18/9/19

ΦΛΕΒΕΣ ΓΡΑΦΗΣ






ΦΛΕΒΕΣ ΓΡΑΦΗΣ  (2019)


Ανθολογία ποιημάτων και πεζών




ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΠΟ  ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ


Φλέβες Γραφής, αρτηρίες έμπνευσης. Καθένα από τα παρακάτω κείμενα, ποιήματα, διηγήματα, μικροαφηγήματα γράφτηκε σε συνθήκες εργαστηρίου γραφής. Κάποια μοιράζονται το ίδιο θέμα, άλλα προήλθαν από την ίδια κοιτίδα, τα προκάλεσε το ίδιο ερέθισμα. Ωστόσο είναι διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν ξεχωριστό ύφος γραφής κι αυτό άλλωστε είναι που κάνει αυτή την ανθολογία - καλειδοσκόπιο ενδιαφέρουσα. Το να γράφει κανείς με άλλους ανθρώπους και με συγκεκριμένο ερέθισμα που μπορεί να είναι το φεγγάρι, μία παράξενη φωτογραφία ή ένας πίνακας ζωγραφικής, μία λέξη ή μία φράση που σχηματίζεται τυχαία, μέσα από ένα παιχνίδι συνειρμών, είναι μία πρόκληση.
Η συντονίστρια ενός εργαστηρίου γραφής μπορεί να δώσει μόνο μια αρμαθιά κλειδιά. Όπως σε όλες τις διαδικασίες μύησης, υπάρχει πάντα μία τελετουργία και μία ανακάλυψη. Και βέβαια μία μεταμόρφωση, αφού μέσα από το πρίσμα της γραφής μαθαίνει κανείς να ανατρέπει και να ανασυνθέτει τον
κόσμο γύρω του.



LALE ALATLI


ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ*


Είμαι εκείνο το παιδί
κουβαλούσα ένα αστέρι
εσύ δε με θυμάσαι,
έκανα ποδήλατο στα σοκάκια σου,
έτρωγα παγωτό στις σκιές των δέντρων σου,
έπαιζα με φίλους,
ας φώναζε η μάνα το σούρουπο.

Είμαι εκείνο το παιδί
που κανείς δε θυμάται πια.
Το σπίτι μας έγινε πολυκατοικία
κι εγώ ένας αριθμός στην ιστορία.

Η γιαγιά μού χάριζε όλο τον κόσμο όπως κάθε γιαγιά
ο μπαμπάς πάντα με προστάτευε όπως κάθε μπαμπάς
η καρδιά της μάνας χτυπούσε για μένα όπως κάθε μάνας
εγώ όμως δεν έζησα όπως κάθε σου παιδί.

Είμαι εκείνο το παιδί
με κατάπιε το τρένο
στην πλατεία Ελευθερίας
μια μέρα με ομίχλη
τελικά για ποιους είναι η ελευθερία
σε αυτή την πλατεία;

Η γιαγιά δεν άντεξε
ο μπαμπάς δε μίλησε
η καρδιά της μάνας έγινε στάχτη
έφαγε κι εκείνους το λαίμαργο τρένο
που ποτέ δε χόρταινε.

Είχαμε όλοι αστέρια
γίναμε καπνός μια μέρα
κι η μαυρίλα του, Θεσσαλονίκη μου,
έβαψε τη δική σου ιστορία.

*στη μικρή Ιερουσαλήμ


Η ΦΑΡΜΑ GREEN CHILD


Το πιο πλούσιο ζευγάρι του κόσμου ζει σε μια μικρή έκταση κρυμμένη σε μια γωνιά της γης.
Η κυρία και ο κύριος Green, όταν έμειναν ταυτόχρονα άνεργοι, δεν είχαν τίποτα άλλο εκτός από ένα μικρό χωράφι. Η απόφασή τους να καλλιεργούν πρωτοποριακά βιολογικά προϊόντα δεν άργησε να μετατραπεί σε μια μεγάλη ευκαιρία.
Σήμερα άνθρωποι από όλο τον κόσμο - γονείς μεταλλαγμένων παιδιών που έχουν γεννηθεί με smartphones και tablets στα χέρια - επισκέπτονται τη φάρμα GreenChild για να αγοράσουν βιολογικά παιδιά.
Η φάρμα GreenChild διαθέτει και υπηρεσία ανακύκλωσης για τα μεταλλαγμένα.


ΒΛΑΣΙΑ ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ


Ταξίδι με αραχνοΰφαντο φουστάνι
ξεκίνησα.
Μου είχαν πει
η θάλασσα είναι γαλάζια
και τα ψαράκια χρυσαφιά.
Στο έρεβος ταξίδεψα
και κήτη ανθρωποφάγα
ξεπήδαγαν τριγύρω μου.
Πουλιά σαν γλώσσες πύρινες
της μάνας μου τα μάτια κουβαλούσαν.
Σαν ένα τίποτα με κοίταζαν
«ποιά είσαι εσύ;», με ρώταγαν
οργή τα γόνατά μου λύγιζε
άνοιγα διάπλατα τη σιωπή
σαν σε σκηνή θεάτρου και φώναζα
«δε σας φοβάμαι».
Κι όμως φοβόμουν
μέχρι που ήθελα τα κουπιά
μες στα μάτια της μάνας μου να χώσω
να μη με βλέπουν πια.
Στο πρώτο λιμάνι έκαψα το καράβι.
Με μαύρο φουστάνι νέο ταξίδι
ξεκίνησα.
Χάθηκαν στις στάχτες τα μάτια της
και η οργή μαζί τους.


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ


Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι καθόμασταν όλοι στο οικογενειακό τραπέζι. Τραπέζι που του έλειπε το ένα πόδι. Είχε σπάσει εδώ και καιρό. Έτσι, όταν μαζευόμασταν για φαγητό, ο σκύλος, εκπαιδευμένος από τον πατέρα, έπαιζε το ρόλο του τέταρτου ποδιού. Κρατούσε υπομονετικά το βάρος. Ήξερε
πως η ανταμοιβή του θα ήταν μπουκιές φαγητού. Χθες βράδυ ο σκύλος δεν ήρθε. Ο πατέρας διέταξε εμένα να γίνω το τέταρτο πόδι. Θύμωσα πολύ, τόσο πολύ που ο θυμός άρχισε να με φουσκώνει. Στην αρχή σαν μπαλόνι. Το τραπέζι άρχισε να γέρνει. Η σούπα χύθηκε από τα πιάτα και λέρωσε το φόρεμα της μαμάς. Μετά φούσκωσα πιο πολύ, σαν αερόστατο. Το
τραπέζι ανέβαινε προς το ταβάνι. Μάταια προσπαθούσαν όλοι να το συγκρατήσουν. Φούσκωσα κι άλλο με το τραπέζι στην πλάτη μου. Με το πιρούνι ο πατέρας προσπαθούσε να με τρυπήσει και τα κατάφερε. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Εγώ, σφυρίζοντας δυνατά, με το τραπέζι στην πλάτη, έφυγα έξω από το παράθυρο, σαν αεριωθούμενο. Προσγειώθηκα κάπου. Είχαν σπάσει και τα άλλα πόδια του τραπεζιού. Η τετραμελής οικογένεια διαλύθηκε. Δεν τους ξαναείδα ποτέ. Μόνον ένα σημάδι από τρύπημα πιρουνιού στο μπούτι μου τη θυμίζει.



ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ


ΧΡΟΝΟΣ ΣΙΕΛ


Λεπίδι ο κεραυνός στο σώμα του ουρανού
πληγή στις φλέβες χάραξε
από το αίμα του πηχτές σταγόνες
κύλησαν στα άχρωμα νερά της θάλασσας.
Με γκρίζο χρώμα το σώμα της βάφτηκε
έσμιξε δίχως όρια σε θανάσιμο εναγκαλισμό.
Άηχη η ζωή στην ακινησία της
το φως χάθηκε στην καμπύλη του χρόνου
μαζί και μείς, στα άφιλα σώματά μας.
Στη βάρκα του ταξιδιού μας
εσύ δόλωνες ψάρια
κι εγώ ιδέες στον ύπνο της λήθης.
Τώρα κλεισμένοι στο «CIEL» πανδοχείο
στον τρίτο της ζωής όροφο
σκαρί δίχως σκοπό
δεμένο με παλαμάρι στο παράθυρο.
Γυμνοί εμείς χωρίς κέρμα στο στόμα
περιμένουμε στη σιωπή
να μας ταξιδέψει πέρα από τον ορίζοντα.
Αυτή, ό[ίοια με εμάς,
χωρίς κουπιά και βαρκάρη,
αιωρείται στη μοναξιά της
ανήμπορη να ξεφύγει
από έναν κόσμο χωρίς βαρύτητα.



ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ


Το ξύλινο σπίτι σήμερα μυρίζει θάνατο. Την ανοιξιάτικη θυσία θυμίζει το άρωμα της πασχαλιάς. Ασυνήθιστη ησυχία. Δεν ήρθε κανείς να φέρει τροφή και νερό. Τα σκυλιά δε γαβγίζουν. Τον άνδρα που πάντα έρχεται, Ηρώδη τον λένε. Είναι αγνώριστος. Δε φοράει λαστιχένιες μπότες και αμπέχονο. Κομψό κουστούμι, λευκό πουκάμισο, ταιριάζει με τα λευκά μαλλιά. Με τεντωμένο δάχτυλο μετράει κεφάλια. Στάμπα θανάτου η γαλάζια σφραγίδα στο τριχωτό δέρμα μας. Δεν τη βλέπουμε, τυφλωμένοι από την πείνα μας για σανό. Οι
αμνοί βελάζουν, οι αγελάδες μουγκανίζουν. Ψάχνω διέξοδο να σωθώ. Ας μην πιώ το πικρό ποτήρι του θανάτου σήμερα. Το βλέμμα του σκληρό. Δε μου χαϊδεύει το κεφάλι. Γλιστρώ αθόρυβα και βγαίνω από την πίσω πόρτα. Είμαι δυνατή. Θα τρέξω στο μακρινό λιβάδι. Όσο μπορώ πιο γρήγορα. Μάταιος κόπος. Ο Ηρώδης μου κλείνει απειλητικά το δρόμο. Άνθρωπος, πρέπει να γίνω, άνθρωπος σκέφτομαι. Φοράω τη μάσκα γυναίκας. Το παγωμένο πρόσωπο αδύνατο να κρύψει το φόβο. Η γυναικεία σαγήνη δεν ξεγελάει το
άγριο αρσενικό. Φοράει τη μάσκα του λύκου, πλησιάζει με σιγουριά  
το θύμα του. Είμαι το μικρό κοριτσάκι στο δάσος και αυτός ο αχόρταγος λύκος. Απόηχος τα τελευταία βελάσματα των αμνών. Ακούω μόνον τους κτύπους της καρδιάς μου. Πετάω την ψεύτικη ανθρώπινη μάσκα. Δε θα αρνηθώ αυτό που είμαι. Σηκώνω περήφανα το κεφάλι μου. Κοιτάζω τον κόσμο με τα μεγάλα μάτια μου για τελευταία φορά. Εγώ είμαι, σπάει μια φωνή μέσα μου. Μεταμόρφωση. Είμαι Ιερή Αγελάδα, αθώος Αμνός, Μαρία Μαγδαληνή, Γυναίκα. Έτοιμη για τη μεγάλη Θυσία και την Ανάσταση.


ΜΑΡΙΑ ΔΟΥΜΠΑ


ΔΙΑΒΗΤΗΣ


Νυχάκι σε κομψό πόδι φοινικόπτερου
το χαρτί τρυπά το κέντρο σταθερά ορίζει
στου λαιμού τη βίδα η ακτίνα αιχμάλωτη ο κύκλος τέλειος
η αρχή και το τέλος μαζί
η γέννηση κι ο θάνατος αξεχώριστα
βρέφος νήπιο παιδί νέος μεσήλιξ  υπερήλιξ
στην τροχιά του να χορεύουν.
Μα αδέξια χουφτίτσα
ξυλοπόδαρο ανάστησε
που σ’ ανοιχτή πλατεία παραπατά
την ακτίνα ξελευτερώνει
κι επάλληλους κύκλους ζωγραφίζει
τον χρόνο σε λαβύρινθο μπερδεύει
και στον γύρο του θανάτου
παράλληλες ζωές χαρίζει.



ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΣΥΝΝΕΦΑ


Κανείς δε θέλει δίπλα του
μια γυναίκα με κεφάλι από σύννεφα.
0α έπρεπε, λοιπόν, να φύγει από το χωριό — μοιραία —
τη βαλίτσα της έφτιαξε γρήγορα
και με τη δημιουργική της ασάφεια τη γέμισε
στη μέση του χωραφιού στάθηκε
και με τα εύγλωττά της δάχτυλα την κράτησε.
Η σαγήνη της απλώθηκε γρήγορα
και στον ιστό της κοκάλωσαν πάραυτα
τα αρπακτικά αρσενικά του κάμπου.



ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΟΥ


ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΘΡΟΙΣΜΑΤΩΝ


Κάτω από το δέντρο που δεν είχε σκιά
ζούσε ο άνθρωπος με το βιβλίο
που αντί για λέξεις είχε πουλιά.
Κάθε που το άνοιγε, πετούσαν στα γυμνά κλαδιά
των φτερών τους το ανήλιαγο χάδι,
παλλόμενο άσυλο για της γης τη δροσιά.
Το σούρουπο, ένα ξεφύλλισμα αρκούσε,
σαν μακρόσυρτο θρόισμα, σύνθημα μαγικό,
στη θαλπωρή των λευκών του σελίδων να κλειδώσει
τον άκαρπο πτερυγισμό.
Και κάπως έτσι ο άνθρωπος με το βιβλίο
που αντί για λέξεις είχε πουλιά
έγινε ο στίχος που όταν διαβάσεις,
δραπετεύεις μαζί του από τα λευκά κελιά.


 
ΤΡΙΑ ΧΡΩΜΑΤΑ (KAMIKAZE)


Ο Ιζανάγκι κάλυψε εκδικητικά με την παγωμένη του ανάσα όλο το Ονογκόρο και διέταξε τους ανέμους να κοπάσουν για πάντα στο νησί καταδικάζοντας τους κατοίκους στην αιώνια αφάνεια μιας απόκοσμης καταχνιάς. Ο θρυλικός σαμουράι Μιγιαμότο Μουσάσι, ο μαέστρος με το διπλό κατάνα, τεμάχιζε την απροσπέλαστη ομίχλη που είχε περικυκλώσει αποπνικτικά το ανάκτορο Γιασιροντόνο στην ενδοχώρα. Σμήνη πουλιών εφορμούσαν από την ηλιόλουστη κορυφή της παγόδας στο πυκνό νέφος των υδρατμών για να ενισχύσουν τον τιτάνιο αγώνα του νεαρού ξιφομάχου. Μέσα στο χνώτο
του Θεού μια δίνη από φτερά και απαστράπτουσες λεπίδες άνοιγε τον δρόμο που διέσχιζε το δάσος με τις καμέλιες μέχρι την απέραντη θάλασσα. Ο Ιζανάγκι είχε κατατροπωθεί.


ΜΑΡΙΑ ΛΕΒΑΝΤΗ


Ο ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


«Του έρωτα μέγα κακό
σπαράζεις τους ανθρώπους»
και σ' όποιον με βουλιμία αφήνεται
για να γευτεί τον πόθο,
στέλνεις ξοπίσω του ύαινα
ν' ακολουθεί και σκότος.
Κι αφού γυρνά ολόγυμνος
σε καλντερίμια άδεια
φλογίζεται μέσα η καρδιά
και καίγεται η σάρκα.
Άφρονα λόγια λέγονται
σαν φυσική ανάσα
και ό, τι λαχτάρα κάποτε
τώρα σπασμένη μάσκα.
Κύπριδα, όπου άφησες το βέλος σου να πέσει,
κατόπιν ήρθε μαρασμός και φύτρωσε αγκάθι.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ


Αραδιασμένοι στο πεζούλι του σπιτιού εγώ και τα πέντε μου αδέλφια. Έτσι μου είπε ο πατέρας. Αδερφοί από άλλη μάνα. Πατέρας ο ίδιος. Πόσες μαμάδες έχω; Η δίκιά μου μαμά έχει πεθάνει. Ο μπαμπάς λείπει συνέχεια για δουλειές. Τον περισσότερο καιρό στο σπίτι μένουμε εγώ και οι πέντε
μου αδερφοί. Την ημέρα απουσιάζουν. Επιστρέφουν πάντα αργά το βράδυ. Μ’ αγαπούν πολύ. Έτσι μου λένε. Κάθε νύχτα πλαγιάζει μαζί μου και άλλος αδερφός. Να με προσέχει. Με σφίγγει πάνω του. Κάθε πρωί πηγαίνω στο ποτάμι. Πλένω τα λερωμένα ρούχα για να ασπρίσουν. Βάφονται κόκκινα τα
βότσαλα. Το μεσημέρι κολυμπάω. Κάθε μέρα. Το παγωμένο νερό με εξαγνίζει. Τα ρούχα μου στεγνώνουν πιο γρήγορα απλωμένα. Έχω μόνον ένα φουστάνι. Κι ένα παλτό. Τα φορώ χειμώνα — καλοκαίρι. Το παλτό είναι της μαμάς. Της δικής μου μαμάς, που έχει πεθάνει. Δε νιώθω φόβο τυλιγμένη στο παλτό της. Την αισθάνομαι να με αγκαλιάζει. Τη μυρίζω. Μύριζε ωραία η μαμά. Σαν λουλούδι. Το σούρουπο έχει πάντα χρώμα μοβ κυκλάμινου. «Γύρνα σπίτι», την ακούω να λέει με απαλή φωνή. «Νυχτώνει». Επιστρέφω με το κεφάλι μου
σκυμμένο. Σήμερα θα κοιμηθεί μαζί μου ο μεγάλος. Είναι δεκαεννιά χρονών. Αύριο επιστρέφει ο μπαμπάς. Έστειλε γράμμα. Φορώ το παλτό και κάθομαι σ’ ένα σκαμνί μπροστά από τα πέντε μου αδέρφια. Είμαι έτοιμη τώρα για την οικογενειακή φωτογραφία.



ΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΡΙΑΝΟΣ


ΩΔΗ


Φεγγάρι εσπερινό
ανέτειλες κι απόψε
δίσκος πορφυρός
τα άστρα διαμάντια χορευτές
απέραντη βεντάλια η νύχτα
φεγγάρι του κάμπου
σε κύκλους βραδινούς με παίρνεις
η λάμψη αγκάλιασε τα δέντρα
βελόνες μπερδεμένες οι σκιές
το χρώμα φύτρωσε στο χώμα
ροζ, λιλά και κόκκινα λουλούδια
φεγγάρι μου λιμναίο
αφράτα λαμπυρίζουνε τα κύματα
μικρά παιδιά χορεύουν στην προβλήτα
μαύρο βελούδο φάνηκε στα βλέφαρα
στην τρυφερή τους ράχη χώρισε το δέρμα
σχίστηκε αργά σαν το χλωρό κουκί
κάτω από το φως γεννιούνται κύκνοι
φεγγάρι μου στα όρη
τραυλό μου τύμπανο
βουνό που μάδησες
κι έγινες βράχος στρογγυλός
γεμάτος σκοτεινές χαράδρες
φεγγάρι μου πανοπτικό
απαρηγόρητος ο άνθρωπος
περίκλειστος περίβολος
μια στείρα μήτρα η φυλακή
φεγγάρι μου ακίνητο.
[Τα αηδόνια ξενυχτάνε στις πληγές μας]
«Ωραίος τίτλος», είπε ο διπλανός μου
αυτή η σκηνή παίζεται κάθε βράδυ
επάνω στα φθαρμένα μας σανίδια
τριγύρω νυχτερίδες θεατές
ψηλά στέκει η αυλαία λαιμητόμος.


Ο ΜΕΤΡ


Ο εκκεντρικός Μετρ κρατούσε το ξεχωριστό του ματογυάλι σαν να ήταν προέκταση του χεριού του. Αυτό το μονόκλ στηριζόταν σ’ ένα κομψό, λεπτό, σκουρόχρωμο μπαμπού, που στην άλλη άκρη του έκρυβε μια λεπίδα μαχαιριού. Το κοράλλι φόρεμα ήταν η αγαπημένη του εμφάνιση για μια λαμπερή βραδιά, όπως είναι τα εγκαίνια της έκθεσης των έργων ζωγραφικής του. Οι πίνακες κρεμάστηκαν από το ταβάνι με τη σειρά που διάλεξε. Κανείς δεν ακουμπούσε στους φωτισμένους τοίχους. Τοπία της άνοιξης με μεγάλες κηλίδες κόκκινου χρώματος, άλλοτε πίσω από ένα δένδρο κι άλλοτε μέσα από τις πέτρες.
0 μετρ είχε αγωνία λίγα λεπτά πριν ανοίξουν οι πόρτες. Κάθε λίγο πλησίαζε και εξέταζε από κοντά τους πίνακες του. Σχεδόν κόλλαγε το μονόκλ πάνω στις κόκκινες κηλίδες.
Εξέτασε προσεκτικά όλους τους πίνακες κι έμεινε ήσυχος πως δε θα το προσέξουν.
0 μπάτλερ άνοιξε τις θύρες και στάθηκε ατσαλάκωτος για την υποδοχή του κόσμου.
Δίπλα στην είσοδο υπήρχε η μικρογραφία από το κεντρικό έργο της έκθεσης τυπωμένη πάνω στο εξώφυλλο του καταλόγου με τίτλο «Ανεξιχνίαστα Εγκλήματα».



ΚΟΡΙΝΑ ΜΑΥΡΑΚΗ


ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ


Κορίτσι, που τριγυρνάς ανέμελο
και παίζεις με μια πάνινη κούκλα,
με το καλό σου φόρεμα
ν' αδιαφορεί για τους μαβιούς λεκέδες απ’ τα βατόμουρα,
στο πρώτο βαγόνι της ζωής
επιβάτης βρέθηκες να τιτιβίζεις.
Στάση πρώτη: Αθωότητα.
Κρέμασες μια κιθάρα στον ώμο,
τίναξες με δύναμη τα λυτά σου μαλλιά
και καλπάζοντας
στο δεύτερο βαγόνι ανέβηκες.
Όρθια, γεμάτη ανυπομονησία,
χτυπάς το σανδάλι στο δάπεδο.
Δεύτερη στάση: Νεότητα.
Στο τρίτο βαγόνι άλλαξες ένδυμα.
Με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια βήματα σταθερά.
Στο ένα χέρι το μωρό, στο άλλο τον χαρτοφύλακα,
«κόψε ταχύτητα» λες στον οδηγό.
Στάση τρίτη: Μητρότητα.
Αναπαυτικά στην άδεια θέση κάθισες.
Νοερά ξεφυλλίζεις τη ζωή σου.
Χαϊδεύεις τα σημάδια του χρόνου.
Κοιτάζεις γύρω σου: τρένα παροπλισμένα.
Τέταρτη στάση: Ωριμότητα.
Ενδεδειγμένη διαδρομή γυναίκας
Στάσεις κατά συνθήκην ή κατ’ επιλογήν.
Εισιτήρια μετ' επιστροφής δεν εκδίδονται.


ΕΞΩΣΤΗΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ


Δώδεκα το βράδυ. Η ώρα των μεταμορφώσεων. Στην αρχή φάνηκε μια συνηθισμένη μάζωξη παλιών γνώριμων για ποτό και κουβεντούλα.
Ώσπου φάνηκε ο Κύριος με τα άσπρα και ξαφνικά φωτίστηκε
ο χώρος, τόσο που έκανε τους περαστικούς να σταματούν για
να Τον δουν και να Τον ακούσουν.
Τα λόγια Του προφητικά έκαναν τους προδότες να ψάχνουν τρόπο διαφυγής.
Μια πόρνη που κρυφάκουγε στο άνοιγμα της πόρτας ένιωσε να ζυγιάζεται στο φως και στο σκοτάδι, καθώς τα παρακάτω λόγια άκουσε:
"Μετανοείτε, σπεύσατε, ήγγικεν ο χρόνος!"
Μετά τον Χρόνο κοίταξε στο βάθος καβαλάρη και τόσο που την τρόμαξε, κρύφτηκε στο σκοτάδι.




ΚΑΙΤΗ ΣΤΑΦΥΛΙΔΟΥ-ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ


ΛΥΡΙΚΟ ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ


Στους διακόσιους είκοσι βαθμούς της κεραμικής εστίας
αλείφεις με κρασί και μέλι
το σφάγιο του Κυριακάτικου τραπεζιού.
θυσία στη Θεά Εστία.
Επάνω στο διαχωριστικό έπιπλο του σαλονιού
σκεβρωμένη φωτογραφία
σε αποχρώσεις σάπιου μήλου της πολαρόιντ.
Μπαμπάς και γιος με την αθώα αφιέρωση:
«Δεν ζούμε χωρίς εσένα. Εσύ;»
Μετροπόλιταν Όπερα - Θεσσαλονίκη.
Δύο χάπια πτήση η επιστροφή σου.
«Δεν ζούμε χωρίς εσένα. Εσύ;»
Την κορνίζωσες σήμερα
όχι από την πλευρά της εικόνας,
αλλά του λόγου.
Έστρωσες το τραπέζι με σουπλά από παρτιτούρες
στα αυτιά σου φλάουτο και πιάνο και κρουστά
και ο ιδρώτας σου να αχνίζει από τις πρόβες
σ ένα κονσέρτο όπου θα έλαμπες ως ντίβα.
Έψαξες όλο σου το σώμα,
όνειρο πουθενά.
Μόνο μια απορία αναβόσβηνε.
Πώς είναι δυνατόν
μια αφιέρωση σε φωτογραφία
να έχει γίνει εντολή
για «κατ' οίκον περιορισμό»;


ΣΕΛΗΝΗΣ ΕΜΜΟΝΕΣ


1 Η ΑΠΟΛΥΜΕΝΗ ΠΕΤΡΑ


Όταν άκουσε το φεγγάρι να ουρλιάζει,
ήξερε πως είχε έλθει πια η ώρα-
πιο βαθειά στη γη παράχωσαν τους σπόρους οι αγρότες,
τελείωσε βιαστικά ο χρυσοχόος
τα μάτια από φεγγαρόπετρα σε μια τίγρη,
καρφίτσα που θα στόλιζε ένα πέτο.
Τα νερά του Ευρίπου ησύχασαν,
ούτε πάνω ούτε κάτω,
σ’ ερωτικό αγκάλιασμα με λαίμαργες ρουφήχτρες.
Η ίδια βεβαιώθηκε
πως κόλλησε σωστά κάθε ευάλωτο μόριο
απ’ το θρυμματισμένο της κομμάτι,
να μην εισχωρήσουν στα σπλάχνα της
το φως και η γονιμότητα
και την παρενοχλήσουν
και από μόνη της ζητήσει
να πάψει πια να είναι πέτρα



ΣΟΦΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ


ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ


Πεταλούδα του Απρίλη
με έλεγες κι εγώ χαμογελούσα,
δεν πίστευα στα λόγια σου.
Μα μια μέρα που ήταν
Πρωταπριλιά, τα πίστεψα.
«Στα μάτια, αχ! στα μάτια σου
πανέμορφοι ιριδισμοί.
Στα χείλη, αχ! στα χείλη σου
το νέκταρ δε χορταίνω.
Εκλιπαρώ σε, σε ποθώ
μακριά μου μην πετάξεις».
Σ' άκουσα κι έμεινα μαζί σου.
Κι ήρθαν βαριοί Χειμώνες
τσάκισαν τα φτερά
καυτά καλοκαίρια
που έλιωσαν ό, τι απέμεινε από αυτά.
Και να 'μαι πάλι την πρώτη μέρα
ενός Απρίλη γέρου.
Τώρα σαν κάμπια σέρνομαι.
Στη θέση των όμορφων φτερών
ορθώνεται καμπούρα άσχημη,
γεμάτη γνώση.
Μα τι παράξενο.
Εσύ όταν με κοιτάς,
βλέπω στα μάτια σου
πάλι εκείνη την πεταλούδα τ' Απρίλη



ΦΕΤΟΣ ΤΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΘΑ ΦΟΡΕΘΟΥΝ ΣΤΕΝΑ


Η τελευταία τάση της μόδας, για το πιο εντυπωσιακό χαμόγελο του 2018, είναι η μνημονιακή. Ακούγεται ότι φέτος θα φορεθούν πολύ τα χαμόγελα κρίσης σε λιτές γραμμές και ότι θα καταφέρουν για πολλά χρόνια να μείνουν στην επικαιρότητα χάρη στο μοναδικό τους στυλ. Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι φέτος τα χαμόγελα θα φορεθούν στενά. Collection με χαμόγελα κολλητά, με τρύπιες τσέπες, κατακλύζουν τους οίκους μόδας και αγοράζονται σωρηδόν από τις επώνυμες κυρίες που εισπράττουν το επίδομα αλληλεγγύης.
Οίκοι μόδας υψηλής ραπτικής με χαμόγελα μίνι, στενά και θλιμμένα, για σκοτεινά πρόσωπα, αγοράζονται ασύστολα από κυρίες της υψηλής κοινωνίας που εισπράττουν το κοινωνικό μέρισμα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας υιοθέτησε την ανερχόμενη μόδα φορώντας ψεύτικο χαμόγελο, αλλά επίσης στενό. «Φέτος, τα χαμόγελα θα φορεθούν στενά απ' όλους τους Έλληνες», ανακοίνωσε ο αρχηγός της χώρας από το βήμα της Βουλής που είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος οίκος σε χαμόγελα απαξίωσης και ανικανότητας εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.



ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ


ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ


Στροβιλιζόταν στο νερό
χάραζε κύκλους ομόκεντρους
η Εύα
με ένα μήλο στο χέρι
και ένα φίδι τυλιγμένο στα μαλλιά.
Χαμογέλασε
κι από το βάθος της θάλασσας αναδύθηκε
ένας άντρας.
Πάμε, της είπε.
Εκείνη ακολούθησε.
Το δέντρο λύγισε το κορμί
έγινε στρώμα.
Ο άντρας μύριζε φύκια
η γυναίκα χώμα
η αναπνοή ακούστηκε βαριά
ενώθηκε με το κλάμα ενός παιδιού.
Μια φλογέρα
κι η φωνή του Ήλιου
«Χους ει και εις χουν απελεύσει».



ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ


Το ξέρω, ναι, ήταν ανόσιο
ο Ιουλιανός, Ρωμαίος αυτοκράτωρ ικανός,
ισότιμος του Καίσαρος και του Αυγούστου,
φιλόσοφος και συγγραφεύς
στην γλώσσαν την ελληνικήν,
να χαρακτηριστεί με τον κατάπτυστον τον όρον αποστάτης
μόνο και μόνο γιατί επέμενε
στους δώδεκα θεούς
και αυτοχαρακτηρίζονταν Έλληνας·
ένας απλός παγανιστής
αξιοκαταφρόνητος
στους ύστερους τους χρόνους τους χριστιανικούς.
Μεγάλη αδικία
διά το ήθος του το ελληνοπρεπές.
Είχαμε, ως φαίνεται, εμείς οι χριστιανοί
πολύ βιαστεί.
Άχαρον πράγμα η βιασύνη.
Φέρνει εις τους αιώνας μεταμέλειαν.
Όμως πώς θα ημπορούσε να επιζήσει
ένας Ρωμαίος παγανιστής
στην ώριμην της ιστορίας την στροφήν
στην αφομοίωσιν ενός Πλάτωνος
απ' τον Χριστιανισμόν
στην τελεσίδικην της ιστορίας την καμπήν;
Εγώ τον παραδέχομαι τον Ιουλιανό
τον παραβάτη
τον τελευταίον ειδωλολάτρη
Ρωμαίον αυτοκράτορα
διά την επιμονήν
και το αμετάκλητον της φρόνησης
άξιον να επαινείται εις όλους τους καιρούς.



ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΨΥΛΛΑΚΗ


ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ


Κάθισε πάνω στο χέρι μου,
ανοιγόκλεισα τα μάτια,
η ψευδαίσθηση έγινε πραγματικότητα,
ήταν ακόμα εκεί, με αιχμαλώτισε το χρώμα
καθώς έβλεπα το φως να πέφτει πάνω της,
δαχτυλίδια από αποξηραμένες φέτες λεμόνι
έπλεκαν τον κορμό της.
Τα πόδια της έξι στον αριθμό.
Αγκάλιαζαν σαν στάχυα χωρίς ακτίνες φωτός το δέρμα μου.
Τα φτερά της, αγγέλου φτερά,
γυμνά με ηλεκτρισμό,
διάφανα τα μάτια αριστερά και δεξιά στο κεφάλι
σαν μικροί σκαντζόχοιροι να με κοιτάζουν με αγωνία.
Το κινητό που κρατούσα σφιχτά στην παλάμη χτύπησε.
Έκανα μια απότομη κίνηση
-ο πόνος έντονος και διαπεραστικός-
με βαριά καρδιά άφησε το κεντρί της,
έτσουξε, αλλά έμεινα ακίνητη
με ένα πέταγμα έπεσε σχεδόν ξερή πάνω στο τραπέζι,
να με κοιτάζει με τα τεράστια μάτια της,
σαν στρατιώτης που με τιμή αποχαιρετάει
λίγο πριν πεθάνει.


ΤΟ ΤΡΕΝΟ


Έβρεχε ασταμάτητα, λες και μάλωναν όλα τα στοιχεία της φύσης μαζί. Το ρολόι στο σταθμό έδειχνε ότι ήταν πέντε η ώρα, μα ήταν βαθιά μεσάνυχτα. Βρεγμένη και με το τακούνι της σπασμένο η Φέιθ βρήκε καταφύγιο κάτω από το υπόστεγο σφίγγοντας στο χέρι ένα μουλιασμένο εισιτήριο που είχε
αγοράσει μέρες πριν. Οι σταγόνες της βροχής χάιδευαν το πρόσωπό της. Οι λιγοστοί άνθρωποι που ήταν εκεί μετακινήθηκαν για να χωρέσουν όλοι κάτω από το υπόστεγο. Ο Αλ σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν που συνόδευε την άγρια μουσική του ουρανού, σήκωσε το ρυτιδιασμένο και άπλυτο πρόσωπό του και την κοίταξε βαθειά στα μάτια. Ο Κλαρκ σταμάτησε να χτυπά τα δάχτυλά του στο παράθυρο και άρχισε να τα χτυπά στην κλειστή πόρτα του σταθμού, όμως κανείς δεν άνοιγε. Ο κύριος Τολλ καθόταν σε ένα παγκάκι και κάθε
λίγο έβαζε ένα κιάλι στο μάτι, λες και δεν έβλεπε κανένα γύρω του. Όλοι οι επιβάτες είχαν τον ίδιο προορισμό. Περίμεναν το τρένο που θα έφτανε σε μερικά δευτερόλεπτα. Πήγαινε σε μια χώρα χωρίς γυρισμό. Το τρένο σφύριξε καθώς έφτασε στο σταθμό. Όλοι τότε σηκώθηκαν, μα κανείς δεν προσπάθησε να επιβιβαστεί. Κατευθύνθηκαν προς την αντίθετη φορά, σ’ ένα χωράφι που στη μέση του στεκόταν ένα σκιάχτρο και κρατούσε μία τεράστια ομπρέλα. Ο καθένας πήρε και κάτι από το σκιάχτρο, ο Αλ το παλτό, ο Τολλ τη μπλούζα, ο
Κλαρκ το παντελόνι. «Θα πάρω και τις μπότες», είπε κάποιος και τις φόρεσε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που τους έκανε να γυρίσουν το κεφάλι. Το τρένο είχε εκτροχιαστεί στον ουρανό. Για πάντα.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου