28/3/20

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΒΕΛΕΚΑΚΗΣ



Το καλοκαίρι του 2012 η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία προώθησης πολιτισμού ARTSPOT προκήρυξε τον 3ο Ηλεκτρονικό Διαγωνισμό Διηγήματος "ΛογωΤέχνης 2012". Η προκήρυξη ανέφερε: "Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο, όμως οι συμμετέχοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουν στην πλοκή του διηγήματός τους τις ακόλουθες έντεκα συγκεκριμένες λέξεις (σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό): θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα. Πρόκειται για έντεκα λέξεις που επιθυμούν να γίνουν ένα διήγημα, ενώ είναι πολλά. Κλειδάκια μαγικά για τον εαυτό μας τον άγνωστο, ένα αίνιγμα που θα μας το λύσει το ίδιο μας το κείμενο στο τέλος".

Μπορούν, λοιπόν, κι οι έντεκα αυτές λέξεις μαζί ν' αποτελέσουν τα βασικά χρώματα μιας στιγμής, μιας ζωγραφιάς; Να πρωταγωνιστούν σε λίγες γραμμές και να λένε μιαν ιστορία ή να αποτυπώνουν μια κατάσταση;

Στο βιβλίο "Έντεκα λέξεις χάρισμα" ο Γιώργος Τζεβελεκάκης καταθέτει 77 μικρογραφές και 1 διήγημα.









ΕΝΤΕΚΑ ΛΕΞΕΙΣ ΧΑΡΙΣΜΑ   (2017)




Εισαγωγή


Ωσάν, λέει, π δικαίωση της ύπαρξής μου, τώρα, περασμένα πενήντα, να εξαρτιόταν άμεσα από το πόσο καλύτερος θα έδειχνε (και θα γινόταν;...) ο
κόσμος (μα κι ο ίδιος ακόμη) μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις - και με τις ιστορίες, σκέψεις και συναισθήματα που θα πλέκονταν μέσα απ’ αυτές. Αυτές οι λέξεις είχαν ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες – τις είχαν ξεχωρίσει πέντε άνθρωποι του λόγου· κι όχι τυχαία. Όλες είχαν κάτι σημαντικό να πουν, όλες μ’ ένα Βάρος ειδικό στη ζωή του ανθρώπου...
Κι όμως, όλη η ζωή θα το μπορούσε μέσα μας ν’ αναπτυχθεί, και με το γάλα αυτών των λέξεων να φτιάξει κόκαλα, να δέσει σώμα (κι ας είν’ από
χώμα ετούτο...), ψυχή να δυναμώσει. Είναι που μ’ έντεκα διαφορετικά υλικά στήνεις και ζεις άπειρες εικόνες του κτιστού (και του άκτιστου, ενίοτε, που
σε κρατεί πιο δυνατά από τον άλλο' ότ’ είναι μυστικός αυτός και κρύπτεται - αχειροποίητη η σελίδα του, στο φως διαβάζεται της ψυχής).
Άλλους δυο μήνες κύλησε η άμμος στο ρολόι μας (αλλιώς μετράει η γη), τα Βλέπω όλα πιο ξεκάθαρα ~και μ’ άλλην ησυχία πια- μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις- Το χελιδόνι περίμενα, αυτό να μου τις φέρει όλον να πάρει τον αέρα του, το μέλλον του όλο, εν μια στιγμή, Κι εδώ να μου τις φέρει...
Μαζί και τη θάλασσα να κομίσει, ίσαμ’ εδώ επάνω’ στο Βουνό με τις ροδιές και τα τριαντάφυλλα· Με τα φραγκόσυκα που η υγρασία δεν τ’ αφήνει
να προκόψουν...
Είναι, πες, ετούτες οι λέξεις το κουτί με τα εργαλεία σου… 
Χάρισμα σ’ το ’δωσαν οι άνθρωποι του διαγωνισμού, κι εσύ σα να τις πρωτόδες τότε - κι ας τις είχες κολυμπήσει από μικρός, ας τις είχες ξεφυλλίσει, ας τις είχες πιει από πιτσιρίκας, ας τις είχες αναπνεύσει, ας τις είχες φτερουγίσει από τόσος δα, ας τις είχες κουρδίσει, ας τις είχες τυλίξει ξετυλίξει από μωρό, ας τις είχες ονειρευτεί, ας τις είχες μυρίσει - κι ας τις είχες παίξει!...
Κι έστησες ετούτες τις μικρογραφές...
Κι ήταν ωσάν ο χρόνος να κυλούσε με καλοσύνη και πάλι - σα να ’χε, λες, κινήσει απ’ την καρδια μιας καρυδιάς Αρκαδίας...





1


Θα το μπορούσε, λοιπόν, ο κόσμος τούτος, κι ο άλλος κι ο παράλλος, κτιστός μαθές* και άκτιστος, ακέριος να χωρέσει μες σ’ έντεκα λεξούλες... Αφού,
όπως είπε ένας σοφός, χωρά σε μια σελίδα, γιατί να μη χωρά και σ’ έντεκα λέξεις; Σ’ εκατό;... Σε τρεις;...
Για παράδειγμα: Σε παίρνει χελιδόνι σε πάει στον ουρανό· κόβεις εκεί τριαντάφυλλο, στο χώμα το φυτεύεις. Το θέρος σου εμπιστεύεσαι σ’ ένα τής
λεύκας φύλλο μεσημβρινό, κι απάνω του τ’ αφήνεις με άμμο, αέρα, θάλασσα, κοχύλια και πετρούλες - σ’ αυτό το χάρτινο κουτί από γάλα τα μαζέψατε.
Με όλα ετούτα ζεις τον κόσμο, τον χρόνο σου που πλέον διαρκεί...
Κι άσ’ τα ρολόγια στην αδιάφορη ησυχία τους, γρυ δε σκαμπάζουνε ετούτα από χρόνο αληθινό...

*μαθές: δηλαδή, βέβαια



4


Τ’ αρμυρίκι δεν ονειρεύτηκε ποτέ του να ξυπνήσει τριαντάφυλλο. Εσύ, γιατί σ’ αφιόνι αλλάζεις της μάνας σου το γάλα;...
Κουτί διάφανο ολοστρόγγυλο ο κόσμος μυρίζει κι ακούγεται στου γαλαξία τα πέρατα, ωσάν το καλάμι φυσά... Αέρας τόνε πάει τόνε φέρνει στην
παλάμη σου εντός. Κι η θάλασσα το ίσο σού κρατεί, παρέα και τ’ ακάματα τζιτζίκια.
Πιάνεις κι εσύ και τραγουδείς - μες στην απρόβλεπτη εκείνη της άμμου ησυχία. Το χελιδόνι τραγουδείς που μήτ’ αυτό αλλάζει φύση και οδό. Ρολόι ο κόσμος να κυλά, ακοίμητος ο χρόνος, ποτές μην ξεκουράζεται, εκείνος ο μονόρχις, ο Βιονικός – κι ο κακομοίρης ο άνθρωπος να σέρνεται στο χώμα...
Δεύτερη του ανθρώπου έκπτωση, άσωστη κι ετούτη η εκατομμυριοστή σελίδα του...



5


Σα να βγήκαμε, λέει, απ’ τη θάλασσα της οσίας μάνας κι από την κεφαλή του δία πατέρα. Τριαντάφυλλου αγκάθια, τσιμπούμε ένας τον άλλο- ησυχία δεν μας βρίσκει ποτέ... Έτσι ζούμε στον τόπον αυτό που ’χει τις χάρες όλες...
Στο ίδιο δε ξύλινο παραλληλόγραμμο κουτί θε να χωρέσουμε κάποτε όλοι το σώμα μας, σαν το ρολόι σημάνει τη στιγμή, χώμα να γένουμε και
πάλι πρόσφορο. Θα ‘χουμε προ πολλού ξεχάσει το γάλα της μητρός, και δεν θα ’χουμε στην μέσα τσέπη μας καν μιαν χούφτα άμμο από την ύστερη
Αγια-Φωτιά...
Το σίγουρο: θα ’χουμε αφήσει πίσω (κι εμπρός) μας μια σελίδα αγάπης αχειροποίητη, κομμένη από τα διάφανα ημερολόγιά μας.
Είθε την ώρα ’κείνη τη στερνή (και πρώτη) ένα χελιδόνι να βρεθεί να μας κατευοδώσει με την ευχή τ’ αέρα.



6


(1965-1975, από τις πρώτες μνήμες)

Το γάλα μάς το ’φερνε μες σε γυάλινο μπουκάλι ο κυρ Γιώργης που ’χε την ΕΒΓΑ της γειτονιάς, πέρα, στη Βίλα με τα πεύκα· κι εμείς, σ’ ησυχία δεν τον αφήναμε: σαν καβάλαγε το τρίκυκλο για να συνεχίσει τη διανομή, τρέχαμε και κρεμιόμασταν απ’ τον ουρανό της καρότσας του και κοκάλωνε το μηχανάκι (τέσσερις-πέντε ήμασταν!) και μούγκριζε απ’ το πολύ το γκάζι, και τον ελευθερώναμε μόλις αυτός κατέβαινε να μας κυνηγήσει·
ο ωραιότερος κήπος στη γειτονιά ήταν της φίλης μου της Πόπης (κόκκινος από τριαντάφυλλα, ντροπή παιδική)· παίρναμε το δύστυχο το φυλλαράκι απ’ το τριαντάφυλλο, τ’ αποθέταμε στον κύκλο που σχηματίζαμε με δείκτη και αντίχειρα κι ύστερα του δίναμε μια με την άλλη παλάμη - ίσα για ν’ ακούσουμε το κλακ εκείνο από το σκάσιμό του·
σα φτάναμε στον κάθετο δρόμο προς Λούτσα, εκεί να καμάρωνες λεύκες!..., με τον ΟΤΕ, μικρούλης αέρας με την αδελφούλα του την αύρα έκαναν μες από τ’ ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου και μας καλωσόριζαν-
θυμάμαι ακόμη (και συγκινούμαι) μια φορά π’ ανέβηκα ψηλά και πήδηξα στην άμμο, κι από το πέσιμο μου κόπηκε η ανάσα· μα και το χώμα που έφαγα την άλλη που ξέφυγα απ’ τον γύρο στην παιδική χαρά του Πικιώνη·
το κουτί απ’ τα μπισκότα ΣΕΡΑΛ, μεταλλικό, μάζευε σ’ αυτό η μάνα μου κουμπιά· δεκάδες όμορφα κουμπιά ωσάν θαλάσσης Βότσαλα-
το πρώτο μου ποίημα σε μια σελίδα μικρού μπλε τετραδίου - για ένα εκκλησάκι έλεγε όπου πάν’ τα χελιδόνια και στήνουνε φωλιές·
το πρώτο μου ρολόι, τέλος - κόκκινο «καντράν» (ως λέγαμε τότες περήφανοι!) και δείκτες ολόλευκοι... 



13


Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Στων λέξεων μέσα την έμφυτη ησυχία ο μικρογράφος ζει. Όσων γνωρίζει μα κι αυτών που αγνοεί. Η αγωνία αυτών των τελευταίων (κι η γνώση, κυρίως, πως ποτέ δεν θα τις μάθει...) είναι πια το καθημερινό το μαύρο γάλα του. Ίδιο χελιδόνι, ωστόσο, χτίζει φωλιές σελίδες και τις κατοικεί.
Στης ψυχής τα ερμάρια φιλοξενεί πολλά κουτιά με χρώματα· πιάνει χρωματίζει ανάλογα κάθε στιγμή με μουσικές και χρώματα. Πότε γίνεται χώμα για ν’ ανθίσει ένα τυχαίο σωστό τριαντάφυλλο και πότε αέρας για να πετάξει ένα σίγουρο χελιδόνι. Τρελαίνεται, ωστόσο, να νιώθει χρήσιμος σε μι’ άχρηστη κοινωνία.
Στα συρτάρια του βρίσκεις πολλά ρολόγια σκονισμένα -κάποια παίζουν, άλλα με τον καιρό εμαργώσαν-, κι ας μετρά ο ίδιος τον προσωκρατικό χρόνο του με τις λέξεις της άμμου και τις μνήμες της θάλασσας...


14


Τελευταίο του Ιούλη πρωινό κι ανοίγω της γλώσσας το μετάξινο κουτί: βρίσκω τις έντεκα λέξεις. Όχι, ψέματα - μια σελίδα απλωμένη είδα σαν άμμο και σα θάλασσα. Στην άκρη της άμμου άρχιζε χώμα με μικρά τριαντάφυλλα - κουνούσαν με τον εύπιστον αέρα τα κεφαλάκια τους. Τα ’βλεπαν τα χελιδόνια κι ανταποκρίνονταν. Σαν το παιδί το καταχάρηκα, κι άφησα το κουτί ως ήταν.
Έκλεισα την πόρτα του γραφείου μη μπει ο μικρός και μου τα πειράξει -άσε που τα παιδιά δεν παίζουν σήμερα με τέτοια χαζοπράματα-, και πήγα στην κουζίνα. Έφτιαξα λάδι με μέλι, το ήπια κι έβαλα λίγο γάλα σε μια κούπα.
Η μέρα εκείνη που ξεκίνησε τόσο όμορφα, εκύλησε με μιαν αγγελικήν ησυχία - μήτε άγχος, μήτε ρολόγια... 



19


Έντεκα λέξεις μού ’δωσαν κι ένα μήνα χρόνο για να εννοήσω, τον κόσμο να κατανοήσω. Αφορμή μου οι ιστορίες που θα συνθέσω μ’ αυτές. Τις έχω
σημειωμένες στην πρόχειρη σελίδα της φλέβας μου· κάθε τόσο τις κοιτώ τις συμβουλεύομαι. Ο χρόνος είναι ο μήνας όπου τα σύκα δένουν το γάλα τους.
Τη μια είμαι δειλινό, σε κόκκινο απάνω καΐκι με τ’ όνομα «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ» και ματίζω τα δίχτυα· την άλλη, αέρας και πειράζω την άλλη παιδική μου φίλη, τη θάλασσα. Μένει λίγο πιο κάτω από ’δώ. Έρχεται και μια φίλη της φίλης μου, η άμμος, δίπλα μένει κι αυτή, μόλις ένα κύμα τις χωρίζει, και παίζουμε όλοι μαζί, και την πειράζω κι αυτήν.
’Φχαριστιέμαι ν’ ακούω τις μικρές τους γκρίνιες. Σ’ ησυχία δεν τις αφήνω, κι άμα χορτάσω απ’ τις φωνούλες τους, τρέχω κόβω στον ξεροπόταμο κάτι
λουλουδάκια που τα λέμε «ρολόγια» και χαρίζω από ένα στην καθεμιά. «Ιδού πώς να τα χειρίζεστε...» εξηγώ «...πώς να τα γυρνάτε προς τα μέσα,
κατά το μέρος της ψυχής, δηλαδή...»
Εκείνες τα παίρνουν τα γράμματα κι αμέσως πετυχαίνουν αιωνιότητες και χαίρονται, χαίρονται κι ακούγονται σ’ όλην την Αγια-Φωτιά.
Οι δυο τους δε -είναι και πονηρούλες- κρύβουν ένα μυστικό από μένα*: έχουν σ’ ένα στρογγυλό μεταλλικό κουτί -φερμένο απ’ τας Ευρώπας- μαζεμένα πολλά τέτοια «ρολόγια» και μόνο τα χελιδόνια αφήνουν να τα δουν και να θαυμάσουν – κι αυτά, μονάχα από ψηλά και στα γρήγορα. Γιατί
άμα τα κοιτάς πολλήν ώρα, τα «ρολόγια» αυτά τα φυσικά ξεκουρδίζουν και γίνονται φτηνός χρόνος καθημερινός κι απάνθρωπος, πά’ να πει ψεύτικος...
Και μετά, άντε για να ’βρεις σπόρους εύκαιρους και χώμα πρόσφορο, κουράγιο πάν’ απ’ όλα, φωτισμένα απ’ τ’ αποπάνω εωθινό παραθυράκι της
Αγίας Φωτεινής, για να φτιάξεις, αν στέρξει, τέτοια θεσπέσια «ρολόγια»...

*εσχάτως οπού πασκίζω να μάθω τη γλώσσα των πουλιών, έστησα αυτί μια μέρα κι άκουσα δυο χελιδόνια να λένε για το μυστικό... 



28


Τ’ Αυγούστου τριαντάφυλλο καρφώνει με τ αγκάθι του τον χρόνο ακριβώς στο στήθος του ρολογιού κι ευθύς γίνεται άσπρο σαν το γάλα που δίνει μικρό παιδί σε δυο γατάκια κόκκινα.
Αέρας Βλέπει το συμβάν, μανίζει απ’ τη χαρά του και πολεμά κι αυτός και παίζει με του κόσμου όλου τα πλάσματα - αθώα κι ένοχα. Πετά τον άμμο σε τραπέζια και καφέδες, σε σελίδες αντηλιακές ξαπλωμένων στην κάψα βιβλίων και κάνει σκόνη το χώμα των πυρωμένων αγρών.
Η θάλασσα μονάχα και τα χελιδόνια (πιο πολύ απ’ όλα τα πουλιά) ’φχαριστιούνται το παιχνίδι αυτό - κουτί τούς έρχεται τούτη η απρόσμενη φυγή απ’ τη μονότονη ησυχία της μοίρας τους... 



29


Νωρίς το πρωί, στην παραλία εύρισκες την καλύτερη ησυχία. Μα σήμερα, αέρας λιβυκός άρπιζε τη θάλασσα· μεγάλα κυανογάλαζα τριαντάφυλλα
σχηματίζονταν εμπρός στα μάτια του παιδιού (εντυπωσιασμένα!) που ρουφούσε το γάλα του χαζεύοντάς τα απ’ την ξαπλώστρα - χαλούσαν εκείνα
στη στιγμή, και άλλα φτιάχνονταν στη θέση τους όλο αυτό γινόταν.
 «Το νερό μυρίζει χώμα...» σχολίασε ο πατέρας κι η μητέρα τσάκισε το βιβλίο στη σελίδα που διάβαζε: «Εμένα μου πέφτει βαρύ ετούτο το νερό»
γκρίνιαξε.  Ακούμπησε το Βιβλίο στην άμμο, κι έβγαλε απ’ την τσάντα του μπάνιου το κουτί με τις κηρομπογιές  κι ένα μπλοκ ιχνογραφίας τα ‘δωσε του παιδιού.        
Μαμά! Μπαμπά! Χελιδόνια!- Εκεί!...» δείχνει το παιδί κατά τη θάλασσα, «Πίνουν νεράκι!...»
Κάθισε και ζωγράφισε και κάθε τόσο έλεγε την ώρα από το μπλε ρολόι που μόλις του είχαν αγοράσει: ήταν το πρώτο του αδιάβροχο.





34


(Για ποια κοινωνία;...)

Καλύτερο, πες, το αρμυρίκι από τον άνθρωπο – η σκιά του σώζει ενώ του ανθρώπου... Το χελιδόνι μετρά ορθότερα απ’ ό,τι το ρολόι - στιγμές μετρά, και όχι τζάμπα ώρες· αρμυρίκι και χελιδόνι ξέρουνε αμφότερα πως στ’ ουρανού τη μεγάλην οθόνη όπου παίζεται η διαρκώς ανανεούμενη ταινία
της αιωνιότητας -ούτε εικόνες, ούτε λόγια, μόνο μουσική-, η ζωή μας είν’ ένα διάλειμμα (εμείς, οι ψευτάνθρωποι το ξεχνάμε...)
Λυπημένο, γι’ αυτό, το ψωμί που βουτάς μες στο γάλα - σαν τη μάνα σου. Άμμος η ψυχή, τι ψάχνεις, την ξεσηκώνει αέρας δυνατός. Χώμα κι η σελίδα αυτή - λες να πετάξει αίφνης κάνα σκαστό τριαντάφυλλο;... Στο πέτρινο κουτί του ζει καθένας, να ’χει την ησυχία του...
Μα για ποια κοινωνία μού μιλάς, ρε φίλε;...



35


Μικρό παιδί, πριν δοκιμάσω οποιοδήποτε φαγώσιμο, ίο μύριζα. Το χούι αυτό το ’χω ακόμη, μα για τα Βιβλία μόνο. Μυρίζω -το πρώτο πράγμα που
κάνω σαν πιάνω Βιβλίο- τις σελίδες του...
Πώς να μυρίζει άραγε το χελιδόνι; Καλοσύνη, σίγουρα· και τρυφερότητα. Το κίτρινο τριαντάφυλλο, ξέρω, θυμάμαι. Ο αέρας, πάλι, φέρνει του κόσμου όλες τις ευωδιές, το θέρος ιδίως από ’δώ κι
από ’κεί. Να κολυμπάς, λοιπόν, μες στο νερό, να ίπτασαι μάλλον και να μυρίζεις όλος θάλασσα!...
Απ’ την άλλη, το ρολόι μυρίζει ιδρώτα, απ’ την ασίγαστη αγωνία σου για τον χρόνο που κυλά – αν τον κάναμε μουσική... Βροχή μυρίζει τον χειμώνα η σπάνια πια ησυχία, χώμα πρωτοβροχιού το φθινόπωρο· την άνοιξη, πασχαλιά· και το καλοκαίρι -ξαναπές το!-, ένα υπέροχο χαρμάνι πρωινό από πεύκο-σύκο-μουριά-πικροδάφνη, τζιτζίκι, άμμο υγρή και αύρα - κι άλλα πολλά απερίγραπτα που η γλώσσα τα πιάνει δεν τα πιάνει...
Στης μνήμης μέσα το ευώδες κουτί κλείσε όλες αυτές τις μυρωδιές, κι άσ’ την να σε θρέψει με το γάλα της το αστείρευτο...



43


Και του χελιδονιού το γάλα έχει αυτός ο τόπος - ευλογημένος, πράγματι!... Και βάλθηκαν όλοι, τρελάθηκαν;! να τον ξεκάνουν... Το τριαντάφυλλο
να ξεκάνουν, να μολύνουν τη θάλασσα, να δηλητηριάσουν τα χώματα, τον αέρα!... Και όλ’ αυτά, για το χρήμα και τη δόξα...
Άσε, το λοιπόν, κι εσύ την ησυχία σου, παράτα τώρα τη σελίδα αυτή, και βγες έξω! Έβγα απ’ το κουτί σου πια! Τρέχα! φώναξε! Το ρολόι τρέχει,
κυλά ο χρόνος, δεν είναι ατέλειωτος (κι ας νομίζεις τ’ αντίθετο) σαν τον άμμο... Για να μείνει λευκό του παιδιού σου το γάλα, έστω, γι’ αυτό!
Ξεκούνα πια! Για τ’ όνομα του Θεού!...





44


Ωσάν τον άμμο, ξαναειπώθηκε, οι ιστορίες που είναι να γραφούν μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις – τις διαλεγμένες μέσα από μιαν παράξενη, θαρρείς
μεταφυσική προοπτική ωσάν κι εκείνη του Giorsiο de Chirico.
Ησυχία Βασιλεύει εδώ κάτω, στ’ Αυγούστου το μεσημέρι. Ένα χελιδόνι περιδιαβαίνει στον κήπο του παράδεισου. Κρατεί στο χέρι ένα κουτί, μαζεύει ξυλαράκια κι άλλα μικροπράγματα από χάμω. Ένα τριαντάφυλλο (το χώμα του το Βοηθά να ονειρεύεται) χαζεύει από ψηλά μα ενίοτε κοιτά και κατά το ρολόι που στεγνώνει ξεχασμένο στο κλαρί ενός πεύκου.
Κι ένας αέρας που ανάλαφρα φυσά, ίσα για τρεμίζει λίγο η κάψα, παίζει με τις σελίδες του αφημένου στο περβάζι Βιβλίου. Μισό χιλιόμετρο
πιο κάτω ανθίζει η θάλασσα, που άλλες μέρες, ολίγες ευτυχώς, τα κύματά της είναι από γάλα...



53


Κι όμως, σ’ εκείνο το μικρούλι σταυρόλεξο, όλο το καλοκαίρι φαινόταν - ατόφιο. Ο αέρας διέτρεχε καθημερνά όλην την κλίμακα: από ελαφρύ αεράκι ίσαμε να ρίξει χάμω δέντρα, κι ανθρώπους να πάρει... Δυο γατάκια ρούσα* κρατιούνταν από τ’ αγιόκλημα μην τα ξεσύρει** (αρέσκεται ο αέρας,
ξέρεις, ν’ αρπίζει τις τρίχες των αρρίγητων*** μικρών γατιών!) - έπαιζες κι εσύ μαζί τους, τι άλλο να κάνεις... Κατάφερε, ωστόσο, κι αναποδογύρισε, κι άιντε να του αντισταθείς, τα κουτιά όλα,  μικρά-μεγάλα, αρχαία-νεότερα, που με περισσή φροντίδα κρύβει καθένας μας εντός του - μην τα
δει ο άλλος και τρομάξει...
Πά’ να πει, κι η ησυχία γράφτηκε ανορθόγραφα κι αυτή, κι ήτανε χελιδόνι να διαβεί για να στρώσει δέρμα και πάλι η μέρα' ή, έστω, φτερό να εισακουσθεί κάποιου άλλου πουλιού...
Ότ’ είναι πολύ, μα πολύ εύκολο να χαλάσεις μια μέρα' και δύσκολο, δύσκολο πολύ μετά να την ταιριάξεις... Γάλα θέλει τριαντάφυλλου, μαστίχα
χιώτικη, για ν’ αποβγάλεις**** τον καημό και το βουβό το κλάμα... (Με ποια λέξη, αλήθεια, διασταυρώθηκε το κλάμα;...)
Το ρολόι, στο μεταξύ, τέτοιο μαριόλικο, είχε φροντίσει να κλέψει ένα ρω του τριαντάφυλλου, για ν’ αρχινίσει το πανάθλιο τίκι-τακ του' και ψωροπερηφανευόταν γι’ αυτό στην άμμο που χάζευε από μακριά. Μακρινή φάνταζε κι η πολυπόθητη θάλασσα, παρόλο που ξανοιγόταν μόλις μιαν ανηφόρα και μια κατηφόρα πιο ’κεί...
Η διάθεση της μακρινή, η διάχυση της εντός μας, και να ’να. κι η μόνη που να γαληνέψει μπορεί τόσο άπατες, τόσο άσωστες ψυχές...
Το ίδιο τεταμένη κι η παντέρμη σελίδα αυτή  στο χώμα το ξερόχωμα πεταμένη,   στην εύθραυστη  τι λέω;…στη χιλιοσπασμένη μέσα ψυχή του μικρογράφου.


*ρούσο: κόκκινο
**ξεσέρνω: μετατοπίζω
***αρρίγητος: ατρόμητος, τολμηρός
****αποβγάζω: βγάζω εντελώς



59


Δεν ξέρω πούθε αρχίζει πού τελειώνει ο αέρας' κι ούτε ποτέ θα μάθω... Ούτ’ ακόμη πού τελειώνει ο άμμος, πού κινά η θάλασσα... Στο ασχημάτιστο μέσα μου πανόραμα του κόσμου, ωστόσο, ένα είναι όλα. Εντός τους κι εγώ, π’ όταν θεϊκή με κατακλύζει ησυχία, μου είναι μπορετό, μυρίζοντας ένα τριαντάφυλλο, θαυμάζοντας το χελιδόνι που περνά, νά ’μπω κι εγώ μες στην ψυχή του άλλου όντος, έστω για λίγα δευτερόλεπτα (όσο ένα όνειρο), και
να νιώσω, να υποψιαστώ λέγε καλύτερα, τη δική του ύπαρξη!...
Αυτό μου υπαγορεύει, ασύνειδα το πιο πολύ, το γάλα που με Βύζαξε η μάνα μου, το χώμα που μου δίνει ετούτη η γης για να πατώ, κι ο αέρας,
άμα πετυχαίνει, για να πετώ!...
Δύσκολα χωρούνε όλ’ αυτά σε μια σελίδα, πολύ πιο δύσκολα φυσικά απ’ ό,τι ένας ελέφας σ’ ένα ξύλινο κουτί ή κι ο χρόνος ακόμη στο πιο αξιόπιστο ρολόι της αγοράς...



60

Άμα εκατέβηκα εκείνο ίο πρωί από το δέντρο των ονείρων (το είχα μάλιστα καμωμένο πυρογραφία σ’ ένα ξύλο απάνω του Ιούνη), είχα στα χείλη μου
μια γεύση από νερό τριαντάφυλλο και το σεντόνι κάθιδρο από τ’ Αυγούστου την ψυχρίτσα.
Κάνοντας το χέρι μου να πιάσει, σαν κάθε πρωί, τα γυαλιά, έπεσε πρώτα απάνω σε κάτι πιο αιχμηρό. «Τ’ είν’ ετούτο πάλι;» ψέλλισα κι έβαλα
αμέσως τα γυαλιά. Τι έκπληξη ήταν αυτή!... Ένα κουτί επάνω στα Βιβλία του κομοδίνου, ένα κουτί που τα πόδια του ήτανε μες στο κόκκινο χώμα· κι
εντός του μια σειρά παράξενα αντικείμενα που, αφού έριξα σε όλα μια γρήγορη ματιά, άρχισα να τα περιεργάζομαι ένα προς ένα: Ένα βαλσαμωμένο χελιδόνι, μια τσαλακωμένη σελίδα (από μια καταχώριση προσκλητηρίων γάμου που είχαμε στήσει για τον φίλο μας τον Σπόρο), ένα ρολόι με δείκτες από άμμο κι όλη η πλάκα του χρόνου μια θάλασσα, ένας αέρας παγωμένος ακίνητος, ωσάν το γάλα κατάλευκος (ήταν αυτός που είχε παγώσει
τις καρδιές μας καλοκαιριάτικα...) - ως κι η έκπτωτη ησυχία μας ετούτου του κακότυχου εφετινού μήνα ήταν εκεί (μα πώς εμπόρεσε, αλήθεια, αυτή για να ντυθεί την ύλη;...)
Μην απορείς, λέω του εαυτού, καμιά έννοια η ιδέα δεν είναι στο βάθος της τόσο αφηρημένη όσο φαίνεται...
Και θυμούμαι ευθύς τα γέλια των Μακάρων εκεί απάνω με τ’ άθλιά καμώματά μας...



64


Άμμο και θάλασσα, χελιδόνι μου, στον αέρα σου φύλαξε, από τριαντάφυλλο δυο σελίδες παραμύθι για των μικρών το βραδινό το γάλα, κι άμα ανταμώσεις στο χώμα κουτί, άσ’ το στην ησυχία του κάνα ρολόι παλιορόλογο θα κρύβει...
Οπού εσύ, καλύτερα απ’ όλους το κατέχεις: το καλοκαίρι είν’ η λέξη με τα πιο πολλά συνώνυμα!...



65


«Άλλος κόσμος η θάλασσα στον κόσμο μέσα...» μουρμούρισα σαν επιστρέψαμε στην πόλη. Κι ήτανε, πράγματι, σα να ’χαμέ βγει εκεί, στο Σουτραλί, μεσημεράκι απόγεμα δεκάξι του Ιούλη, έξω απ’ αυτόν
τον κόσμο!... Απίθανο, μα αληθινό!...
Άμμος του γνωστού κτιστού κόσμου δεν υπήρχε, μήτε χελιδόνια που σκίζουν τον αέρα του ματιού σου προτού προλάβεις να πεις κύμινο... Χώμα μονάχα, κι αυτό πίσω μας, στη μικρή παιδική χαρά.
Τα τριαντάφυλλα μας κοιτάζαν πίσω από τους φράχτες των κήπων κι ανασαίναν κι εκείνα μαζί μ’ εμάς ετούτην τη δροσερήν αύρα.
Μια ησυχία ολόγυρα, κάτω από κάθε ψάθινη ομπρέλα κι από ’νας-δυο λουσμένοι, κι ούτε μωρά να σκούζουν και μαμάδες να ουρλιάζουν για το γάλα
και το κολατσιό της μέρας' μα ευτυχώς, ούτε και κάγκουρες* -αέρας κοπανιστός!- που κάνουνε του κόσμου τις ανόητες φιγούρες για να προσελκύσουν των κοριτσιών τα Βλέμματα...
Τρεις φορές επέσαμε στη θάλασσα, τριπλό το μπάνιο αυτό λοιπόν!... Κοιτούσαμε το ρολόι, από μισή ωρίτσα κάθε φορά...
Στο ενδιάμεσο, τρώγαμε ροδάκινα και διαβάζαμε δυο-τρεις σελίδες απ’ το Βιβλίο...
Κατά τις επτά, Βαδίσαμε ίσαμε την Αγριά και κάτσαμε σ’ ένα ταβερνάκι. Σαλάτα, γαύρος, μπύρες - στο κύμα επάνω...
Κι άμα το λεωφορείο μάς εκατέβασε στην πόλη, ξαναμπήκαμε και πάλι στο λιθόχτιστο κουτί μας...

*κάγκουρας: πιτσιρίκας που ντε και καλά να σου τραβήξει την προσοχή με οποιοδήποτε μέσο (οδήγηση, ηχορύπανση, εμφάνιση ίου ιδίου και του οχήματος του κ.λπ.) πάντοτε χωρίς μέτρο και πάντοτε κακόγουστα.

  

66


(Τ’ αέρα)

Έλα, κάθισε εδώ, στ’ Αέρα το Πέρασμα, καταμεσήμερο, στο σκαλοπατάκι. Και λέγε πως ο ίδιος είναι αέρας π’ ανεβάζει ψηλά τα χελιδόνια στην
Άφησσο' κι ακόμη, ο ίδιος αυτός που με το γάλα του (τι δρόσος, αλήθεια!) τρέφει τα πνευμόνια σου.
Αυτός, βέβαια, του κόσμου όλου γυρνά τις σελίδες. Κι άμα αγριέψει, στην Περίσσα πες, παίρνει τη βίτσα του την άμμο και σας κανοναρχεί.
Ετούτος δεν είναι πάλι π’ ανακουφίζει, στην κάψα μέσα, τα τριαντάφυλλα; Που κάνει το δέρμα της θάλασσας μόλις ν’ ανατριχιάζει;...
Μα σίγουρα δεν είν’ αυτός που σπρώχνει μπρος τον χρόνο στα ρολόγια - έχει μιαν ησυχία ετούτος ’δώ ο αέρας, πιο καλή κι από ’κείνην που βρίσκει το σώμα άμα με το χώμα γίνεται πάλι ένα...
Και δεν είναι, σίγουρα, αυτός που ρίχνει από τον ουρανό στο φρυγμένο κεφάλι σου τα μαύρα μπιρμπιλόνια: θεόσταλτο ένα πουλάκι (να ’τανε χελιδόνι;) ήρθε σε καλησπέρισε στης κρεβατίνας απάνω τα φυλλώματα. Κουτί σου ’κάτσε εσένα όλο αυτό, οπού δεν σου ’ρχονταν ιδέα καμιά πώς να ταιριάζεις ένα τετράγωνο πράμα με τον αέρα...



71


(Ο θησαυρός των παιδιών)

Σε δειλινή πηγαίνουμε θάλασσα. Τριαντάφυλλα σκάνε μούρη έξω από το σύρμα του ξενοδοχείου και μας συστήνονται. Στη στροφή απάνω του κύματος, μας πλησιάζει έν’ αγόρι και μας δείχνει το μισό μπουκάλι του: έχει μέσα ένα ψαράκι! Στην άκρη της μικρής προβλήτας είν’ ένας παππούς που
ψαρεύει με την ησυχία του:
«Ο παππούς μου, αυτός το έπιασε...» δείχνει το αγόρι.
Στη στιγμή, ένα κορίτσι αφήνει τα χώματα που παίζει, και τρέχει κι αυτό προς το μέρος μας: «Έχω κι εγώ θησαυρό...» μας προτείνει με τη σειρά του ένα χάρτινο κουτί με κοχυλάκια, βότσαλα, ξυλαράκια, φύλλα, μικρούς καρπούς λεύκας και λίγην άμμο. «Θα πάρω μια μπλε σελίδα και θα φτιάξω μ’ αυτά μια ζωγραφιά - μιαν αληθινή ζωγραφιά. Γιατί όλ’ αυτά είναι αληθινά!...» μας εξηγεί.
«Να ’στε καλά, παιδιά...» λέμε εμείς, «...μας δώσετε μεγάλη χαρά» και πάμε καθόμαστε στο μοναδικό παγκάκι της μικρής παραλίας.
«Θυμάσαι;» μου λες. «Εδώ ερχόμαστε με τον μικρό όταν ήταν μωρό - να Βλέπει τη θάλασσα, να πίνει κι αυτό το γάλα του...»    _        ,
«Πώς;!...» απάντησα κουνώντας το κεφάλι.
«Τώρα μεγάλωσε, κι άφησε τη φωλιά...»
«“Τα παιδιά είναι πουλιά” έλεγε η μάνα μου-
Αέρας δεν είναι - μονάχα μια ελάχιστη αύρα π’ ολοκληρώνει ετούτη την ευωδιαστή ζωγραψ1 ·
«Πουλί - αυτό μονάχα λείπει!...» πετάγομαι αίφνης και ψάχνω βρίσκω ξυλαράκι. «Ένα χελιδόνι...» μουρμουράω ενώ το σχεδιάζω στη νοτερή άμμο,
«..την αύρα αυτή να ψαλιδίσει σε πολύχρωμες φέτες...»        Η s
«Τι σπουδαία μπορείς να πετύχεις άμα δεν κοιτάς τον χρόνο που ’ναι φυλακισμένος στο ρολόι σου...» μουρμουράμε και συνεχίζουμε στο Μονοπάτι αυτό της Αύρας...



76


Ένα χελιδόνι παίρνει τις μνήμες σου όλες τις παιδικές, σ’ ένα κουτί μικρό -κοσμήματα- τις βάζει και μηνά τ’ αέρα του «’Τοιμάσου! Κι έχουμε ταξίδι
μακρύ μπροστά μας, τόσα χρόνια να περάσουμε, Βουνά-ποτάμια-λίμνες, εσύ κι εγώ, θάλασσα με τους άμμους τους, κι εκεί ψηλά να του τις πάμε,
τις περιμένει - ότ’ είν’ αυτές τ’ ολίγιστο γάλα τού καφέ του, αυτές κι η σπάνια ησυχία του, κι ο χρόνος του που ξαναβρίσκει μακριά από του κόσμου
τα ρολόγια· και είναι ακόμη η σελίδα που δεν θα καταγράψει ποτέ όσα ανέγγιχτα νιώθει· το τριαντάφυλλο εκείνο το έφηβο -αύριο θα της το δώσει!-, και το στερνό του χώμα...»



77


Κάλλιο τα χίλια του τριαντάφυλλου αγκάθια να με κατατρυπούν παρά οι επιθέσεις τούτες του κακού την κάθε ημέρα. Αίμα και γάλα νερούλιασαν για
τα καλά, γεμάτα δηλητήρια τα χώματα, μαζί και οι πηγές. Όλα μας τα ρολόγια αιματωμένα, κι η ησυχία μας κι εκείνη μεθυσμένη... Η γη δεν έχει
καλόν αέρα εσχάτως, και διόλου δεν ευθύνεται εκείνη γι’ αυτό...
Τι να σου κάνει τότε μια στάξη παρηγοριάς που σου στάζει στο μάτι το ακαριαίο χελιδόνι; Άμμος εσένανε οι αμαρτίες, κι όσο κι αν επιμείνεις, η
θάλασσα να σ’ τις ξεπλύνει δεν μπορεί...
Έχεις να μου προτείνεις καμιάν υπαίθρια σελίδα, για να ξεφύγω από τούτο ’δώ το σώμα που σαν κουτί, φορές, με δυναστεύει;...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου