13/5/20

ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ












ΚΡΑΥΓΕΣ 2010



ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΟΡΘΙΟΣ


Τώρα που τα γόνατα λυγίζουν
τώρα που θολά τα μάτια και τα χρώματα μαυρίζουν
τώρα που τα αφτιά τους ήχους,
κοντινούς και μακρινούς, δεν ξεχωρίζουν
τώρα που οι εικόνες συνεχώς στριφογυρίζουν
γυρνάω πίσω στα παλιά κι αναρωτιέμαι
πόσα άφησα ακάμωτα
και πόσο αδέξιος κι ανάξιος στ’ αλήθεια φάνηκα
και συλλογιέμαι
τον λίγο που απόμεινε πια χρόνο
να τον ξοδέψω δίκαια σε δίκαιους αγώνες
και να πεθάνω όρθιος σε όρθιους προμαχώνες.

3 Αυγούστου 2009



ΧΑΡΟΝΤΑΣ


Φύγε!
Με τις γελοίες γκριμάτσες σου
τρομάζεις τους ανίδεους, τους άσοφους,
τους αυτοτρομοκρατούμενους
και τους δειλούς.
Γεννήσου, αγέννητε,
κι έλα να παραβγούμε
στα μαρμαρένια αλώνια.
Κάθε που θα βογκάς
μια μικρή αιωνιότητα γεννιέται.
Παλιάτσος θα πεθάνεις φοβισμένος
χωρίς να ξέρεις για θανή ή για ζωή.

Σαν θα πεθάνει ο Χάροντας
η αιωνιότητα θα είναι οδυνηρή.

16 Οκτωβρίου 2008 



ΘΑ ΜΕΙΝΩ


Ξεκινάω από το χθες
και είναι κενό
γιατί το λήστεψαν οι ιστοριοφάγοι.
Αναζητώ μια τωρινή στιγμούλα
και την φυλάκισαν οι ιδεοφάγοι.
Πλάθω το αύριο
και με λογχίζουν οι ονειροφάγοι.
Και τώρα;
Χωρίς χθες, χωρίς σήμερα
χωρίς αυριανές προσδοκίες
πολεμώ όλους τους δολοφόνους.
Θα μείνω
όσες και να ’ναι οι πληγές.

3 Ιουνίου 2009



ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ


Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν' αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.



ΤΟ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Τώρα που η σάρκα μυρίζει αποσύνθεση
τώρα που τα βήματα ασταθή κι αβέβαια
οδεύουν προς τη δύση
τώρα που τα μάτια δεν δακρύζουν
από χαρά ή λύπη μα από κούραση
τώρα που συνήθισα
ομαλά να συμβιώ με τον πόνο
τώρα που δεν θυμάμαι
ή δεν θέλω να θυμάμαι
τα καθημερινά τα απαραίτητα
τα ονόματα και τους αριθμούς
τώρα που το1 φως σε λίγο
θα ξεψυχήσει για πάντα
διψώ πιο έντονα να ρουφήξω
τα χρώματα του δειλινού και της αυγής
που από χρόνια δεν είδα.
Νοσταλγώ τον απύθμενο οδυνηρό έρωτα
πλάθω καμπύλες όταν ξεφεύγουν
σα μακρινές οπτασίες
κουβεντιάζω με τον χαμένο μου ταβερνιάρη
στα Πατήσια
ρωτάω γιατί τόσα άφησα
και τόσα ανέχθηκα
οργίζομαι γιατί οι σφαίρες αστόχησαν
εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό
στην πλατεία του Μπαϊρακτάρη
κι έτσι μου ξέφυγε το μπαϊράκι
το αιώνιο και το ανεξίτηλο.
Ζηλεύω τον Δώρο και τους Λώρους
ακόμα και τα εκατομμύρια που χάθηκαν
σε σχεδιασμένα από άλλους μαρμαρένια αλώνια.
Κλαίω για τους στίχους
που δεν έγραψα
θρηνώ για τους πίνακες
που δεν ζωγράφισα.
Νοσταλγώ την άυλη βουνοκορφή του Ολύμπου
τόσο κοντά και τόσο μακριά
,και παραμένω ακίνητος
στον χρόνο που σταμάτησε
και τις σκέψεις
που αρνιούνται ν’ αυτοκτονήσουν.

8 Αυγούστου 2003 



ΛΕΥΚΑΡΑ


Λεύκαρα του ονείρου
και του ξενιτεμένου αδελφού.
Λεύκαρα των πολυποίκιλων χρωμάτων
των στενών σοκακιών του πλατιού ορίζοντα
και του ξενιτεμού.
Λεύκαρα της αγνής κοπελιάς
των σοφών γερατειών και της αγέραστης ρίζας.
Λεύκαρα σκορπισμένα στον πλανήτη
πληγωμένα από τον μισεμό.
Λεύκαρα της αιώνιας ανάμνησης
του αιώνιου νόστου
της άσβεστης δίψας για γυρισμό.
Λεύκαρα της αγάπης της πρώτης νιότης
και της ύστερης ώρας.
Λεύκαρα ασπροκόκκινα λουλακιά λουλουδένια
μισοχαλασμένα μα αιώνια νέα.
Λεύκαρα της καρδιάς μου
της αρχής και του τέλους.
Λεύκαρα που μου χαρίσατε τα πρώτα μου βήματα
δεχθείτε τα στερνά μου
και κρατήστε με όπως και να ’μαι
στα δικά σας και στα δικά μου τα σπλάχνα.
Λεύκαρα του ονείρου και των χρωμάτων
σε σας παραδίνω το τελευταίο μου όνειρο. 



ΓΥΝΑΙΚΑ


Αν με τα μάτια σου δεν γδύνεις
την όμορφη προκλητική γυναικεία σιλουέτα
θα πρέπει και την όραση να στερηθείς.
Αν με τη σκέψη δεν απαλοαγγίξεις
το δροσερό της κοπελιάς το δέρμα
τα χέρια σου έχουν ήδη νεκρωθεί.
Αν δεν ρουφάς αχόρταγα
τα ανύποπτα τα γυναικεία χείλη
του Σίσυφου το αιώνιο μαρτύριο θα ’χεις γευτεί.
Μετράνε την ορμή με χρόνια.
Τι ξέρουν;
Αν τους δανείσω μια στιγμή από το πάθος μου
τότε θα ξέρουν
πως την άγνωρη ως τότε τη ζωή έχουν γευτεί.

14 Απριλίου 2008 



ΑΠΟΥΣΙΑΖΩ


Απουσιάζω
στη σύναξη των σοφών ηγητόρων
αλλά και στο ακροατήριο
των άφωνων ηγουμένων
μη μ’ αναζητάς.
Απουσιάζω
στα καλοντυμένα μέγαρα
με τους καλοζωισμένους
και στα ερείπια των ερειπωμένων
που σιωπούν
μη με αναζητάς.
Απουσιάζω
στους οργουελιανούς
που πλημμυρίζουν τους δρόμους
και στα απόδυτα αυτών
που κινούν τα νήματα
μη με αναζητάς.
Απουσιάζω
σ’ αυτούς που υμνολογούν
γονατισμένες επαναστάσεις κι επαναστάτες
κι αυτούς που χειροκροτούν
μη με αναζητάς
απουσιάζω.

Έλα στο γιαπί ή στον καφενέ της γειτονιάς
με τους φτωχοντυμένους
και τους αρχοντοσκεφτόμενους
με αυτούς που έταξαν στη ζωή
να φυλάνε ανώνυμες Θερμοπύλες
χωρίς επιτύμβια και χωρίς χρονογράφους.
Εκεί θα με βρεις.
Να σε προσμένω; 



Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ


Με πνίγουν οι άψυχοι, οι άλαλοι
οι τσιμεντένιοι δρόμοι.
Τίποτα δεν μαρτύρησαν
κι απόμειναν στεγνό
και άγραφο χαρτί.
Ουρλιάζω ούτε μ’ ακούν
ούτε που θέλω να μ’ ακούν.
Δρασκέλισα το αόρατο σύνορο
και βρέθηκα στα σκοτεινά στενά σοκάκια
της παλιάς της πόλης
γεμάτα αναμνήσεις
που αιώνα με αιώνα
φιλοξενούν ζωή αγάπη θάνατο
συνωμοσίες και επανάσταση.
Δραπέτευσα απ’ την πολύβουη
πολυάνθρωπη νεκροφόρα
των ζωντανών νεκρών
κι ανάσανα στις νεκρωμένες
στράτες της ζωντανής ανάμνησης
που αρνούνται να πεθάνουν. 



ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΗ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ


Μια χούφτα γης
ένα λειψό χορταριασμένο ψευδολιμανάκι
μια μεγαλοβάρκα και μια βαρκούλα
λίγα σπιτάκια σκόρπια στην πλαγιά
κι εσύ μ’ εκείνο το σοβαρό χαμόγελο
απέριττα δηλώνεις:
«Την αγαπώ πολύ αυτή τη γη
ποτέ δεν πρόκειται να την αφήσω.»
Τι ξέρουν αυτοί
για Αχαιών κόκαλα θαμμένα;
Ίσως ούτε κι εσύ να ξέρεις
για το κρυφό σχολειό
τ’ αντάρτικο, εκείνους
που στο απόσπασμα φώναζαν
για τη λευτεριά.
Ίσως ούτε κι εσύ να ξέρεις.
Μα για το πρώτο σου φιλί
το πρωτοπαίδι
το πρώτο μεροκάματο
αυτό το ξέρεις.

Αυτή τη γη την αγαπώ
ούτε ο θάνατος δεν πρόκειται
να μας χωρίσει.
Αυτοί τι ξέρουν;
Ακόμα και τα μάτια σου
να τους δανείσεις
αυτοί ούτε θα δουν.
Αυτή τη γη την αγαπώ
και να το ξέρεις
κι αυτή η γη σε αγαπά.

29 Ιουνίου 2010 










ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΣΤΟ ΚΥΜΑ


Εκείνο το μικραστέρι
αντίκρισε τη σκλαβωμένη Αμμόχωστο
και κρύφτηκε στο άπειρο.
Εκείνη η ηλιαχτίδα
ακούμπησε στο ερειπωμένο κρησφύγετο
στο Δίκωμο και πάγωσε.
Εκείνο το κύμα άγγιξε
τα αχνάρια του Κανάρη στη Λάπηθο
και πισωγύρισε για πάντα στον βυθό.
Εκείνο το καΐκι
σαν δεν άκουσε τις καμπάνες
τ' Απόστολου Βαρνάβα
αυτοβυθίστηκε.
Κι εσύ;
Θα ακούς να ζητάνε
από τον Πενταδάκτυλο
ν' ανασηκώσει την πλάτη
χωσμένος στη βαθιά την πολυθρόνα;
Άκου:
Αν θες μιας ώρας ελεύθερη ζωή
αυτή κανένας δεν θα στη χαρίσει.
Οι αλυσίδες δεν φοβούνται τα τραγούδια.
Μάζεψε τη χαμένη φλόγα
απ' την ηλιαχτίδα
και καβαλάρης στο αιώνιο κύμα
τράβα με ζωντανούς και με νεκρούς
να φέρεις λευτεριά
σε σκλαβωμένους και αλυσιδοφρουρούς.


                        23 Νοεμβρίου 2009



Ο ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ


Τώρα που η μέρα έχει πεθάνει
χωρίς η νύχτα να 'χει γεννηθεί
τώρα που η λεβεντιά αλυσοδέθηκε
στο κάστρο της Κερύνειας
τώρα που τον ξένο αφέντη
τον στήσαμε προστάτη
αν μόνο ένα κρίκο αλυσίδας ξεκλειδώσει
τώρα που η λέξη λευτεριά
λογοκρίνεται στα μαγειρεία των σοφών
τώρα που ευχαριστούμε
για τον καφέ που δόθηκε
απ' τον σφετεριστή
στην προαιώνια αυλή
εγώ απομένω αδιόρθωτος
με το αίμα στραγγισμένο
και την ανάσα πια νεκρή
να πολεμώ κι από το μνήμα
όχι γι' αυτά
που όρισαν οι θεοί για μένα
αλλά γι' αυτά
που εγώ όρισα γι' αυτούς.


                       25 Αυγούστου 2009



ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΟΝΑΤΙΣΩ


Δεν με πειράζει που λυγίζουν τα γόνατα
δεν με πειράζει που τα μάτια θολά
δεν αντέχουν στο διάβασμα
δεν με πειράζει που δύσκολα
η αναπνοή δεν χορταίνει αέρα.
Δεν με πειράζει που πέθαναν οι ορμές
και τα όνειρα αλυσοδέθηκαν.
Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω.
Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα
κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!
Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!

3 Δεκεμβρίου 2009 



Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ


Σε συντρόφεψα στον Μαχαιρά ένα βράδυ
σε είδα στην Καισαριανή πριν την εκτέλεση
κάναμε παρέα στον Πενταδάκτυλο
κι ανταλλάξαμε πληγές.
Σε είδα στις διασκέψεις
ν’ αρνιέσαι τη χειραψία
των εχόντων και των αρχόντων.
Και τώρα κάποιοι παραξενεύονται
γιατί παρέα δοκιμάζουμε το καινούργιο βαρέλι.
Τι ξέρουν αυτοί από αληθινή ζωή
κι αληθινό μεθύσι. 



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΡΑΔΙΑ


Αν αυτή η βραδιά θα ‘τανε η τελευταία
θα 'θελα να μαζέψω
όσους αγάπη δεν γευτήκανε
και να μοιράσω την καρδιά μου αντίδωρο.
Αν αυτή θα ‘τανε η τελευταία βραδιά
θα ‘θελα να μαζέψω τους διψασμένους
όσους φυλακισμένη άλλοι κράτησαν
τη δική τους σκέψη
τους νεκρούς
μιας που δεν άρχισε επανάστασης
και να τους μοιράσω
την ανάξια σάρκα μου τροφή
για όσα δεν γεύτηκαν.
Αν αυτή θα 'ναι η τελευταία βραδιά
την χαρίζω σ' αυτούς
που έζησαν χωρίς ζωή
και σ' αυτούς
που πέρασαν με αόρατα ίχνη.

                   2 Φεβρουαρίου 2010






ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ


Εκείνο το δεντρί φυτεμένο απ’ τον Ζήνωνα
ξεράθηκε μα απόμεινε όρθιο.
Τα δέντρα δεν γονατίζουν.
Εκείνο τ’ αχνάρι του Κανάρη στη Λάπηθο
δολοφονήθηκε από την άμμο
μα χώθηκε βαθιά στη λάβα
του νεκρού ηφαιστείου.
Εκείνος ο νεκρός στον Πενταδάκτυλο
απόμεινε κόκαλα
που αρνούνται να ταφούν
κι αρνούνται να σαπίσουν.
Εκείνη η εκατοντάχρονη στην προσφυγιά
αρνιέται να πεθάνει
κι αν πεθάνει
αρνιέται να ξεχάσει.
Στα καζίνα στην Κερύνεια
αδελφωμένοι τζογαδόροι όλων των εθνοτήτων
τζογαδόροι ενωμένοι ποτέ νικημένοι
στα μέγαρα της πολιτείας μιλούν
για αγώνα και ετοιμάζουν
την γονατισμένη νίκη.
Στην Ευρώπη αποκεφάλισαν τη Θέμιδα
ούτε τυφλή δεν την αντέχουν.
Κι εκεί στο σταυροδρόμι της Ιστορίας
ένα παιδί κρατάει μία δάδα
στα τρυφερά του χέρια.
Γνωρίζει: Για να ζήσεις
πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθάνεις.

9 Οκτωβρίου 2010 



Ο ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


Άγγιξα μια ηλιαχτίδα
κι η σοφία του σύμπαντος ανάδειξε
το άσοφο της μικρότητας μου.
Άδραξα μια σταγόνα
από του ωκεανού τα βάθη
κι η λάβα τού πυρακτωμένου κόσμου
δροσίστηκε χωρίς ν’ αφανιστεί.
Μύρισα ένα κυκλάμινο
κι αναρωτήθηκα
τι κάνει το καλό καλό
και το άσχημο άσχημο.
Κουβέντιασα στον βυθό με τους νεκρούς
της ναυμαχίας της Σαλαμίνας
κι αυτοί με λογάριασαν νεκρό
χωρίς να ζήσω.
Όλοι πασχίζουν
για λίγο ακόμα χρόνο ζωής
κι ο απέραντος χρόνος
σαρκάζει για τη μηδαμινότητα.

8 Φεβρουάριου 2010 



ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ


Άγνωστες ή ξεχασμένες στον χρόνο μορφές
ξεπηδούν απ’ τις χαραμάδες του Πενταδάκτυλου
με κυνηγούν οι αρχαίοι θεοί οι τραγωδοί
κι οι ριμαδόροι οι σύγχρονοι.
Με κυνηγούν οι καραβοφάγοι κι οι πειρατοφάγοι
που φρούρησαν τα σύνορα της Κύπρου
και της λεβεντιάς.
Με κυνηγούν οι αλυσοδεμένοι στα ενετικά φρούρια
και οι οιμωγές στα τούρκικα μπουντρούμια.
Με κυνηγούν οι Αυξεντίου και οι Μάτσηδες
που δάνεισαν ψυχή στον ψυχωμένο βράχο.
Με κυνηγούν πάθη και έρωτες
τραγούδια της χαράς και πένθιμα εμβατήρια.
Με κυνηγάει η αμνησία της γενιάς μου
που κατοικοεδρεύει στις ντισκοτέκ
και στα ζωντανά νεκροταφεία.
Όμως εγώ μικρός αδύνατος και ταπεινός
θ’ αντιπαλέψω ξένους θεούς
στρατούς προσκυνημένους
και θα βρεθώ με τους απροστάτευτους.
Ζητήστε με στο κέντρο της πλατείας
και του χρόνου
εκεί θα μαρτυρήσω του θανάτου τον θάνατο
και την ανάσταση της λεβεντιάς.

Μάιος 2008 



ΑΡΡΩΣΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ


Κουράστηκα. Πολλά τα χρόνια
τα αγίνωτα αγίνωτα θα παραμείνουν
ο τάφος δεν προσφέρει ύπνο
σε βασανίζουν τα σκουλήκια
η υγρασία το σκοτάδι
και πιο πολύ η αθέλητη ακινησία.
Με τριγυρίζουν άρρωστα φαντάσματα
τα αναπάντητα γιατί
εκείνα που δεν έγιναν
ο δολοφόνος που παρέμεινε αφέντης
ο κλέφτης που δεν κλέφτει
μοναχά χρυσαφικά
μα κλέφτει περηφάνια
κι εξευτελίζει ανθρωπιά.

Καλοκαίρι 2009 



Ο ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ


Μου ’φερες τα μαντάτα
από τον Πενταδάκτυλο
μα την αλήθεια δεν την είπες.
Δεν μου ’πες πως σ’ απόδιωξε
γιατί προσκυνημένος διάβηκες
να χαιρετήσεις τον απροσκύνητο
τον Πενταδάκτυλο.
Για συντροφιά δεν σε ήθελε
η μοναξιά καλύτερη
απ’ τη γονυκλισία
τις άπειρες πληγές του
πικραλάτισες
κι αυτός προσμένει.
Εγώ ξένος διαβάτης
δεν θα πορευτώ
στο ξεραμένο κεφαλόβρυσο
ή στην Καντάρα.
Μια του χρωστάω επίσκεψη
χωρίς δεσπότες
και χωρίς δεσμώτες.




ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ;


Για χρόνια τώρα προσπαθώ
να σιγοκουβεντιάσω με το δάσος.
Πόσες λαχτάρες έχει μαρτυρήσει
πόσους νεκρούς αγκάλιασε
τους έρωτες που γέννησε
τον οδυρμό του τελειωμού
τα γλυκοφίδια που φυγάδεψε
τα φίδια άρπαγες
που με σπασμένο το κεφάλι
αρνήθηκε να τα σκεπάσει
τις ψιλοκουβεντούλες
με την Αίπεια
τα χορικά στους Σόλους
τους στεναγμούς γης και ανθρώπων
στη Σκουριώτισσα.
Κι ύστερα όταν το βλέμμα γύρισε
προς τον βορρά
ένα παιδί που κάηκε ανώριμο
φωνάζοντας «μολών λαβέ»
κι αναζητώντας την ανύπαρκτη
τη λευτεριά.
Θα με θυμάσαι;
Εγώ δεν είναι μπορετό
γιατί θα φύγω
όταν εσύ αιώνια θ’ ανθίζεις.

28 Ιουλίου 2008 



ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ


Τώρα που τα ταλαιπωρημένα  γόνατα
λυγίζουν
τώρα που τα μάτια
δύσκολα ξεχωρίζουν τις αράδες
τώρα που τα αφτιά έγιναν
μη ακούοντα ώτα
τώρα που η ανάσα δεν σκοντάφτει
μόνο στην ανηφόρα
φύλαξε την συμπόνια σου
στο μπαούλο των αχρήστων.
Εγώ σ’ αναζητάω στα σταυροδρόμια
της αντίστασης
συγχαλαστή τειχών
και συρματοπλεγμάτων.
Εκεί ξαναβρίσκω τη νιότη μου
μη σπαταλήσεις τη δική σου.
Σε περιμένω. 



ΟΣΑ ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ


Μου είπαν: Γιατί διδάσκεις αντίσταση;
Κάποιοι θα σκοτωθούν.
Είπα: Μόνο έτσι κάποιοι θα ζήσουν.
Μου είπαν: Μιλάς για σκλαβωμένα χώματα,
τα χώματα δεν νιώθουν.
Είπα: Αυτός που δεν νιώθει είσαι συ.
Μου είπαν: Κάλλιο σ’ ένα χαρέμι
παρά σ’ ένα μπουρδέλο.
Είπα: Μόνο αν το μπουρδέλο έχει ρουφιάνο.
Μου είπαν:  Γιατί  πονάς για την Χειμάρρα;
Την έχεις δει για μια μονάχα ώρα.
Είπα: Γιατί την έχω δει.
Μου είπαν: Γιατί ζητάτε από τον Πενταδάκτυλο
τους ξένους ν’ αποδιώξει;
Είπα: Εγώ δεν το ζητώ.
Εγώ χαράσσω ρότα για τον Άγιο Ιλαρίωνα.
Μου είπαν: Οι γενίτσαροι προβάλλονται
ως οι πιο φανατικοί σουλτανοτουρκοφάγοι.
Είπα: Εγώ έχω ήδη μεγαλώσει.
Μου είπαν: Σαν πας στη Σμύρνη
δεν θα ’βρεις ούτε έντομο ελληνικό.
Είπα: Πάρε την εκατοντάχρονη Σμυρνιά
και πες της το.
Μου είπαν: Να διδαχθείς από την Ιστορία
επιβιώνουν όσοι πειθαρχούν
στους παγκόσμιους άρχοντες.
Είπα: Επιλέγω την απειθαρχία.
Μου είπαν: Γιατί επιμένεις;
Σε δυο γενιές θα ’χεις ξεχάσει
την τωρινή καταγωγή σου.
Είπα: Δεν ζω στον αυριανό τον χρόνο.
Τώρα ζω!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου