ΣΗΜΥΔΕΣ (2008)
ΠΟΤΑΜΙ ΚΙ ΟΝΟΜΑ
Με ένα τσιγάρο μέμνησοκι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο καιρόανάμεσα στα γόνατα εδώ και αιώνεςκι από τα μέρη που κοιτούν τα ωραία αγάλματαξεμύτιζαν αυτόχθονες παρθένεςμε το σπασμένο βατόμουρο το στόμα τουςκι όλο έφευγαν αμίλητες βαθιάστων ποιητών τα βράδιαμα εγώ για σένα μόνο έγραφακουπί λυμένο απ’ το κομποσκοίνι του θεούως το άλλοθι του νερούκι όταν κρύωναν τα άκρα μουήταν που άλλαζες ποτάμι κι όνομαΚΑΤΑΦΥΓΗ
Μη με ρωτάς με πρωτοσέλιδακι αναρτημένες προσμονέςεγώ ποτέ μου δε σχολίασα υπόγειο χαμόγελοκαι τελευταίααποφεύγω να διαβάζω φωναχτάτο υλικό των ημερώνμετέφερα το σώμα της ανάγκηςστα κρεβάτια των κισσώνκι οι σπουργίτες ανέλαβαν των αηδονιών τη συναυλίαψύχρανε εντός βροχή μουκι οι στέγες κλαίνε κατηφόραρίξε κάτι πάνω σουμην κρυώσειςπου σε έχω και σένα στο νου μου
ΚΑΤΑΦΥΓΗ
ΝΥΧΤΟΠΟΙΩ
Πήρα χαρά και βράχηκα εσένατο λόγο των σεισμώνμου το ’πε με ίδρο το όνειρομην αρνηθείς ότι ήσουν-έτσι δε λενστην άκρη στα χαράματα αληθινό το τέλος; -ήσουν το τώρα εδώ και ήσουν σάρκα και οστάκαι μας εκτίναξε ψηλά διαφορά δυναμικού έξοχουπόνουτώρα κι όχι στο πάντατη λέξη αυτήν την ανυπόστατη τον αφερέγγυο όρκοπλαγιάζουμε μισόκλειστοι στ’ αριστερό πλευρόξυπνούμε μόνοι το πρωίσαν ψέμα ζωντανό σε μουδιασμένο χέριμε κάτι υπόκωφους ψαλμούςοχ.... οχ...θα μου πεις πώς αλλιώςμε ποιες χορτάτες βλέψεις ποιες ιαχέςαφού οι άνθρωποι αγαπούν με συλλαβέςκαι με εμβαθή υποκοριστικά ψυχούλα μουχατιρικά διαγράφει τον ήλιο ο καιρόςνυχτοποιώ τη μέρανα σ’ έχω στη φάση του εφικτούμ’ όλα τα εικοσιτετράωρα πρόσωπαφεγγάρι μου έναΝΟΤΕΣ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ
Πώς να μιλήσω με ποτάμιο νους του θάλασσαμια χούφτα πρόλαβα νερό μάτι λοξόκαι κατηφόρα πλώρηδε μαϊνάρω πιατη δεξιόστροφη στοίχιση των νοημάτωνλείπεις κι εσύραγδαίοι οι περίπατοι του ανήλιουστο άχτι του ουρανούμοσχομυρίζω αρχαία κολόνιαμα πού είσαισύννεφο νότες της σκόνης με τα ασύμμετρα πέλματασε γωνιές ευάλωτος πιο βαθιάτου σούρουπου τα υπόγειααν ήξερεςχρεώθηκα την πιο ευώδη ερμηνεία του πόθουεπίμονα να διατυπώσωτο ανεκπλήρωτοτο ελατό του πόνου σώμακι όλους τους υγρούς σχηματισμούςτα λιμάνιατις όχθεςτα τσίνορααν ήξερεςπόσο σε δίψασα δε θα τολμούσεςνα μου λες έναν ξερό ματόκλαδο ήχοΑΠΟΓΕΜΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ
Κυρά μουσυμμάζεψα τις συνοικίες μου εδώ και ώρατο έξω με τη σκόνη τουτο μέσα με τα αίματαπότισα τα βασιλικάξυρίστηκαμυρίστηκα βαθιάκαι σε περίμενα με αχνιστό καφέαπ’ του απογέματος τον πλάγιο ύπνοπώς έτσι με κοιτάς μισήμ’ αυτά τα μάτια τα σπαθοχελίδοναστο μέτωπό σου ένα σχόλιο πελάγου εμφανέςεδώ ’μαιέλα κάτσενα σου πω ένα φιλί ροδάκινο στο στόμαπου μακριά μουτόσο όνειρο ατέλειωτο καιρόη φλούδα του πονούσεΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Λέγει ο ποιητής«Σκάρτη Αστάρτηγκρεμίζω όλους τους ναούς σουμε τις ξενοφίλητες πέτρεςκαι πάθη χώματα γεμίζω τα άβατά σουήτανε ξένος ο χιτώναςκι έρχεσαι τώρα εσύτο χέρι η άνοιξησκεπάζεις το λεκέ μ’ ένα λουλούδιτη λέξηαυτήν την ιερόδουλητην πλήρως ενδοτική στα έτητην ηλικίατου ποιητήπαρόλα αυτάθα ’θελα να σου πωπως τώρα που ’φερε το θέροςτις εφεδρείες των άστρωννα χρηματοδοτούσες ένα όνειρο...»Στην ηλικία του ποιητή απέτυχαΔιάβασα όλα του τα ποιήματαΚάπου έγραφεγια μια δεκαετία γιασεμιώνΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ
Που θαρρείς σε έσπασα παράθυρό μουΈνα σε έχω βορειοανατολικό νερόΑστράφτω τσακμακόπετρα στη νύχτατου ποιείν και του φόβου των λέξεωνκαι στη μονήρη διακονία έγκλειστοςσε πλέω απ’ τη μεριά των ματιώννα ‘σαι εδώδάχτυλα και ποτάμια σκουπίσματαβαθιά ως την άλλη όψηπου μιλάει η φουρτούναμε το αληθινό μου όνομαδειπνά ο καιρός βάρος κορμί χελιδονιώνμη με νυχτώνειςμην πεις που μακριά σε πρόφτασαδεν είχα πια χέρια να πιαστώσ’ ένα χαιρετισμό αντάξιο του περίμενεκι όμως ήταν μέρα γιορτήςσκεύασμα ανθρώπουδιάτρητο έγγραφό μουδιπλώνομαι κνήμη σε λόφους τριγύρω εκτελέσεωνκι αν δε σε λέω πρόχωμαμ’ ένα χαμόγελο διπλό οχύρωσέ μεΜ’ ΕΝΑΝ ΙΟΥΛΙΟ
ΔανεισμέναΔυο κουταλάκια καφέΠικραμένα τσιγάραΌλη νύχτα σχεδόνΣε περιέγραφα με αφόρητα χρώματαΣε διέγραφαΜ’ όλες τις γραμμές που ξέρωΚι ύστεραΣε παρθένο χαρτίΜε αίματαΜε θυμούς περισσεύματα σ’ έντυναΜε την τρέλα του τίποταΞανάΑπ’ τους ώμους αρχίζονταςΜε τα κύματα των μεγάλων στιγμώνΚι ένα βάθος στεριά ποταμούςΏσπου σε έκαμα γνήσια θάλασσαΜε έναν Ιούλιο ν’ ανάβεις του στήθους το φωςΜε μια μπόρα να διασχίζεις το λευκό μου πουκάμισοΔΡΟΣΕΡΟ ΝΕΡΟ
Σα φεγγαράκι διάφανοΑπ` τα φιλιά και την αγρύπνιατων χορών μικρών ωρώνκατρακυλά φτάνει στην πύληστύβει χυμό απ` το λυγμότο ωραίο δάκρυ σουδιαγράφει την καμπύληστην κατηφόρα των παρειώνέλα μην κλαις για τις τροχιέςπου ξόδεψες αλλούόπως παλιά στη νικημένη μου αγκαλιά αφήσουκαι τίποτα μη λες αποκοιμήσουτι καις λοιπόν να σε χαρώδες με λιγάκιτον έρωτα με το χρυσό φτερόστο διπλανό ρυάκι έχω στείλεινα φέρει δροσερό νερόΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΑΚΡΥ
Ποτέ που ζούμε ο κόσμοςδεν είν` αυτός ο κόσμος των ανθρώπωνσούρουπο μέτωπο δυο λέξεις θλιβερέςγια κάτι αφτέρουγα πουλιάπου σπαρταρούν στην κίτρινη χερσόνησο των κρότωνστα όνειρα μόνο ψηλαφίζουνε τους κόμπουςτα ξεχασμένα λύνουνε σχοινιάκι η άνοιξη βγαίνει στους δρόμουςμ’ όλα τα δέντραμ’ όλες τις σημαίεςθρόισμα παραλήρημακαι ό,τι τόσο ψίθυρος βελόνι αμείλικτοανοίγει ορίζοντα με χαρακιέςεκεί που ξύνουν το βελούδο τους τα ελάφιανα τρέχει δάκρυ καθαρό παγκόσμιο δάκρυμε την κατάθεση του ήλιουνα ξεχειλίζουν τα πικρά φρέατα των αιώνωνσπάζοντας τα παράθυρα της ρέμβηςκοιτάμε απέναντιστον εαυτό μας μέσαΛΙΑΚΩΤΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Όταν ξαπλώσειςστο λιακωτό της νύχταςμην κάνεις την αποκοτιάμες στη φωτιά της καληνύχταςτη σκέψη σου να απλώσειςστα πέτρινα κατώφλια του μυαλούπου βλέπουνε στις αγορές του κόσμουπροσεκτικά να τη διπλώσειςμε ένα κλωνί φρεσκοκομμένου δυόσμουπάνω στο χνάρι της μορφής μουόχι αλλούστα δυο εκείάμα πεινάνα σπαταλά απ’ τη ζέση της αφής μουστης έγνοιας μου το φτέρωμανα ξαγρυπνά γλυκάκαι να ’χεισαν τα αγιορείτικα παλιά καθολικάκαι του ώριμου καιρού το στάχυτου δειλινού το μέρωμαΚαλό ξημέρωμαQUELLE VII
Παςκαι όνομα Απρίλη σε βαφτίζωστην τρέχουσα πηγή των οφθαλμώνΤο ’να μου πόδι στο κατόπι σουτ’ άλλο μου χέρι στην ανάρτηση του νάρκισσουεπισκευάζοντας ζωήμα όσο να αναδυθεί σώμα του νου απ’ τη λύπησκοντάφτει μέρεςΕίναι γριά η πέτρα τούτων των διωγμών...”έτσι κέρδισα να μιλήσω απόψεμ’ έναν ευρύχωρο θρόνο μοναξιάςόπως διαρκείς όπως φεύγειςφορώντας τα πέλματα των ρόδωνκαι το σημείο της επαφής παραμάσχαλαΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ (ΝΑΜΑΜΑΝΑ)
Δυόμισι άνοιξη πάνω στην πέτραπαραπατάει η θάλασσα και λείπει το νερόπαραπατώ μια σκέψη που από το νωρίς του ονείρουτη μάνα μου ήθελε ρώγα και παράπονο σταφύλινα κλείσει έναν κατάσαρκο ύπνο και δεν είχεαγγέλου χείλι και δοκιμών φτεράολόκληρα ζεστά και τ’ αστέρι στο μέτωποδεν πρόφτασα δεν ενθυμούμαικι ό,τι λέω τώρα με την καρδιά το πλέωτο στρουμπουλό πουλί που άλλαξε πολύστην ίδια θέση έτρωγε κόκκινο στη γνωριμία των εποχώνκι ας το ξενίτευα εδώ κι εκεί στην ίδια θέσηέπαιρνε μέρος στήθος στο όριο των προβλέψεωνσε ύψος σε περπατησιά σε αγάπημια εποχή σε χώρα στήθους άλλωστε κι αυτήνοτιάς ο δρόμος Σαββατόβραδοο Ιούλιος να φεύγειςτετράτροχη με τα μάτια τού δε σ’ αφήνωτα τραβήγματα στην πλάτη και ξανά απ’ την αρχήκυπαρισσία νύχταάλλωστεμπορείς πουλί να αντέξειςλιγάκι μια σχισμή όχι παραπάνωένα διάδρομο ανάμεσα χωμάτωννα πάμε στη μάνα μου να κατεβαίνωτον πρόλογο τρέχω επίλογοδεν έχω ιδέα πώς ανιχνεύεται ο μόνος στη σιωπήπατάει ξερό κλαδίή ανάβει άνθος ηλίου υποτροπιάζονδάκρυ με το σπασμένο κωδικόθα τα χαλάσεις τα μάτια σου
ΕΝΑΛΙΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
με βρέχεις εικόναμισός σκοτεινόςκι ο άλλος υπόλοιπομε του σύννεφου την πέτρα στο χέριδεν ξέρω πώς να βγωμε ποια λογική ανέμουαπό τούτο το τετράγωνοέμελλενα ζήσω με μιαν απόσταση χεριώνφεγγάρι μουκαι αναπηδητά κάτω απ’ το δέντρο της σπουδήςνα ’σουν τουλάχιστον σε προσιτό κλαδίτο βαρύ επιδόρπιομε ουρανού υλικά να σκύβειςδιπλή πυρόσβεση και να συγκλίνειςστη φωτιάματαίωςαγκίστριδίχτυωμή παλάμηκαι άλλους ό,τι βρω άρπαγεςαπ’ το λαιμό να κατεβάζω το θεό μουκι όλα στα μισάκι όλο μισά σου ανοίγω λόγιαμε αθάνατα λυχνάρια τι δουλειά έχωάναψα στα τσιγάρα μου ναρκωτικά σινιάλακαι ενάλιος στο παράθυροσ’ ευτυχισμένο χάλι βαφτίζομαι ΑύγουστοςΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
Μένει λέει σε μιαν εξαίσια θέα και μια θάλασσαοι εξώστες στο σχήμα φακού των ματιώντα στηρίγματά τους μηροί γυναικών που αντέχουντον έρωτατο πρώτο που σπρώχνει πίσω το στεναγμό ένα ααατου πελάγουγυρνάει τα χέρια του νου κλείνει τη μεγάλη πόρτα τηςδύσηςένα πιάνο και η φωνή των εποχών καταμεσήςβουίζουν στα παράθυρα οι έξοδοι καθρέφτεςκι ο πολυέλαιος σταλάζει κόμπο κόμπο κρύσταλλοτην ευτυχία του κόσμουτελευταία νυχτώνει εκεί μες στην τέλεια νύχτατρώγοντας θαύματα δεν είχα άλλη οδό να παραστώστη σύναξη των επινενοημένωνμα εσύ παίζε ολούθε μουσική να αντηχώ επίκλησηκι έχει καταφτάσει στα προάστια του σκοταδιούμια αγκαλιά ισχυρά τριαντάφυλλαΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ
Υπάρχει κι η πληγήπου πέταξε τα γιατρικάκι έσωσε τον αληθή της πόνοπροχωράει μπροστά με τη σημασία λέξηστρίβοντας την παρέλαση απ' το δρόμο του μυρμηγκιούκι όσοι εκτρέφουνε στις νύχτες τους ξημέρωμαέτσι κάμνουν ξωπίσω τηςπροσέχονταςμην πατήσουνε τα τίμια δώρα της γλώσσας(ΑΣΚΗΣΗ ΓΑΜΑ)
Τυχαία όπως όλα τα ωραίαΤυχαία τα ωραία άλογαΠου με ροδοπάτησανΑγάπες τα ευγενικά ζώαΣτέκονται από πάνω μουΚαι τα βράδια τους μάτια χλιμιντρίζουνΠοτέ ποτέΥπακούωΜη με οσμίζεσαι ψέμαΚι αχ αχΑναδρομικά τα σπασμένα πλευρά των φιλιώνΚι οχ οχ ο πόνοςΝα μ’ έβρισκε ξανάΚάτω απ’ τις οπλές των παλαμών σουΑΦΩΝΙΑ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ
Δεν έχει λόγο να ειπωθείςνα εγγραφείς δεν έχει χώραόνομα δίχως στην ευρεία αγοράδίποδο φως πάτησες τον αχινό της ζωήςκαι τρέμουν οι σαράντα πέντε δρόμοιμην πειςμακράντα φωνήεντα του αύριο δεν περιέχουν ίχνος γέλωταάλλοι μας πήρανετην πόρτατη φωτιάτο τζάκι των ματιών ορυμαγδόςγελάνε τώρα πίσω απ’ τις υπογραφές των προπωλήσεωνψιλά γράμματαδες τα ονομαστικά κτίριαστις προσόψεις καθρέφτεςτην εξοστρακισμένη μας εικόναμα πού ήμαστανπού ήσουν την ώρα της μελάνηςΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Ι
Είδα Ηώμε το ωμέγα την ήττα του ήλιουτην ουσία των πραγμάτων και των ανθρώπωνπώς ξεπλένεται αλάνθαστα στο χαρτί η Ιουδήθέχει κατάσχει τον καθαρό πηλό της γηςκαι γράφει μας αγγεία πολυσχιδήκαι τέμπλα και σκαλοπάτια ωραίων Πυλών και λέωχαλάλι το αψύ βάσανομούσκεμα ο καθρέφτης καταρρέει αγγέλουςκαι συ Λέαπου ξέρεις πώς σπάζει κλαδιάτο λάμδα των ξένων δακρύωνμπήκες αμέσως στη γιορτήδίχως μανδύες κι αίθουσες αναμονήςκατέχοντας το διαρκείας εισιτήριοβγάζω για σένα Υλλιώτους μόρτες τα μαύρα γυαλιά μουνα δω τον κόσμο απ’ την αρχήκι ενδοτικά φιλώ με κάρβουνο φιλίλεηλασίας ανέμουςγυναίκες της άνοιξηςΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΙΙ
πάψε ως το κοντολογίς φλύαρη γραφή μουμε κοινοποίησες πάλαιλεπτομερώς σε εποχέςκι είδα τη σιωπή να κρύβει ένα πίσωξέφωτο χλόης που ψάχνει τα ελάφια τουπικράρωμα της ξενιτιάςθα δοκιμάσωμιαν εκτίναξη αγάπης απόψε στου θηρίου τις πλαγιέςνα ’χετε το νου σαςκι έτοιμο της παρηγοριάς το φορείομη δε σκαλώσω σε καμιάν ακμή του σωσμούκι αν αντιστραφώμες στην καταστροφή σίγουρατης σύγκρισης σπασμένος στίχοςτουλάχιστονθα με έχει κατοχυρώσει η μουσική σας στην πτώσημόνος να τρώω να πίνω τις λέξειςδε θα σας πω ευχαριστώμόνο σας στέλνωπάρτε το σπίτιτο δωμάτιοτο παράθυρό μουστη θέα της βροχήςόλα μου τα δέντραόπως μου στέρησε το μακριά πολλά τραγούδιαμε του σώματος με του νου τις αιτήσειςκαι πάλι ανατολίζομαι στους ψιθύρους σεισμούςπού εκρήγνυται το όνομά μου ως φωνήεν αγάπης;ΕΝΔΟΦΘΑΛΜΙΑ ΠΙΕΣΗ
Έφυγεπάνω που η λαθεμένη προσμονή παραπατούσεέφυγεθα πλήθυναν τώρα κατά ένανοι αρχηγοί των αγγέλωνέφυγε στη λάμψημημην το πεις εμβολισμού οφθαλμέκαι σπάσουν των ταχυτήτων τα κουπιά-πριν φτάσει στη νηνεμίαδε φέγγει πλήρωμα του χρόνου-λάμνει στο απέραντο κι ακούειτην κραυγή των μυώνωντι θαρρείςέι οπ έι οπ το πληγωμένο φωςέι οπ έι οπκαι πίσωτων θνητών οι αμέθυστοι απελπισμοίόσο αγάπη δίχως έρμαφεύγω χωρίς φευ δεν υπάρχειΕΔΩ ΚΕΙΜΑΙ
Μη λυπηθείςΠου οι δρόμοι μου απόντεςΠάρε μεΜε αγκαλιές αξενιτιάςΣύρε μεΣτου πόνου τις φωτιέςΣτα ανταλλακτήρια του κόσμουΚατάθεσέ μεΝόμισμα ακριβόΚόψε μεΜοίρασέ μεΤετράγωνα ψωμίΦιλιάΧαμόγελαΤεράστια μάτιαΠούλα μεΑγόρασέ μεΑπόθεσέ με δωρεάΣε πόρτες νηστικέςΜόνο που πρινΝαΒάλε σε τάξηΒούτα τα χέρια τα φτεράΤα περιστέρια τα κλειστάΠου τρέμουνΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«…σου αφήνωαπάνω στης νύχτας το τραπέζιπορτοκαλόφλουδακαι ζάχαρη αγορασμένηαπ` τα παζάρια του ήλιουάναψε των δακτύλων τη φωτιάνα φτιάξεις ένα κομμάτι αύριοδίχως τη γεύση του χιονιού..."τέτοια λόγια αυτοκόλλησααπέναντιστο ανθοπωλείο τοίχο των βραδιών μουκαι ακούω τα τρένανα σφυρίζουν σπασμένες χειραψίεςκαι βρέχει πάλιανίκανες βροχές αποτυχίεςπου κανένα μυστικό των θεώνδεν μπόρεσαν να κατεβάσουν ως εδώστο περιθώριονα ξεφυτρώσει απ` την αρχή η ζωή μας…»ΟΛΥΝΘΟΣ
Παρελθόν εν δράσεικι όλος ο θίασός σου επί φωνήςμας κρούει εντελώς γυαλί καιδεν είμαστε για σπάσιμο χατίρια το ξέρειςκλείσαμε αίθουσα από νωρίςδωμάτιο γνωστό στενή διακόσμηση νύχτακαι μουσικές το παλιό σου το βιολίγια εγγυημένο λάθοςστροφές των μόνωνσπασμένες δυο χορδέςφάλτσα να ψάλλουνε καημό κόβουν ελπίδαθα γλεντήσουμε κλαίγοντας διακεκομμένα απόψετο λέει κι η ιστορίατων πάλαι ποτέ ακμαίων αισθημάτωναπό κτίσεως πόνουοι Πέρσεςποτέ δεν ήρθαν για καλό μες στη ζωή μαςΜΟΙΡΟΛΟΙ (ΠΟΙΗΤΕΣ)
Να ’ρθω λίγο και γωεκεί που σταυροπόδι οι λέξεις του Ανθρώπουκαι πίνουν τον πικρό καφέέχω βγάλει τα παπούτσια έχω πλύνει τα πόδια μουγια τα μάτια μου δε σας εγγυώμαικατείχαν πάντα την κατηφόρα των υδάτωνμπορώ όμως να πιάσω για λογαριασμό τους μια γωνιάκι ένα μαντίλι απ’ την αρχή να ιδρυθώ;Σας κοιτάω φωτογραφίεςτα χέρια συλλέγω στηρίγματα τα λόγια βλέμματαγεια των λυπημένων ελαφιών που πελεκάνετης μυρτιάς το κλαδί για ημιαξόνιο ονείρωντραγούδι αλάτι τραγουδώμιαν ιαχή ορυκτή σιωπής τον ύμνοκι εσείς που ακούτε την τρικυμία που αγαπώτη νύχτα αυτή στης Τιβεριάδας τον ύπνομην πείτε σκυμμένοι στη γη των αστεριών ή τουυποκόσμουεστέρεψε το δάσος των λωτώνκαι πότε ήταν φαρδύτερο ετούτο το στενό παράθυρο του κόσμουΤροφή των παντοίων ραμφών ποιητήστέργεις σε αιώνια πληγήδίχως ένα αντίδωρο κελάηδημαμιαν πάροδο αγγέλων να σε πληρώσουν
ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ
Όσο να πω το τίποτααστράφτεις στα μάτια μου εξατμιζόμενα νομίσματακι οτανάν κοιμάμαιτεινόμενα χέρια στους πέντε καπνούςκαμιά ανάσα να μη χωράει ούριο όνειροπαρά ψηλά με την κραυγή’’ξεσταύρωσον ξεσταύρωσον εαυτόν”μας κλέψανε νυχτιάτικα τον κήπομοσχομυρίζουμε ακόμα φρέσκια κοπήξεκλειδώνωτο κίτρινο φύλλοπέρνα καρδιά μουνα δικαιολογηθώ μες στην αιωνιότηταχώρια μαζί πώς ζουν οι άνθρωποι
ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ
Διάθεση Ευρίπουκαι πηγαινέλα σκοταδιούνα μη στεγνώνει η λύση των ματιώνόταν κορμί των νάρδων σε κατάνυξηστήνει στο μακριά ένα αυτί και βλέπειένα αμύγδαλο μάτι κι ακούειτο αύριο και να ’ναι κατοικημένο κόκκινες μέρεςελ ελπώς θα ξεφύγουμε από του κύματος τη διαπασώναπό τη χαίτη λιπόθυμων φυκιών στα μηρά μαςτα βαγονάκια των γαρίδων βυθό βυθόυποφέρουν διαδρομή μαστιγώνοντας ταχύτητακαι σε λίγο άδεια η βάρκα ξημερώνειεπίμαχο υλικό λέγομαι κιόλας στα σεντόνιαμες στων πτυχών τα καταγώγιαέτοιμος για όλα τα ναιάφησέ μου ανάδυση από το βάθος των τρελώνκαι μια βροχή να μη φανεί πως κλαίωΒΑΘΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
το χυτήριο δακρύωνπου ακόμα η Ελισώδαγκώνει τις ρίζες των κυπαρισσιών να λύσει το γιο τηςκι η Ευαγγελία με τους είκοσι έξι καιρούς στα μαλλιάαγγελία θυέλλης και τρέχα ταξίόχι δεν μπορείτε να μπείτε στο κρύο δωμάτιοη πύλη απέκλεισε ηλεκτρονικά την ώραπίσω στο επείγον εργαστήρι του ανθρώπουαρμαθιές τα αντικλείδια του πουθενάκι ύστερα να μη γνωρίσουμε άλλες χώρεςκαμένους ασπασμούςκι εσύ παρηγοριά που ομιλείςτι απ’ την πολλήν αγάπη δεν ακούωτι φέγγεις θυσίας ελαιόλαδοένα γύρω βγαίνωκαι ρίχνω στα ισόγεια των ελαιώνων σου μάτια αλάτιέτσι επέλεξα απ’ τις ματιές δόσεις φωτιέςκι ένα ταβάνι ανάσκελαμα μη σας εξορκίζω τόσο βαθιάμη σκάπτετε ονόματα την οδό χαραμάτωννα ’βρει η αυγή θέση καθημένων για την αλήθειαη αλήθεια περνώντας τα φωτοκύτταρα των υστέρωνσυναγερμοί απουσίαςγι’ αυτό σας λέωάλλα δε θα αφήσω αντίο να ‘ρθουν στην ώρα τουςτόσο φάκελοι σκοτεινοίβάφω λευκό το γραμματοκιβώτιο της μέραςΛΟΡΚΑ
Άκου τι λεν τα δάσηστήσε αυτί λιώσε χιόνιτις τελευταίες νύχτες το φθινόπωροδακρύζουν ήλεκτρο τα πεύκαδε φταίω εγώκάπου ανεβάσανε Γκαρθία κι ένα ασημένιο ποτάμικάπου τη ρεματιά με τις πληγέςδε φταίω εγώ που τρέμει τόξο το γεφύριπου λούζεται νάρδους ο Γουαδαλκιβίρπέφτουν τα πουλιά στου φλάουτου το φύσημαπερνάει το ασημένιο ποτάμι το αρχαίο νερό η φωτιάστων δέντρων τη σιωπήτο σείσιμο του θάμνουτρέχει να πνιγεί και πουθενά το πρώτο βήμαγια ένα παρακάτω είπαντον χρέωσαν ολόκληρον τα τελωνεία των φθορώνΨεύματαΚι έδειξε χαρτιά σφραγίδες φύλλακαταθέσεις αστρονομικά ποσά ελευθερίακι ύστερα τις διπλές βροχές και την αδιαθεσία των άστρωνπίσω στα αγάλματα τα πετρωμένα δάκρυασε μέγεθος μερόνυχτουάστρο μου άστρο μου για δε μ’ αγγίζεις πιαχέρια μου φράξτε τη μεσολάβηση του σύννεφουκαι σεις βουνά με τον κομμένο ορίζονταμε ένα βλέμμα σάς ρίχνω καταγήςό,τι και ώρα να ’ναι κραυγή ό,τι ζωή ακορντεόνΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Στην πέτρα της υπομονήςσκαλίζω ένα καράβιτου βάζω ξάρτια και πανιάνα βγει στον κόσμο παγανιάένα Σαββάτο βράδυάμα περάσει και το δειςκαι πριν αλλάξει ρόταψάξε με σ’ όλο το ντουνιάστου έρωτα τη γειτονιάόμως αν θέλεις ρώταΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ
Πουλί των κεραυνώντι να σου σφυρίξω εγώ το ράμφος της φοβίαςθα σου μιλήσωμε των βροχών τα νήματα και μια ζεστή φωνήάλλα μολύβια γιατρικά δεν έχωβάζε εσύ κάπου κάπου τέλεια ανάσαεκεί που δακρύζουνε οι λέξειςνα προστατέψουμε την καρδιά μαςκαι πες για τις γραφέςαν δεν πέσεις φύλλο κίτρινοαπ’ του αγέρα το κλαδί στο χώμαδε διασχίζεις φθινόπωρο
ΣΗΜΥΔΕΣ ΣΟΥΙΤΑ ΓΙΑ ΚΙΘΑΡΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ
O δίσκος "Σημύδες-σουίτα για κιθάρα" κουβαλάει μια μικρή και, γιατί όχι, παραμυθένια ιστορία.
Ένα βράδυ αρχές του Απριλίου 2007 περιδιαβαίνοντας τα λογοτεχνικά ιστολόγια - τα κατά κόσμο μπλογκς - βρέθηκα σε ένα τόπο που έφερε τον τίτλο "Σημύδες". Ένας ποιητής διαφορετικός από όσους είχα δει μέχρι τότε στους ιστότοπους, μια μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας, μια αστείρευτη πηγή νεολογισμών και γλωσσικών εφευρημάτων. Ο Σωκράτης Ξένος έγραφε στίχους με την ίδια ευχέρεια που ο Μότσαρτ έγραφε νότες, απαντούσε στα ανοιχτά σχόλια των αναγνωστών με ευγένεια, με υπομονή, χωρίς να φαίνεται πως εντυπωσιάζεται από τις εκδηλώσεις αρκετές φορές λατρείας των φίλων του για την ποίηση του. Ψάχνοντας έμαθα ότι είναι εκπαιδευτικός και ότι ζούσε στο εξωτερικό.
Μια βραδιά διάβασα ένα στίχο του που αποτυπώθηκε βαθιά μέσα μου:"με την αγάπη λειτουργώ το αδιέξοδο, δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί..."
Τότε ήταν που ήρθε στα αυτιά μου το πρώτο μουσικό θέμα."Μικρό ροδάκινο, στόχε υψηλέ, με τόσα πρόθυμα κλαδιά, πόσο το μέτωπό σου ζήλεψε χώματα" σι-ντο#-ρε-μι-φα#-ρε, από δω άρχισε η κιθάρα να πλημμυρίζει σημύδες.
"Σε έχει απορροφήσει τόσο η ποίηση..., του έγραψα, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είσαι άνθρωπος, ελαιογραφία ή κομποσκοίνι".
Το ετοίμασα σε mp3, το φόρτωσα, πάτησα "αποστολή" κι η μουσική έστρεψε προς το Βορρά της Ευρώπης ξεκινώντας για το μακρύ ταξίδι της αντάμωσης με την ακοή του.
Την επόμενη μέρα ανοίγοντας τον υπολογιστή κοίταξα στην οθόνη με αγωνία. Άραγε τι εντύπωση θα του έκανε; Πετάχτηκα από την καρέκλα, σαν άκουσα τη μουσική και αντίκρισα την ιδιόχειρη παρτιτούρα μου ταπετσαρία στο ιστολόγιο του Ξένου.
Από την στιγμή εκείνη άρχισαν να γράφονται οι "Σημύδες, σουίτα για κιθάρα", μέσα σε ένα περιβάλλον λυρισμού και ψυχικής έντασης που γεννάει η δημιουργία.
ΚΥΡΙΑΚΟΒΡΑΔΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου