7/1/21

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ

 










ΣΗΜΥΔΕΣ  (2008)



ΠΟΤΑΜΙ ΚΙ ΟΝΟΜΑ


Με ένα τσιγάρο μέμνησο
κι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο καιρό
ανάμεσα στα γόνατα εδώ και αιώνες

κι από τα μέρη που κοιτούν τα ωραία αγάλματα
ξεμύτιζαν αυτόχθονες παρθένες
με το σπασμένο βατόμουρο το στόμα τους
κι όλο έφευγαν αμίλητες βαθιά
στων ποιητών τα βράδια

μα εγώ για σένα μόνο έγραφα
κουπί λυμένο απ’ το κομποσκοίνι του θεού
ως το άλλοθι του νερού
κι όταν κρύωναν τα άκρα μου
ήταν που άλλαζες ποτάμι κι όνομα 



ΚΑΤΑΦΥΓΗ


Μη με ρωτάς με πρωτοσέλιδα
κι αναρτημένες προσμονές
εγώ ποτέ μου δε σχολίασα υπόγειο χαμόγελο
και τελευταία
αποφεύγω να διαβάζω φωναχτά
το υλικό των ημερών

μετέφερα το σώμα της ανάγκης
στα κρεβάτια των κισσών
κι οι σπουργίτες ανέλαβαν των αηδονιών τη συναυλία

ψύχρανε εντός βροχή μου
κι οι στέγες κλαίνε κατηφόρα

ρίξε κάτι πάνω σου
μην κρυώσεις
που σε έχω και σένα στο νου μου



ΚΑΤΑΦΥΓΗ





ΝΥΧΤΟΠΟΙΩ


Πήρα χαρά και βράχηκα εσένα
το λόγο των σεισμών
μου το ’πε με ίδρο το όνειρο
μην αρνηθείς ότι ήσουν
-έτσι δε λεν
στην άκρη στα χαράματα αληθινό το τέλος; -
ήσουν το τώρα εδώ και ήσουν σάρκα και οστά
και μας εκτίναξε ψηλά διαφορά δυναμικού έξοχου
πόνου
τώρα κι όχι στο πάντα
τη λέξη αυτήν την ανυπόστατη τον αφερέγγυο όρκο

πλαγιάζουμε μισόκλειστοι στ’ αριστερό πλευρό
ξυπνούμε μόνοι το πρωί
σαν ψέμα ζωντανό σε μουδιασμένο χέρι
με κάτι υπόκωφους ψαλμούς
οχ.... οχ...
θα μου πεις πώς αλλιώς
με ποιες χορτάτες βλέψεις ποιες ιαχές
αφού οι άνθρωποι αγαπούν με συλλαβές
και με εμβαθή υποκοριστικά ψυχούλα μου

χατιρικά διαγράφει τον ήλιο ο καιρός
νυχτοποιώ τη μέρα
να σ’ έχω στη φάση του εφικτού
μ’ όλα τα εικοσιτετράωρα πρόσωπα
φεγγάρι μου ένα 



ΝΟΤΕΣ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ


Πώς να μιλήσω με ποτάμι
ο νους του θάλασσα
μια χούφτα πρόλαβα νερό μάτι λοξό
και κατηφόρα πλώρη
δε μαϊνάρω πια
τη δεξιόστροφη στοίχιση των νοημάτων
λείπεις κι εσύ
ραγδαίοι οι περίπατοι του ανήλιου
στο άχτι του ουρανού
μοσχομυρίζω αρχαία κολόνια
μα πού είσαι
σύννεφο νότες της σκόνης με τα ασύμμετρα πέλματα
σε γωνιές ευάλωτος πιο βαθιά
του σούρουπου τα υπόγεια
αν ήξερες
χρεώθηκα την πιο ευώδη ερμηνεία του πόθου
επίμονα να διατυπώσω
το ανεκπλήρωτο
το ελατό του πόνου σώμα
κι όλους τους υγρούς σχηματισμούς
τα λιμάνια
τις όχθες
τα τσίνορα

αν ήξερες
πόσο σε δίψασα δε θα τολμούσες
να μου λες έναν ξερό ματόκλαδο ήχο 



ΑΠΟΓΕΜΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ


Κυρά μου
συμμάζεψα τις συνοικίες μου εδώ και ώρα
το έξω με τη σκόνη του
το μέσα με τα αίματα
πότισα τα βασιλικά
ξυρίστηκα
μυρίστηκα βαθιά
και σε περίμενα με αχνιστό καφέ

απ’ του απογέματος τον πλάγιο ύπνο
πώς έτσι με κοιτάς μισή
μ’ αυτά τα μάτια τα σπαθοχελίδονα
στο μέτωπό σου ένα σχόλιο πελάγου εμφανές

εδώ ’μαι
έλα κάτσε
να σου πω ένα φιλί ροδάκινο στο στόμα
που μακριά μου
τόσο όνειρο ατέλειωτο καιρό
η φλούδα του πονούσε 




Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Λέγει ο ποιητής

«Σκάρτη Αστάρτη
γκρεμίζω όλους τους ναούς σου
με τις ξενοφίλητες πέτρες
και πάθη χώματα γεμίζω τα άβατά σου
ήτανε ξένος ο χιτώνας

κι έρχεσαι τώρα εσύ
το χέρι η άνοιξη
σκεπάζεις το λεκέ μ’ ένα λουλούδι
τη λέξη
αυτήν την ιερόδουλη
την πλήρως ενδοτική στα έτη
την ηλικία
του ποιητή

παρόλα αυτά
θα ’θελα να σου πω
πως τώρα που ’φερε το θέρος
τις εφεδρείες των άστρων
να χρηματοδοτούσες ένα όνειρο...»

Στην ηλικία του ποιητή απέτυχα
Διάβασα όλα του τα ποιήματα
Κάπου έγραφε
για μια δεκαετία γιασεμιών 



ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


Που θαρρείς σε έσπασα παράθυρό μου
Ένα σε έχω βορειοανατολικό νερό

Αστράφτω τσακμακόπετρα στη νύχτα
του ποιείν και του φόβου των λέξεων
και στη μονήρη διακονία έγκλειστος
σε πλέω απ’ τη μεριά των ματιών
να ‘σαι εδώ 
δάχτυλα και ποτάμια σκουπίσματα
βαθιά ως την άλλη όψη
που μιλάει η φουρτούνα
με το αληθινό μου όνομα

δειπνά ο καιρός βάρος κορμί χελιδονιών
μη με νυχτώνεις
μην πεις που μακριά σε πρόφτασα
δεν είχα πια χέρια να πιαστώ
σ’ ένα χαιρετισμό αντάξιο του περίμενε
κι όμως ήταν μέρα γιορτής

σκεύασμα ανθρώπου
διάτρητο έγγραφό μου
διπλώνομαι κνήμη σε λόφους τριγύρω εκτελέσεων
κι αν δε σε λέω πρόχωμα
μ’ ένα χαμόγελο διπλό οχύρωσέ με 



Μ’ ΕΝΑΝ ΙΟΥΛΙΟ


Δανεισμένα
Δυο κουταλάκια καφέ
Πικραμένα τσιγάρα
Όλη νύχτα σχεδόν
Σε περιέγραφα με αφόρητα χρώματα
Σε διέγραφα
Μ’ όλες τις γραμμές που ξέρω
Κι ύστερα
Σε παρθένο χαρτί
Με αίματα
Με θυμούς περισσεύματα σ’ έντυνα
Με την τρέλα του τίποτα
Ξανά
Απ’ τους ώμους αρχίζοντας
Με τα κύματα των μεγάλων στιγμών
Κι ένα βάθος στεριά ποταμούς
Ώσπου σε έκαμα γνήσια θάλασσα
Με έναν Ιούλιο ν’ ανάβεις του στήθους το φως
Με μια μπόρα να διασχίζεις το λευκό μου πουκάμισο 



ΔΡΟΣΕΡΟ ΝΕΡΟ  


Σα φεγγαράκι διάφανο
Απ` τα φιλιά και την αγρύπνια
των χορών μικρών ωρών
κατρακυλά φτάνει στην πύλη
στύβει χυμό απ` το λυγμό
το ωραίο δάκρυ σου
διαγράφει την καμπύλη
στην κατηφόρα των παρειών

έλα μην κλαις για τις τροχιές
που ξόδεψες αλλού
όπως παλιά στη νικημένη μου αγκαλιά αφήσου
και τίποτα μη λες αποκοιμήσου

τι καις λοιπόν να σε χαρώ
δες με λιγάκι
τον έρωτα με το χρυσό φτερό
στο διπλανό ρυάκι έχω στείλει
να φέρει δροσερό νερό



ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΑΚΡΥ                   


Ποτέ που ζούμε ο κόσμος
δεν είν` αυτός ο κόσμος των ανθρώπων
σούρουπο μέτωπο δυο λέξεις θλιβερές
για κάτι αφτέρουγα πουλιά 
που σπαρταρούν στην κίτρινη χερσόνησο των κρότων

στα όνειρα μόνο ψηλαφίζουνε τους κόμπους
τα ξεχασμένα λύνουνε σχοινιά
κι η άνοιξη βγαίνει στους δρόμους
μ’ όλα τα δέντρα 
μ’ όλες τις σημαίες
θρόισμα παραλήρημα
και ό,τι τόσο ψίθυρος βελόνι αμείλικτο
ανοίγει ορίζοντα με χαρακιές
εκεί που ξύνουν το βελούδο τους τα ελάφια
να τρέχει δάκρυ καθαρό παγκόσμιο δάκρυ
με την κατάθεση του ήλιου 
να ξεχειλίζουν τα πικρά φρέατα των αιώνων

σπάζοντας τα παράθυρα της ρέμβης
κοιτάμε απέναντι
στον εαυτό μας μέσα



ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Όταν ξαπλώσεις
στο λιακωτό της νύχτας
μην κάνεις την αποκοτιά
μες στη φωτιά της καληνύχτας
τη σκέψη σου να απλώσεις
στα πέτρινα κατώφλια του μυαλού
που βλέπουνε στις αγορές του κόσμου

προσεκτικά να τη διπλώσεις
με ένα κλωνί φρεσκοκομμένου δυόσμου
πάνω στο χνάρι της μορφής μου
όχι αλλού

στα δυο εκεί
άμα πεινά
να σπαταλά απ’ τη ζέση της αφής μου
στης έγνοιας μου το φτέρωμα
να ξαγρυπνά γλυκά
και να ’χει
σαν τα αγιορείτικα παλιά καθολικά
και του ώριμου καιρού το στάχυ
του δειλινού το μέρωμα

Καλό ξημέρωμα



QUELLE VII


Πας
και όνομα Απρίλη σε βαφτίζω
στην τρέχουσα πηγή των οφθαλμών
Το ’να μου πόδι στο κατόπι σου
τ’ άλλο μου χέρι στην ανάρτηση του νάρκισσου
επισκευάζοντας ζωή
μα όσο να αναδυθεί σώμα του νου απ’ τη λύπη
σκοντάφτει μέρες
Είναι γριά η πέτρα τούτων των διωγμών...”

έτσι κέρδισα να μιλήσω απόψε
μ’ έναν ευρύχωρο θρόνο μοναξιάς
όπως διαρκείς όπως φεύγεις
φορώντας τα πέλματα των ρόδων
και το σημείο της επαφής παραμάσχαλα



ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ (ΝΑΜΑΜΑΝΑ)


Δυόμισι άνοιξη πάνω στην πέτρα
παραπατάει η θάλασσα και λείπει το νερό
παραπατώ μια σκέψη που από το νωρίς του ονείρου
τη μάνα μου ήθελε ρώγα και παράπονο σταφύλι
να κλείσει έναν κατάσαρκο ύπνο και δεν είχε
αγγέλου χείλι και δοκιμών φτερά
ολόκληρα ζεστά και τ’ αστέρι στο μέτωπο

δεν πρόφτασα δεν ενθυμούμαι

κι ό,τι λέω τώρα με την καρδιά το πλέω
το στρουμπουλό πουλί που άλλαξε πολύ
στην ίδια θέση έτρωγε κόκκινο στη γνωριμία των εποχών
κι ας το ξενίτευα εδώ κι εκεί στην ίδια θέση
έπαιρνε μέρος στήθος στο όριο των προβλέψεων

σε ύψος σε περπατησιά σε αγάπη

μια εποχή σε χώρα στήθους άλλωστε κι αυτή
νοτιάς ο δρόμος Σαββατόβραδο
ο Ιούλιος να φεύγεις
τετράτροχη με τα μάτια τού δε σ’ αφήνω
τα τραβήγματα στην πλάτη και ξανά απ’ την αρχή
κυπαρισσία νύχτα

άλλωστε
μπορείς πουλί να αντέξεις
λιγάκι μια σχισμή όχι παραπάνω
ένα διάδρομο ανάμεσα χωμάτων
να πάμε στη μάνα μου να κατεβαίνω 
τον πρόλογο τρέχω επίλογο
δεν έχω ιδέα πώς ανιχνεύεται ο μόνος στη σιωπή
πατάει ξερό κλαδί
ή ανάβει άνθος ηλίου υποτροπιάζον

δάκρυ με το σπασμένο κωδικό
θα τα χαλάσεις τα μάτια σου




ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ  (ΝΑΜΑΜΑΝΑ)







ΕΝΑΛΙΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ    


με βρέχεις εικόνα 
μισός σκοτεινός
κι ο άλλος υπόλοιπο
με του σύννεφου την πέτρα στο χέρι
δεν ξέρω πώς να βγω
με ποια λογική ανέμου
από τούτο το τετράγωνο

έμελλε 
να ζήσω με μιαν απόσταση χεριών 
φεγγάρι μου
και αναπηδητά κάτω απ’ το δέντρο της σπουδής
να ’σουν τουλάχιστον σε προσιτό κλαδί
το βαρύ επιδόρπιο
με ουρανού υλικά να σκύβεις
διπλή πυρόσβεση και να συγκλίνεις
στη φωτιά

ματαίως
αγκίστρι
δίχτυ
ωμή παλάμη
και άλλους ό,τι βρω άρπαγες
απ’ το λαιμό να κατεβάζω το θεό μου
κι όλα στα μισά
κι όλο μισά σου ανοίγω λόγια
με αθάνατα λυχνάρια τι δουλειά έχω
άναψα στα τσιγάρα μου ναρκωτικά σινιάλα
και ενάλιος στο παράθυρο
σ’ ευτυχισμένο χάλι βαφτίζομαι Αύγουστος



ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ


Μένει λέει σε μιαν εξαίσια θέα και μια θάλασσα
οι εξώστες στο σχήμα φακού των ματιών
τα στηρίγματά τους μηροί γυναικών που αντέχουν
τον έρωτα
το πρώτο που σπρώχνει πίσω το στεναγμό ένα ααα
του πελάγου
γυρνάει τα χέρια του νου κλείνει τη μεγάλη πόρτα της
δύσης
ένα πιάνο και η φωνή των εποχών καταμεσής
βουίζουν στα παράθυρα οι έξοδοι καθρέφτες
κι ο πολυέλαιος σταλάζει κόμπο κόμπο κρύσταλλο
την ευτυχία του κόσμου

τελευταία νυχτώνει εκεί μες στην τέλεια νύχτα

τρώγοντας θαύματα δεν είχα άλλη οδό να παραστώ
στη σύναξη των επινενοημένων
μα εσύ παίζε ολούθε μουσική να αντηχώ επίκληση
κι έχει καταφτάσει στα προάστια του σκοταδιού
μια αγκαλιά ισχυρά τριαντάφυλλα 



ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ


Υπάρχει κι η πληγή
που πέταξε τα γιατρικά
κι έσωσε τον αληθή της πόνο

προχωράει μπροστά με τη σημασία λέξη
στρίβοντας την παρέλαση απ' το δρόμο του μυρμηγκιού

κι όσοι εκτρέφουνε στις νύχτες τους ξημέρωμα
έτσι κάμνουν ξωπίσω της
προσέχοντας
μην πατήσουνε τα τίμια δώρα της γλώσσας 



(ΑΣΚΗΣΗ ΓΑΜΑ)


Τυχαία όπως όλα τα ωραία
Τυχαία τα ωραία άλογα
Που με ροδοπάτησαν
Αγάπες τα ευγενικά ζώα
Στέκονται από πάνω μου
Και τα βράδια τους μάτια χλιμιντρίζουν
Ποτέ ποτέ

Υπακούω
Μη με οσμίζεσαι ψέμα
Κι αχ αχ
Αναδρομικά τα σπασμένα πλευρά των φιλιών
Κι οχ οχ ο πόνος
Να μ’ έβρισκε ξανά
Κάτω απ’ τις οπλές των παλαμών σου 



ΑΦΩΝΙΑ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ


Δεν έχει λόγο να ειπωθείς
να εγγραφείς δεν έχει χώρα

όνομα δίχως στην ευρεία αγορά
δίποδο φως πάτησες τον αχινό της ζωής
και τρέμουν οι σαράντα πέντε δρόμοι

μην πεις
μακράν
τα φωνήεντα του αύριο δεν περιέχουν ίχνος γέλωτα
άλλοι μας πήρανε
την πόρτα
τη φωτιά
το τζάκι των ματιών ορυμαγδός

γελάνε τώρα πίσω απ’ τις υπογραφές των προπωλήσεων
ψιλά γράμματα
δες τα ονομαστικά κτίρια
στις προσόψεις καθρέφτες
την εξοστρακισμένη μας εικόνα

μα πού ήμασταν
πού ήσουν την ώρα της μελάνης



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Ι               


Είδα Ηώ
με το ωμέγα την ήττα του ήλιου
την ουσία των πραγμάτων και των ανθρώπων

πώς ξεπλένεται αλάνθαστα στο χαρτί η Ιουδήθ 

έχει κατάσχει τον καθαρό πηλό της γης
και γράφει μας αγγεία πολυσχιδή
και τέμπλα και σκαλοπάτια ωραίων Πυλών και λέω 
χαλάλι το αψύ βάσανο
μούσκεμα ο καθρέφτης καταρρέει αγγέλους

και συ Λέα
που ξέρεις πώς σπάζει κλαδιά
το λάμδα των ξένων δακρύων
μπήκες αμέσως στη γιορτή
δίχως μανδύες κι αίθουσες αναμονής
κατέχοντας το διαρκείας εισιτήριο

βγάζω για σένα Υλλιώ
τους μόρτες τα μαύρα γυαλιά μου
να δω τον κόσμο απ’ την αρχή
κι ενδοτικά φιλώ  με κάρβουνο φιλί
λεηλασίας ανέμους

γυναίκες της άνοιξης



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΙΙ     


πάψε ως το κοντολογίς φλύαρη γραφή μου

με κοινοποίησες πάλαι 
λεπτομερώς σε εποχές
κι είδα τη σιωπή να κρύβει ένα πίσω
ξέφωτο χλόης που ψάχνει τα ελάφια του

πικράρωμα της ξενιτιάς 
θα δοκιμάσω
μιαν εκτίναξη αγάπης  απόψε στου θηρίου τις πλαγιές
να ’χετε το νου σας
κι έτοιμο της παρηγοριάς το φορείο
μη δε σκαλώσω σε καμιάν ακμή του σωσμού

κι αν αντιστραφώ
μες στην καταστροφή σίγουρα 
της σύγκρισης σπασμένος στίχος
τουλάχιστον
θα με έχει κατοχυρώσει η μουσική σας στην πτώση
μόνος να τρώω να πίνω τις λέξεις

δε θα σας πω ευχαριστώ

μόνο σας στέλνω
πάρτε το σπίτι
το δωμάτιο
το παράθυρό μου
στη θέα της βροχής 
όλα μου τα δέντρα
όπως μου στέρησε το μακριά πολλά τραγούδια
με του σώματος με του νου τις αιτήσεις
και πάλι ανατολίζομαι στους ψιθύρους σεισμούς

πού εκρήγνυται το όνομά μου ως φωνήεν αγάπης;


ΕΝΔΟΦΘΑΛΜΙΑ ΠΙΕΣΗ


Έφυγε
πάνω που η λαθεμένη προσμονή παραπατούσε
έφυγε
θα πλήθυναν τώρα κατά έναν
οι αρχηγοί των αγγέλων
έφυγε στη λάμψη
μη
μην το πεις εμβολισμού οφθαλμέ
και σπάσουν των ταχυτήτων τα κουπιά
-πριν φτάσει στη νηνεμία
δε φέγγει πλήρωμα του χρόνου-

λάμνει στο απέραντο κι ακούει
την κραυγή των μυώνων
τι θαρρείς
έι οπ έι οπ το πληγωμένο φως
έι οπ έι οπ
και πίσω
των θνητών οι αμέθυστοι απελπισμοί

όσο αγάπη δίχως έρμα
φεύγω χωρίς φευ δεν υπάρχει



ΕΔΩ ΚΕΙΜΑΙ    


Μη λυπηθείς
Που οι δρόμοι μου απόντες
Πάρε με
Με αγκαλιές αξενιτιάς
Σύρε με
Στου πόνου τις φωτιές
Στα ανταλλακτήρια του κόσμου
Κατάθεσέ με
Νόμισμα ακριβό
Κόψε με
Μοίρασέ με
Τετράγωνα ψωμί
Φιλιά
Χαμόγελα
Τεράστια μάτια
Πούλα με
Αγόρασέ με
Απόθεσέ με δωρεά
Σε πόρτες νηστικές

Μόνο που πριν
Να
Βάλε σε τάξη
Βούτα τα χέρια τα φτερά
Τα περιστέρια τα κλειστά
Που τρέμουν


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ    


«…σου αφήνω
απάνω στης νύχτας το τραπέζι
πορτοκαλόφλουδα 
και ζάχαρη αγορασμένη 
απ` τα παζάρια του ήλιου
άναψε των δακτύλων τη φωτιά
να φτιάξεις ένα κομμάτι αύριο
δίχως τη γεύση του χιονιού..."

τέτοια λόγια αυτοκόλλησα
απέναντι
στο ανθοπωλείο τοίχο των βραδιών μου
και ακούω τα τρένα
να σφυρίζουν σπασμένες χειραψίες

και βρέχει πάλι
ανίκανες βροχές αποτυχίες
που κανένα μυστικό των θεών
δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν ως εδώ
στο περιθώριο
να ξεφυτρώσει απ` την αρχή η ζωή μας…»


ΟΛΥΝΘΟΣ


Παρελθόν εν δράσει
κι όλος ο θίασός σου επί φωνής
μας κρούει εντελώς γυαλί και
δεν είμαστε για σπάσιμο χατίρια το ξέρεις

κλείσαμε αίθουσα από νωρίς

δωμάτιο γνωστό στενή διακόσμηση νύχτα
και μουσικές το παλιό σου το βιολί
για εγγυημένο λάθος

στροφές των μόνων
σπασμένες δυο χορδές
φάλτσα να ψάλλουνε καημό κόβουν ελπίδα

θα γλεντήσουμε κλαίγοντας διακεκομμένα απόψε

το λέει κι η ιστορία
των πάλαι ποτέ ακμαίων αισθημάτων
από κτίσεως πόνου

οι Πέρσες
ποτέ δεν ήρθαν για καλό μες στη ζωή μας 



ΜΟΙΡΟΛΟΙ (ΠΟΙΗΤΕΣ)


Να ’ρθω λίγο και γω
εκεί που σταυροπόδι οι λέξεις του Ανθρώπου
και πίνουν τον πικρό καφέ
έχω βγάλει τα παπούτσια έχω πλύνει τα πόδια μου
για τα μάτια μου δε σας εγγυώμαι
κατείχαν πάντα την κατηφόρα των υδάτων
μπορώ όμως να πιάσω για λογαριασμό τους μια γωνιά
κι ένα μαντίλι απ’ την αρχή να ιδρυθώ;
Σας κοιτάω φωτογραφίες
τα χέρια συλλέγω στηρίγματα τα λόγια βλέμματα
γεια των λυπημένων ελαφιών που πελεκάνε
της μυρτιάς το κλαδί για ημιαξόνιο ονείρων

τραγούδι αλάτι τραγουδώ
μιαν ιαχή ορυκτή σιωπής τον ύμνο
κι εσείς που ακούτε την τρικυμία που αγαπώ
τη νύχτα αυτή στης Τιβεριάδας τον ύπνο
μην πείτε σκυμμένοι στη γη των αστεριών ή του
υποκόσμου
εστέρεψε το δάσος των λωτών
και πότε ήταν φαρδύτερο ετούτο το στενό παράθυρο του κόσμου

Τροφή των παντοίων ραμφών ποιητή
στέργεις σε αιώνια πληγή
δίχως ένα αντίδωρο κελάηδημα
μιαν πάροδο αγγέλων να σε πληρώσουν 


ΜΟΙΡΟΛΟΙ (ΠΟΙΗΤΕΣ)





ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ


Όσο να πω το τίποτα
αστράφτεις στα μάτια μου εξατμιζόμενα νομίσματα

κι οτανάν κοιμάμαι
τεινόμενα χέρια στους πέντε καπνούς
καμιά ανάσα να μη χωράει ούριο όνειρο
παρά ψηλά με την κραυγή
’’ξεσταύρωσον ξεσταύρωσον εαυτόν”

μας κλέψανε νυχτιάτικα τον κήπο
μοσχομυρίζουμε ακόμα φρέσκια κοπή

ξεκλειδώνω
το κίτρινο φύλλο

πέρνα καρδιά μου
να δικαιολογηθώ μες στην αιωνιότητα

χώρια μαζί πώς ζουν οι άνθρωποι 


ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ







ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ


Διάθεση Ευρίπου
και πηγαινέλα σκοταδιού
να μη στεγνώνει η λύση των ματιών
όταν κορμί των νάρδων σε κατάνυξη
στήνει στο μακριά ένα αυτί και βλέπει
ένα αμύγδαλο μάτι κι ακούει
το αύριο και να ’ναι κατοικημένο κόκκινες μέρες

ελ ελ
πώς θα ξεφύγουμε από του κύματος τη διαπασών
από τη χαίτη λιπόθυμων φυκιών στα μηρά μας

τα βαγονάκια των γαρίδων βυθό βυθό
υποφέρουν διαδρομή μαστιγώνοντας ταχύτητα
και σε λίγο άδεια η βάρκα ξημερώνει

επίμαχο υλικό λέγομαι κιόλας στα σεντόνια
μες στων πτυχών τα καταγώγια
έτοιμος για όλα τα ναι

άφησέ μου ανάδυση από το βάθος των τρελών
και μια βροχή να μη φανεί πως κλαίω 



ΒΑΘΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


το χυτήριο δακρύων
που ακόμα η Ελισώ
δαγκώνει τις ρίζες των κυπαρισσιών να λύσει το γιο της
κι η Ευαγγελία με τους είκοσι έξι καιρούς στα μαλλιά
αγγελία θυέλλης και τρέχα ταξί
όχι δεν μπορείτε να μπείτε στο κρύο δωμάτιο
η πύλη απέκλεισε ηλεκτρονικά την ώρα

πίσω στο επείγον εργαστήρι του ανθρώπου
αρμαθιές τα αντικλείδια του πουθενά
κι ύστερα να μη γνωρίσουμε άλλες χώρες
καμένους ασπασμούς
κι εσύ παρηγοριά που ομιλείς
τι απ’ την πολλήν αγάπη δεν ακούω
τι φέγγεις θυσίας ελαιόλαδο
ένα γύρω βγαίνω
και ρίχνω στα ισόγεια των ελαιώνων σου μάτια αλάτι
έτσι επέλεξα απ’ τις ματιές δόσεις φωτιές
κι ένα ταβάνι ανάσκελα

μα μη σας εξορκίζω τόσο βαθιά
μη σκάπτετε ονόματα την οδό χαραμάτων
να ’βρει η αυγή θέση καθημένων για την αλήθεια
η αλήθεια περνώντας τα φωτοκύτταρα των υστέρων
συναγερμοί απουσίας
γι’ αυτό σας λέω
άλλα δε θα αφήσω αντίο να ‘ρθουν στην ώρα τους
τόσο φάκελοι σκοτεινοί
βάφω λευκό το γραμματοκιβώτιο της μέρας 



ΛΟΡΚΑ


Άκου τι λεν τα δάση
στήσε αυτί λιώσε χιόνι
τις τελευταίες νύχτες το φθινόπωρο
δακρύζουν ήλεκτρο τα πεύκα
δε φταίω εγώ
κάπου ανεβάσανε Γκαρθία κι ένα ασημένιο ποτάμι
κάπου τη ρεματιά με τις πληγές
δε φταίω εγώ που τρέμει τόξο το γεφύρι
που λούζεται νάρδους ο Γουαδαλκιβίρ
πέφτουν τα πουλιά στου φλάουτου το φύσημα
περνάει το ασημένιο ποτάμι το αρχαίο νερό η φωτιά
στων δέντρων τη σιωπή
το σείσιμο του θάμνου
τρέχει να πνιγεί και πουθενά το πρώτο βήμα

για ένα παρακάτω είπαν
τον χρέωσαν ολόκληρον τα τελωνεία των φθορών
Ψεύματα
Κι έδειξε χαρτιά σφραγίδες φύλλα
καταθέσεις αστρονομικά ποσά ελευθερία
κι ύστερα τις διπλές βροχές και την αδιαθεσία των άστρων
πίσω στα αγάλματα τα πετρωμένα δάκρυα
σε μέγεθος μερόνυχτου

άστρο μου άστρο μου για δε μ’ αγγίζεις πια
χέρια μου φράξτε τη μεσολάβηση του σύννεφου
και σεις βουνά με τον κομμένο ορίζοντα
με ένα βλέμμα σάς ρίχνω καταγής
ό,τι και ώρα να ’ναι κραυγή ό,τι ζωή ακορντεόν 



ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


Στην πέτρα της υπομονής
σκαλίζω ένα καράβι
του βάζω ξάρτια και πανιά
να βγει στον κόσμο παγανιά
ένα Σαββάτο βράδυ

άμα περάσει και το δεις
και πριν αλλάξει ρότα
ψάξε με σ’ όλο το ντουνιά
στου έρωτα τη γειτονιά
όμως αν θέλεις ρώτα 



ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ


Πουλί των κεραυνών
τι να σου σφυρίξω εγώ το ράμφος της φοβίας

θα σου μιλήσω
με των βροχών τα νήματα και μια ζεστή φωνή
άλλα μολύβια γιατρικά δεν έχω

βάζε εσύ κάπου κάπου τέλεια ανάσα
εκεί που δακρύζουνε οι λέξεις
να προστατέψουμε την καρδιά μας
και πες για τις γραφές

αν δεν πέσεις φύλλο κίτρινο
απ’ του αγέρα το κλαδί στο χώμα
δε διασχίζεις φθινόπωρο



ΣΗΜΥΔΕΣ ΣΟΥΙΤΑ ΓΙΑ ΚΙΘΑΡΑ


 ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ


O δίσκος "Σημύδες-σουίτα για κιθάρα" κουβαλάει μια μικρή και, γιατί όχι, παραμυθένια ιστορία.

Ένα βράδυ αρχές του Απριλίου 2007 περιδιαβαίνοντας τα λογοτεχνικά ιστολόγια - τα κατά κόσμο μπλογκς - βρέθηκα σε ένα τόπο που έφερε τον τίτλο "Σημύδες". Ένας ποιητής διαφορετικός από όσους είχα δει μέχρι τότε στους ιστότοπους, μια μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας, μια αστείρευτη πηγή νεολογισμών και γλωσσικών εφευρημάτων. Ο Σωκράτης Ξένος έγραφε στίχους με την ίδια ευχέρεια που ο Μότσαρτ έγραφε νότες, απαντούσε στα ανοιχτά σχόλια των αναγνωστών με ευγένεια, με υπομονή, χωρίς να φαίνεται πως εντυπωσιάζεται από τις εκδηλώσεις αρκετές φορές λατρείας των φίλων του για την ποίηση του. Ψάχνοντας έμαθα ότι είναι εκπαιδευτικός και ότι ζούσε στο εξωτερικό.

Μια βραδιά διάβασα ένα στίχο του που αποτυπώθηκε βαθιά μέσα μου:"με την αγάπη λειτουργώ το αδιέξοδο, δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί..."

Τότε ήταν που ήρθε στα αυτιά μου το πρώτο μουσικό θέμα."Μικρό ροδάκινο, στόχε υψηλέ, με τόσα πρόθυμα κλαδιά, πόσο το μέτωπό σου ζήλεψε χώματα" σι-ντο#-ρε-μι-φα#-ρε, από δω άρχισε η κιθάρα να πλημμυρίζει σημύδες.

"Σε έχει απορροφήσει τόσο η ποίηση..., του έγραψα, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είσαι άνθρωπος, ελαιογραφία ή κομποσκοίνι".

Το ετοίμασα σε mp3, το φόρτωσα, πάτησα "αποστολή" κι η μουσική έστρεψε προς το Βορρά της Ευρώπης ξεκινώντας για το μακρύ ταξίδι της αντάμωσης με την ακοή του.

Την επόμενη μέρα ανοίγοντας τον υπολογιστή κοίταξα στην οθόνη με αγωνία. Άραγε τι εντύπωση θα του έκανε; Πετάχτηκα από την καρέκλα, σαν άκουσα τη μουσική και αντίκρισα την ιδιόχειρη παρτιτούρα μου ταπετσαρία στο ιστολόγιο του Ξένου.

Από την στιγμή εκείνη άρχισαν να γράφονται οι "Σημύδες, σουίτα για κιθάρα", μέσα σε ένα περιβάλλον λυρισμού και ψυχικής έντασης που γεννάει η δημιουργία.



ΚΥΡΙΑΚΟΒΡΑΔΟ




Η ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ






QUELLE II





ΒΟΡΕΙΑ ΑΠΟΓΕΜΑΤΟΣ




ΜΙΚΡΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ




ΦΥΚΙ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ




ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου