18/12/19

ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ




Ο Ηλίας Κουτσούκος γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Από το 1967 ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε δημοσιογραφία στο "Central Office of Information" του Λονδίνου. Από το 1977 έως το 1985 υπήρξε μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη" με βιβλιοκρισίες. Ιδρυτικό στέλεχος της ΕΡΤ3 και διευθυντής της καθώς και σύμβουλος διοίκησης μέχρι το 2011. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1978 με ποιήματα από το περιοδικό "Παραλλάξ". Ως πεζογράφος συνεργάστηκε στενά με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και "Το τραμ" (τρίτη διαδρομή). Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά και τουρκικά.
Από το  2016 είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(2020)  Μάθημα ανατομίας  (Μελάνι)
(2019)  Ο λύκος που γέρασε, ( Bibliotheque)
(2013)  Delivery Boy, (Γαβριηλίδης)
(2006)  Φάτε μόνοι, (Κέδρος)
(2002)  Ο ακροβάτης των λέξεων, (Παρατηρητής)
(1999)  Για τους φίλους του Παρατηρητή που κρατάνε σημειώσεις,     
(Παρατηρητής)
(1996)  Όταν το δάσος μπήκε στην πόλη, Παρατηρητής
(1993)  Μαύρο πουλί στο βλέμμα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1991)  Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι, Νεφέλη
(1990)  Γράμματα στη μητέρα, Παρατηρητής
(1981) Ονειρικός τρομοκράτης, Μπαρμπουνάκης Χ.
           Βόλτα με πιτζάμες, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη










ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ  (2020)


Ο AΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΔΕΝ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ

 

 

Είναι κατακαλόκαιρο απόγευμα και σκάει ο τζίτζικας αλλά αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτα τον Αντώνη Παπαστάθη να κάθεται στη βεράντα της ενοικιαζόμενης μεζονέτας του στη πάνω πλευρά του Πόρτο Καρράς και ν αγναντεύει τη θάλασσα πίνοντας ήδη το πρώτο του ουίσκι.

Αυτή τη συγκεκριμένη μεζονέτα τη νοικιάζει 7 χρόνια τώρα και κάνει φίλους όσους μένουν στη διπλανή. Αυτή τη χρονιά στη διπλανή του έχει έρθει ένας ΄Αγγλος ο Τομ Γουίλκινσον καθηγητής Μαθηματικών απ’ το Ιμπέριαλ του Λονδίνου κι ο Αντώνης Παπαστάθης βάλθηκε να τον κάνει φίλο του εξαρχής κι όπως εξήγησε στη Φανή τη γυναίκα του «τον γουστάρω τον σκατοάγγλο γιατί καπνίζει πίπα καλοκαιριάτικα κι είναι μαθηματικός ενώ εγώ ήμουν στουρνάρι μικρός στους λογαριασμούς».

Μόλις αρχίζει ο ήλιος να κατεβαίνει και να κοκκινίζει για να βουτήξει στη θάλασσα-παρατηρεί ο Παπαστάθης-πως ο Άγγλος γείτονας γίνεται λίγο ανήσυχος, σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα του και βαδίζει νευρικά πίσω μπρος στη βεράντα του μέχρι να χαθεί ο ήλιος πίσω απ’ το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής προς τη Φούρκα.

Ο Αντώνης Παπαστάθης αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει απ το σημείο της δικής βεράντας είναι γιατί δεν παλουκώνεται ο Τομ στη πολυθρόνα του και ν απολαύσει τη δύση καθισμένος. Και μάλιστα γιατί δεν τον φωνάζει να καθίσουν παρέα και να απολαύσουν μ ένα ουισκάκι τη δύση οι δυο τους, οπότε επιστρατεύει τα κακάσχημα αγγλικά του και τον φωνάζει χωρίς να βάλει το please, δηλαδή ‘Τοm cοme hear.’.. σαν διαταγή.

Ο Τομ έρχεται ευγενέστατος και κάθεται δίπλα του ενώ ο Παπαστάθης φωνάζει στη γυναίκα του να φέρει ένα καθαρό χοντρό ποτήρι με δυο παγάκια.

Η Φανή φέρνει το ποτήρι και πιάνει φιλική καθώς είναι με τους ξένους, κουβέντα με τον Άγγλο που κάτι της εξηγεί κι η Φανή χαμογελάει και μετά γυρνάει στον άντρα της και του λέει πως εκείνη η ελιά ακριβώς απέναντι από τη βεράντα του Άγγλου, του κρύβει τη θέα του ηλιοβασιλέματος.

Ο Αντώνης Παπαστάθης κοιτάζει απορημένος τη μικρή ελιά – δεν είναι ούτε τρία μέτρα δεντράκι ωστόσο όντως κρύβει τον ήλιο όπως πέφτει απ τη βεράντα του Άγγλου.

Σηκώνεται λέει ένα ‘just a moment’ και πηγαίνει πίσω στην αποθήκη με τα εργαλεία, βουτάει ένα μεγάλο πυροσβεστικό τσεκούρι, έρχεται μπροστά στη μεζονέτα του Άγγλου κι αρχίζει να τσεκουρώνει την ελιά, μισό μέτρο απ τον κορμό της στο έδαφος, ενώ ο Άγγλος κι η Φανή έχουν μείνει άλαλοι. Πάει να φωνάξει ο Τομ κάτι ‘please’ αλλά η Φανή κάτι του λέει και με δέκα τσεκουριές ο Παπαστάθης ρίχνει κάτω την ελιά και την τραβάει στην άκρη της αυλής.

Γυρνάει με το τσεκούρι ξαναμένος στη βεράντα βάζει ένα διπλό με πάγο, ρίχνει άλλο τόσο στον Άγγλο που τον κοιτάζει λες και βλέπει εξωγήινο και λέει στη γυναίκα του ‘πες του πως ο Παπαστάθης γαμάει και τις ελιές αν εμποδίζουν τους φίλους του να δουν το ηλιοβασίλεμα..’ και κατεβάζει μονορούφι το μαλτ τσουγκρίζοντας δυνατά το ποτήρι του Τομ που δεν έχει συνέλθει ακόμα απ’ το σοκ.

 

 

 

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΑΤΕΣ

 

Με είχαν καλέσει, μας διηγείται ο Τάκης, σ ένα σεμινάριο «δημιουργικής γραφής» όπου άκουγα έναν συνάδελφο να ιδρώνει για να πείσει καμιά δεκαριά θείους και θείες πως οι κανόνες ανάγνωσης και γραφής δημιουργούν «κανόνες γραφής» και πως από μια ασήμαντη ιδέα βγαίνει ένα ολάκερο μυθιστόρημα και τα ραμολιά που ήθελαν να γίνουν συγγραφείς -ω Θεέ μου- κρατούσαν σημειώσεις κι ευτυχώς στο σεμινάριο υπήρχαν και δυο μικρές, η μία ήταν λίγο γεματούλα αλλά η άλλη ήταν όλα τα λεφτά, που κι αυτές κρατούσαν σημειώσεις, αλλά έπαιζε το ματάκι τους προς τα μένα, αφού ήμουν ο καλεσμένος συγγραφέας και περίμεναν να μιλήσω.

Λέω μέσα μου εδώ είμαστε, μη χάσουμε τούτη την ευκαιρία, μπορεί να βγει δύο ή τρίο και μόλις μου δίνει τον λόγο ο φίλος συντονιστής, αρχίζω τα τυπικά -μην απαξιώσω το μάθημα- και μετά κάνω τις τριπλές μου, δηλαδή τους λέω πως είναι ωραίο να είναι κάποιος μεθοδικός, πλην όμως υπάρχει και ένας άλλος δρόμος που ξέρω, εξαιρετικά επώδυνος αλλά καθοριστικά δημιουργικός, στο «δημιουργικός» ανάβω τσιγάρο ενώ απαγορεύεται, ζητώ συγγνώμη πλην όμως εξηγώ πως κατατρώγομαι από τις έξεις μου και συνεχίζω -αφού ο συντονιστής δείχνει κατανόηση- πως δεν μπορείς να

γράφεις πραγματικά αν δεν σ’ επισκεφτεί αυτός ο μαύρος φοβερός λύκος που μπαίνει απρόσκλητος στην αυλή του μυαλού σου, ουρλιάζει και, μόλις ξεμυτίσεις για να τον διώξεις, σου ορμάει και σε ρίχνει κάτω κι αρχίζετε

το πάλεμα κι εσύ νιώθεις πως θα σε νικήσει όσο κι αν προσπαθείς ν’ αποφύγεις τα σαγόνια του, νιώθεις να σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου και αυτός με μια τελευταία δαγκωνιά στο πόδι σ’ αφήνει κι εξαφανίζεται, μένεις

εξουθενωμένος, διαλυμένος μέσα στα χώματα, και τότε ξεπροβάλλει ένα απίθανο πλάσμα, μια γυναίκα όλα τα λεφτά, που σκύβει πάνω σου και σου μιλάει τρυφερά και σου δίνει τα χείλη της, που στάζουν κρύα νερά και συνέρχεσαι και γυρνάς στο δωμάτιό σου και αρχίζεις να γράφεις μανιασμένα και γίνεσαι μεθύστακας στις γωνίες του μυαλού σου, ψάχνεις την πόρτα του σπιτιού σου και  όλα γυρίζουν γύρω σου κι έτσι γράφεις, γράφεις, γράφεις.

Ο Τάκης κάνει παύση κι ανάβει τσιγάρο, όμως κι εμείς έχουμε ανάψει και ρωτάμε «και μετά, και μετά;».

Ο Τάκης τραβάει βαθιές ρουφηξιές και λέει: Και μετά δεν βγήκε το τρίο αλλά τη γεματούλα την πήρα κι έγινε πάρτι φοβερό για να της μάθω πως η δημιουργική γραφή είναι πατάτες, ενώ η έμπνευση αγγούρι, και να της δείξω

τη δαγκωματιά που μου άφησε ο λύκος πριν φύγει, μόνο που η δαγκωματιά είναι ψηλά στο ισχίο και την έβαλα ύστερα να τη γλείψει.

 

 

 

ΜΑΘΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ

 

   Ο καθηγητής Ιατρικής Διαμαντής Καρλάφτης έχει για τους φοιτητές του το παρατσούκλι «ο κόφτης» γιατί διδάσκει Ανατομία, μάθημα δηλαδή που θα το δώσεις τουλάχιστον δύο φορές και θα είσαι τυχερός αν το περάσεις
με 5.

Είναι 5 η ώρα το απόγευμα, και στο αμφιθέατρο της Ανατομίας ο καθηγητής βρίσκεται μπροστά στο μακρόστενο τραπέζι επίδειξης, όπου επάνω του κείτεται το πτώμα ενός άντρα 75 περίπου ετών. Με το νυστέρι του έχει ανοίξει το στέρνο μέχρι το κάτω μέρος της κοιλιάς και με τα επιδέξια χέρια του ανασύρει τους δύο πνεύμονες σε σχήμα κώνου, τονίζοντας στους επτά φοιτητές γύρω του πως «ο δεξιός πνεύμων είναι πιο ογκώδης του αριστερού». Ρωτάει με ειρωνικό ύφος μήπως ξέρει κάποιος από τους φοιτητές γιατί είναι πιο ογκώδης ο δεξιός πνεύμων, δεν παίρνει απάντηση, οπότε τους λέει με υποκρυπτόμενο σαρκασμό πως «ο δεξιός πνεύμων είναι ταυτόσημος με την πολιτική, άρα εκπροσωπεί τη Δεξιά» και γελά πρώτος πριν αρχίσουν να γελούν δειλά οι φοιτητές.

Όλοι φορούν άσπρες μάσκες και μπλε γάντια στα χέρια ώστε η φαινόλη και η φορμαλδεΰδη του πτώματος να μην ενοχλούν την εκπαιδευτική ομήγυρη, παρά το γεγονός πως το μάθημα Ανατομίας είναι το πλέον σιχαμερό, αναλόγως τού πόσο προετοιμασμένος είναι ψυχολογικά ο εκπαιδευόμενος να το αντέξει.

Ο καθηγητής Καρλάφτης συνεχίζει τώρα βγάζοντας το συκώτι, επισημαίνοντας πως το βάρος του είναι σταθερό, γύρω στα 1.500 γραμμάρια, διότι όπως γνωρίζετε, κύριοι συνάδελφοι, λέει ειρωνικά, πάντα βρίσκονται άνθρωποι τριγύρω μας να μας πρήξουν το συκώτι, άλλωστε κι εσείς το κάνετε συνεχώς σε εμένα.

Οι φοιτητές γελούν, βρίσκουν τον «κόφτη» καθηγητή κεφάτο σήμερα, ο οποίος δείχνοντας τώρα τον σπλήνα τούς επισημαίνει πως θα ήταν ενδιαφέρον να ανατρέξουν στον πίνακα «Μάθημα ανατομίας του δόκτορος

Τουλπ» του Ρέμπραντ διότι η ανατομία είναι το ήμισυ της Ιατρικής.

Το μάθημα διακόπτει με την είσοδό της στο αμφιθέατρο η γραμματέας του καθηγητή, η οποία κάτι του λέει στο αυτί κι αυτός ανακοινώνει στους φοιτητές ότι θα λείψει για περίπου μισή ώρα στο γραφείο του, πλην όμως

αυτοί να περιεργαστούν τα όργανα του πτώματος και με την επάνοδό του, η παράδοση θα συνεχιστεί.

Μόλις φεύγει ο καθηγητής, οι φοιτητές αρχίζουν την πλάκα με τους υπόλοιπους του αμφιθεάτρου, δείχνοντας το όργανα του πτώματος, ενώ ένας από αυτούς παίρνει τον ένα πνεύμονα και τον πετά προς τον συνάδελφό του,

στην άλλη άκρη του τραπεζιού, και σε δευτερόλεπτα κι ο άλλος πνεύμονας γίνεται μπάλα του βόλεϊ, ενώ από πάνω άλλοι φωνάζουν «Δώστε πάσα τον σπλήνα στην εξέδρα, ρε μαλάκες», δηλαδή επικρατεί στο αμφιθέατρο

κάτι το φρικώδες και γελοίο μαζί, ανάμεσα σε χαχανητά και σφυρίγματα κερκίδας και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα, ο καθηγητής Διαμαντής Καρλάφτης εμφανίζεται κι όλοι μένουν ακίνητοι, σιωπηλοί, υποπτευόμενοι τι θα ακολουθήσει.

Ο καθηγητής προχωρεί μέχρι το τραπέζι της ανατομίας και αρχίζει να επανατοποθετεί τα όργανα στη θέση τους, εντός του πτώματος, κι αφού κοιτάξει σοβαρός σοβαρός έναν έναν τους φοιτητές και μετά το υπόλοιπο του ακροατηρίου, λέει «Φυσικά καταλαβαίνετε πως θα περάσουν πολλά εξάμηνα για να περάσετε το μάθημά μου, μετά από αυτό το ανοσιούργημα. Επίσης να

σας ενημερώσω πως το πτώμα αυτό ανήκε στον ποιητή Ευγένιο Καρακώστα, που ήταν δωρητής σώματος και αγαπημένος φίλος του Γιώργου Σεφέρη. Πιστεύω πως το μόνο που θα ήθελε ειδικά σε σας να χαρίσει, θα ήταν

τα αρχίδια του. Άντε μου όλοι στο διάολο τώρα, ηλίθιοι».

 

 

 

Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ

 

στον Γιώργο Σκαμπαρδώνη

 

Ο Τάκης ο Τρούμαν ήταν απόλυτος στο τηλέφωνο. «Σου έχω έκπληξη μεγάλη. Θα σε πάω εκδρομή αύριο, να δούμε έναν φίλο που μένει μ’ ένα λιοντάρι στο σπίτι του, μήπως και συνέλθουν τα νεύρα σου. Αν πεις

όχι, θα σε πλακώσω».

Το άλλο πρωί γύρω στις 10, βρισκόμαστε στον δρόμο Θεσσαλονίκης-Μουδανιών κι ο Τάκης μιλάει συνεχώς και βλέπω το κοντέρ του σαράβαλου Χιουντάι που οδηγεί στα 120, του λέω «Πιο σιγά, ρε μαλάκα, θα σκοτωθούμε». Αυτός απαντάει πως τρέχει όσο είναι τα χρόνια μας, δηλαδή «εξήντα κι εξήντα, άρα 120».

Του λέω «Εσύ, ρε μαλάκα, είσαι 77 κι εγώ 65, την τύφλα σου ξέρεις από αριθμητική». «Δεν ξέρω» λέει «γιατί όταν ήμουν παιδάκι πουλούσα στα μπουρδέλα τσιγάρα κι έτσι έχανα τις τάξεις. Πήγα δυο φορές στη Δευτέρα

και δυο φορές στην Τρίτη για να τα μάθω καλύτερα αλλά με κοροϊδεύαν οι συμμαθητές μου και τους πλάκωνα, γι’ αυτό τα παράτησα, δηλαδή με έδιωξαν οι δάσκαλοι».

Το μόνο που ξέρω με τον Τάκη τον Τρούμαν είναι πως τουλάχιστον δεν θα πλήξω. Τρούμαν τον λένε από το 1960 -που ήταν πρωταθλητής πυγμαχίας- γιατί οι γροθιές του ήταν σαν την ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικάνοι.

Τον ρωτάω πώς ζει ο Γρηγόρης, ο γνωστός από παλιά ως «Ξανθός μάγος», που τρύπαγε το στήθος του με μπλακεντέκερ και κατάπινε σπαθιά κι ήταν μύθος στη δεκαετία του ’70.

«Ξέρω γω πώς ζει ο μαλάκας κι από πού έχει λεφτά. Η σύνταξή του είναι 480 ευρώ, αλλά μπορεί να έχει μαζέψει από τα νιάτα του, που ήταν στο Λας Βέγκας».

Φτάνουμε στην Καλλικράτεια και σταματάμε σ’ ένα σπίτι γωνιακό που έχει έναν τεράστιο ψηλό τοίχο γύρω του. Μας ανοίγει ο ίδιος ο Γρηγόρης, που τα ξανθιά μαλλιά του έχουν αραιώσει και το στομάχι του ξεχειλίζει κάτω από το κοβάλτ μπλε στενό του πουκάμισο.

Αρχίζει τα «Καλώς τα παιδιά, καλώς τους όμορφους» και μπαίνουμε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που είναι φορτωμένο με τα πιο κιτς πράγματα κι έπιπλα σε χρυσάφι χρώμα, γραμμόφωνα, αγάλματα φέικ κι αγαλματίδια κακοφτιαγμένα, Αφροδίτες,  Απόλλωνες, ψεύτικα σπαθιά και ψεύτικα διπλώματα μαγείας, φωτογραφίες από το τσίρκο Μεντράνο, φωτογραφίες από την Αμερική κι

ότι άλλο έχει να προσθέσει η αισθητική του Γρηγόρη από τα Γρεβενά.

Ο Τάκης τού λέει «Να σου φέρω σε μεγέθυνση και μια φωτογραφία με τ’ αρχίδια μου να την κρεμάσεις» κι ο Γρηγόρης όλο γελάει και πάει στο ψυγείο για να φέρει δυο παγωμένες μπίρες.

Πίνουμε σιγά σιγά τις μπίρες μας κι αρχίζουμε μια κουβέντα για διάφορους κοινούς γνωστούς, όπου ανακαλύπτω πως οι περισσότεροι είναι ή πεθαμένοι ή στα νοσοκομεία. Με σώζει όμως ο Τάκης, που λέει ξαφνικά

του Γρηγόρη «Ρε μαλάκα, όλο για πεθαμένους μιλάμε κι εγώ σου έφερα από εδώ τον μικρό για να χαλαρώσει, όχι για να γίνει χειρότερα. Πάνε και φέρε τον Μπάμπη να τον δούμε λίγο».

Ο Γρηγόρης απαντάει πως ο Μπάμπης έχει γεράσει, του έχουν πέσει τα περισσότερα δόντια, είναι κοντά στα είκοσι τώρα και πως πριν έρθουμε, του έδωσε να φάει πέντε κοτόπουλα σε φέτες κι αρχίζει όρθιος να μιλάει

για τους οικολόγους, που του έχουν κηρύξει πόλεμο και αν δεν μπορεί κάποιος να έχει στην αυλή του όποιο ζωντανό θέλει, αυτό δεν είναι δημοκρατία και πάει να κάνει και μια ανάλυση για την οικολογία μέχρι να τον κόψει ο Τάκης «Άντε φέρε τον Μπάμπη, ρε μαλάκα πολυλογά».

Ο Γρηγόρης πάει πίσω στην αυλή και σε λίγο γυρίζει στο σαλόνι με ένα λιοντάρι γέρικο, γύρω στα 250 κιλά, που μόνο που το βλέπεις να περπατάει νωχελικά και να σε κοιτάζει, παθαίνεις κρυοπαγήματα στο κεφάλι, είναι

κάτι πέρα από θαύμα να βλέπεις μπροστά σου αυτόν τον βασιλιά της φύσης να στέκεται σαν ένα pet, που ο Γρηγόρης τού λέει με χαδιάρικη φωνή «Κάτσε κάτω, Μπάμπη μου» και το λιοντάρι να κάθεται μπρος σου, σαν σκυλάκι

που πειθαρχεί πάραυτα στο αφεντικό του.

Προσπαθώ να κάνω τον ψύχραιμο, αλλά δεν με παίρνει, νιώθω να είμαι μπλε από τον φόβο μου και κοιτάζω το λιοντάρι, που ανοίγει το τεράστιο στόμα του και χασμουριέται.

«Ελα εδώ, ρε Μπάμπη, να σε χαϊδέψω» του λέει ο Τάκης κι ο Μπάμπης τον κοιτάζει και πάει προς το μέρος του, κατεβάζει την τεράστια κεφάλα του με τη χαίτη κι ο Τάκης τού ανακατεύει τις ξεπλυμένες από τα χρόνια καφετιές του τρίχες, ενώ εγώ βρίσκομαι στην κατάσταση

τού «τα έχω δει όλα».

Βλέπω τον Τάκη, που μιλάει τρυφερά στο λιοντάρι «Αχ ρε Μπάμπη, πού κατάντησες, από τις ζούγκλες της Αφρικής να σε ταΐζει κατεψυγμένα στην Καλλικράτεια αυτός ο μαλάκας που κάνει τον μάγο, αχ ρε Μπάμπη, ρε

Μπάμπη».

Γυρνάει προς τα μένα και μου λέει «Χάιδεψέ τον και συ> ρε, να συνέλθεις λίγο. Αυτός είναι φίλος κι όχι τα αρχίδια οι δικοί σου που γράφουν μαλακίες στα βιβλία τους, έτσι δεν είναι, Μπάμπη;».

Απλώνω το χέρι μου και το ακουμπώ στο τεράστιο κεφάλι του Μπάμπη, βλέπω να έχει κλειστά τα κίτρινα μάτια του από γλυκιά ευχαρίστηση, νιώθω τη βαριά του αναπνοή, νιώθω μέσα μου μια βαθιά λύπη για τον Μπάμπη, που αντί να βρίσκεται στις πεδιάδες του Σερενγκέτι

βασιλιάς, τρώει κατεψυγμένα κοτόπουλα που του δίνει ο ξανθός μάγος, ξέρω πως αυτό που αισθάνομαι δεν περιγράφεται, ξέρω πως σε όποιον το πω θα με κοιτάζει σαν ψευταρά, βουλιάζω σε μια απόλυτη γλυκιά ματαιότητα, καθώς το αριστερό μου χέρι βυθίζεται κάτω από τη χαίτη του Μπάμπη κι ακούω τον Τάκη, που λέει στον ξανθό μάγο «Να του δίνεις και μπριζόλες λαιμού, ρε μαλάκα, όχι όλο κατεψυγμένα κατεψυγμένα, μαζί σου θα τα πάρεις τα λεφτά, μαλάκα, ε μαλάκα;».

 

 

 

 

ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ  - ΤΟ ΑΠΡΟΟΠΤΟΝ

 

Όπως σηκώνει ο Γιώργος ο Μπακ το στόρι του άφτιαχτου περιπτέρου, νιώθει έναν αβάσταχτο πόνο στη μέση, αλλά δεν βγάζει τσιμουδιά, γιατί
ίδρωσε παρακαλώντας να τον πάρουν στα συνεργεία καθαριότητας και δόμησης περιπτέρων, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, κι ο επόπτης κόβει βόλτες γύρω του. Δεν γίνεται να μείνει πάλι άνεργος για το υπόλοιπο του άγνωστου χρόνου, όπως έμεινε δυο χρόνια τώρα και του βγήκε η πίστη.

Τα δοκίμασε όλα ο Γιώργος από τα δεκαοκτώ του και τώρα, στα σαράντα οκτώ του, θέλει δουλειά κι ας είναι όπου είναι. Δεν τον ενδιαφέρουν τα παρακαλετά, δεν τον ενοχλεί το «δόντι», δεν τον τρομάζουν οι υποχρεώσεις, όσο τον τρομάζουν τα τεράστια από τρόμο μάτια της γυναίκας του, όταν της λέει «Με έδιωξαν σήμερα» και τα όλο φυσιολογική απορία γαλάζια μάτια της δωδεκάχρονης κόρης του «Γιατί δεν βρίσκει λεφτά ο μπαμπάς;» άρα, να πάει να γαμηθεί ο πόνος στη μέση. Πέρα από αυτά, θυμάται και το γυάλινο μάτι του φασίστα πεθερού πριν πει «Ε, με τη δήθεν Αριστερά οι δουλειές πάν’ περίπατο».

Βλέπει τριγύρω πως όλα τα συνεργεία έχουν πιάσει δουλειά: Κλαρκ κουβαλάνε παλέτες, μοκέτες, ράφια μεταλλικά, πάγκους, γραφεία, καθίσματα, κιβώτια με βιβλία, μεγάλες εκτυπώσεις με πρόσωπα συγγραφέων και

στο βάθος κάποιοι μιλούν με έντονο τρόπο ρωσικά, γιατί φέτος τιμώμενη χώρα είναι η Ρωσία, και από ό,τι άκουσε στα κλεφτά ο Γιώργος ο Μπακ, θα έρθουν και σύγχρονοι Ρώσοι συγγραφείς. Μάλιστα του ήρθε τώρα στο μυαλό

του ο παππούς του -πεθαμένος χρόνια- που του έλεγε, όταν ήταν πιτσιρικάς: «Αν δεν διαβάσεις τους Ρώσους κλασικούς έφηβος, θα μείνεις στραβάδι μεγάλος».

Όμως το θέμα είναι πως η ανεργία ήταν τότε εκτός θέματος στη ρωσική κλασική λογοτεχνία, γιατί τα θέματα ήταν άλλα: οι μουζίκοι, οι τσάροι, η επανάσταση προ των πυλών και κυρίως η ψυχοσύνθεση των «ηρώων»,

δηλαδή τα υπαρξιακά τους, δηλαδή αυτό ακριβώς όπως το βιώνει ο Γιώργος ο Μπακ, γαμώ την εξέλιξη, γαμώ τα Χρήματα, γαμώ γενικώς τη ζωή μου, γαμώ το μίσος που μου βγαίνει με όλους τους ξεφτιλισμένους του κόσμου και τι να μου πουν για όλα αυτά ο Μίσκιν, ο Ακακίεβιτς, ο Στεπάνοβιτς, ήρωες που τους λυπόταν, αλλά τώρα είναι νεκροί και καθώς τα σκέφτεται όλα αυτά, πετιέται από το κλαρκ που περνάει δίπλα του, το πορτρέτο ενός νεαρού σχετικά συγγραφέα, που τον είδε ένα σωρό φορές σε εκπομπές λάιφ στάιλ. «Όπα μεγάλε» φωνάζει ο Μπακ «γύρνα πίσω να πάρεις τον μαλάκα που σου έπεσε».

Ο επόπτης έχει ξεκουμπιστεί για να κάνει τσιγάρο κι ο Γιώργος κοιτάζει κάποιες χοντρές ηλικιωμένες καθαρίστριες που έχουν πιάσει δουλειά, δυο περίπτερα πέρα, και σκέφτεται αυτό που του λέει η γυναίκα του «Ας πάω για καθαρίστρια μέχρι να βρούμε μιαν άκρη», νιώθει πως

αρχίζει να τα παίζει το κεφάλι του, νιώθει πως βιώνει μια άλλη κατάσταση, όπου είναι και δεν είναι στο σήμερα, το σκατένιο του σήμερα, και βλέπει ξαφνικά από το βάθος του ρωσικού περιπτέρου, να ανοίγει μια τεράστια κουρτίνα και να βγαίνουν από μέσα κάποιοι περίεργοι τύποι, με μαύρες φόρμες και κόκκινα καπελάκια και μπροστά τους βαδίζει καμαρωτός σαν επικεφαλής -έτσι φαίνεται- ο αριστοκράτης ποιητής Γιάννης Ρίτσος κι ο Γιώργος τώρα αισθάνεται ένα μυρμήγκιασμα στο μυαλό του, γιατί πίσω

από τον Ρίτσο αναγνωρίζει τον ψηλό φαλάκρα Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι,
που τον κρατάει αγκαζέ η Άννα Αχμάτοβα -δεν είναι δυνατόν- κι όμως το μυαλό του του λέει πως είναι, τώρα αναγνωρίζει κι άλλους που ακολουθούν τον Ρίτσο και είναι από άλλες χώρες. Βλέπει τον Μπουκόφσκι να κρατάει μια κάσα με μπίρες φωνάζοντας «Εγώ θα έχω την καντίνα, το κανονίσαμε αυτό έτσι...», βλέπει τη Σύλβια Πλαθ που φωνάζει «Γιατί έχουν στρώσει αυτές
τις κόκκινες μοκέτες κάτω, χάθηκε το βαθύ μπλε, μα κανείς δεν τους
μίλησε για το πρωσικό μπλε, ή έστω το μαύρο βελούδο, αν είναι δυνατόν, άνθρωποί μου...»

Ο Γιώργος ο Μπακ, που ξέχασα να πω πως το επίθετο το κουβαλάει από τότε που έπαιζε μπακ στον Μακεδονικό κι όλο φώναζε στους συμπαίκτες του «Αμυνα, ρε μαλάκες, η καλή άμυνα κερδίζει στο τέλος» τα έχει χάσει εντελώς, ενώ φτάνει μπροστά του ο Γιάννης Ρίτσος, που καπνίζει ένα σέρτικο άφιλτρο Άρωμα και του λέει μ αυτή την απίστευτη μεγαλοπρεπή ευγένεια που τον διέκρινε πάντα  «Γεια σας, έχω παραδώσει ένα ποσό στον εργοδηγό σας για να σας πάει σε μια ταβέρνα για φαγητό και λίγο κρασάκι και εμείς θα φροντίσουμε ώστε τα περίπτερα να δομηθούν στην ώρα τους, μην ανησυχείτε

διόλου...». Σφίγγει ευγενικά το χέρι του αποσβολωμένου Μπακ, ενώ από πίσω ο Μπουκόφσκι φωνάζει στον Ρεμπό -που λογομαχεί με τον Βερλέν- «Άντε βρείτε τους προμηθευτές της καντίνας, θέλω ν’ ανοίξω μέχρι το μεσημέρι...».

Ο Γιώργος ο Μπακ ακουμπάει με την πλάτη στον μεταλλικό ιστό των περιπτέρων, έτοιμος για λιποθυμία, ενώ ο Ρίτσος τού αγγίζει με τρυφερότητα τον ώμο και του σιγομουρμουρίζει «Να εξετάσετε την πίεσή σας κάποια στιγμή, παρόλο που είσθε νέο παλικάρι, είσθε κατακόκκινος».

 

 

 

ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ 1960

 

στον Νίκο Μοσχοβάκο

 

Έκανα 6 μήνες να μπω στη συμμορία του Γιαννάκη του Γκλάβα σε κείνο το κωλοχώρι έξω από την Ορεστιάδα, που ήταν ο πατέρας μου αστυνόμος το 1960. Ο Γιαννάκης δεν μ’ έβαζε μαζί με τους δικούς του πιτσιρικάδες από το χωριό, γιατί δεν ήξερα να δουλεύω τη σφεντόνα όπως αυτός κι οι άλλοι συνομήλικοι που χτυπούσαν τα σπουργίτια από τα είκοσι μέτρα.

Είχα αγοράσει με δυο αυγά μια σφεντόνα από τον Βασιλάκη του Σίμου του μπαχτσεβάνη κι έκανα προπόνηση μόνος μου με τενεκεδάκια στα 20 βήματα στην αυλή μου.

Μου πήρε ένα μήνα να χτυπώ μια κι έξω το τενεκεδάκι και χτύπησα σ’ αυτό το διάστημα πάνω από πέντε σπουργίτια.

Τον Απρίλη του ’60 πήγα στον Γιαννάκη και του είπα μπρος στα άλλα παιδιά πως μπορώ να χτυπάω τα πουλιά μια κι έξω. Αυτός αφού με κοίταξε μάλλον με περιφρόνηση, είπε «Καλά, έλα μαζί μας να σε δούμε».

Πήγαμε προς τον μπαξέ του Σίμου όταν ο Γιαννάκης εντόπισε μια παρέα από σπουργίτια σ’ ένα δέντρο κι αφού τέντωσε τη σφεντόνα του, έριξε, κι ένα μικρό σπουργίτι έπεσε αμέσως. Πήγαμε και το μάζεψε, το κοίταξε και στρίβοντας απότομα το κεφαλάκι του, το έβγαλε και μου είπε ειρωνικά «Άμα μπορείς, χτύπα και συ και βγάλε το κεφάλι».

Ήμουνα τυχερός γιατί σε λίγη ώρα βρέθηκα κοντά σε μια αγριοσυκιά, που πάνω της καθόταν ένα πανέμορφο πουλί που ήταν συκοφάγος, λέγαν ψιθυριστά οι άλλοι. Τέντωσα τη σφεντόνα μου και τσαπ, το έριξα κάτω.

Πανέμορφο ήταν και δυο φορές από χοντρό σπουργίτι μεγαλύτερο. Είχε φτερά ριγέ και ράμφος σαν χοντρό χοντρό καρφί. Έφηβος ήταν, τσαλαπετεινός. Μόλις το έπιασα στα χέρια μου, του τράβηξα βίαια το κεφάλι και το αποκεφάλισα μπροστά σ’ όλη τη συμμορία κι αμέσως το κατάλαβα πως έγινα αποδεκτός απ’ όλους.

Το έβαλα μέσα στην τσέπη μου και συνεχίσαμε κανονικά κυνήγι σαν να μην τρέχει τίποτα.

Όταν σουρούπωσε, τράβηξα προς το σπίτι, μπήκα στην αποθήκη με τα ξύλα, έβγαλα το πουλί από την τσέπη και προσπαθούσα να κολλήσω το κεφαλάκι του πάνω στο σώμα, κλαίγοντας κάπου μια ώρα σιωπηλός.

Ύστερα σκούπισα τα μάτια μου και πήγα στη μητέρα μου, της έδωσα τον τσαλαπετεινό και της είπα «Κάν’ το στο τηγάνι» δήθεν με σοβαρή φωνή.

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ 1,67

 

Η Χριστιάνα Τσαλαμπασίδου κοιτάζει το γυμνό της σώμα στον καθρέφτη και παίρνει διάφορες πόζες, αλλά δεν είναι ευχαριστημένη. Ναι μεν οι αναλογίες της είναι καλές για μοντέλο 20 ετών αλλά το ύψος της δε βοηθάει. Είναι 1,67 που σημαίνει απαγορευτικό για πασαρέλες. Η Χριστιάνα σκέφτεται πως της λείπουν τουλάχιστον 15 πόντοι για να πείσει τους κριτές ότι μπορεί να γίνει τοπ-μόντελ φεύγοντας από τις γειτονιές του Ευόσμου προς τους διαδρόμους της Βικτώρια Σίκρετ.

Αρχίζει να νευριάζει με την προοπτική πως θα κοπεί με την εμφάνιση της στην επιτροπή και γι’ αυτό ρίχνει πάνω της ένα κομψό κιμονό εγκαταλείποντας νευριασμένη την κρεβατοκάμαρα. Μπαίνει φουριόζα στην κουζίνα και βλέποντας τον πατέρα της στο νεροχύτη να καθαρίζει σαρδέλες, βάζει τα χέρια της στη μέση και με ειρωνεία απευθύνεται στο εξηντάχρονο Χρίστο Τσαλαμπασίδη λέγοντας «μπα, πάλι σαρδέλες ετοιμάζεις, πάλι βρωμοκοπάει εδώ μέσα, καλά εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ε;»

Αυτός δεν απαντάει –ενώ θα ήθελε να της εξηγήσει, για μία ακόμα φορά, πως οι σαρδέλες κάνουν καλό στα μάτια και στο κυκλοφορικό γενικώς– κι η κόρη του μη παίρνοντας απάντηση, συνεχίζει μια αυξανόμενη γκρίνια για τα ψάρια που βρωμοκοπάνε, για το γεγονός πως η μυρωδιά τους γεμίζει το σπίτι, επικάθεται στα ρούχα και πως αυτή θα πάει ύστερα στο ινστιτούτο αισθητικής μυρίζοντας «σκατοσαρδέλες».

Ο πατέρας της μένει σιωπηλός, ξέροντας πως αν απαντήσει θα βρει τον μπελά του κι εξάλλου έχει κακομαθημένη τη μοναχοκόρη του από τη μέρα που γεννήθηκε, όπως το ίδιο κακομαθημένη έχει τη γυναίκα του από τότε που παντρεύτηκαν. Προσπαθεί να αφιερωθεί στις τελευταίες πέντε σαρδέλες που πρέπει να βγάλει τα μικρά εντόσθοια τους όταν η Χριστιάνα, του θυμίζει το 1,67.

Του λέει πως το πρόβλημα της είναι πως με 1,67 δεν περνάς απ’ την επιτροπή και τον ρωτάει αν μπορεί να κάνει κάτι, τώρα που στην κυβέρνηση έχει και κάποιους «δικούς του». Μιλάει σαν πολυβόλο συνεχώς λέγοντας πως δεν φταίει αυτή αν υπάρχει ανεργία και ενώ έχει κατά τα άλλα τα προσόντα να γίνει μανεκέν αυτό το «σκατο-ύψος της» είναι πρόβλημα για το οποίο αποκλειστικά ευθύνεται ο πατέρας της (αυτό το τελευταίο το τονίζει με τη δέουσα ειρωνεία), γι’ αυτό πρέπει κάτι να κάνει.

Ο Χρίστος Τσαλαμπασίδης μένει σχεδόν μετέωρος με το μαχαίρι στο χέρι και τη μικρούλα ψόφια σαρδέλα στο άλλο και σκέφτεται πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για το 1,67 της κόρης του, ούτε φυσικά να πάει να πιάσει τη θεία του που έχει γνωστό τον πατέρα του μόδιστρου που είναι στην επιτροπή και τελικά πως αν περνούσε η κόρη του στον διαγωνισμό, θα άρχιζε μετά ένας απίστευτος αγώνας για τη συνέχεια της εξέλιξης της και μέσα στον αγώνα περιέχονται γαμήσια με περσόνες της μόδας, παρακαλετά σε υπεύθυνους και «παράγοντες», πήγαινε-έλα σε άλλα κάστινγκ, ξεφτίλα στη μικρή γειτονιά, δηλαδή κάτι σαν μάχη, μάχη μιας μικρής σαρδέλας που καταλήγει στα δίχτυα των ψαράδων, δηλαδή αν όχι στα δίχτυα, ακόμα χειρότερα στο στενό κουτί της κονσέρβας κι αυτό, που του ζητάει η κόρη του επειδή είναι μόνο 1,67, γίνεται ξαφνικά κάτι το τεράστιο, το αδιανόητο, το γελοίο και ταυτόχρονα απεχθές για τον ίδιο, που βλέπει τον κόσμο να στριμώχνεται σαν σαρδέλα παντού, στα λεωφορεία, στα γραφεία, στις εφορίες, στις τράπεζες, στα σούπερ-μάρκετ, στις εικόνες του πλανήτη, στις εκκλησίες, στα τζαμιά, στον Γάγγη ποταμό, βλέπει πως δεν έχει τέλος αυτό το στρίμωγμα και με μια απλή ήρεμη φωνή, ένα σχεδόν γλυκό ήχο, αφήνοντας τη μικρή σαρδέλα στο νεροχύτη, γυρνώντας προς στην κόρη του, χαμογελώντας ελαφρά, της λέει για πρώτη φορά στη ζωή του «Άντε στο διάολο, σκατοκόριτσο, εσύ και το ύψος σου».

 

 

 

ΠΙΑΝΑ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΪΚΟ

 

Ντοκουμέντο

 

Ο μπάρμπα-Γιάννης Ξεφτέρης παλαιός ιδιοκτήτης του Ντορέ, μου είπε ένα βράδυ αυτή την ιστορία που εξαιτίας της ο μύθος είναι πραγματικότητα, είτε εδώ είτε αλλού, κι όπου η πραγματική ιστορία αποκτά την υπόσταση του μύθου...

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο μεγαλοεκδότης της Μακεδονίας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος του εδώ πάνω χώρου, μιλούσε στον ενικό στους πρωθυπουργούς, κυκλοφορούσε με Ρολς Ρόις, κάπνιζε πούρα Αβάνας κι αγαπούσε τους φίλους του και το ωραίο φύλο.

Υπήρχαν κάποιες νύχτες, τρεις τέσσερις τον χρόνο, όπου ανάμεσα σε φίλους, όμορφες γυναίκες, μυρωδάτους καπνούς κι ακριβά κονιάκ, καθόταν σιωπηλός κοιτώντας τη θάλασσα του Θερμαϊκού μ’ ένα περίεργο βλέμμα ανάμεσα σε νοσταλγία και ματαιότητα.

Τότε έμπαινε στο ακριβό μπιστρό ο οδηγός του και του έλεγε «όλα έτοιμα, κύριε Γιάννη, το καΐκι είναι μπρος στο λευκό Πύργο με το πιάνο επάνω».

«Άκου τι γινόταν τότε», μου λέει ο κύριος Ξεφτέρης κι ανάβει ένα Astor της εποχής.

«Σηκωνόμασταν λοιπόν μ’ ένα νεύμα του εκδότη, μπορεί να ήταν δύο ή τρεις τη νύχτα και τραβούσαμε εκατό μέτρα από δω ως τον Πύργο και μπαίναμε στο καΐκι. Στην πλώρη μπροστά ήταν ένα πιάνο και πέντε έξι μουσικοί με κιθάρες, βιολί, τρομπέτα και κλαρίνο. Εμείς με τις κυρίες καμμιά εικοσαριά άτομα. Ο καπετάνιος από τη Μηχανιώνα έβαζε πλώρη για τ’ ανοιχτά κι εμείς αρχίζαμε τα τραγούδια της εποχής. Τραγούδια, σμυρναίικα, σεκλετίδικα, τραγούδια βαριετέ, ό,τι τραβούσε ο νους του καλού γλεντζέ... Οι μουσικοί παίζανε μεγάλο ρεπερτόριο. Δυο βοηθοί του καπετάνιου κερνούσαν σαμπάνιες σε κρυστάλλινα, δυο-τρεις από μας παίρναν τις κυρίες κάτω και γινόταν χαμός από τσιρίδες και γέλια ενώ ο εκδότης έμενε όρθιος σαν θαλασσόλυκος καπνίζοντας το πούρο του στην άκρη της πλώρης. Τέτοια γλέντια δεν μπορούσε να κάνεις κανείς άλλος εκείνη την εποχή.

»Το γλέντι κρατούσε δυο-τρεις ώρες. Χαμός, σου λέω, τσιρίδες και να καταβρέχει ο ένας τον άλλον με σαμπάνιες. Κάποια στιγμή που μόνο τ’ αφεντικό κι ο καπετάνιος ήξεραν, το σκάφος έκανε μια γλυκιά μεγάλη στροφή κι επέστρεφε προς τη πόλη. Βλέπαμε τα φώτα να παίζουν πάνω στο νερό και δώσ’ του εμείς φωνές και τραγούδι.

Πριν φτάσουμε στη παραλία του Πύργου μπορεί και τριακόσια μέτρα πριν, τ’ αφεντικό φώναζε δυνατά: «σκάστε όλοι, το πιάνο στη θάλασσα...». Πιάναμε όλοι μαζί το πιάνο και το πετούσαμε απ’ την πλώρη στο νερό ανάμεσα σε ζητωκραυγές και διάφορα... Έτσι γλεντούσε τ’ αφεντικό μ’ εμάς. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι άντρες, δεν υπάρχουν...»

Είχα ακούσει πολλά και διάφορα για τον μεγαλοεκδότη της Μακεδονίας αλλά αυτό με τα πιάνα παραπήγαινε... Μέχρι την άνοιξη του 2005. Τότε καλέσαμε έναν αρχαιολόγο των Ενάλιων Αρχαιοτήτων να μας μιλήσει για τα ευρήματα στον Θερμαϊκό. Ακούγαμε για τα διάφορα αντικείμενα στον πυθμένα όταν μείναμε ενεοί στη πληροφορία πως ανάμεσα σ άλλα υπήρχαν πολλά ξύλινα πόδια από πιάνα και αμέτρητα πλήκτρα πιάνων στα διακόσια μέτρα από την ακτή.

«Δεν ξέρουμε πώς βρέθηκαν εκεί...», μας είπε χαμογελώντας ο δύτης αρχαιολόγος.

 




Ο ΛΥΚΟΣ ΠΟΥ ΓΕΡΑΣΕ   (2019)



ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ


Έξω απ’ το super–market μετράει τα ψιλά της
τρία ευρώ και δέκα λεπτά
γάλα ή γιαούρτι
παξιμάδια ή ρύζι
Νιώθει κρύο στη πλάτη
ρεύμα απ’ τη δεκαετία του 90
ριπές από παλιές ευμάρειες
Ίσως-ακόμα μια μέρα- γλυτώσει
τον εξευτελισμό του συσσιτίου
Μέσα, την περιμένουν μαραμένες πωλήτριες
με κόκκινο καπελάκι
πουκάμισο κόκκινο
χωρίς συλλογικές συμβάσεις
Τι ειρωνεία για τόσο κόκκινο
σε κουραδί περιβάλλον…
Μέσα σε στενούς διαδρόμους
από οδοφράγματα-κονσέρβες
φαγώσιμα κάθε είδους
Γενικώς πράγματα που θα βγουν
αργότερα από πίσω σκατά…
Και τότε ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό της
εξαίρετα προσαρμοσμένο στον καρκίνο της Κρίσης
Φοράει το καλύτερο από ξεχασμένα χρόνια χαμόγελό της
μπαίνει με το κεφάλι ψηλά
να τρυπάει τον ουρανό της μιζέριας
να μην μπορεί Κυβέρνηση, Τράπεζα, Χρηματιστήριο
να την τσακίσει, φωνάζοντας χαρούμενη τάχα
«καλό μήνα, καλή βδομάδα κορίτσια
Και πάντα με υγεία»

 

ΕΛΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΕ Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Έλα κάθισε εδώ, σ' αυτή την ευθεία
σ' αυτή τη γωνία
της γραμματοσειράς και ηρέμησε.
Άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο
που γράφει «το κάπνισμα σκοτώνει»
πάρε μια βαθιά ρουφηξιά
και σκέψου εικόνες στη σειρά
τα μανεκέν της Victoria's secret..
τις άνεργες καθαρίστριες
τον λαγό στιφάδο
τους λύκους στην Πίνδο
τον πατέρα σου να βγάζει τη ζώνη του
και που τώρα διαμένει
σ ένα κουτί μπερδεμένα κόκκαλα.
Τη μητέρα σου που φορούσε
ένα γκρι ταγιέρ πηγαίνοντας Κυριακές στην εκκλησία
Τράβα μια βαθιά ρουφηξιά
και σκέψου πόσο τυχερός είσαι
που δεν είσαι Σομαλός στη Σομαλία
Σύριος στη Συρία
που πήγες για πρωτοχρονιά στο Λονδίνο
που είδες τα όνομα σου κάτω από ένα κείμενο
σε μεγάλη εφημερίδα, σ' ένα βιβλίο.
Βγάλε τον καημό σου στο τσιγάρο.
Βγάλε το σκασμό που μπορείς ν ακούς casta diva.
Μη γίνεσαι μίζερος
έλα και κάθισε μέσα σ' αυτό το ποίημα
ήρεμος κι ας σε διαπερνάει ένας αέρας
που λίγο σ' ανατριχιάζει
αλλά που μπορείς να πεις «κι αυτό θα περάσει»
μέχρι να σβήσεις το τσιγάρο σου
μέσα σ' αυτό το ποίημα που κάθισες.




ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΟΜΟΡΦΙΑ


Έτσι που βγαίνεις λικνιστή και περπατάς
δήθεν αδιάφορη στη Τσιμισκή
κουνώντας τους γοφούς σε ρίχτερ άπαιχτα
και σταματάς κάπως βαριεστημένα
σε μαγαζιά στιλάτα..
θα στείλω δυο δικηγόρους με Αρμάνι
για να σου παραδώσουν το συμβόλαιο
ότι τα μαγαζιά είναι δικά σου πλέον

θα δεις τι θα σου κάνω Ομορφιά
θα έρθω νύχτα Κάτω Λιόσια
και θα μαρσάρω τέρμα τη Γιαμάχα μου
να πεταχθεί σαν ελατήριο ο πατέρας σου
στον ύπνο του
και με τα σώβρακα να βγει απ' το μπαλκόνι
Μετά θα την πετάξω κάτω και θα την ανάψω
να καίγεται λαμπάδα μπρος στο σπίτι σου
κι οι γείτονες να κάνουν το σταυρό τους.

θα δεις τι θα σου κάνω Ομορφιά
όπου τυραννικά γυρίζεις τα λαγόνια σου
και κάνεις άνδρες με αρχίδια θρύψαλα
θα βρω λεφτά και θα αδειάζω
ένα ελικόπτερο Σινούκ
γεμάτο με βαρέλια γιασεμί
πάνω στη γειτονιά σου
να πέσουν όλοι τους λιπόθυμοι
από τη μυρωδιά
να έρθουν οι ακτιβιστές κι οι οικολόγοι
διαδήλωση να κάνουνε
και να σε βλαστημάνε
γαμώ τη σκύλα περηφάνια σου
να δεις τι θα σου κάνω Ομορφιά.



ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΠΟΙΗΜΑ


Πρέπει να τρως για χρόνια
μαρμελάδες με σκατά
να πετάς πέτρες στους αστυνομικούς,
στους υπαλλήλους Τραπεζών, στους λεφτάδες
και μια πιο μεγάλη στον πατέρα σου
μόλις σου πει
«και εμείς είχαμε όνειρα κάποτε».
Για να γράψεις ένα καλό ποίημα
πρέπει να έχεις άδεια τσέπη
και μια καρδιά άκαρδη για τον εαυτό σου
και για όλους όσους έφτιαξαν
«θαύματα» τριγύρω σου
γιατί εσύ δεν τους θέλεις
έτσι που είναι.
Εσύ αγαπάς
τις φτερούγες των πουλιών
τις φωτιές των δράκων
τα αδέσποτα σκυλιά
το φυλακισμένο καναρίνι,
Για να γράψεις
ένα καλό ποίημα
τέτοια πρέπει να σου συμβούν
αλλιώς βούλωστο.
Η Λογοτεχνία δεν είναι ρεστοράν γκουρμέ
κι απαίτηση όμορφων λέξεων
της «δημιουργικής γραφής»
αλλά είναι ένα βυτιοφόρο
γεμάτο εκρηκτικά
που ενώ δεν το περίμενες
θα πέσει πάνω σ' όλους μας
και θα μας κάνει σκόνη
όταν γράψεις ένα καλό ποίημα.



Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΣΤΟ  ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ


Κάθεται στη γραφείο του
και είναι  μπερδεμένος
ο Πρωθυπουργός
μέσα σε αριθμούς είναι πνιγμένος
δεν βγαίνουνε τα νούμερα
κι αρχίζει τις περικοπές
φεύγουνε  αρκουδάκια κι αυτοκινητάκια
από τα χέρια των μικρών παιδιών
πετούν  κιμάδες και κοτόπουλα
απ’ το καλάθι της νοικοκυράς
στόματα μένουν άδεια
απ’ τα τσιγάρα που δεν κάπνισαν
των καταστάσεων οι άνεργοι.
Μες στο γραφείο  του
απελπισμένος είναι ο Πρωθυπουργός
μέχρι κι ο πίνακας
του Νικηφόρου Λύτρα
χτυπιέται  μες στο κάδρο πίσω του
γαμώ το, να πάλι θα βγει το   διάγγελμα 
μήπως και φοβηθούν
σκέφτεται ο Πρωθυπουργός…
 
Γυρνάνε πίσω θυμωμένα και πέφτουν στο κεφάλι του
τα λούτρινα αρκουδάκια
χτυπάνε στο τραπέζι γύρω του τα αυτοκινητάκια
τα άδεια καλάθια απ’ τις νοικοκυρές
τρακάρουνε στους τοίχους
κι ο Νικηφόρος Λύτρας πίσω του
όλο να ψιθυρίζει  “σα δε ντρέπεσαι..”
Πιάνει ξανά χαρτί μολύβι ο Πρωθυπουργός
και ξεκινάει φτου κι απ’ την αρχή
μπας και του βγει
μια αριθμητική μπακάλικη…
 
Αυτά τραβάει ο Πρωθυπουργός – να ξέρετε –
κι εσείς μονάχα κριτική



Ο ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΑΤ ΣΤΟΝ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟ


Σαράντα επτά είναι και ψόγο πάνω του δεν θα βρεις.
Ευθυτενής, ολιγομίλητος και πάντα σοβαρός με βάση
στο «μάλιστα» και στο «διατάξτε» συνεχώς.
Τους άνδρες κατευθύνει πάντα με στρατηγική πετυχημένη
είτε τους φοιτητές να πλαγιοκοπούν
είτε εργάτες να ξυλοκοπούν
είτε τους φουκαράδες συνταξιούχους να ψεκάζουν.
Ξέρει από «λελογισμένη» χρήση χημικών
κι από συλλήψεις δίχως νταβαντούρι.
Το βλέμμα του είναι φευγάτο χρόνια
ανάμεσα σε πέλαγα του μέσα Τίποτα
και του Καθόλου τις απέραντες βουνοκορφές.
Το μόνο του κουσούρι είναι ο Ζωολογικός
όπου πηγαίνει κάθε Τετάρτη απόγευμα
λίγο πριν κλείσει -δυο χρόνια τώρα-
και κατευθύνεται στα 150 τετραγωνικά
που είναι κλεισμένος ένας λύκος.
Κάθεται και τον βλέπει να γυρνάει σαν υπνωτισμένος
γύρω απ' τα σύρματα που τον κρατούν αιχμάλωτο
κι ενώ η πειθαρχία μέσα του,
του λέει, πως έτσι είναι το σωστό (έκαστος εφ' ω ετάχθη)
βγάζει από την πίσω τσέπη του ένα κόφτη
και κόβει ένα κομμάτι φράχτη δυο τετραγωνικά
κι ύστερα κάθεται στην άκρη
και περιμένει τι θα κάνει ο λύκος.
Κι ο λύκος πλησιάζει
ρίχνει ένα βλέμμα «άσε μας'  στον υποδιοικητή των ΜΑΤ
και επιστρέφει στη φωλιά του.
Κανείς δεν βλέπει μες στο σούρουπο
πως έχουνε γεμίζει δάκρυα
του υποδιοικητή τα μάτια
από τα χημικά που του επέταξε ο λύκος
καθώς του γύρισε τη πλάτη.



ΤΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑ


Είναι το κελαριστό γέλιο μιας μικρούλας
μες στο αστικό σε ώρα αιχμής
και τα παγωμένα δάκτυλα του κυρ-Αλέκου
απ’ το Σιδεροχώρι Πίνδου
μοιράζοντας στο στάβλο ζωοτροφές ξημερώματα.
  
Είναι η προσπάθεια για περισσότερο δωρεάν χρόνο
στο κινητό κι η αλλαγή της βάρδιας στην Εντατική,
το εβιάν που πίνει μια κυρία στο λόμπι του “Εξέλσιορ”
και το στόμα ενός έφηβου κολλημένο σε τσιγγάνικη βρύση
κατακαλόκαιρα.
 
είναι το “δυστυχώς είχαμε μια μετάσταση” του γιατρού
και το “να σας ζήσει ο μικρός” της νοσοκόμας
στην ακριβώς απέναντι πτέρυγα.
Είναι το γενικώς αποτύχαμε
κι ηλίθιες θυμοσοφίες του τύπου
“η Πατρίς ευγνωμονούσα”
είναι το “κάτω το Κράτος” του νεαρού
και το “έχει η ζωή γυρίσματα” του μεγάλου
είναι το σπυράκι – γαμώτο – που σπάει ο μικρός στον καθρέπτη
και το κιλοτάκι που κατρακυλάει σε όμορφα πόδια…
είσαι εσύ που κάποτε μ αγαπούσες
και τώρα δεν θυμάσαι γιατί
κι εγώ που δήθεν το σκέφτομαι
αλλά από πείσμα δεν το λέω
είναι που εμείς είμαστε οι “άλλοι”
και άλλοι που κρύβονται μες στο “εμείς”…
Κάπως έτσι μοιράζεται θαρρώ
το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα.




ΧΩΡΙΑΤΕΣ


Έχουν μάστερ από τη Βιέννη
στον «ευρωπαϊκό πολιτισμό»
-κατ ουσίαν δηλαδή μηδέν εις το πηλίκον-
εξοχικό από τον παππού στο πόρτο-Ράφτη
και μεζονέτα στη Σαντορίνη
ήξεραν πως θα έρθει η κρίση
τους το είχε πει ένας μάνατζερ των swaps
απομεσήμερο μες στον pierro στη Μύκονο
αγαπούν το σούσι υπερασπίζονται τους τρανς
πιστεύουν  πως όσοι δεν πολεμούνε το Ισλάμ
θέλουν να κλέψουν το μπιντέ τους
ότι θα ήταν αβάσταχτη η ζωή χωρίς το evian
κατακαλόκαιρο
και στο διάολο κάνει η Ευρώπη
με όλους αυτούς που έρχονται μιλιούνια
μέσα στις λαστιχένιες βάρκες

αυτοί ζούνε σχεδόν εξόριστοι
μέσα σε σπίτια με φύλακες απέξω
της Σεκιούριτι «πυρσός»
μόνη παρηγοριά
το smartphones και το tablet
κι αν δεν τους έβρισκαν οι followers στο instagram
θα ήταν τραγικό κι ανάλγητο
θεέ μου που όλο ζάρια παίζεις...
σε ποιο πλανήτη με έχεις εκτοπίσει



TO ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ


Έβρεχε ασταμάτητα όταν σταμάτησα
βενζίνη για να βάλω στο κωλάμαξο
Το τζάμι άνοιξα ηλεκτρονικά να μη βραχώ
κι είπα σ' ένα παιδί γύρω στα είκοσι
Είκοσι να μου βάλει
Έβαλε τη βενζίνη κι ήταν μούσκεμα
όταν με ρώτησε «αφεντικό ν' αλλάξω τους καθαριστήρες»
του είπα ναι κι όπως τον έλουζε η βροχή
σκεφτόμουνα πως θα περάσω ωραία
κει όπου πήγαινα και ταυτοχρόνως
μούρθε η θλίψη χειρότερη στο μαύρο
από τον μαύρο ουρανό και το παιδί
το χαμογελαστό πούδινε εξετάσεις
μπρος στ' αφεντικό του
από το Μπεράτι, ή το Φιέρι ή το Ελμπασάν
δείχνοντας δόντια κάτασπρα στον καπιταλιστή καριόλη
μου φάνηκε πως ήταν, σαν τον Χριστό Μεγάλη Πέμπτη
απάνω στο σταυρό
γαμώ γαμώ γαμώ, ετούτη τη στιγμή που μούλαχε
σκέφτηκα τη μανούλα του
να λέει στη γειτόνισσα
«το Πάσχα θα γυρίσει κι ο μικρός μου απ' τα ξένα»
κόρναρε πίσω μου ο επόμενος πελάτης
κι ήθελα να του πω, να βγω μες στη βροχή
και να φωνάξω, να του το πω ξεκάθαρα
πόσο παιδάκια στο ποτάμι πνίξαμε
μέχρι να γίνει τούτη η γέφυρα
που όχθες δεν ενώνει πουθενά
γαμώ τη Βόλβο σου μαζί με τα Βαλκάνια μαλάκα






ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΝΙΚΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ  (1991)



H ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΣΑΒΒΑΤΟΠΡΩΙ

 

Καθόμουν ξεβράκωτος μπροστά στο κρεβάτι της κι ετοιμαζόμουν να ντυθώ και να φύγω, όταν άρχισε ξαφνικά να μου ουρλιάζει απ’ το μπάνιο σ’ ένα απ’ τα συνηθισμένα της ξεσπάσματα: «Δηλαδή ο κύριος πήδηξε επί δύο ώρες κι ετοιμάζεται ν’ αποχωρήσει τώρα! Ετοιμάζεται να πάει σπιτάκι του που τον περιμένει η καλή του γυναικούλα κι η κορούλα του, έτσι;»

Ξαναγύρισα τη βρισιά στο πίσω μέρος του στόματος κι άναψα ένα σέρτικο τσιγάρο απ’ το κόκκινο πακέτο με το ξανθόμαλλο μανούλι στο καπάκι.

« Έτσι, ε; Ετοιμάζεται να φύγει ο κύριος! Πήδηξε και φεύγει!» συνέχισε απ’ το μπάνιο η Τζένη και μην παίρνοντας απάντηση βγήκε έξω γυμνή. Σταγόνες νερού γυάλιζαν στα σφιχτά της μπούτια που πριν λίγη ώρα είχαν γίνει βορά στις ορέξεις μου. «Φεύγει ο κύριος, ε;» ξαναρώτησε και τρεμόπαιζαν τα ρουθούνια της, ενώ τα τόξα των φρυδιών της άνοιγαν μαζί με τα χείλη σε τέλειες επιθετικές γραμμές. Σκέφτηκα λίγο και της λέω: «Ναι! Ο κύριος πήδηξε και φεύγει όπως κάθε Σάββατο πρωί».

