22/12/18

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ












ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Δειγματολογικά εδώ τα ποιητικά κείμενα της Μάτσης Χατζηλαζάρου,
ένα είδος χειραψίας και προς τους σημερινούς κατοίκους
της Κοινότητας του Κάτω Γραμματικού, πρώτη εστία και γενέτειρα
των προγόνων πατέρων της.
Ωσάν γόνος του παρόντος γεωγραφικού σημείου (που ποτέ δεν
γνώρισε μα που επιθυμούσε ζωηρά κι αυτό και τη λαλιά του), η
πυρηνική ποίησή της ένα προσκύνημα και μια υπενθύμιση του
απέραντου διακονέματος των αγαθών (μα τόσον επώδυνων)
γραφών στην υπηρεσία της ανθρώπινης καθημερινότητας.
Ο πολιτισμός της ποίησης και πάλι παρών -η αρχή κάθε ομορφιάς
που όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι κατέχουν κρυμμένη τη δυνατότητά της.


Σημείωση:
Τα ενδεικτικά ποιήματα, Μνήμη της Μάτσης Χατζηλαζάρου, προέρχονται
από την έκδοση «Ποιήματα 1944-1985» εκδόσεις Τκαρος 1989, Αθήνα.
Η παρούσα ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου διανέμεται δωρεάν.

Μάρκος Μέσκος
Κάτω Γραμματικό Ν. Πέλλας, 2-9-2012




ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ



Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
Τον καλπασμό του αλόγου.

(Έρως μελαχρινός)



Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι
τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.

(Έρως μελαχρινός)



Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα - εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν
το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία - τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι - ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός - και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.

(Έρως μελαχρινός)



Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

(Έρως μελαχρινός)



Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,
τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.

 (Έρως μελαχρινός)



Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ‘ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.

(Έρως μελαχρινός)



Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.
Το σιγανά κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση
της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.
Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
Η ποίησή μας είναι η ζωή.

(Έρως μελαχρινός -Μάης Ιούνης και Σεπτέμβρης)



Εθωρούσεν ο νιος πίσω απ’ την αγναντεύτρα κουρτίνα.
Επερίμεναν οι σπιλιάδες του Αυγούστου μες στους φουσκωμένους φλόκους.
Ένα αγιόκλημα εσκαρφάλωνε αναστενάζοντας και μοσχοβολώντας -
ίσαμε που έμπλεξε μες στο σύννεφο του δειλινού.
Τόσα δάση φλέγονται,
τόσα παγόβουνα λιώνουνε,
τόσες μανόλιες μας λιποθυμούν,
τόσοι κάμποι μας παιδεύουνε.
Εμείς ας σταθούμε γοργόνες, τα στήθια ξέσκεπα στον ήλιο
-η κεφαλή ριγμένη πίσω, τα μάτια στο κατάρτι.
Η θάλασσα είναι παντάνασσα - πλένει όλους τους καημούς μας.

(Έρως μελαχρινός -Μάης Ιούνης και Σεπτέμβρης)



Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σ’ ένα καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν' ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο.

(Έρως μελαχρινός)



Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλα τα μάτια, και τους καημούς, τα βράχια, τ’ ακρογιάλια,
τους αετούς, τη μουσική όλων των κλαριών, τον αφρό όλων
των κυμάτων.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλους τους ασφοδέλους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου
τα μεράκια, τα ντέρτια — το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,
το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως
και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου
όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου
όταν ζω.
Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
όλες τις μέρες του χρόνου — δικές μου είναι, από τη μιαν
αυγή στην άλλη — με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες,
ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.

(Έρως μελαχρινός)



Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος — για μένα που είναι η μέρα;
Πού ‘ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
πού ‘ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού ‘ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το ‘να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.

(Έρως μελαχρινός)



Στην Σ. X

Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ‘ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο — ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου — ίσως τη δούνε, ίσως
την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι — τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
μου ‘φτάνε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικο μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου και οι παλμοί μου θε να ‘ναι
οι αναπνοές κι οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έ ρ ω τ α,  Έ ρ ω τ α.

(Έρως μελαχρινός)



Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω — μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά — αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι
η τρυφερότης σου.
Ποιος να ‘ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης
Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι· η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ’ τη θάλασσα ως τον κάμπο· οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου
μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου — με το φως,
με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ’ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί
μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.

(Έρως μελαχρινός)



Αυτή η τελευταία σταγόνα του κρασιού περιέχει την κραυγή
μιας μπουρούς, πάνω σ’ ένα κύμα αρμενίζει η σταρένια μου ψάθα.
Α, στάσου! γιατί εκεί δεξιά στον ουρανό είδα το σύννεφο
της καρδιάς μου.
Είναι δικό μου παιδί το δελφίνι, οι αχιβάδες είναι τα
μάτια μου, τα στέρεψεν η θάλασσα.
Εμέτρησα τα γλαστράκια του μπαλκονιού — απ’ αυτόν τον
τιποτένιο αριθμό πάντα λείπει ο εαυτός μου.
Μέσα στα βράχια έζησα μαζί με τόσες πεταλίδες — σε κάθε
τρυφερή λακκούβα της σπηλιάς κρεμάω τη γαλανόλευκή μου.
Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ’ τις παλιές μου φωτογραφίες
(εκεί που ‘μια τόσο απροστάτευτη) — φοβάμαι μη μου φανερωθεί
το προσωπικό μου δράμα.
Έτσι θα βρω μια μέρα μέσα στα σεντόνια μου ένα κόκκινο
τριαντάφυλλο — μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος
της τρυφερότητάς του.
Κι ας μη με πείθουνε τα χέρια των πολλών, κι οι αναπνοές
των πολλών ας μη θαμπώνουνε κανένα μου καθρέπτη — κάποτε
σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ’ το βουνό μ’ ένα μονάχα
στεναγμό ανθρώπου.

(Έρως μελαχρινός)



  Απόγεμα


Μαύρη γάτα γυαλιστεροί
λάγνα σα μάτι
κατοικίδιο
εσύ ελεύθερο
στην ηδονή έχεις
μιαν ανάσα αλλόκοτη
ήμερη ήμερη ήμερη
η ράχη σου βρίσκει
μες στο δωμάτιο
όλα τα λησμονημένα χάδια

κι αν δοκίμαζα με σενανε
τα ξόρκια μου
κι αν σε ονομάτιζα
Γριγρίτσα μου γυαλιστερή
εσύ ελεύθερη

όχι καλύτερα
να σε πω Γριγρία
γυαλιστερή μου λάγνα
Γριγρία
μαύρη σα μάτι
παίζεις καθώς γράφω
ψευτοδαγκάνεις το στυλό μου
Γριγρία λεβεντιά
ξένοιαστα ζυγώνεις
τη μελάνη ή το λόγο
παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά
μα ποτές το ρήμα πεθαίνω.

(Κρυφοχώρι) 



   βράδυ


Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
τον στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που ‘τρίζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι’ αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα
θέλεις να βγεις
έλα ανοίγω την πόρτα
φύγε και συ
δε χωράνε πια τα ψέματα.

(Κρυφοχώρι)



ΣΦΗΚΕΣ


Κουκίδα καϊκιού ταλαντεύεται πάνω στη γραμμή του ορίζοντα
φορτωμένο ψάρια και καρπούζια

μα είναι δυνατόν άλλου και την ίδια ώρα τα χώματα με τις
πετμεζένιες σκιές και τις πυκνές νωθρότητες της ομίχλης να
στολίζονται πάντα με τα κυκλάμινά τους αυτό τώρα που ο ήλιος
πλένει το κατάστρωμα με μεγάλους κουβάδες αντηλιάς και που μονάχα
δυο σφήκες βουίζουνε ακόμα

κι είναι οι σφήκες τα μάτια σου για μένα που πετάνε και ζυγιάζονται
πάνω στις λέξεις γραμμή του ορίζοντα τα δυο σου μάτια που
πιάνουνται και μπερδεύουνται μες στα μαλλιά μου προτού σιμώσουνε
εκείνο το καΐκι το φορτωμένο ψάρια και καρπούζια και τούτες
οι σφήκες τα μάτια σου στριφογυρίζουνε στους ακραίους δεσμούς
μας χαρακώνουνε φλέβες άλλου αίματος τα μάτια σου βέλη
και καμάκια τα μάτια σου βάρκα πάνω στη θάλασσα όπου ορθώνεται
ένα πρόσωπο πολύ μελαχρινό

(Τα λόγια έχουν κρόσσια)



ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ


Η κουρτίνα γαλακτόχρωμη απ’ το φανάρι του δρόμου και βλέπω το
τραπέζι με τις τάβλες κατεβασμένες μπρος στο παράθυρο πότε
σταματήσαμε να λέμε τα αυγά μάτια ή οι μαργαρίτες τις αβίαστες
αρμαθιές απ’ τα λόγια μας ως τα πέρατα ήτανε αυτές συμπαιγνίες
ζέστης κατάσαρκης και τότε χρώματα τροπές ξεκαρδίζονται
τράβα τράβα το χερούλι πλατύφυλλο βασιλικό και χαρταετούς
ξαναθυμάμαι και βλέμματα υγρές μουσούδες πάνω στα γόνατά μας


τώρα ποια αδράνεια ασάλευτη πνίγει το δωμάτιό μου ολόκληρη
μια νύχτα χτυπήθηκα ΜΟΝΗ πάνω σε αντικείμενα ξοφλημένα το
τραπέζι η κουρτίνα και το φως του φαναριού σεληνιακά αντανακλούν
τα κύματα της θλίψης ο ορίζοντας αισθάνουμαι πως τορνεύει
μια υπερμεγέθη γαβάθα τα τοιχώματά της είναι λεία από αρνήσεις
άλλη από μένα λέω στο συφοριασμένο εαυτό μου θα ‘ναι το σαρκώδες
νούφαρο που για κείνην τορνεύει ο ορίζοντας τα μεγάλα
γυαλιστερά φύλλα του όλο σ’ επιφάνεια παραδίνονται στα ασάλευτα
νερά δίχως ένα λυγμό ανάμνησης

(Τα λόγια έχουν κρόσσια)



ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ


Εκεί που ‘ναι κιόλας κάπα ταυρομάχου αίμα και ήλιος και σκιά και
νότισμα της λαγάνας και αρώματα κανέλας που καίνε τον λαιμό
μας η έκρηξη της παρουσίας του όταν το σούρουπο αποκαμωμένο
καβαλάει έναν τοίχο και παριστάνει την μπουκενβίλια όλο άνθος
φραμπαλά και χείλια το ατέλειωτο στραγγάλισμα της απουσίας
που αυτή είναι ο   φαύνος με οίστρους μουσικής πιο
τραχιά κι από τις περιστροφές ανθρώπου και ζώου όταν μάχονται
πιο χυμώδης και απ’ το παχύ φύλλο που νυχιάζω για να νιώσω το
μελίτωμα να κυλάει


στην αρχή ήτανε η μαύρη χάντρα των ματιών των φρυδιών των
μαλλιών το κούμπωμα οι ώμοι ενός ρούχου τ’ ακροφτερούγισμα
των χεριών όπως και όλου του ανθρώπου… η μύτη και οι απλωσιές
της λάμψης πάνω στα μαλλιά στην μύτη στα μάγουλα στα χέρια
η δύναμη των σκελιών τεντωμένη κάτω απ’ το ύφασμα η μυρουδιά
του καπνού και του νεφτιού κατά διαλείμματα και το χτύπημα
του ρολογιού μες στην πάνα) τσέπη μήνα Ιούλιο η κίνηση ν’ ακουμπάει
και να ξαναπιάνει το τσιγάρο με βαθιά φωνή τα δόντια γαλάζια απ’ το πολύ
να ‘ναι άσπρα όπως το άσπρο των ματιών και της χωρίστρας στο πλάι.

(Τα λόγια έχουν κρόσσια) 



Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι

κομπολόι οι ροδοδάφνες φωτισμένες από τα ερευνητικά αυτοκίνητα
όλη νύχτα τις μετράνε μια μια το άλλο κομπολόι απλώνεται νωθρά
κοίτα τα γριγριά που η θάλασσα του Φαλήρου λικνίζει

αγαπώ τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια τι\ς λεύκας

μακριά έξω στον όρμο τα πολεμικά φωταγωγημένα με λαμπτήρες ως
τα πιο ψηλά κατάρτια διαγράφουν μια τρελή γεωμετρία

τα χάδια σου μυρίζουνε γαρίφαλο

λόγχη της πιο περήφανης αγαύης πάνω σ’ έναν ξερό λόφο της Αττικής

ο μηρός σου έχει το χνούδι του ήλιου

φωνές των κυμάτων μες στη σπηλιά όπου σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα
βράχο αγαλλίαση η δροσερή παλάμη στήριγμα της πλάτης μου

πόσο κάθετος είσαι
τη νύχτα ένας φάρος μακρινός σάρωνε και ξανασάρωνε το κρεβάτι
μας από τότε ανοίγω την αγκαλιά μου στο βλέμμα των φάρων

μ’ έχεις γοργόνα ακρόπλωρη

πέρα απ’ τα γαλάζια λαγκάδια είναι το βουνό ανάμεσα οι βελόνες
των πεύκων μας σκιάζουν με κρόσσια κατά την πνοή της αύρας
χαμογελάς βαθιά στα σωθικά μου

(Εκεί -πέρα εδώ, I)



Στο Παρίσι
φύλλα κισσού τρυφερά βλαστάρια
φοίτα πάνω σε σκούρο πράσινο χαλί
σπαρμένο μ’ έξι δάχτυλα ζαρωμένα
που πέσανε απ' την κοκκινισμένη καστανιά
πέρα στον τόπο μου
φωνές υπόκωφες απορημένες
ναι να δρέψουμε τις μικροσκοπικές χελώνες
που διαβαίνουν μες στο μαλακό καυκί τους
αιφνίδια αποκάλυψη ζωής με θαμπώνει

(Εκεί -πέρα εδώ, I)



Ναοί στάδια κρανία διαφανή
σαρκαστικοί μάρτυρες του διάβα μας
μες στον ήλιο πνοές μυρουδιάς
να μπεις στη σκιά είναι κάθαρση
βουητό της σφήκας
πετάει και ψάχνει τα χείλια σου
πάντα με κάποια διακοπή
και ξεκίνημα τριγμού τζιτζικιών
ν’ αγγίξουμε τα τρυφερά βλαστάρια της κληματαριάς
πιο μακριά
το βουνό ξαπλωμένος ελέφαντας
εδώ ο εχθρός ή ο πόλεμος κορόιδευαν
τα πτώματα που πέρασαν από τ’ απόσπασμα
και απ’ τον λιμό

(Εκεί -πέρα εδώ, I)



Σκαρφάλωμα κατηφόρα σκαρφάλωμα και αφού
διαβείς την τελευταία πτυχή της γης
η παρουσία του ναού
που το τοπίο στις Βάσσες σηκώνει
ψηλά στα χέρια και συ να του δοθείς

το χώνεμα αυτό ανθρώπου και φύσης
δεν είναι διόλου πιο συνταρακτικό
απ’ τη βλάστηση του πλάτανου
ακόμα κι αν η δημιουργία είναι τυχερή σύνθεση
από μόρια πολυ-συναρμολογημένα
α να μπορούσα ν’ ανατρέψω λίγο το συνηθισμένο
ν’ ανακαλύψω μονάχα πώς να κάνω εγώ
μια αληθινή ανθισμένη περικοκλάδα
να φκιάσω χίλια μάτια πάντα διαφορετικά
να εφεύρω ένα βράχο με κατσίκια όλο σκιρτήματα
ν’ ανεβάσω στον ορίζοντα έναν τεράστιο ήλιο
λουλακί σε σχήμα χεριού

(Εκεί -πέρα εδώ, I)


Ναυτίλος μεγαλόπρεπος πάνω στο τραπέζι μου
κοχύλι άσπρο και πυρρό
παλιό κέλυφος ζώου με φροντίδα
αν και το περίβλημα είναι πάντα έρμα
εγώ όταν φύγω στο θάνατο
το κάλυμμα που θα ‘χω εκκρίνει
δε θα ‘ναι παρά λόγια λογιών






ΣΤΑΓΟΝΕΣ


Αδιάκοπα ως τον ουρανό
απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών
ως το αίμα
εισδύει μες στο κόκαλο
το πεταμένο πίσω από μια μάντρα με τσουκνίδες
πολύ καιρό αφού λιώσουν οι σάρκες
η σταγόνα
κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού
που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε

φτέρες πλαγκτόν ή ατόλλ
είναι σημάδια στις γλώσσες όπως
η σταγόνα
κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού
που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε
αδιάκοπα ως τον ουρανό
απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών
ως το στόμα μου
δίχως τέλος φανερό
κάθε σταγόνα που κυλάει ξεχειλίζει
και πλημμυρίζει και εξατμίζεται
ένας διάλογος παλάμη με παλάμη
και τα φύλλα αραιώνουνε
το φως εισδύει έως τους κρυφούς λοβούς
μες στη νωπή θαλπωρή
θαλάμη με παλάμη
τα βλέμματα είναι χνούδι φυλλωσιάς
τα λόγια είναι οι φλέβες της
όταν δε σέρνεις πια τ’ αστέρια
σαν του καταδίκου τους χαλκάδες
τ’ αστέρια που σε κρατάνε καθηλωμένο
με τον θάνατο
που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε
σφουγγάρι της κάθε σταγόνας που κυλάει ξεχειλίζει
και πλημμυρίζει και εξατμίζεται
σταγόνες δάκρυα γάλα και σπέρμα
σταγόνες χυμό σταγόνες φαρμάκι
τόσες σταγόνες που πλανιούνται
μετρημένες για κάθε μοίρα
αδιάκοπα ως τον ουρανό
απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών
ως το αίμα

( Εκεί -πέρα εδώ, II)



Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις
κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε
βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι
ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα

(Εκεί -πέρα εδώ, III)


 50 000 000 ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ


Είμαστε αλλόκοτες πόρτες λαδωμένες
καλά με λόγια εργαλεία ή πράξεις
σαλεύουμε έναν καιρό ανάμεσα γέννας και
θανάτου μεριάζουμε μπρος στο «σκιάς
όναρ» έπειτα ξαναγινόμαστε συντρίμμια
μετέωρου στοχασμού         όμως θυμάσαι
κατάκαρδα τη μορφή της Εριφύλης να
διαγράφεται στην ακροθαλασσιά σαν έσκυβε
να μαζέψει ένα κοχύλι ή ένα βότσαλο

(7 γραπτά στα Ελληνικά)



ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ


Άραγε
Με σκάπτεσαι κάπου κάπου
Θυμάμαι πως κοίταζες εσύ γητευτή
τα μάτια σου τόσο ερευνητικά
που να μου σκίζουν την καρδιά
έγδυνες της σάρκας μου το δέρμα
ενώ αυτή δοκίμαζε ένα χαμόγελο
μα είσαι τώρα ο παραχωμένος σπόρος
απ’ όπου φυτρώνουν τα λόγια τούτα
λόγια μιας κλεψύδρας
που αναποδογυρίζει κάπου κάπου
άραγε με σκέπτεσαι

(7 γραπτά στα Ελληνικά)



επίλογος


μετά από το έτος 2000
ο Ζακ Υβ Κουστώ
και οι άλλοι επιστήμονες
θα μας κάνουνε ν’ αγγίξουμε
τη χλιδή της ανακάλυψης
την έξαλλη ζωή της ύλης
την αξία ενός άστρου για μας
σε εκατομμύρια χρόνια φως
απόσταση τότε
ένας βίος ποίησης
δε θα βρίσκεται πια για
κανέναν στο υπερπέραν

(Καλοκαίρι, κύματα μνήμης)




Α η απελπισία του κάτισχνου Πούμα σαν περιφέρεται ακατάπαυστα
μες στο κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω καθένα
απ’ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος του τοίχου για να
φθάσει ως το βάθος της φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια
φωνή τόσο διαπεραστική και παράξενη που την ξανακούω ακόμα
μες στην τάφρο μου

(Ο Πούμας, απόσπασμα)



Στο τσίρκο όταν έχει διάλειμμα κοιτάω κάθε φορά με την ίδια
δυσφορία τον παλιάτσο που παραδέρνει σε όλα τα σημεία της πίστας
κρεμάει την ομπρέλα του το καπέλο του το σακάκι του και τα διάφορα
γιλέκα του μα τούτα σωριάζουνται μόλις συμπληρωθεί η κίνηση
γιατί δεν υπάρχει ίχνος τοίχου ή καρφιού γιατί είναι στο κενό
που κοπιάζει για να περιμαζέψει και να ξεσκονίσει τ’ αγαπητά
κουρέλια που ξανά δοκιμάζει να κρεμάσει και που πάντα σωριάζουνται σταμάτα σταμάτα λοιπόν εγώ είμαι ο παλιάτσος ο γελοίος
δεν ξέρω πια τι να κάνω όλα αυτά που ‘χαμέ αγαπήσει μαζί κι είμαι
εδώ δα με την καρδιά άδεια από σένα
ατελείωτο διάλειμμα χωρίς καμιά συνέχεια από τις βραχυκυκλωμένες
μέρες και τις απογνώσεις μου

(Ο Πούμας, απόσπασμα)



Ήταν η ώρα του φαγητού σ’ ένα ελληνικό χωριό έκανε ζέστη απ’ τ’
ανοιχτό παράθυρο ακούγαμε τα σταματήματα και τα ξεκινήματα
των τζιτζικιών όταν αναστατώθηκα από έναν άλλο θόρυβο
ένας άντρας που περπατούσε μπρος στο σπίτι έβηξε κι αυτός ο βήχας
του καπνιστή μου ‘τανε τόσο κοντινός όσο και το θρόισμα του
δικού μου
κορμιού
πως αυτός
μα αυτός είναι ήρθε να ξανασμίξουμε εσύ μου ξανάρχεσαι εσύ μ’
αγαπάς ακόμα εσύ με γυρεύεις όχι δεν είν’ αλήθεια ναι είναι αλήθεια
πρέπει να μάθω ξανά να μην τα υποψιάζουμαι όλα έχω ακόμα
το δικαίωμα να πιστεύω στον έρωτά μου για να με ξαναβρεί διέτρεξε
όλες τις αποστάσεις
όλα τ’ απραγματοποίητα
θαμπωμένη από χαρά σηκώνομαι απ’ το τραπέζι και ορμώ προς
την είσοδο σταματώ στο κατώφλι της πόρτας
μόλις πρόλαβα να δω έναν άγνωστό μου χωρικό που γύριζε απ’ τα
χτήματα κρατούσε πάνω στον ώμο το φκυάρι του είχε ύψος τέλεια
αποσταμένος

(Ο Πούμας, απόσπασμα) 



είσαι το μαύρο φίλντισι και όλοι του οι στόχοι έως το πλησίασμα
του άσπρου είσαι το κόκκινο το καρμίνι έτσι τα γραψίματά μου
είναι χαρτιά του τοίχου σκισμένα που κρέμουνται μες στο σπίτι
τώρα που γκρεμίζεται με τα δωμάτια να χάσκουνε πάνω στο δρόμο
πώς να γεράσω χωρίς εσένα για ποιόν να γράψω για ποιόν να ξυπνήσω
το πρωί ξαναβρίσκουμαι στο πεζοδρόμιο της δυστυχίας εκεί
που γίνεται κανείς αμέσως θεατρίνος ή άλλη κάποια προσποίηση
για να ξεφύγω απ’ τη φρίκη να ‘μια μόνη


μεγάλες εκτάσεις από μέρες όπου τίποτε για μένα δε ζει καιροί σάβανα γνώρισα επίσης και τους έρωτες του πιοτού και τα μισοψόφια
ποιήματα θρήνοι φτάσανε στο λαιμό μου αλλά τότε το σχοινί της
ανυπαρξίας μ’ έσφιγγε ακόμα παραπάνω

…………………………………………………………………………………………………

(Ο Πούμας, απόσπασμα)



Πως και δε θα ‘τανε μετρημένες οι μέρες μας
όταν οι κόκκοι της άμμου πάνω σε τούτον τον πλανήτη είναι
όσο μαθηματικά υπολογίσιμοι και τα δισεκατομμύρια οι γαλαξίες
τα έκπληκτα μάτια των χτυπημένων πουλιών
καθώς πετάνε θα μπορούσαμε να τα λογαριάσουμε
όπως και την ακριβή χρονολογία της τέλειας εξαφάνισης τους
μπα όλα αυτά τ’ αριθμητά
είναι απείρως απαράδεκτα
ο θάνατός μου κιόλας γνωστός για μένα μοναδικός
μετά απ’ αυτόν δε θα μπορώ
να φορέσω τη μαύρη μου μαντίλα για να σκορπίσω
τα δάκρυα και τα μοιρολόγια των θρήνων μου
ψευδέστατη μοναδικότητα

(Εκεί -πέρα εδώ, 111)









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου