έχτισα σε μια μέρα. Όπως την έφτιαξα,
δε σας φτάνει μια ζωή, όλοι εσείς, να μου τη χαλάσετε.
Έτσι νόμιζα... μέχρι πριν λίγο, όταν με μαχαίρωσε ο Βρέτος.
Ξανακούω το 8ούλο στη στέψη μου να μου φωνάζει στ' αυτιά
memento mori, μην ξεχάσω πως θα πέθαινα κάποια μέρα.
Η σωτηρία της ψυχής 8ε θα στοίχιζε πολλή φαιά ουσία, μα
δεν αντιληφθηκα το μεθυσμένο στον καθρέφτη εαυτό μου,
ούτε το χάρο που βρήκε καρέκλα άδεια στο τραπέζι μου
κι έκατσε κι έφαγε και μ ’ έντυνε φορεσιά για τη χωματερή.
Στα λοίσθιά μου προλαβαίνω να μάθω: τέτοια Ρώμη
της φτάνει και μία μόνη μέρα για να μου γκρεμιστεί.