«Κι εγώ τί θα κάνω τώρα, ε; Θα περιμένω το επόμενο Σάββατο;»

«Μπορείς να περιμένεις την επόμενη Δευτέρα», της απαντώ ψύχραιμα, «εννοώ τη ...Δευτέρα Παρουσία, αν σου κάνει κέφι!»

Τότε η Τζένη άπλωσε τα χέρια της σε μια δραματική, ομολογώ, χειρονομία και φώναξε: «ΤΕΡΜΑ!»

«Αφού είναι τέρμα θα κατέβω», της είπα κι άρχισα να ντύνομαι. Έμενε όρθια στην ίδια δραματική στάση και μ’ έβλεπε. Μέσα της, δε χρειαζόταν φιλοσοφία, γινόταν σεισμός αναρίθμητων Ρίχτερ. Είχα ήδη φορέσει το μπουφάν μου και μάζευα τσιγάρα κι αναπτήρα όταν η Τζένη αποφάσισε πως θα μπορούσε ίσως να ξαναφτιάξει τη σπασμένη κατάσταση. «Δε θέλω να θυμώσεις, αλλά δεν πάει άλλο!» « Έτσι φαίνεται», απαντώ. «Μπορώ τότε να μάθω τι νόημα είχε αυτός ο δεσμός ένα χρόνο τώρα;» «Βεβαίως», της λέω, «μόνο κάτσε». Κάθεται με τα γυμνά μπούτια της το ένα πάνω στ’  άλλο, στάση που θα μπορούσε να προκαλέσει δεκάδες ρεύσεις σε τετραετείς φοιτητές της Θεολογίας.

«Άκου λοιπόν, χρυσή μου», της λέω, «είμαι όπως γνωρίζεις άνθρωπος με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Όταν σε πρωτοσυνάντησα φορούσα τη βέρα
μου, μιλούσα για την κόρη μου, για το σπίτι μου, δεν κλαιγόμουνα και σου δήλωσα ότι τίποτα δε με πνίγει απ’ αυτά που πνίγουν τους άλλους της ηλικίας
μου. Σου χάρισα κάποιες στιγμές που σίγουρα κανένα από τα κοπρόσκυλα που πηγαίνεις μαζί τους δεν είναι δυνατό να σου χαρίσει. Σου εξήγησα πως κάθε
τέτοια γνωριμία όπως η δική μας είχε για το άτομό μου τη σημασία ενός νέου τοπίου. Έτσι;»

«Πού το είδες, ρε, το τοπίο;» —ούρλιαξε η Τζένη— «Πού το είδες έτσι κλεισμένος σ’ αυτό το κωλοδωμάτιο κάθε Σάββατο πρωί;»

«Ακριβώς εδώ το είδα», της λέω, «ανεβαίνοντας πάνω σου, καλπάζοντας πάνω στα δύο σου καπούλια. Αν κοιτούσες μπροστά θα ’βλεπες πως ο τοίχος άνοιγε, γινόταν δρόμος ...Τώρα το τοπίο ξεδιπλώθηκε όσο ξεδιπλώθηκε και συμφωνώ πως δεν έχει να δείξει τίποτ’ άλλο!»

«Έτσι, ε;» βόγγηξε η Τζένη. «Έτσι, ε; Τώρα θα ψάξεις για κάποιαν άλλη που θα κάθεται σαν χάνος ν ’ ακούει τα όμορφα λόγια σου! Κάποιαν άλλη
θα βρεις για να ξεκουράζεσαι από τη μούρη της γυναίκας σου και να της πουλάς φούμαρα!»

Προχώρησα στην πόρτα και σκέφτηκα πως ίσως ήθελε να της τρίψω λίγο ακόμα τη μούρη γνωρίζοντας πως ύστερα από χρόνια θα μου ήταν ευγνώμων γι’ αυτή την εμπειρία.

«Ακριβώς, δεσποινίς Σαββατοπρωί!» της απαντώ. «Ακριβώς! Δε διακυβεύω τίποτα πλην ενός νέου τοπίου. Για μένα δεν ήσουν τίποτ’  άλλο παρά η δεσποινίς Σαββατοπρωί. Γι’ αυτό δεν σ’ ερωτεύτηκα! Εσύ όμως έλεγες ναι, έτσι σου άρεσε, που δήθεν έκλεβες τον ώριμο γκόμενο σου από τη γυναίκα του, ε; Το ψιλοκουβέντιαζες με τις φίλες σου και φχαριστιόσουν όταν έβλεπες το ονοματάκι μου στις εφημερίδες, τις δηλώσεις μου για θέματα τέχνης! Έλεγες από μέσα σου, αυτός ο κύριος πηδιέται μαζί μου! Κοίτα, είμαι ένας ξύπνιος αρουραίος που ροκανίζει τα κοκαλάκια τρυφερών υπάρξεων σαν και του λόγου σου κι ας πέρασες τα είκοσι πέντε...»

« Έτσι, ε;» ψέλισε η Τζένη, « Έτσι, ε;»

«Ακριβώς έτσι, δεσποινίς Σαββατοπρωί», της λέω και φεύγω, ενώ με το κλείσιμο της πόρτας ακούω το γδούπο του πρώτου λυγμού που ούτε με
άγγιξε.

Βγήκα απ’  την πολυκατοικία, καβάλησα τη μηχανή και τράβηξα στο γραφείο. Στην είσοδο ήταν ο   διευθυντής. «Πότε επιτέλους θα πάψεις να καβαλάς αυτούς τους χάρους;» μου λέει. « Όταν θα σταματήσω να καβαλώ τις δεσποινίδες Σαββατοπρωί», του απαντώ. «Ρε συ», μου λέει, «κοντεύεις τα σαράντα πέντε, δε θα βάλεις μυαλό;» «Θα βάλω, γλυκέ μου, όταν μπω μεγαλοπρεπής στην κλιμακτήριο! Αλλά μέχρι τότε θα ’μαι κυνηγός Σαββατοπρωινών και ιχνηλάτης τοπίων!»

 

 

 

ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ

 

Είναι οχτώμισι το βράδυ και στο σταθμό γίνεται χαμός. Φωτιές έχουν τυλίξει την Καβάλα. Το πλωτό δάσος της Θάσου καίγεται λαμπάδα. Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν διαρκώς. Ένας ρεπόρτερ δίπλα μου μιλά με τις δασικές υπηρεσίες, κρατά σημειώσεις για τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, εγώ μιλώ με την Αθήνα στ’ άλλο τηλέφωνο, η δακτυλογράφος γράφει δαιμονισμένα, ο σκηνοθέτης κάθε τόσο με ρωτάει: «Πόσο οπτικό έχεις μπροστά;»... «Βάλε πενήντα δεύτερα φωτιές!», του λέω, «ουδέτερα πλάνα», και τότε εμφανίζεται ο γέρος στην πόρτα του γραφείου και ρωτάει ευγενικά: «Ο κύριος Κάπα;» «Εγώ», του λέω, «περάστε». Περνάει μέσα, τον κόβω με την άκρη του ματιού, γύρω στα εβδομήντα είναι, καθαρό πουκάμισο, παντελόνι, «καθήστε», του λέω και απαντώ στο τηλέφωνο. «Τα ’χουν κάψει όλα οι κουφάλες, πάρε με πάλι σε πέντε λεπτά». «Ορίστε, σας ακούω», λέω στο γεροντάκι το οποίο μου κάνει νεύμα δείχνοντάς μου το Γιώργο, που εξακολουθεί να μιλά μ’ ένα χαμένο στους καπνούς δασάρχη. «Μιλήστε ελεύθερα», λέω στο γεροντάκι, «ο κύριος κάνει τη δουλειά του, δε γίνεται να σταματήσει, έχουμε φωτιές σε εξέλιξη, σας ακούω». «Κύριε Κάπα», λέει το γεροντάκι παίζοντας τα δάκτυλα στο λεπτό μαύρο μπαστούνι του, «ήρθα γι’ αυτό το λόγο, για τις φωτιές!»

Γυρνάει ο Γιώργος και μου κλείνει μάτι με το γνωστό σύνθημα: «Διώξ’ τον, είναι ψώνιο!» «Αποκλείεται να τις βάλατε εσείς», λέω ειρωνικά στο γέρο. «Ακούστε με», λέει και βγάζει πακέτο με τσιγάρα. «Μπορώ;» «Μπορείτε», του λέω, «αλλά λίγο σύντομα, γιατί βλέπετε καιγόμαστε!» «Λοιπόν», μου

λέει ο γέρος, «εδώ και καιρό επικοινωνώ τις νύχτες με τη Δέσποινα», και μου δείχνει το ταβάνι. «Δηλαδή την Παναγία;» τον ρωτώ. «Ακριβώς, και μη γελάτε, κύριε Κάπα, η Παναγία με διαβεβαίωσε ότι θα μας βρει μεγάλο κακό διότι μισούμεθα οι Τούρκοι και οι Έλληνες και ο κόσμος γενικά κατευθύνεται

εις το μίσος!» «Παρακάτω», του λέω, ενώ ο Γιώργος κοντεύει να καταπιεί τ’ ακουστικό, «Συνεχίστε!» λέω στο γέρο. «Πρέπει να μιλήσω στο κοινό, κύριε Κάπα, διά μέσου της τηλεοράσεως και να το πω πως η Παναγία η Δέσποινα δίνει εντολή να παύσει το μίσος αμέσως!»

«Ακούστε», κόβω το γέρο, «δεν έχω καιρό για τέτοια κι εδώ κάνουμε ειδήσεις, δεν κάνουμε μαθήματα ηθικής και...» «Και λοιπόν, αυτό δεν είναι είδησις κύριε;» αγριεύει το γεροντάκι! «Πού έμπλεξα...» σκέφτομαι! Σηκώνομαι όρθιος να του δείξω πως η συνδιάλεξή μας τέλειωσε. «Κοιτάξτε», του λέω, πάτε σε μια εφημερίδα και πείτε τη συνομιλία σας με την Παναγία, πηγαίνετε στο Μητροπολίτη, πάτε αλλού, εδώ κάνουμε ειδήσεις».

Τότε σηκώθηκε κι ο γέρος. « Έτσι, ε;», λέει ψυχρά. « Έτσι, ε; Κάνετε ειδήσεις! Τρίχες κάνετε! Μιλάτε κάθε βράδυ για πολέμους και σκοτωμούς, για

όπλα και βρωμιές και για την αιτία του κακού τίποτα! Νομίζετε πως είμαι τρελός, κύριε Κάπα, αλλά εγώ σας λυπάμαι!» «Εντάξει», του λέω και τον

τραβώ απαλά προς την πόρτα. «Μια άλλη φορά τα λέμε, τώρα καιγόμαστε!» «Μια ζωή θα καίγεστε!» μου δηλώνει χαιρέκακα ο γέρος και φεύγει.

«Τι τον κρατούσες τόση ώρα;» μου λέει ο Γιώργος, ενώ ταυτόχρονα ρωτάει το χαμένο δασάρχη: «Πόσα στρέμματα έκαψε; Τι; 45.000;» Κλείνει τ’

ακουστικό και μου λέει: «Μάλλον την ελέγχουν, έκαψε 45.000 στρέμματα. Δε συνελήφθη εμπρηστής».

Παίρνω την Αθήνα και λέω στον αρχισυντάκτη βάρδιας: «Κοίταξε, ξεκινώ με ουδέτερα πλάνα πυρκαγιάς που έχει κάψει 45 χιλιάδες στρέμματα». «Πιάσαν εμπρηστή;» με ρωτάει. « Όχι», του λέω, «διότι τις φωτιές τις άναψε η Παναγία, επειδή τη ζωή μας κυρίευσε το μίσος! Μόλις μου το δήλωσε απεσταλμένος Της!» «Πόσους βαθμούς έχετε πάνω;» ρωτάει. «38», του λέω. «Και πού ‘σαι ακόμα», απαντά και κλείνουμε.

 





0Ι ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ


ΧΡΟΝΙΑ τώρα πάσχω από σύνδρομο φτερών. Δεν εξηγείται, διαφορετικά η αγάπη μου για τις μηχανές. Ανεβαίνω και πάω σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Σπίτι-γραφείο είναι περίπου 7 λεπτά μέσα στην πόλη και με μέση ταχύτητα τα 70. Ακριβώς τα τριπλά είναι αν θες να το διασκεδάσεις, δηλαδή να μην περάσεις στο αντίθετο ρεύμα, να μη μουντζώσεις οδηγό, να μην κάνεις γενικά παρανομίες. 
Η αγάπη μου για το σιδεράλογο —που λέει κι ένας φίλος— πρέπει να βρίσκεται στο γεγονός πως κατοπτεύεις το χώρο πιο ψηλά απ’ ό,τι οι οδηγοί
γιωταχήδες που φρακάρουν στον κεντρικό και πάνε σαν χελώνες.
Πολλές φορές τους πιάνω κουβέντα όταν έχω κέφια και θέλω να το διασκεδάσω. Σταματώ δίπλα στον άγνωστο οδηγό και λέω: «Καλημέρα». Τα χάνουν... με κοιτάζουν σαν μαλάκες... γέμισε καυσαέρια ο δρόμος... θα μας πνίξουν... συνεχίζω... Ξαφνιάζονται, πολλοί κλείνουν αμέσως το παράθυρο.
Επειδή σας είπα ότι ο μοτοσικλετιστής κατοπτεύει το χώρο από πιο ψηλά, μπορώ και βλέπω τα μπούτια —αν είναι κοπέλα οδηγός. Μια φορά, μια
κυρία γύρω στα 35 έκλεισε βιαστικά το παράθυρο μόλις είχα πει την καλημέρα μου. Τη φτάνω στο επόμενό φανάρι. Της ξαναχτυπώ το τζάμι ευγενικά. Το ανοίγει θυμωμένη: Τι θέλεις, ε; Τι θέλεις; «Νομίζετε», της λέω, «πως είναι ενδεδειγμένος ο τρόπος αυτός που περνάτε την κλιμακτήριό σας;» Την κούφανα!
Ο φίλος μου ο Νίκος, όταν κάθεται πίσω απ’ τη μηχανή φοράει το κράνος μου, κατεβάζει την καλύπτρα και βρίζει αισχρά όλους τους γιωταχήδες μια και κανείς δεν μπορεί να τον ακούσει. Νομίζω πως
αυτά τα μπινελίκια κάνουν καλό στην ψυχή του.
Όταν βάζω κοπέλα με φούστα πίσω απ’ τη μηχανή, έχω σαν χόμπι να της τραβάω τη φούστα μόλις φτάνουμε σε σηματοδότες με κόκκινο. Διαλέγω κάνα ώριμο ταξιτζή και φτάνω δίπλα του μαρσάροντας. Ανάμεσα σε δυο μαρσαρίσματα ρωτώ τον ταξιτζή αν του αρέσουν τα γυμνά μπούτια. Ενενήντα εννέα τοις εκατό κωλώνουν.
Δεν είναι σωστό να περιαυτολογώ, αλλά στη μηχανή μου έχει καθίσει μια συλλογή από τους ωραιότερους και διασημότερους κώλους της Μακεδονίας —συγγραφείς, πιανίστριες, μπαλαρίνες, ηθοποιοί κτλ.
Κάθε φορά που μαλώνω με το διευθυντή, παίρνω τη μηχανή και τραβώ μερικές γκαζιές στην παραλιακή. Όχι πως ξεδίνω, αλλά κι αυτό είναι κάτι.
Μια φορά πάλι, θυμάμαι, έβαλα πίσω απ’ τη μηχανή τον πάτερ Δαβίδ. Μάζεψε μια χαρά τα ράσα του και με το ’να χέρι κρατούσε το μαύρο καλιμαύχι του. «Από σήμερα η μηχανή σου θα ’ναι ευλογημένη», μου είπε μόλις τον κατέβασα στη Μητρόπολη.
Ο πατέρας μου λέει δεν είναι σωστό να καβαλάς μηχανές 40 χρονών άντρας και οικογενειάρχης και με θέση στην κοινωνία. Εγώ του απαντώ «ΚΑΙ γαμώ τη-θέση!», γιατί τρελαίνεται για τους συμπλεκτικούς συνδέσμους ο πατέρας μου.
Πολλές φορές μ’ αρέσει να βρίσκομαι με τη μηχανή ψηλά σε χώρους θέας. Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να επιθεωρώ τις κοόρτες μου και τους λογχοφόρους μου. Εγώ δεν είμαι τρελός, εσείς είστε που δεν πιστεύετε ότι υπάρχουν άνθρωποι που έτσι βλέπουν τα πράγματα, ακριβώς για να μην τρελαθούν.
Κανονικά η ιστορία με τη μηχανή και τα δρομολόγια έκλεινε όπως έκλεινε, αλλά κάθε φορά που κλείνω μια ιστορία μου τη βαράει κατακούτελα η
ιδέα πως υπάρχουν κάποιοι χειρουργοί κειμένων κι αρχίζουν τις κρίσεις και τα σχόλια... «και τώρα τι ήθελε να πει εδώ...» ή... «τι νομίζει πως γράφει...»
και... «σιγά το σπουδαίο κείμενο», κι εδώ ακριβώς θέλω να πω πόσο χεσμένους τους έχω εγώ όλους αυτούς που ψάχνουν να βρουν σώνει και καλά τον προφήτη με το υψωμένο δάκτυλο.
Ε, λοιπόν, να ξέρετε πως στις περισσότερες διαδρομές που κάνω με τη μηχανή μου συναντάω τους πιο εκπληκτικούς ανθρώπους ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος των γιωταχήδων και πεζών. Στην Καμάρα μια μέρα, Δευτέρα απόγευμα με βροχή, συνάντησα το Ναπολέοντα δίπλα στη στάση της Εθνικής.
«Στρατηγέ μου», του λέω, «έλα να σε πάω πιο κάτω, μην περιμένεις μια ώρα το αστικό». Ανέβηκε πίσω μου κι έβριζε μέχρι την Τούμπα πίσω απ’ το
αυτί μου το στρατάρχη Νέι. «Ο ηλίθιος», μου ’λεγε, «ο ηλίθιος έφαγε όλη μέρα να πολιορκεί τη Λα λε Σαντ και γι’ αυτό μας πρόλαβε ο Μπλίχερ»... Τον
άφησα στο τέρμα της Τούμπας. «Να ’σαι καλά», μου λέει ξεπεζεύοντας. «Πώς λένε αυτό το μέρος;», «Τούμπα», του λέω. Κοίταξε τριγύρω. « Ό,τι πρέπει είναι για ελιγμούς με λογχοφόρους», συμπληρώνει δείχνοντας τους λόφους του Πανοράματος. «Θα ’ρθω μια μέρα να το πολιορκήσω». Μετά κοιτούσε βλοσυρός κάποιους διαβάτες με ομπρέλες που βάδιζαν βιαστικοί. «Εγκατέλειψαν όλοι τους το μέτωπο», μουρμούρισε.
Άλλη μια φορά στη γωνία Λαμπράκη και Καυτατζόγλου είδα ένα πρωί στις 6 τον Τζέιμς Μακ Οκόνορ, ταγματάρχη του βρετανικού στρατού από
το Αμπερντίν. Φορούσε στολή εκστρατείας και ήταν νευρικός. «Τι ψάχνετε;», τον ρώτησα. «Θέλω να γυρίσω στη Δοϊράνη», μου λέει. «Εκεί έμεινε το τάγμα
μου από το ’ 12. Εγώ ακολούθησα μια ξανθιά κυρία εδώ στη Θεσσαλονίκη και έκτοτε εχάθηκα».
Τέτοια βλέπω στους δρόμους που περνώ καθώς και το συγχωρεμένο τον παππού μου σ’ όλες τις διαβάσεις. Μουντζώνει με τα δυο του χέρια ανοιχτά τα χρόνια που περάσαν έτσι.
-  Να! φωνάζει. Να, μαλακισμένα!




ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΑΛΑΖΟΜΑΤΗΣ

 

Να με πας στη Μεγαλόπολη για ψώνια», λέει ο πατέρας μου.

Ο πατέρας μου στα εβδομήντα, κάτω απ’ την κληματαριά, στο χωριό, ταγματάρχης εν αποστρατεία με τρεις πολεμικούς σταυρούς να κρέμονται στο

σαλόνι. Με τα μάγουλα κρεμασμένα στο πρόσωπο.

«Πάνε σιγά στις στροφές», μου λέει, «έχει ένα κωλοπαίδι που τρέχει σαν παλαβός, είναι συνέχεια μεθυσμένος, το τσογλάνι το κάναν παπά κι όλη μέρα μεθοκοπάει και παίζει πρέφα», συμπληρώνει αηδιασμένος.

«Δε βαριέσαι», του λέω γελώντας.

«Εμ βαριέμαι», απαντάει, «βαριέμαι τόσα χρόνια να βλέπω όλους αυτούς που ρημάζουν τον τόπο…»

«Πόσοι κάτοικοι μείναν στην Ανδρίτσαινα;» τον ρωτάω καθώς κατηφορίζουμε το βουνό.

«Κάπου πεντακόσιοι, αμ τι να κάτσουν να κάνουν στην κωλοερημιά; Εδώ ούτε να γαμήσεις γάτα δε βρίσκεις. Θα περάσουμε απ’ το Γυμνάσιο», λέει, «εδώ κόντεψε να με ξεπαστρέψει πριν από 45 χρόνια εκείνο το χαμένο κορμί, ο Ανδρικόπουλος, θυμάσαι; Στο χα πει που μ ’ έστειλε με πέντε άντρες να του

κάνω προγεφύρωμα...»

«Θυμάμαι», του λέω. «Εδώ πήρες τον πρώτο πολεμικό σταυρό;»

«Πώς θα ‘παιρνα εδώ σταυρό, ρε Λιάκο, μ’ εκείνον τον πούστη», λέει νευριασμένος ο γέρος μου κουνώντας το μπαστούνι του σαν πολυβόλο. «Του

τα ’πα όμως απ’ την καλή το ’67 στην Αλεξανδρούπολη, ήτανε τότε βλέπεις στρατηγός ο κύριος. Ήρθε στη Διοίκηση και μας λέει: «Βλέπω με χαρά μου

ανάμεσά σας και κάποιους συμπολεμιστές μου. Θα θελα να τους δω ιδιαιτέρως μετά στο γραφείο μου», και με κοιτούσε. Δεν ήθελα να πάω, "πήγαινε”, μου λέει ο Σταυρόπουλος. Τον θυμάσαι;» «Ναι», του λέω. «Τον φάγανε κι αυτόν. Του φορτώσανε ότι δήθεν δεν ενήργησε σωστά στη δολοφονία εκείνου του σκατοαμερικάνού που είχε σκοτώσει η 17 Νοέμβρη. Τον αποστράτευσαν τότε... Να, τομάρια», λέει ο πατέρας μου και μουντζώνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του Seat προς το Λύκαιο όρος, αυτούς που αποστράτευσαν το φίλο του.

«Λοιπόν, πήγες;» του λέω.

«Πήγα. Μπήκα μέσα, "καλημέρα, στρατηγέ μου”, του λέω, σηκώνεται αυτός, "Τζίμη μου, τι κάνεις”, και διάφορες μαλακίες, "ό,τι θες να ’ ρθεις να

με βρεις στο Αρχηγείο...” Λέω από μέσα μου, "τώρα πες τα του παλιοπούστη”. "Λοιπόν”, του λέω,  "στρατηγέ μου, μόνο ένα παράπονο, θυμάστε τότε

στην Ανδρίτσαινα, περίμενα ένα σταυρό, μια μνεία έστω...” Που λες, ο ρουφιάνος κάθισε κάτω στο γραφείο, ακούμπησε, να έτσι, τα χέρια του στο πρόσωπό και έβλεπε το πάτωμα. Σηκώνει μετά το κεφάλι, τα μάτια κόκκινα, μου λέει, "ρε Τζιμη, πιο πολλά παράσημα από μένα έχεις... ε, έκανα λάθος

τότε, τ ’ αναγνωρίζω, συγνώμη όμως, ρε Τζιμη, τι ήμασταν τότε; Τσογλάνια ήμασταν”. Αυτό ήθελα  να μου πει ο πούστης, συγνώμη. Να, η Καρύταινα

έχει ρημάξει κι ας τη βάλανε στα πεντοχίλιαρα, απ’ τη μια ο κυρ-Θοδωρής ο στρατηγός κι απ’ την άλλη η γέφυρα του Αλφειού και το κάστρο. Μπα, ρημάζει

ο τόπος κι άλλωστε η τσογλαναρία δεν ενδιαφέρεται για τίποτα... Αμ τ ’ άλλο που γίνε στα Δερβενάκιά το ’μαθές;»

« Όχι», του λέω, «τι έγινε στα Δερβενάκια;»

«Λοιπόν, αν θυμάσαι, όπως έρχεσαι απ’ το δρόμο βλέπεις το άγαλμα του καπετάν-Θοδωρή που δείχνει με το δεξί του χέρι τη ρεματιά, εκεί που ’χε

διαλύσει το στρατό του Δράμαλη. Ε, λοιπόν, πήγαν νύχτα κάτι παλιοτσογλαναραδες και κοψαν το χέρι του στρατηγού σύρριζα απ’ το μπράτσο!»

«Τι λες, ρε πατέρα», λέω κατάπληκτος.

«Ναι;, ρε παιδί μου, οι μπάσταρδοι, κάψαν το χέρι του στρατηγού για να το πουλήσουν σε κάποιους βρωμογερμαναράδες. Αυτά είναι τα καζάντια μας,

κατάλαβες; Ήρθε κι αυτός ο κωλοαμερικάνος και τα ίσιωσε ούλα...» 

«Ποιος Αμερικάνος;» τον ρωτάω.

«0 κύριος Αντρίκος», απαντάει ο πατέρας μου.

«Δε λέω, δε λέω, κύριε, έχε την γκόμενά σου την αεροσυνοδό, όλοι τα κάναμε αυτά, θυμάσαι, κι εγώ είχα κείνη την Πολωνέζα στη Λεπτή, αλλά κρατούσαμε κάποια προσχήματα, βρε αδερφέ, πάνω απ’ όλα η οικογένεια, και μεις κάναμε παγαποντιές, αλλά όχι κι έτσι», λέει ο πατέρας μου, και καθώς περνάμε από ένα εκκλησάκι σταυροκοπιέται.

Απόγευμα είναι και καθόμαστε στον κήπο και κάτω απ’ το δρόμο βλέπουμε να ’ρχεται η γιαγιά μου η Σωτηρούλα —πρώτη ξαδέρφη του πατέρα

μου— σιγά σιγά αγκομαχώντας, φτάνει, «ψυχή μου», λέει και με σταυροφιλάει, «είδες πώς πήρε τα πάνω του ο στρατηγός μας;» και δείχνει τον πατέρα

μου που επιθεωρεί με το μπαστούνι του μια δαμασκηνιά.

«Τον κακό σου το φλάρο, που πήρα πάνω μου», της λέει ο πατέρας μου, «και στο έχω πει χίλιες φορές, στρατηγός δεν είμαι, ταγματάρχης ήμουν, πανάθεμά σε!»

«Για μας στρατηγός είσαι», του φωνάζει πεισματωμένη η γιαγιά Σωτηρούλα, «στρατηγός γαλαζομάτης και μας προστατεύεις ούλους στο χωριό», συμπληρώνει περήφανη.

«Ρε βλίτο», της λέει ο πατέρας μου, «έχεις δει στρατηγό χωρίς σπλήνα;» και δείχνει το μέρος της εγχείρησής του. 

«Εσύ και χωρίς από δαύτο πάλι στρατηγός θα είσαι!» επιμένει η ξαδέρφη του... «Στρατηγός γαλαζομάτης!»

 

 

 

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ

 

Λέγομαι Ιωάννης Κατακουζηνός και, είμαι πρίγκιψ. Γεννήθηκα στην Καρύταινα Πελοποννήσου. Είμαι 56 χρόνων. Είμαι πρίγκιψ, όχι μόνο διότι κατάγομαι από την αριστοκρατική οικογένεια των Κατακουζηνών, αλλά επειδή η εν γένει συμπεριφορά μου είναι πριγκιπική. Ουδέποτε ύψωσα τον τόνο της φωνής μου, ουδέποτε δανείσθηκα χρήματα, ουδέποτε ενόχλησα τους άλλους για οτιδήποτε.

Όταν τέλειωσα με το στρατό —όπου υπηρέτησα ως έφεδρος ανθυπίλαρχος— παρουσιάσθηκε, όπως ήταν φυσικό, το θέμα της επαγγελματικής μου αποκατάστασης. Αυτό το θέμα τακτοποιήθηκε λοιπόν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Το θέμα τακτοποιήθηκε πριγκιπικά, θα έλεγα, και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μου για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και τον πολιτισμό του πλανήτη στον οποίο κατοικώ. Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Εγώ λοιπόν πιστεύω πως ο πλανήτης διοικείται από πανάθλιους εξουσιαστές που στόχο έχουν τη διατήρηση της εξουσίας τους, είτε επικαλούμενοι ιδεολογικές αρχές είτε ανάγκες των καιρών. Ακόμα πιστεύω πως ένα ον, όπως ο άνθρωπος, που δεν κατόρθωσε να ελέγξει ούτε το ένα δέκατο του εγκεφάλου του, είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία και δεν αξίζει ν ’ ασχολείσαι μαζί του. Άρα λοιπόν, επειδή αγαπώ τη ζωή, έπρεπε να επιζήσω και να βρω μια δουλειά χωρίς κόπο και χωρίς να προκαλώ φθορά στον εαυτό μου και τους άλλους. Μια δουλειά άγνωστη, ήσυχη, χωρίς δούναι και λαβείν.

Στις 24 Φεβρουάριου του 1958 η μητέρα μου με ειδοποίησε να παρουσιασθώ στον κύριο Μανωλάκο στο υπουργείο Εσωτερικών, έκτος όροφος, γραφείο 644. Πήγα, είπα τ ’ όνομά μου στην είσοδο κι ανέβηκα στον έκτο όροφο ψάχνοντας για το γραφείο 644, που τελικά η είσοδός του ήταν πίσω από κάτι τεράστιους φωριαμούς αρχείων του κράτους. Ο κύριος Μανωλάκος παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά μου ανάμεσα από δύο φωριαμούς ρωτώντας με χαμηλόφωνα: «Είσθε ο κύριος Κατακουζηνός; Ελάτε

μαζί μου». Ήταν φοβερό αυτό που είδα: Το γραφείο 644 ήταν δυο δωμάτια που βλέπαν στο πίσω μέρος του υπουργείου —φωταγωγός— γι’ αυτό και τα

φώτα ήταν διαρκώς αναμμένα. Κάτω είχε χαλί φινετσάτο, στον τοίχο επιλεγμένες ρεπροντικσιόν, δυο γραφεία από παλιό ξύλο καρυδιάς, ένα θυρεό του κράτους πάνω από εκεί που καθόταν ο κύριος Μανωλάκος —Θεός σχωρέσ ’ τον— δυο τηλέφωνα που σχεδόν ποτέ δεν χτυπούσαν, φυτά στις γωνιές κι ένα μεγάλο παλιό ραδιόφωνο για ν’ ακούς μουσική. Ο κύριος Μανωλάκος μου εξήγησε αμέσως πως χρωστάει μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη στον παππού μου που τον τακτοποίησε σ ’ αυτή την υπηρεσία. Το πλήρες όνομα της υπηρεσίας είναι: «Τομέας επεξεργασίας προτάσεων σε περίπτωση αναγκών πολέμου περί προστασίας ιδρυμάτων ξένου δόγματος».

Ο κύριος Μανωλάκος μου εξήγησε πως χρωστά ευγνωμοσύνη τόση μεγάλη, διότι ο παππούς μου δημιούργησε αυτή την υπηρεσία αποκλειστικά γι’ αυτόν κι ότι στην πραγματικότητα η υπηρεσία δεν υπάρχει κι ουδεμία έχει ασχολία! Η κυρίως υπηρεσία υπάρχει στο υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο

αγνοεί ότι υπάρχει παράρτημά του στο υπουργείο Εσωτερικών! Οι συχνές αλλαγές υπουργών, το ελάχιστο κόστος της υπηρεσίας, η δαιδαλώδης γραφειοκρατία δεν επιτρέπουν σε κανέναν σχεδόν να γνωρίζει την ύπαρξη του «Τομέα επεξεργασίας προτάσεων σε περίπτωση αναγκών πολέμου περί προστασίας ιδρυμάτων ξένου δόγματος». Βεβαίως, μου είπε ο κύριος Μανωλάκος, κάνει ό,τι μπορεί ώστε κανείς να μη γνωρίζει την υπηρεσία, ούτε καν ο καφετζής του ισογείου. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Τακτοποίησε τη σύμβασή μου σαν βοηθού διευθυντού στον Τομέα. Τριάντα χρόνια τώρα είμαι στον Τομέα. Ο κύριος Μανωλάκος πέθανε εδώ και δέκα χρόνια από έμφραγμα. Σιγά σιγά οργάνωσα τη ζωή μου σύμφωνα με τις επιθυμίες μου. Εγκατέστησα  στερεοφωνικό συγκρότημα. Έφτιαξα μια βιβλιοθήκη για να διαβάζω εδώ. Γνώρισα 5-6 γενικούς γραμματείς τους οποίους και μπέρδεψα γύρω απ’ την ανύπαρκτη δραστηριότητα του Τομέα. Στα 56 μου είμαι απόλυτα υγιής κι έχω σώας τας φρένας για να δηλώσω πως σ’ αυτό το ηλίθιο κωλοκράτος αξίζει να περάσεις τη ζωή σου απαρατήρητος, τραγανίζοντας ένα ελάχιστο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού, αθόρυβος διαβάτης των δαιδαλωδών διαδρόμων του συστήματος, διότι το εν λόγω σύστημα μόνο μια επανάσταση μπορεί να το διαλύσει, επιβάλλοντας όμως ένα άλλο σύστημα στη θέση του. Ειλικρινώς σας δηλώνω ότι είμαι άθεος κι αναρχικός. Θεωρώ ότι η χώρα εγνώρισε μόνο μια ευκαιρία προς ανάταση, όταν ο πρίγκιψ Ιωάννης

Κατακουζηνός, ο μακαρίτης προ-προπάππος μου, επιχείρησε την πλήρη αυτονομία του Δεσποτάτου του. Εφονεύθη από τη νύφη του κοιμώμενος. Είχε

γράψει κάποτε σ’ ένα του σύγγραμμα: «Αν η αυτονομία καθίσταται αδύνατος δια τον Δεσπότην, τότε οι πολίτες έχουν υποχρέωσιν ν’ αυτονομήσουν τον

εαυτόν των».

Αντιλαμβάνεσθε τη μαγεία της σκέψης του; Η οικογένειά μου με εδίδαξε να απαιτώ ελάχιστα από τους άλλους και να φέρομαι πριγκιπικά. Αυτό και κάνω. Κανένα δεν ενόχλησα τόσα χρόνια. Θεωρώ ότι ενήργησα όπως ο αναρχικός πρίγκιψ Κροπότκιν. Έγραφε επιστολές στο Λένιν λέγοντάς του ως επωδό: «Αγαπητέ Ίλιτς, μας δείξατε πώς ΔΕΝ γίνεται. μια επανάστασις...».

Τώρα ήρθατε εσείς ως δημοσιογράφος που ανακάλυψε το ανύπαρκτον της υπηρεσίας μου και επιθυμείτε να δημιουργήσετε σκάνδαλο από τις στήλες

μιας φυλλάδας, που δήθεν υπερασπίζεται το κοινόν αίσθημα. Σας ερωτώ: Οι δημοσιογράφοι που γράφουν στις φυλλάδες εκλέγονται από το λαό για να

ασκούν κριτική στο σαπισμένο πλην όμως αενάως υπαρκτό σύστημα; Όχι βέβαιοι. Αποτελούν μια εξουσία και αρχή που στηρίζει την ύπαρξή της στη

συμμετοχή της στις αρχές του συστήματος. Είσθε, κατά τον Μπαλζάκ, πιόνια μιας τάξης που επιθυμεί την επικυριαρχία της επί των άλλων τάξεων, χωρίς

ηθικές αξίες και κινούμενη από τα ιδεολογικά αισθητήρια των ιδιοκτητών εμπόρων του Τύπου. Θα σας παρακαλούσα να πάτε στο διάολο. Μου είναι

αδιάφορο τι θα γράψετε για μένα!

Σήκωσε το ποτήρι του κι ήπιε το υπόλοιπο του χυμού του. Έκλεισα το μαγνητόφωνο. «Πότε βγαίνετε στη σύνταξη;» ρώτησα τον κύριο Κατακουζηνό.

«Σ ’ ένα χρόνο», απάντησε. «Ωραία», του είπα, «τότε θα δημοσιεύσω την κατάθεσή σας ένα ή δύο χρόνια μετά...» Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

Χαιρέτησα ευγενικά και βγήκα έξω απ ’ το γραφείο 644 του υπουργείου Εσωτερικών. Ναι, ήταν ο πρίγκιψ Ιωάννης Κατακουζηνός.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΜΕ ΦΑΜΠΕΡ NO 2

 

Το κτίριο βρίσκεται στη λεωφόρο Στρατού. Κάθε πρωί για δυο περίπου ώρες η λεωφόρος έχει μποτιλιάρισμα κι είναι θαύμα να παρακολουθείς απ’ το παράθυρο τα στριμωγμένα αυτοκίνητα και τα ογκώδη κόκκινα αρθρωτά αστικά να

κορνάρουν δαιμονισμένα και μάταια.

Απέναντι απ’ το παράθυρο του γραφείου έχει μια σειρά από είκοσι θαυμάσιες ψηλές λεύκες, παραταγμένοι ιππείς του Πρώσου στρατηγού Μπλίχερ.

Στο γραφείο αυτό είμαι προσωρινά κι υπό δυσμενή μετακίνηση, κάτι που όμως δε μ ’ ενοχλεί, μια κι έχω περάσει πολλές τέτοιες καταστάσεις στον

Οργανισμό Πληροφόρησης, του οποίου είμαι υπάλληλος εδώ κι αρκετά χρόνια. Στον Οργανισμό έχουν 3-4 τύπους που είναι οι διευθυντές, με κύριο αντικείμενό τους να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου, να δημιουργούν ο καθένας τη δική του κλίκα, δηλαδή μια κατάσταση εντελώς φυσιολογική για τη δημοσιοϋπαλληλική δεοντολογία των οργανισμών όλης της χώρας από ιδρύσεώς της.

Πολύ συχνά γίνονται, συσκέψεις υπό την προεδρία των προϊσταμένων, όπου οι υπάλληλοι Πληροφόρησης βρίσκουν ευκαιρία να μαχαιρώσουν ο ένας

τον άλλο, δηλαδή το εννοώ πως με λίγη φαντασία θα μπορούσε ο παρατηρητής να δει τα βαριά τραύματα, το αίμα να ρέει άφθονο κι έκπληκτος ύστερα να διαπιστώσει πως οι ημιθανείς ή τα πτώματα με τα μαχαίρια στην πλάτη παίρνουν ο καθένας το δρόμο του και πάνε στο γραφείο τους κι απαντούν στα τηλέφωνα ή συγκεντρώνουν στοιχεία για την κοινή

γνώμη.

Εγώ γενικά, χρόνια τώρα —μάλλον από τότε που δούλευα στο εργοστάσιο— είχα βάλει σαν στόχο να είμαι σε διαρκή αντιδικία με τους από πάνω και νομίζω πως αυτό τελικά κατέληξε σε δόγμα. Θεωρώ ότι είναι μεγίστη υπόθεσις να χέζεις τους πάντες και τα πάντα, αρκεί να επιχειρηματολογείς. Θυμάμαι μια μέρα που κουβέντιαζα με τη γυναίκα

μου γι’ αυτή μου τη θέση, ο γιός μου, ο Μάριος, μου αποκάλυψε πως η θέση μου είναι σωστή, γιατί έτσι γίνεται και με τη μπάλα- όταν πέφτουν πολλοί επάνω σου είναι φάουλ, κι άμα πέφτουν πολλοί επάνω σου είναι επειδή σε φοβούνται «γιατί είσαι, ρε μπαμπά, σαν να λέμε ο Σαραβάκος, ακόμα μπορεί να ’σαι κι ο Μαραντόνα», και τότε πραγματικά σκέφτηκα πως ο Μάριος έχει δίκιο κι ότι πολύ μου αρέσουν αυτά τα φάουλ, να ’μαι μόνος εναντίον όλων,

τότε πραγματικά έχει ενδιαφέρον η φάση. Μάλιστα έχω κι ένα φίλο γιατρό, ψυχίατρο, που χρησιμοποιεί ποδοσφαιρική ορολογία για όλα αυτά, ακόμα και

για το σεξ. Λέει δηλαδή: «Χθες βράδυ, δικέ μου, σκοράρισα από δύσκολη θέση, έβαλα δυο γκολ πλασέ, άγαλμα την άφησα στα γκολ-ποστ την κυρία,

σου λέω... άγαλμα».

Επειδή εργάζομαι χρόνια στον Οργανισμό Πληροφόρησης έχω μάθει να λειτουργώ με τηλεοπτικό ένστικτο και κάθε σκηνή που συμβαίνει τριγύρω μου

την εικονοποιώ. Δηλαδή αν έξω απ’ το παράθυρο περάσει ένα όμορφο μελαχρινό ζαρκάδι κι απ’ το βάθος φωνάξει ο καταπιεσμένος μου συνάδελφος «μανάρι μου, τι είναι αυτό, Θεέ μου;» του απαντώ πως είναι η δούκισσα της Άλμπα που έπαιξε στο σίριαλ «Η ζωή του Γκόγια», ισπανο-αγγλική παραγωγή

1983. Επίσης, όταν απ’ τη στροφή βλέπουμε το  αυτοκίνητο του πρώτου διευθυντή λέμε «έρχεται το τέρας της μαύρης κοιλάδας» ή «να τος ο εξορκιστής» ή τελικά χρησιμοποιούμε διάφορα δυσεύρετα τηλεοπτικά επίθετα σαν σε δύσκολο σταυρόλεξο.

Γενικά ο φόβος τρώει τα σωθικά των υπαλλήλων του Οργανισμού, που νομίζουν ότι κάνουν το σπουδαιότερο επάγγελμα, όπως όλοι βέβαια σ ’ αυτή τη χώρα, γι’ αυτό θυμάμαι είχα παραγγείλει να παίξουμε μια Τετάρτη αυτή την ταινία του Φασμπίντερ.

Η καλύτερη περίοδος που πέρασα στον Οργανισμό ήταν όταν συμμετείχα σε κάτι ατελείωτες συσκέψεις για τη φιλοσοφία του Τρίτου Παραρτήματος. Έλεγα τότε σ ’ εκείνη τη διοίκηση πως πρέπει ο Οργανισμός να δείχνει ντοκιμαντέρ και ταινίες τρίτης κατηγορίας, αυτές δηλαδή που θεωρούνται ακατανόητες για το μέσο πολίτη, και διαφωνούσα διαρκώς με τον πρόεδρο, που ήθελε ανταγωνιστικότητα και πολεμική τακτική αγοράς. Τελικά το Τρίτο Παράρτημα δε βρήκε ακόμα το δρόμο του.

Στον Οργανισμό όσα χρόνια είμαι έχω δει αρκετούς θανάτους, αλλά δε με απασχόλησε πολύ το θέμα, γιατί, όπως λέει κι ένας φίλος μου, με τόσα

πτώματα όρθια τριγύρω τι να σου κάνει ο θάνατος;

Τώρα ένα από τα κύρια μελήματά μου είναι να κρατώ σημειώσεις. Κρατώ σημειώσεις για ό,τι μπορεί να με κρατά ζωντανό, εσένα που διαβάζεις,

εσένα που μου φιλάς τα χέρια, αυτό ίσως είναι που με κάνει να νιώθω διαφορετικά πού και πού...

Θυμάμαι στην Ορεστιάδα, μαθητής, είχαμε έναν καθηγητή λίγο πριν τη σύνταξη, που ’λεγε χειμώνα  του ’64 κοιτώντας τα άσπρα απ’ τα χιόνια χωράφια και τις λεύκες στο βάθος λίγο πριν το ποτάμι:

«Κύριοι, να κρατάτε σημειώσεις στη ζωή σας. Να ’χετε πάντα δίπλα ένα σημειωματάριο και να κρατάτε σημειώσεις, τις ιδέες σας, την καθημερινότητά σας, κάνει καλό στην ψυχή, ξέρετε... Να ’χετε  πάντα δίπλα σας ένα λευκό χαρτί κι ένα μολύβι, κατά προτίμηση Φάμπερ νούμερο δύο......

 

 

 



«... ΠΑΝΤΩΣ  ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΘΑ ‘ΤAΝ ΑΝ ΝΙΚΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ...»


ΠΡΕΠΕΙ να καταγράψω τα γεγονότα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Να καταγράψω χιλιάδες σχεδόν γεγονότα, να χωρέσω γεγονότα μιας ζωής σε τριακόσιες σελίδες και μετά θα πρέπει, αφού τα χτενίσω, να τα δακτυλογραφήσω και να τα φέρω στον εκδότη μέσα σ ’ ένα φάκελο σε τρία αντίγραφα. Αυτός θα τα πάρει και θα τα δώσει σε τρεις σοφούς της επιχείρησης, που μετά από ένα μήνα θ ’ αποφανθούν αν τα γεγονότα που κατέγραψα μπορούν να γίνουν το υπ’ αριθμόν 134 βιβλίο-μυθιστόρημα του εκδοτικού οίκου. Αν συμβεί αυτό, ο εκδότης θα μου τηλεφωνήσει και θα μου πει: « Έχω ευχάριστα νέα...» με μια μικρή παύση, όπως κάνουν οι εκδότες όταν αναγγέλλουν ένα ευχάριστο νέο. Εγώ μπορεί ν ’ απαντήσω «Ναι;» ή
«Α, επιτέλους!» ή πιο ρεαλιστικά «Πότε βγαίνει το βιβλίο;».
Το τηλέφωνο χτυπάει ένα απόγευμα, ενώ μόλις έχει αρχίσει το βραδινό δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση. Είναι ο εκδότης. Μου λέει «Λοιπόν, φίλε μου, το βιβλίο σου θα βγεί σ ’ ένα μήνα. Ωστόσο, θα ’θελα να κουβεντιάσουμε και πάλι τον τίτλο. Θα μπορούσες να βρεις κάτι άλλο κι όχι το "Γραφή μυθιστορήματος άλλη”, δεν είναι δα και τόσο εμπορικός τίτλος!» «Σαν τι άλλο;», τον ρωτάω, ενώ βλέπω τη γυναίκα μου να με παρακολουθεί κλεφτά παρ ’ όλη τη σπουδαιότητα της δήλωσης του πρωθυπουργού σ’ έναν τρίτης κατηγορίας ρεπόρτερ, που έχει χρόνια στην τηλεόραση... «Εσύ ξέρεις!» επιμένει ο εκδότης. « Όταν γράφει κάποιος όπως εσύ, μπορεί να βρει αμέτρητους άλλους τίτλους». «Καλά», του λέω, «θ’ά ’ρθω αύριο από κει να τα πούμε».
«Τι έγινε;» με ρωτάει η Δήμητρα.
«Θα βγει το βιβλίο σ’ ένα μήνα», της λέω.
«Επιτέλους, μετά τόσο καιρό», λέει κάπως αφηρημένα, γιατί στο σημείο αυτό ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει μια λέξη, τη λέξη κρίση, μια λέξη που την ακούμε πολύ συχνά τον τελευταίο χρόνο στο δελτίο ειδήσεων. Ο πατέρας της γυναίκας μου πιάνει διάλογο με τον πρωθυπουργό —που δεν τον χωνεύει— λέγοντάς του πως την κρίση την έφερε αυτός και του θυμίζει τι έκανε πριν από οκτώ χρόνια, ενώ ο Μάριος παρεμβαίνει στο σκηνικό για να με ρωτήσει αν μπορώ να ρίξω μια ματιά σ’ αυτό το χαζοσκέιτμπορντ που είναι «εντελώς χαζό», αναγκάζοντάς με να του εξηγήσω πως χρησιμοποιούμε άλλα
επίθετα για ένα άψυχο αντικείμενο. «Ναι, ναι, καλά, παράτα με...» λέει ο Μάριος, ενώ εγώ παρακολουθώ για λίγο τον πρωθυπουργό που φοράει μια θαυμάσια κόκκινη-μπλε γραβάτα και τον ρεπόρτερ που κουνάει καταφατικά το κεφάλι του —γι’ αυτό είναι τρίτης κατηγορίας, επειδή κανένας ρεπόρτερ δεν πρέπει να κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του όταν απευθύνεται σε πολιτικό— αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα σ ’ αυτή τη χώρα, νιώθω τη χώρα να κουνιέται πάνω κάτω. Μ ’ έχει καταλάβει πάλι αυτή η κρίση του πάνω κάτω, είμαι στο δωμάτιο και φεύγω, μένω κι απουσιάζω, ο προσωπικός μου κομπιούτερ δίνει τώρα χιλιάδες πληροφορίες σε μια τεράστια υποθετική οθόνη, βλέπω τον πρωθυπουργό να εξαφανίζεται συνοδευόμενος από ένα σφυριχτό «ασιχτίρ!» του πατέρα της γυναίκας μου, βγαίνει η παρουσιάστρια πάλι, αυτή που η μητέρα της είχε πει σ’ ένα περιοδικό πως «αν η κόρη μου δάγκωνε τη γλώσσα της ή αν κατάπινε το σάλιο της, θα πέθαινε...», τόσο κακιά που είναι... Και πρέπει να βάλω τώρα χιλιάδες εικόνες σε τάξη από την παιδική ηλικία, να τη κιόλας η πρώτη, βλέπω τον πατέρα μου ενωμοτάρχη της Βασιλικής Χωροφυλακής να κάθεται σ’ ένα φαρδύ τραπέζι —Πάσχα του 1959 με πληροφορεί η εικόνα— και με το δεξί του χέρι να υψώνει μια κανάτα με κρασί, επιτήδειος ισορροπιστής πάνω απ’  το ποτήρι του αντισυνταγματάρχη της ΚΥΠ και δίπλα απ’  τα φαρδομάνικα του πάτερ Μιχαήλ με τα γυαλιστερά κόκκινα μάγουλα, μόλις μισό μέτρο απόσταση από τον καπεταν-Σίμο με τ’
όνομα, φόβο και τρόμο των κατσαπλιάδων, όπως έλεγε, στον Εμφύλιο, μια και συνήθιζε να δένει με χοντρά σκοινιά απ’  τα μαλλιά τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών, βλέπω τον πατέρα μου να κάθεται επιτέλους, έτοιμος ν ’ αρχίσει με τη φάλτσα παραφωνία του το «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά», ναι, ακριβώς αυτό που είναι τ ’ αγαπημένο του τραγούδι, κι η μητέρα μου να κρατάει το ίσο σ ’ αυτό το ξεχασμένο τοπίο του ’59, ενώ εγώ, ο μικρός, με βλέπω να μην ξέρω τι να κάνω εκτός από το να σκαλίζω με την άκρη του παπουτσιού μου τ ’ άσπρα χαλίκια της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, της αυλής της δηλαδή, του χωρίου Λεπτής Έβρου, ενώ η δεύτερη εικόνα έρχεται ασθμαίνοντας, προσπαθώντας να σπρώξει βίαια την πρώτη απ’  το σκηνικό της μνήμης, που ένας κρυφός σκηνογράφος επιμελήθηκε με μαεστρία, και βέβαια το καταφέρνει, μια και τώρα βρισκόμαστε —εσείς δηλαδή οι αναγνώστες— 23 χρόνια μετά, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το Σεπτέμβρη του ’82 και παρακολουθείτε το εξής: εγώ, επικεφαλής ενός τηλεοπτικού συνεργείου σ’ ένα περίπτερο επίδειξης μόδας, μιλώ με μια πασίγνωστη «αδερφή» προτρέποντάς την να μας επιτρέψει να πάρουμε πλάνα από την προετοιμασία μιας επίδειξης και δίνοντάς μας την ευκαιρία ν ’ αποτυπώσουμε στο βίντεο ημίγυμνα μανεκέν ή, αν προτιμάτε, μεταξύ τους και διάφορα τσουλιά πολυτελείας με δαντελένια κιλοτάκια, μικρά στήθη, όρθιες ρώγες που τρυγίζονται μετά από πανάκριβα δείπνα από τα δάκτυλα επιχειρηματιών που κλέβουν το κράτος, εσάς, εμένα και το σόι μας... κι ενώ αυτή η δεύτερη εικόνα ετοιμάζεται να εξαφανιστεί, ακούω το θόρυβο στο βάθος απ’ το δωμάτιο του Μάριου και αντιλαμβάνομαι πως αν πάω θ’ αντιμετωπίσω την εικόνα μιας ακόμα μάχης, ναι, έτσι ακριβώς είναι μόλις φτάνω, ο Μάριος έχει χωρίσει στη μέση το γραφείο του, έχει παρατάξει ένθεν και ένθεν ιππικό και πεζικό, κόκκινοι και γαλάζιοι λιλιπούτειοι ανέκφραστοι στρατιώτες είναι έτοιμοι να πέσουν μέχρις ενός, και μόλις εγώ μπαίνω στο σκηνικό ίσα που προλαβαίνω τις αστραπιαίες χαριστικές βολές ενός μπλε που γαζώνει μια διμοιρία κόκκινους... «Ποιοι νικούν;» ρωτάω. «Οι μπλε τους κάναν σκόνη», απαντάει λαχανιασμένος κι ενώ στρέφομαι να φύγω — πρέπει να το πω κι αυτό— του ψιθυρίζω γλυκά γλυκά: «Πάντως πρέπει να μάθεις πως καλύτερα θα ‘ταν αν νικούσαν οι κόκκινοι...».




DELIVERY BOY  (2013)

 

ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

 

Είναι εποχή για να λέμε λίγα.

Με τα πολλά μπερδευόμαστε, μεγαλώνει η υπαρξιακή αγωνία, πληθαίνουν τα αδιέξοδα. Σ' αυτή τη σειρά των μικρών διηγημάτων ένιωσα πως λειτουργώ σαν delivery boy. Είμαι πιτσιρικάς που τρέχει μ' ένα σαραβαλιασμένο μηχανάκι νυχτιάτικα να παραδώσει μικρές ιστορίες, κοτομπουκιές, σουβλάκια - πίτες, σαλάτες λογοτεχνίας σε πεινασμένους πελάτες, απ' τη μια άκρη της πόλης στην άλλη. Με παρακολουθούν ο πατέρας κι η μάνα που δεν έχω, οι φίλοι μου κι άλλοι πολλοί που 'χω συναντήσει στη σύντομη ζωή μου.

Μερικοί πελάτες θα χαρούν, άλλοι θα γκρινιάξουν, μερικοί θα μου δώσουν ακριβώς το αντίτιμο, άλλοι ένα μικρό φιλοδώρημα. Το μενού έχει επίσης ένα αλτσχάιμερ σε παπούτσι, μια λαμπρή ψεματάρα, μια μπάλα σε πα-γκάκι, έναν συντηρητή εικόνων, έναν ταγματάρχη του Εμφυλίου, έναν Τολστόι κατακέφαλα, δυο χοντρούς, τον ταχυδρόμο του Συρράκου, Ελβετούς που δεν πολέμησαν ποτέ τους, τον Ρικάρντο που θύμωσε κι έφυγε, έναν όλμο μέσα σε τσίπουρο, μαχητικά στη μύτη του Όρους, γόβες με νόημα, τη Φλώρα των αστικών, τα παιδιά της διασκέδασης, διάφορες άλλες ιστορίες και καλή σας όρεξη...

 

Ο ΑΚΑΦΤΟΣ ΒΑΣΟΣ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ

 Ο Βάσος ξερακιανός, πενηντάρης εργένης και δεινός μάγειρας καπνίζει. Καπνίζει και κοιτάζει τον τοίχο απέναντι πούναι βαμμένος πράσινος με πιτσιλιές από λάδια που ωστόσο η βρωμιά του καθόλου δεν τον παραπέμπει στη βρώμα αλλά του θυμίζει  τη θάλασσα του porto–Prens, όταν ήταν μάγειρας σ ένα ποστάλι. Γιατί ο Βάσος είναι γεννημένος μάγειρας. Όταν μαγειρεύει ξεχνιέται παρόλο που όλα μπαίνουν με τη σωστή δόση τους στη κατσαρόλα, στο τηγάνι, στο φούρνο. 

Για παράδειγμα σήμερα πούχει κουκιά με σπανάκι σόταρε στο λάδι τα κρεμμύδια, έριξε ψιλοκομμένο άνηθο, έσβησε μέσα τις τριμμένες ντομάτες του και λίγο-λίγο πρόσθεσε το σπανάκι. Θα τα αφήσει ένα τέταρτο να σιγοψηθούν όλα και μετά θα βάλει τα κουκιά με πρόσθετο νερό κι αλατοπίπερο. Αλλά στο μεταξύ ανάβει το ένα τσιγάρο μετρά το άλλο. Κι ανάβει το τσιγάρο ακριβώς πάνω απ’ τη μποτίλια του αερίου και μετά κάθεται πάνω της και τραβάει βαθιές ρουφηξιές, πάνω  απ’ τη μποτίλια ο αθεόφοβος. 

Που βρισκόμαστε τώρα.. Βρισκόμαστε στον τοίχο της κουζίνας πούναι θάλασσα και μπαίνουμε σιγά-σιγά στο λιμάνι. Ο Βάσος έχει σκάσει τόσες μέρες στον Ατλαντικό και θέλει να βγει απ’ τους πρώτους έξω, να κάτσει σ ένα ταβερνάκι και να τον σερβίρουν ρούμι. Αφού έδεσε το ποστάλι βγήκε.

 

Είναι απίστευτο σε φτώχεια το porto–Prensσ αντίθεση με το όνομά του [λιμάνι του Πρίγκηπα]. Εδώ μαγειρεύουν μπιφτέκια με χώμα. Κι όπως βαδίζει ο Βάσος και πιτσιρικάδες τον περιτριγυρίζουν θέλοντας να του πουλήσουν γλαρόνια που τα έχουν πιάσει πιάσει με αγκίστρι και τα ‘χουν ζωντανά και σταυρωμένα στην αδύνατη πλάτη τους, ακούει φωνές και βλέπει μπροστά του ένα άθλιο τσίγκινο ταβερνείο νάχει πιάσει φωτιά, γυναίκες να ουρλιάζουν και να χτυπιούνται κι ο Βάσος καταλαβαίνει πως κάποιος είναι μες στη ταβέρνα που καίγεται και φτάνοντας μπροστά της, δίχως να το σκεφτεί ρίχνεται μέσα από ένα άνοιγμα της φωτιάς και διακρίνει μια γριά που κάθεται ακίνητη σαν ξόανο ενώ τα πάντα καίγονται γύρω της. 

Ο Βάσος βουτάει τη γριά σαν νάταν κομοδίνο κι ενώ αυτή κάτι του λέει που δεν καταλαβαίνει τη βγάζει έξω με δέκα δρασκελιές. Βέβαια έχουν αρπάξει τα ρούχα του αλλά μόλις την αφήνει σώα, κυλιέται από μόνος του στο χώμα και η φωτιά σβήνει. 

Όταν σηκώνεται έρχονται όλοι και τον σηκώνουν στα χέρια και τον πνίγουν στις αγκαλιές κάτι νταγλαράδες μαύροι συγγενείς της γριάς που μόλις έφτασαν, του λένε διάφορα στα γαλλικά κι αγγλικά κι ο Βάσος χαμογελάει απαντώντας  «okey, okey..» 

Oι μαύροι τον τραβούν, δυο σπίτια παραπέρα, ενώ το ταβερνείο καταρρέει απ τη φωτιά, του δίνουν νερό, του βάζουν ρούμι, του χτυπούν τη πλάτη κι εμφανίζεται η γριά που έσωσε που του χαμογελάει μ ένα τεράστιο κούφιο στόμα, του πιάνει τα χέρια και κάτι του λέει και του σφίγγει τα δάκτυλα. Ο Βάσος μόνο της χαμογελάει κι η γριά κάτι λέει στους γύρω της κι αυτοί κοιτάζουν τον Βάσο σαν κάτι πολύ ιερό κι ένας απ’ τους μαύρους του εξηγεί με απλά αγγλικά πως η γριά είναι γνωστή διακόνισσα του βουντού και λέει πως αυτός ο άντρας που την έσωσε από δω και πέρα μπορεί να κάνει με τη φωτιά ότι θέλει… 

Όταν ο Βάσος αποφάσισε να φύγει η γριά του τύλιξε γύρω απ’ το λαιμό, ένα κόκκινο μικρό μεταξωτό φυλακτό που μέσα είχε ένα κόκκαλο ενός άγιου των βουντού. Κι ο Βάσος θα το ‘βγαζε σε λίγο μόλις θα ‘φευγε αλλά η γριά τον έβαλε ν ανάψει τον αναπτήρα και πήρε το χέρι του και το ‘βαλε πάνω στη φλόγα κι ο Βάσος δεν κάηκε. Το ‘κανε πολλές φορές μπροστά στους μαύρους κι γριά εξηγούσε ξαναμμένη σ όλους πως αυτός ο λευκός δεν φοβάται τη φωτιά κι η φωτιά μπροστά του δεν έχει καμιά δύναμη. 

Από τότε ο Βάσος περνάει άνετα το χέρι του πάνω απ τη φωτιά ότι κι αν μαγειρεύει σαν να δοκιμάζει τη δύναμη της η οποία βεβαίως δεν τον καίει με αποτέλεσμα όσοι τον βλέπουν να σταυροκοπιούνται, πλην όμως αυτός όσο κι αν τον ρωτούν δεν απαντάει και μόνο χαμογελάει κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση κάθε φορά που τον χειροκροτούν για τις φοβερές και πεντανόστιμες συνταγές του κι ύστερα ανάβοντας ένα τσιγάρο πάνω απ’ τη φιάλη του υγραέριου στρογγυλοκάθεται πάνω της και χαϊδεύει το κόκκινο φυλακτό του, κοιτώντας τον τοίχο που σιγά-σιγά ανοίγει και του φανερώνει τα φτωχόσπιτα του porto–Prens……

 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου