2/9/20

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΟΥ

 



Η μέρα της Μόρφου σήμερα, 2 Σεπτεμβρίου  του Αγίου Μάμα, η μέρα που γιόρταζε τον Άγιο της.   Η μέρα της Μόρφου που κατεχόμενη περιμένει να ξαναγιορτάσει ελεύθερη.







ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΟΥ


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ 


ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ


Η πιο καλή γειτόνισσα

η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.

Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη

όποτε πας θάν’ πάντα μέσα να προσμένει

να της άνοιξης την καρδιά σου

τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου

κι’ απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι

να γνέφει «ναι» με το κεφάλι.

Ένα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει

που δε μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήσει.

Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες

που δε λέει πια να πάρει τ’ αγεράκι

βγαίνει κι’ Αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι

και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά

τ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.

Ώσπου με το «άντε για ύπνο πια κ’ είν’ η ώρα περασμένη»

σηκώνεται κι η Παναγιά

και παίρνει τη καρέκλα της και μπαίνει.



ΜΟΡΦΟΥ


Στη γυναίκα μου


Κι’ όταν στον τρύγο της πορτοκαλιάς

άγουρα στα περβόλια κοριτσόπουλα ανεμίζουν

φωνές και γέλια τσιριχτά κι’ αγάπης ρίγος

κι’ απ’ των πορτοκαλιών τον τρύγο είναι πιο τρύγος

ο τρύγος ο κλεφτός της αγκαλιάς,

οι πρώτες της αγάπης μας αυγές πώς ξανανθίζουν,

οι δεκατρείς του Απρίλη πώς ξαναγυρίζουν!




ΣΤΙΓΜΕΣ


Τζ’ έγιώ παραμονήμ παναϋρκού στου Μόρφου

να τραουδώ «Ρα Μορφιτού,

που μ’ εκαμες τζ’ επέλλανα για δκυό βυζιά του κόρφου».



ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΣΤΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ


Αναπολώ εκείνο τ’ Απριλιάτικο πρωινό

που σας αντίκρισα ξαφνικά

κόκκινο χαλί πέρα για πέρα,

from wall to wall,

που κλέψατε την παράσταση απ’ τις πορτοκαλιές και τους ανθούς.




ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ


—Τη θλίψη σου, παππούλη μου, καταλαβαίνω, μα

αυτές τις μπότες σου τις λασπωμένες

τι τις φυλάς τόσο πολύτιμα;

Να τη φιλήσεις έμεινε

τη λάσπη που παρέμεινε.

Τουλάχιστο δεν τις ξεπλένεις;

Σε βλέπω και λυπάμαι έτσι που μένεις

και ξεχασμένος τις κοιτάς ώρες πολλές.


—Να τις ξεπλύνω, γιε μου; Τι μου λες!

Μ αυτές είν τις αγαπημένες

που πότισα πορτοκαλιές

για τελευταία φορά.

Η λάσπη τους είναι του Μόρφου χώμα

που σαν να πρόβλεπε τον χωρισμό

όσο περσότερο μπορούσε κόλλησε και μένει ακόμα.

Τις μπότες μου, παιδάκι μου, θα καθαρίσω

όταν στου Μόρφου το περβόλι μου

θα πάω ξανά να το ποτίσω.



ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ — ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ


Μνήμη Χρίστου Γαβριηλίδη


Και τώρα τι θα γίνει μ’ εκείνο τον γέρο πρόσφυγα

που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση

να περιμένει το λεωφορείο για το Μόρφου

και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα,

και που σήμερα δεν ήταν εκεί,

και που χτες δεν ήταν εκεί,

και που δε θάν’ ξανά εκεί;




ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΗΝΑΡΑΣ


ΜΟΡΦΟΥ 1992


Φως πολύεδρο.

Άγουροι καρποί τον σφρίγους

σ’ εκτεθειμένα σώματα

στα χείλη της κλεμμένης γης.

Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,

σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων

τις πρώτες διαθέσεις…

Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.

Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι

που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω

αρμενίζει στις θολές γραμμές

των νοτισμένων κήπων…

Κτίσαμε καράβια

για να μας είναι πιο εύκολο

το ξερίζωμα.





ΜΟΡΦΟΥ 1997


Δρόμοι στενοί

και πόρτες ανοιχτές.

Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα

-χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης -

Αλυσίδες απλώναμε

τις ευωδιές των παθών

στις διαδρομές των υγρών ονείρων

και χτίζαμε τα θεμέλιά μας

στα ριζωμένα στη γη

λευκά αγγίγματα

της πρώτης κι ανεξίτηλης γεύσης.




ΜΟΡΦΟΥ 2001


Φύλλα διάφανα 

νερά της άμμου 

πότισαν τη φυγή μας. 

Βυθός του πράσινου κήπου

χάραξε την αφή της θάλασσας. 

Πρώτο άγγιγμα 

παλμοί της ζωής μας 

στέρεψαν την κοίτη της λήθης. 

Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά 

της ξένης γης.

Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι 

του νόστου.




ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΥΡΗΣ


2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ


Άγιε μου Μάμα σύρνουν σε ξανά μες στα λιοντάρκα

τρυπούν το σώμαν σου ξανά τ’ άδικου τα κοντάρκα

τζι αντίς λαμπάδες ν’ άψουσιν στην μνήμην την δικήν σου

στης σιωπής την σκοτεινιάν φέτος εννά σε κλείσουν!

Άγιε προστάτη των βοσκών άγιε μου ερημίτη

η εκκλησιά σου γίνηκεν του καθενός μας σπίτι

τζι ώσπου υπάρχει ο σταυρός πας στο καμπαναρκόν σου

στον πόθον της επιστροφής έσιεις το μερτικόν σου!

Μόρφου μου ότι τζι αν γινεί, εσού τζιαμαί, ταγιάντα,

όπως μιαν πέτραν ριζιμιάν στον νουν μας νά’ σαι πάντα

τζι εν έσιει δύναμην καμμιάν, όσοι τζι αν φύουν γρόνοι

να σβήσει τουν την θέλησην π’ ούλλον τζιαι δυναμώνει!



ΚΡΟΥΖΕΙΣ ΤΖΙ ΕΣΟΥ


Κρούζ’ η καρκιά μου, άμαν δω είντα’ν που κάμαν

εν αντέχω, βαών’ αμμάθκια τζι εν θωρώ,

έναν τζιερίν στα σιέρκα, λούννουμαι το κλάμαν

τούτον το καστιόρημαν εν το μπορώ!

Κρούζ’ η ψυσιή μες στην αυλήν σου άμαν μπαίνω

ν’ ακούσω ύμνους, την δικήν σου λειτουρκάν

τζι ακούω τραουδκιές πο’ν τες καταλαβαίνω,

κλείω τ’ αφκιά μου να’ γοράσω τον καφκάν!

Κρούζει τζι ο νους γιατ’ εν μπορώ να το πιστέψω,

Άγιε Μάμα το τζιερίν σου να βαστώ,

να μάχουμαι να δω που είσαι να σου νέψω,

μα τζιείνον να μεινίσκει πάντα του σβηστόν!

Κρούζεις τζι εσού που τα παιδκιά σου Άι Μάμα,

έν’ μακριά τζι εμείνασιν όμως πιστοί,

θωρείς τα πάντα βουττημένα μες στο κλάμαν,

να’ ρκουνται εις στην χάρην σου γονατιστοί!



2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 


( αφιερωμένο σ’αυτούς που έφυγαν με την καρκιάν καμένην)

Άγιέ μου Μάμα κάμε μας σήμερον τούν την χάρην,

να βκεις μια βόλταν αν μπορείς πάνω εις το λιοντάριν,

τζιαι να δκιαλλάξεις νακκουρίν γυρόν που το παζάριν,

να δεις τον κόσμον πό’ρκεται για να σε προσκυνήσει,

τον πόθον της επιστροφής για να σου μαρτυρήσει,

τζιαι την ελπίδαν πάνω σου με πίστη ν’ακουμπήσει!

Άγιέ μου Μάμα να χαρείς, κάμε μου το χατίρι,

ένα σου θαύμαν ημπορεί τον κόσμο ν’αναγείρει,

τζιαι στην αυλή σου να γενεί ξανά το παναΰρι!

Σήμερον πον η μέρα σου κάμε αλλό’ναν θαύμαν,

όσοι εφύαν με καμόν αφού εν επροκάμαν,

νά’ρτουσιν για να φέρουσιν στην εκκλησιάν σου τάμαν,

σήμερα πον η μέρα σου με της ψυσιής τα μάθκια,

κάμε να δω μες στα στενά, μέσα στα μονοπάθκια,

στες γειτονιές τζι’όπου δεικλάς δικά τους να’ν σημάθκια!

Τζι αν τύχει Άη Μάμα μου του γρόνου έτσι μέραν,

να ξαναζωντανέψουμεν του Μόρφου που καρτέραν,

ενν’ αναπνεύσουμεν μαζίν ελεύθερον αέραν!

Τότες τζι εγιώ γονατιστός που μέσα στο παζάρι,

στην εκκλησιάν σου εννά βκω τζι όσον τζιαιρόν μου πάρει,

εννά δοξάζω τον Θεόν τζιαι τη δική σου χάρη!



ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ


ΓΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ 


Κατοικείται αυτή η πόλη;

Κατοικείται αυτό το χωριό;

Που πήγαν όλοι ;

Που πήγαν όλοι και αφήκαν τον Αη Μάμα

να  διαπραγματευτεί τα σπίτια μας

να περισώσει τη ζωή μας;



ΣΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ

Μα πρώτα απ‘ όλα

δεν μπαίνουνε απ‘ εδώ στου Μόρφου,

η είσοδος είναι απ’ εκεί,

εκεί που μας καλωσορίζει

ο Λουκής Ακρίτας,

εκεί που μας προϋπαντίζουν

οι μουσικές φωνές των μαθητριών και μαθητών

του Α’ και Β´ Γυμνασίου Μόρφου.



ΠΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ; ΑΓΙΟΥΣ 


Δηλαδή, τώρα μεταξύ μας,

εντελώς μεταξύ μας,

όταν για είκοσι εννέα χρόνια,

κτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες σας,

νιώθατε ήσυχοι με τη συνείδησή σας;

Διερωτηθήκατε ποτέ,

ρωτήσατε ποτέ πως ένιωθαν οι αντίστοιχοι σας,

στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο;

Τί ένιωθαν για είκοσι εννέα χρόνια;

Τί ένιωθε ο Άης- Μάμας στη Μόρφου,

η Παναγία η Κανακαριά στην Κερύνεια;



ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ


ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ


Εχάρηκα πολλά

-μονολόγησε ο γέροντας-

που είδα ξανά του Μόρφου

τζιαι τες πορτοκαλιές μου

Εγόρασα τζιαι πορτοκάλια

που τον Μεμέτη

Εχάρηκα που σάζει

τα περβόλια μου

Που δεν τ’ άφηκε γέρημα

να ξεράνουν

Εχάρηκα που είδα τον ποταμό

να τρέσσιει ελεύθερος

τζιαι να βουττά μες την ποθκιά

της μάνας του της θάλασσας

Αξίωσεν με ο Πλάστης μου

να ξαναπάω

Ούλλα εν τζιαμαί

όπως τα αφήκαμεν

τζιαι καρτερούν μας

Δόξα σοι ο Θεός



ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ


ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ


Κάθε που επήγαινες στη Μόρφου

τ’ άρωμα των λεμονανθών

σ’ έπνιγε από μακριά

Ύστερα χανόσουν στα λεμονοδάση

κι ως να ξεχνιόσουν στον παράδεισο

σε πρόφταινε το δειλινό

καθώς εκείνος ο Θεός κατέβαινε ν’ αναπαυτεί

μ’ όλα τ’ αρώματα

τα διαθλασμένα χρώματα

ώρα μοναδική της Μόρφου

Όπως πηγαίνεις για τη Μόρφου

ο δρόμος σου χαμογελά σε κάθε του στροφή

Σε καλοδέχονται τ’ ακούραστα νερά

σε προσκαλούν τα στοργικά τα χώματα

Ο ουρανός σου στέκεται καλός

κι οι εποχές κρατούν αλάθευτα το χρόνο τους

Όποιος και νά ‘σουν

ότι και νά ‘κανες

η Μόρφου δε σε γέλασε ποτές

Παιδί εγγόνι μου δισέγγονο

η Μόρφου θα σε καρτερά

Όσο το μάτι του περήφανου αετού

τηράει τα πέρατα

Όσο το χέρι του δικαίου Θεού

απ΄ τον Πενταδάκτυλο βλογάει την πλάση

Όσο οι φωνές εικοσάχρονων παλικαριών

θα σε καλούν για επιστροφή

Και να γυρίζεις

κάθε φορά που ανθούν οι λεμονιές της Μόρφου

Ρα μουζουρού του Μόρφου

Άρκον έλα μιτά μου ρα κορού

να πάμεν κατατζεί μερκάν του Μόρφου

να δώκωμεν γυρόν του περβολιού

να σε φορτώσω αθθούς πουπανωκόρφου.

Να τρέχουν μες τ’ αυλάτζια τα νερά

πουλιά να τζελαδούσιν στην αλάναν

να μπαίννουσιν να βρέχουν τα φτερά

τζαι ν’ αδονά η καμπάνα τ’ Άη Μάμα.

Να κατεβούμεν πέρα του βραμού

να μεν μας εσσιαστεί μμάτιν αδρώπου

μεν μας ακούσει φτιν του πασανού.

Τζαι μες τες ομορκιές τζείνου του τόπου

να πω τραούδιν κόρη του καμού

ρα μουζουρού για «δκιο βυζιά του κόρφου»



ΜΑΡΙΝΑ ΑΡΜΕΥΤΗ


ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ


Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.

Την πήραν απ’ το χέρι

Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια

Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο

Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες

Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό

«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε

«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»

Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου

Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της

Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό

Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι

Έφυγαν με το παιδί

Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη

Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο

«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε

Μα έφυγε.



ΚΑΤΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ- ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ


ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΑΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ


Έπλυνε βιαστικά τα πιάτα

κι έβαλε τις καρέκλες στη θέση τους

πριν φύγει από το σπίτι της

στη Μόρφου

η κυρά-Αγάθη•

σαν θα επέστρεφε

να μην το έβρισκε ασυγύριστο.

Σήμερα τη θάψαμε

σε κάποια ακατάστατη γωνιά της Λευκωσίας

δεκατέσσερα χρόνια απόσταση

από τους πορτοκαλεώνες της Μόρφου.

Κι ήταν Γενάρης

μα μύρισε λεμονανθούς και πάστρα

το ταξίδι της

στην ωραία Μόρφου των ουρανών.



ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ


ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ


Περιηγητής που πέρασε πατώντας

τον καιρό σου και το χώμα

στα σκοτεινά τα χρόνια του μεσαίωνα*

βιάστηκε το χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις

στα γράμματα λειψός ο αγύρτης

σαν τους συνέδρους της Μελβούρνης

άσχημες τις είδε τις γυναίκες

του νησιού μαντήλες τυλιγμένες

μαύρες ποδίνες και σαγιές

κούζες στους ώμους με νερά

μωρά κοπέλλια και κλαδιά

μ’ ανθούς και κλωνιτάρια

σκυφτές οι ζωγραφιές του Διαμαντή

στον λίβα τα δρεπάνια τους να στρίβουν

της Μεσαρκάς που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι

όχι στη βράση του χορού

στη μέση του χωριού ν’ αστράφτουν.

( Υστερα που γύρισε στο σπίτι απ’ την πορεία

άκουσα την πατρίδα μου να κλαίει

γυναίκα που της στέρησαν τον άντρα.)

Και μια στιγμή πως σ’ είχα στο πλευρό μου

εθάρησα, καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία

όμως ξυπνώντας πήρες δρόμο λυπημένη

σαν το πουλί πετώντας είχες φύγει

ήρθες μακριά στο Νότο.

Ωραία γυναίκα, μεστωμένη

στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη

αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη

με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη

οργή του σκοτεινού πελάγου

στο χώμα που σου πήραν τα θηρία

περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.

Τα σώματα ξυπνήσαν σκοτωμένων.

Σου γύρεψαν ταυτότητα να δώσεις

τα δάκρυα των άχραντων χαμένων

πίσω ξανά. Εσύ. Ωραία γυναίκα.

Στο πείσμα και στον πόνο γινωμένη.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ


ΜΟΡΦΟΥ ΙΔΕΑΤΗ


Αχ να’ χα μια

μπεσαμέλ να κουταλίζω

έχοντας μόλις βγει απ’

το νερό να ’ναι όλη

η ζωή μου κάτω

από το παγωμένο ντους

κι ο έρωτας έρωτας

μέσα στ’ αλατισμένα μάτια

σου που λάμπουν

αντί αυτού

εγώ που δεν έφταιξα

σε τίποτα σχεδόν

ρίχνω μες στο διορθωτικό

του χρόνου πολύ διαλυτικό

κι ακόμα μέσα στην

πιο καλήν αιτία βρίσκω

την πιο κακή αφορμή

Η αγάπη των παιδιών

χτίζεται πάντα σε βάρος

κάποιας άλλης όπως

πάνω σε εκκλησία

το τζαμί όπως η

ιεροτελεστία του φθόνου

στολίζει αυτόν που

επιβουλεύεται

με γιασεμί

Αχ να μπορούσα να

υπάγω στην πόλη Μόρφου

στο πίσω μέρος της

αυλής μου χρόνια τώρα

πελεκάω τα υποκατάστατα

σκηνικά

κι ακόμα έναν μελίρρυτο

Τούρκο τον πιάνω

τον φιλώ τον αγαπώ

έτσι θαρρώ πως ζω

καλύτερα

Μόρφου μου Μόρφου Μόρφου

κάθομαι και πικραίνομαι

παίρνω απ’ το ψυγείο

το ρυζόγαλο τις σοκολάτες

κόψε φωνάζει ο γαμβρός

ιατρός

ιδού έρχεται το ζάχαρον

η πίκρα του λέω

ισοφαρίζει το γλυκύ

κι εκείνος συναινεί

άφησε πίσω του

κι αυτός – Κύριος οίδεν –

τις νύχτες μπαίνει μέσα

στα όνειρα κλειδώνει

πίσω του την πόρτα

δυνατά

Το ξέρει ο Φοίνικας

η επιστροφή δεν είναι

εύκολη ο καθένας

εδώ που ήρθε έφτιαξε

τη Μόρφου του και η

Μόρφου της πραγματικότητας

ανεπίστρεπτα

απομακρύνεται σιγά –



ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ


ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΟΥ

(Απόσπασμα)

Νησί μου,

να γαληνέψει τις πληγές σου.

Πάνε κι έρχονται

τα βράδια του

απ’ τις πορτοκαλιές της Μόρφου

ως τις θάλασσες της Αμμόχωστος

κι ακόμα

ως τα ερημικά μοναστήρια της Καρπασίας

με τα ορφανεμένα καμπαναριά.

Πάνε κι έρχονται,

κι ύστερα πάλι ξανασμίγουν.

Πιάνονται χέρι-χέρι

και στήνουνε χορό

γύρω απ’ τον Πενταδάκτυλο

τραγουδώντας ένα τραγούδι από γαλαζόπετρα

που το βαφτίσαν Λευτεριά.



ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ-ΚΟΚΑΡΑΚΗ


ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ


«ΚΑΙ ΓΑΡ Ο ΔΟΥΛΟΣ ΣΟΥ ΦΥΛΑΣΣΕΙ ΑΥΤΑ»

    σ’ όλες τις γυναίκες που έζησαν την προσφυγιά



I


Ο αγέρας

            να περνά

                       το ένδυμα

κι ή αγωνία να φουσκώνει

τους

       κτύπους

               της

                   καρδιάς

στο προσφυγικό σώμα.

Σμύρνη,

          Καππαδοκία,

                           Ρωμυλία.

Κερύνεια,

            Αμμόχωστος,

                           Μόρφου.

Επανάληψη πόνου και ξεριζωμού

                          στην

                               αφροπάτητη

                                         γη μου.

Κατάστηθα μας κτύπησε

 του

        διωγμού

                    το

                        Σπαθί!




ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


ΠΟΡΤΟΚΚΑΛΙΕΣ- ΜΟΡΦΙΤΙΤΖΙΕΣ


Πορτοκκαλιές Μορφίτιτζιες

του Καραβά λεμόνια

Ακόμα εν εσυνόμπλασα

στης προσφυγιάς τα γρόνια.

Που πάσιν 37

τζιαι φαίνουντε μου αιώνες

Αχ! πόσο ποθώ να ξαναδώ

τους πορτοκκαλλεώνες .

Πού είσαι Πενταδάκτυλε

για να τους αποσείσεις

Οπως λαλεί ο Μόντης μας

να τους κρεμμοτσακίσεις .

Ξανά η γαλανόλευκη

να ξανατζιυμματήσει

τζι αέρας της ελεφτερκάς

τραούδι ν’αρκινήσει.

Τότες πετώντας εν να ρτώ

τη γή μμου να φιλήσω

τζι ασ εσ σέ τζιείνη την χαρά

τότε να ξεψυσιήσω



ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ


ΜΟΡΦΟΥ


Οι δρόμοι το ίδιο στενοί

μ’  ονόματα αλλαγμένα

βήματα ξένα τους περπατούν  

κι οι πόρτες των σπιτιών 

τρίζουν απορημένες 

μες στις αυλές τα γιασεμιά 

είναι πάντα μαραμένα  

χωρίς αγγίγματα των χεριών

που κάποτε τα τραγουδούσαν.



ΒΟΥΤΤΗΜΑ ΗΛΙΟΥ


Βούττημαν ήλιου τζι ύστερις 

τέλεια ποννά σιγράσει

Δημήτρης Λιπέρτης



Βούττημα ήλιου

στη θάλασσα που μας γέννησε

ένα χάδι τρυφερό

στους δρόμους που μας μεγάλωσαν 

με τ’ άρωμα της λεμονιάς.


Βούττημα ήλιου 

σ’ ένα ταξίδι της ψυχής

ν απλώσουμε το δάκρυ μας

από του Μόρφου στην Πεντάγια

κι απ’ το Ξερό στο θέατρο των Σόλων.


Βούττημα ήλιου

σε χαραγμένες μνήμες του Ιούλη

σε όνειρα που άλλαξαν διαδρομή

σε μισογκρεμισμένα σπίτια

που  είναι εκεί και μας προσμένουν.



ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ


Ξαναγύρισα

χωρίς εκτοπισμένες  μνήμες

ήταν όλα εκεί

μια ανοικτή πληγή

που περιμένει καρτερικά

να τη ραντίσεις

σταγόνες από δάκρυ χαμομηλιού.


Όλα στην ίδια θέση πίκρας

και στο τραπέζι στρωμένο

εκείνο το παλιό τραπεζομάντηλο

με τις κόκκινες ρίγες

με περιμένει πάντα

για ένα τελευταίο δείπνο

αποχαιρετισμού.   








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου