4/12/18

ΝΟΠΗ ΧΑΤΖΗΙΓΝΑΤΙΑΔΟΥ









ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ   (2015)


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Στο διπλανό δωμάτιο
το ζεστό στήθος μιας γυναίκας
μωρού ανάσες το αγκαλιάζουν

Στο διπλανό δωμάτιο
συνουσιάζονται του ποιητή οι λέξεις
και με τις νότες του
συνθέτει συμφωνίες
στα κράσπεδα της μοναξιάς του

Ζω
στο ενδιάμεσο δωμάτιο
Τις νύχτες
οι μελωδικές ανάσες τους
με νανουρίζουν
Τις νύχτες
ονειρεύομαι
τους τοίχους των ανθρώπων
κάποτε να σπάσω

Στην πραγματικότητα
εγκυμονώ ένα μωρό
που όνειρα θηλάζει
και έναν ποιητή άδοξο
φυλώ
κάτω απ’ το λαβωμένο στήθος μου


ΠΑΡΑΘΥΡΑ


Σήμερα
αγόρασα ένα παράθυρο,
ένα παλιό δρύινο παράθυρο
με λευκές κουρτίνες
Τα ξύλινα παραθυρόφυλλά του
έχουν της πρόθεσης τα χρώματα

Στο γκρι μαρμάρινο πεζούλι του
γέρνουν κόκκινες ελπίδες

Σήμερα
αγόρασα ένα παράθυρο

όχι, δε μου στοίχισε πολύ
μονάχα που αιώνες άχρονους

σε πληρωμένα παράθυρα
αιωρούμαι



ΜΝΗΜΕΣ


Δε θυμάσαι πια

εκείνες τις γυναίκες που αδιαμαρτύρητα
τον ζυγό τους υπέμεναν
εκείνες τις ξεθωριασμένες μορφές
απ’ την κλεψύδρα του χρόνου

Δε θυμάσαι πια

τα πλεγμένα με στάχυα δετά μαλλιά τους
τα χαραγμένα χέρια απ’ τον αμίλητο πόνο

Δε θυμάσαι πια
τα χαμογελαστά ηλιοκαμένα πρόσωπα

ούτε την αιτία, τον σκοπό της ύπαρξης
δε θυμάσαι

θυμάσαι καλά

της μηδαμινότητάς σου τον αργαλειό,
που τρυπά ανέγγιχτα το δέρμα σου
και το εύθραυστο περπάτημά σου
στους άσκοπους δρόμους


ΦΟΝΙΣΣΑ


Πλέον
φόνισσα είμαι,
όποτε η έμπνευση λεηλατεί το είμαι
γιατί
του παρελθόντος τα ποιήματα
ερινύες, που τη συνείδηση κατασπαράζουν

φόνισσα είμαι,
μα δε λυπάμαι τα παιδιά
που γεννώ κι εξολοθρεύω,
φοβάμαι
ότι με τα νεκρά ποιήματα
το είμαι κηδεύω



ΡΩΓΜΗ


Κανείς δεν είδε τη ρωγμή
στο πρόσωπο
μόνο το γέλιο
αυτό φαινότανε

Ανείπωτες ρωγμές που χάραξε
κρύσταλλο αιχμηρό
το δάκρυ
στο βάθος το παρθένο


ΠΟΛΕΙΣ


Υπάρχει μια πόλη μέσα μου,
μια ακοίμητη πολιτεία με φώτα άσβεστα
και δρόμους πολυπληθείς και παράλληλους

Ο πατέρας έχει πρωταρχική θέση μέσα μου
σαν σήμερα έφυγε
ξέχασε τα κλειδιά πίσω στην πόρτα
και στην πολιτεία μου εκκρεμότητες

Ο πατέρας
για πρώτη φορά «σ’ αγαπώ» είπε
λίγο πριν φύγει,
σε συγγενείς, σε φίλους
στην κόρη του μία φορά «σ’ αγαπώ» είπε
Αμέσως μετά τα μάτια έκλεισε

κι απ’ την πόλη μου έφυγε


ΚΑΘΑΡΜΟΣ


Αν μου επιτρέπονταν θα έγραφα
υβριστικά συνθήματα σε τοίχους
Αν μου επιτρέπονταν σε πλατείες
θα συλλάβιζα ηχηρά:
«Αλήτες, πονάω»

Αν μου επιτρέπονταν θα έσπαγα
με τα δόντια τον ατσαλένιο κύκλο μου

Εάν είχα τη δύναμη θα δραπέτευα
σ’ έναν άλλο θάνατο,
νεκρή να μην πονάω

Κουράστηκα
να υποδύομαι προσχεδιασμένους ρόλους,
που οι ανελέητοι καθόρισαν

Κουράστηκα
να ‘μαι πολίτης αγαθός
σε πόρνη χώρα



ΦΘΟΡΑ


Προσπαθώντας οι φθαρτοί
ν’ αναδυθούν μεσ’ απ’ το τίποτα
που πια τους περιβάλλει,

εξαργυρώνοντας
το ελάχιστο απόθεμα ονείρου
που τους δάνεισαν
με τόκο οι ιερόσυλοι

έχασαν τη ζωή τους
ανάμεσα στο μάταιο
και το πενιχρό,

ενώ συνεχίζουν
να επικαλούνται
τον κατά την ουσία απρόσιτο θεό
τις ψυχές τους για να σώσει
απ’ το διάολο

Κι ο κύκλος της αθανασίας
 όποτε γεννιέσαι
κλείνει


ΜΥΣΤΗΡΙΟ


Στων ερωτικών περιπτύξεων
τις ιεροτελεστίες
σα γυναίκα-ολοκαύτωμα
προσφέρονταν,
ψυχή και σώμα

Η κάθε κίνησή της μελετημένη
έμπειρα τον έρωτα ύφαινε,
ενώ απουσίαζε η εμπειρία

Ήταν έμφυτα φιλήδονη
ηφαίστειο που λάβα καυτή εκκρίνει
μονάχα εκεί όπου επιθυμεί

Όταν ολοκλήρωνε
την τελετή του μυστηρίου
περιέχονταν στην αγκαλιά του
σα νεογέννητο παιδί,
που μόλις στον κόσμο ήρθε



ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ


Έτσι όπως καταγράφονται στη μνήμη
οι στιγμές, οι άνθρωποι,
η χαρά κ’ οι πόθοι τους,
οι φωνές τους
που δε μ’ αφήνουνε να κοιμηθώ κι απόψε

έτσι βαθιά αποτυπώνεται
κ’ η αγάπη μέσα μου για κείνους

μα πώς να χωρέσω
τόση θλίψη απ’ τα μάτια τους
σ’ ένα δωμάτιο μικρό;

Τουλάχιστον ας πάψουν
οι κραυγές κ’ οι πόνοι τους
να κοιμηθώ για λίγο
σ’ ένα δικό μου όνειρο


ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ


Έτσι όπως καταλαγιάζουν
τα κύματα στ’ άγρια βράχια

όπως σιωπούν οι λέξεις
στο στόμα των νεκρών

όπως οι μέρες συρρικνώνονται
σε νύχτες σκιερές

έτσι όπως σβήνουν ολ’ οι αμίλητοι ήχοι
επάνω στου χρόνου τ’ αδηφάγα πλήκτρα

οι άνθρωποι,
πες μου,
έτσι αγαπιούνται;




ΜΗΔΑΜΙΝΟΤΗΤΑ


Από μία κλωστή κρέμεται όλη η ύπαρξή σου
Μία ανάσα, μία ψυχή σ’ ένα κουβάρι τυλιγμένες
Ο βυθός σου παρθένος
ακατέργαστο ανόργανο υλικό

Ώσπου μια μέρα
το κουβάρι θα ξετυλίξει η άγνωστη δύναμη
το αόρατο χέρι της φθοράς σου
την κλωστή-αιώρα της ύπαρξής σου
θα κόψει

Μία ψυχή χωρίς ανάσα

Από μία κλωστή κρέμεται όλη η ύπαρξή σου
κληρονόμος εσύ
του προπατορικού αμαρτήματος

Κι ο βυθός σου
πάντα παρθένος
μες στης αιωνιότητας τα ασήμαντα



Η ΨΥΧΗ


Σταγόνα,
που δε βρήκε τόπο
να στάξει,
η ψυχή

Τρομαγμένο πουλί,
που στο στήθος μου κρύβεται

Άμμου κουκκίδα
στον υγρό βυθό μου

Πηλός τραχύς
σε χέρια άγνωστου θεού

Σε κόσμο που ματώνει

ασχημάτιστη μάζα
η ψυχή

μα απαιτώ,
απαιτώ να υπάρχω
πάνω στα χείλη σου
λέξη ανείπωτη
άρρητος φθόγγος


ΚΙΒΔΗΛΑ


Είναι κάποια ποιήματα
που θέλησαν να γεννηθούν,
μα ο ποιητής
τα σκότωσε λίγο μετά τη σύλληψη
Τα χέρια του φίδια ποσειδώνια
τον ιερέα του θεού Απόλλωνα
που πνίγουν
την ώρα της θυσίας

Μα, είναι και κάποια όνειρα
που χάρτινα δεν είναι
κρύβονται όταν νυχτώνει
στην άγνωστη πατρίδα

Της εποχής τα κίβδηλα
πολεμιστές δειλοί



ΕΚΛΥΣΗ


Μίλησα,
πολύ σου μίλησα
για τους ψιθύρους των άγριων κυμάτων
για των δειλινών τ’ ακαθόριστα χρώματα
γι’ άχρονες ακτές, που ποτέ δε φτάσαμε
σου μίλησα
για όνειρα παιδιών,
που ποτέ δε θα μεγαλώσουν
για έρημους τόπους,
όπου συμβίωσα με λευκά περιστέρια,
σου μίλησα

για το συριστικό περπάτημα του αδηφάγου χρόνου
για το κόκκινο δέντρο που καλλιεργώ
σ’ ένα σύννεφο, δειλά, σου μίλησα
για τη ζωή σού μίλησα όσο για τον θάνατο

για την άραχλη κόλαση
για τον πόθο της λύτρωσης
πολύ σου μίλησα,
μάταια μίλησα,

σου μίλησα,
τόσο σου μίλησα, που πια φωνή δεν έχω




ΨΥΧΕΣ


Τα ποιήματα έχουν ψυχή κι αν δε τη δεις
ένα από τα δυο συμβαίνει
ή ποίημα δεν είναι
ή είσαι φτωχός


ΣΥΝΤΑΞΗ


Για να ολοκληρώσεις τη μικρή παράγραφο
της ζωής σου
παρενθέσεις και εισαγωγικά δε χρειάζεσαι,
ούτε τα εκκωφαντικά θαυμαστικά της υποκρισίας
Ρήματα και ουσιαστικά χρειάζεσαι
Ρήματα πληρότητας και ουσιαστικά πρόσωπα



ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Υπήρξα περίεργη
με τον συνουσιασμό των λέξεων
και τον οργασμό του ωμέγα,

μα δεν κατανόησα ποτέ
την αναγκαία ύπαρξη του τελικού σίγμα
στις ερωτογενείς παραγράφους





ΑΝΕΚΔΟΤΑ


Πέρασμα


Δεν προσπαθώ
για να λαξεύσω την τραχιά όψη της πραγματικότητας,
ούτως ή άλλως έως κι η πραγματικότητα
μια ψευδαίσθηση παροντική είναι.
Να φτιάξω θέλω έναν νέο, δικό μου κόσμο,
για να ‘ναι λιγότερο αιχμηρό
και περισσότερο ανάλαφρο το παροδικό πέρασμα.
Προσπαθώ
με ό,τι υλικά διαθέτω:
την απλότητα της ύπαρξης, μια ψυχή και δυο χέρια.


 Αόριστη συγκυρία


Το αβέβαιο χάθηκε πάλι.
Το χρεώσαμε στις αισθήσεις.

Τα κύματα μιλούν και δεν ακούγονται.
Οι άδηλες νότες, κουπί στις φλέβες.
Τα μάτια δυο πελαγίσιες θάλασσες.

Ο άνεμος με τα πολλά χέρια του, γυροφέρνει τα μαλλιά στο πρόσωπο,
στους ώμους, ζαλίζει τις άκρες της φούστας ανάμεσα στα μπούτια.
Κι ύστερα πάλι ο άνεμος,
χαϊδεύει τους ώμους, τα πόδια, χαϊδεύει το πρόσωπο.

Η ηρωίδα του βιβλίου, ένα κορίτσι. 

Ακούει τις φωνές ή μάλλον φωνές δίχως οριστικό, 
θαρρεί απ' το σκοτάδι της ντουλάπας ότι έρχονται.
Δε θέλει, εν τέλει, κόπο η αφαίρεση.

Μπορείς και αγγίζεις τον άνεμο με το κόκκινο αίμα σου που δε φαίνεται,
μα σε υπάρχει.
Το αβέβαιο πάλι χάθηκε.
Ναι, η απλότητα που μέσα σου ρέει είναι άγια.


 Στο εδώ και στο πέρα (Μάθημα 1ο)


Μιλά για τον θάνατο όπως για ένα σχέδιο
"Έτσι θα γίνει. Θα πάρω τον δρόμο μου".
Μιλά για το βάδισμα του καρκίνου στο σώμα του, όπως περιγράφουμε
με φυσικότητα τις καθημερινές μας εργασίες.
Να ήταν τόσο απλό.
Να μπορούσα με μια κίνηση μόνο. 

Μια πόρτα να ανοίξω.
Να κατεβάσω λίγο πιο κάτω το πόμολο, να ανεβάσω λίγο πιο πάνω τη ζωή.
Να φύγει η α-σθένεια. 

α φύγει ο πόνος.
Μα ύστερα έρχεται κείνο το φως στα μάτια του, στη φωνή και στο γέλιο του.
" Δεν τελειώνουμε εδώ.
 Έχει συνέχεια. 
Στο φως θα χαθώ"
Κι έτσι λέω, ποια είμαι εγώ, πώς
μπορώ την πορεία που αποδέχτηκε να αλλάξω;
                                                                                 "Στο εδώ και στο πέρα"


Τα χέρια πλατείες


Ο κόσμος χωρά σε δυο γούβες χέρια
Διατάσσονται τα χέρια κι ο κόσμος σκορπά
γίνεται σκόνη, κόκκοι
γίνεται ζάχαρη, αλάτι, άμμος
Ο κόσμος συνθλίβεται
Μα τα χέρια πάλι ενώνουν, προσεύχονται,
σταυρώνουν και σταυρώνονται
Τα δύο χέρια δρόμοι
έλα, περπάτα
Τα τέσσερα χέρια ζεστά
και το ψωμί στο τραπέζι
Να το θυμάσαι:
το παιδί δε φοβάται,
ούτε τη μάνα του δε φοβάται



Ανασκουμπώσου


πίσω απ' τη λεπτή χαραμάδα
-που ζωή λέγεται-
το φως χωράει
Άλλοι το λεν Θεό
άλλοι έρωτα


Υστερόγραφο


Τα παιδιά θέλουν να αγαπηθούν πολύ.
Τα παιδιά θέλουν να αγαπηθούν με λέξεις και με έργα.
Τα παιδιά θέλουν να ακούν το
σ' αγαπώ
δυνατά καθαρά σταθερά.
Τα παιδιά θέλουν να αγαπιούνται ολοκληρωτικά.
Να είναι στέρεος ο κόσμος των παιδιών
κι έτσι να μεγαλώνουν με μάτια χορτάτα, με κοιλιές αρμονικές.
Τι κι αν αγαπηθεί ο άντρας, τι κι αν αγαπηθεί η γυναίκα;
Τα θεμέλια κάποτε-κάποτε  τρίζουν.
Κάπου θα φανεί μια ρωγμή, από κάπου θα μπάζει.
Το παιδί θα κρυώνει.
Ταΐστε το παιδί!
Αγαπήστε τα παιδιά πολύ, με έργα και με λέξεις.
Αγκαλιάστε σφικτά το παιδί.
Χαϊδέψτε το παιδί στο κεφάλι.
Αφήστε φιλιά στο μέτωπο του παιδιού.
Φωνάξτε στο παιδί:
σ' αγαπώ
σ' αγαπώ
σ' αγαπώ...
Να αλλάξει ο κόσμος.
Να ομορφαίνει ο κόσμος.
Να αλλάξουν επιτέλους οι άνθρωποι.
Γιατί, πώς να ομορφαίνει ο κόσμος,
αν δεν αγαπηθούν οι άνθρωποι από παιδιά;



[Η ατέλεια της πληρότητας]


 Το φως διαθλάται στους γυάλινους σβώλους της ύλης, χορταίνει όλα τα πεινασμένα μάτια. Αντιλαμβάνεσαι την πληρότητα που διαχέεται στον χώρο με όλες τις άυλες κουκκίδες σου. Είναι μεγάλες οι  στιγμές, είναι τρανή η διάρκεια. Η πληρότητα σε κρατά. Δεν πέφτεις. Δε δύεις. Όλα τα άκρα ακμαία. Στέρεος είσαι, καθώς προχωράς. Αλλάζεις. Μεταβάλλεσαι. Νοοτροπία αλλάζεις - μετανοείς. Δίχως τελμάτωση. Κι όμως, δεν υπάρχει χθες, αύριο, ιστορία, μήτε μύθος. Σε χρόνο παροντικό, πάλι γεννιέσαι. Ρουφάς με τη μεγάλη μύτη σου την ευωδιά της αρμπαρόριζας, της σάρκας και του βασιλικού. Κάνεις έρωτα όταν κάνεις έρωτα, με κάθε εσωτερικό σου όργανο. Κάνεις έρωτα όταν δεν κάνεις έρωτα με όλες σου τις αισθήσεις. Νιώθεις τη δόνηση στα εγκεφαλικά σου κύτταρα, ταυτόχρονα και στις πατούσες. Αγγίζεις την ξένη ύλη με το ‘να σου δάχτυλο και περνάς ολόκληρος μέσα στο φιλόξενο σπίτι. Έχει δροσιά τα καλοκαίρια και θαλπωρή - η αγάπη - όταν κρυώνεις. Το μέσον - τα σώματα. Οι υγροί δίοδοι υπηρετούν την ένωση. Ο πόθος της καθολικής κατάκτησης επιτυγχάνει τον στόχο του για εκατό και μέρες, για εις το άπειρο. Η γένεση επαναλαμβάνεται από την ίδια μήτρα, το πρόσωπο γεννά το ίδιο πρόσωπο κι αντίστροφα. Το πρώτο πρόσωπο εναλλάσσεται σε δεύτερο κι αντίστροφα. Δηλαδή, είμαι η μήτρα, είσαι ο γόνος. Είμαι το σπέρμα, είσαι η κοιλιά, που τον λόγο κυοφορεί. Οι θνητές ρίζες εξαϋλώνονται με της ύλης τον αφράτο λόγο, με τη γινομένη πράξη της γλώσσας. Μάρτυρας το φως επάνω στα πρόσωπα. Το πρόσωπο προϋποθέτει πρόσωπο. Πρόσωπο δίχως πρόσωπο δεν υφίσταται. Το κρασί και το ψωμί στο τραπέζι. Τα σώματα κοινώνησαν. Η πόρτα διάπλατα ανοίγει, το φως ξανά και ξανά αγκαλιάζει σα μάνα, σαν πατέρας, σαν αδερφή, σαν εραστής. Κάθε αυγή όλα γεννιούνται τώρα. Μαζί. Οι λίθινες απολήξεις των κυμάτων σπάνε με τα τέσσερα χέρια…
                                                                                                                  (απόσπασμα)







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου