19/2/19

ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ










ΠΥΡ ΕΣΩΤΕΡΟΝ  (2018)


ΦΑΓΙΟΥΜ


Κι εγώ που κουβαλώ
Αιώνες ανήμπορους
Σε κάθε πόρο ανέγγιχτο
Από τον καύσο της ανάσας σου

Που κουβαλώ τόσα ερέβη
και στάχτες άλλες τόσες
από τη λάβα σου
που Πομπηία με βάφτισε
Πώς θέλεις να ξεχάσω?
Η μνήμη σου
Το τώρα
Το ύστερα
Το πάντα
Αναίσχυντα
Με έχει διαπομπεύσει...

Μα εγώ εκεί
Φαγιούμ σιωπηλό
Στον τοίχο της ζωής σου
Να μαρτυρώ ανελέητα
Έναν πυρίμαχο έρωτα



ΛΥΓΜΟΣ


Μου άρεσε κάθε βράδυ
να σου διαβάζω Λίγους στίχους
Μετά αγρίευαν τα μέσα μου
και ζητούσαν φωτιές
Εσύ έσπερνες στο μυαλό μου μικρούς θανάτους
και μάζευες κόλλυβα
Ένιωθες τα πλοκάμια μου
γύρω από το σκοτάδι σου
Δεν μιλούσες
Ξεχνούσες το μεγάλο μου όνομα
Με φώναζες Λυγμό
Κι εγώ έκλαιγα
γιατί χαμένοι πήγαιναν όλοι οι στίχοι μου
Τους έκαιγε ολοζώντανος ο Λυγμός
Κι εσύ αναπαυόσουν με απελπισιά
πάνω στα αποκαΐδια
Μα και κείνη η δήθεν αγάπη σου
πνιγόταν εξήντα οργιές βαθιά
στο μέλλον των ματιών μου
Κάθε βράδυ
πάντα την ίδια ώρα
στον αστερισμό της Απόγνωσης
πεθαίναμε μαζί
τυλιγμένοι στους καμένους στίχους μας
οικειοθελώς και αναπότρεπτα


ΦΙΛΙΑ ΜΟΥ ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΑ


Φιλιά μου πετροκέρασα
αιμάσσοντα , φθονερά
Έτσι καθώς φυτρώνετε
στις παρυφές του πόθου
αφήστε με να οσμισθώ
την άχραντη ευωδιά σας

Είναι σκληρό να μη μπορώ
τουλάχιστον να σας ψαύσω
Ούτως ή άλλως η γλώσσα σας
με γραμμική ομοιάζει
Κι εγώ αγράμματος εραστής
πώς να σας ερμηνεύσω;



ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ


Η νύχτα απλώνει ανασφάλειες
το καλοκαίρι δηλώνει αθώο
-κι ας μην είναι-
τα χιλιόμετρα ορίζουν τη λέξη δυστυχία

Αν ο ουρανός συνεχίσει να με κοροϊδεύει
θα τον ανατινάξω σύγκορμο
Κι ας γίνω η παράπλευρη απώλεια

Θα ανοίξω ένα πηγάδι
θα κατεβώ στην υγρή κοιλιά του
Το θάνατο θέλω να μυρίσω
πρώτη εγώ

Απόψε συμμάχησα με όλα τα νυχτολούλουδα
Θα κρυφτώ στη στάχτη της γύρης τους
μέχρι να σ' αντικρίσω να σκύβεις
να δεις αν μυρίζουν

Απίστευτο τί τεχνάζεται ο έρωτας
για να υποκλέψει ένα δήθεν άγγιγμα
ένα μάλλον φιλί


ΜΙΚΡΟ ΕΡΩΤΙΚΟ I


Είπα
θ' αφήσω το αποτύπωμά μου εκεί
εκεί στο μισάνοιχτο στρείδι
των χειλιών σου
άσπιλο μαργαριτάρι
να μαρμαρώνει τη μνήμη
αιώνια


ΣΙΣΥΦΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Βρεγμένοι δρόμοι
μιας κοιμώμενης πόλης
Οι λακκούβες προσχηματικές
Οι λογισμοί πριόνια
Οι πιτσιλιές της νύχτας
στο μεσοφόρι μου
Ο πόθος κατακερματισμένος
Η ομπρέλα υγρός λυγμός
Η καρδιά θρυμματισμένη

Ω. ! ασίγαστες σιωπές
και συ, ψυχή μου
των κεραυνών
και των Βεζούβιων
πώς αντέχεις να επωάζεις
έναν σισύφειο έρωτα


ΦΙΛI ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


Μασημένο αγριοτριαντάφυλλο
το φιλί μου
Οι λεπτομέρειες του πάθους
ασήμαντες
Τα πεφταστέρια άχρηστα
Τα ρίγη ατρικύμιστα
Τα μονοσύλλαβα άφωνα

Η ουρά του ήλιου στο φευγιό του
μαστίγιο για την αυταπάτη μας
Κουρτίνες που θροούν
ψελλίζοντας τα αμολόγητα
Και τέλος το κατακάθι του έρωτα
πικρό
σαν της αψιθιάς τη φλόγα

Δεν έχουν λυτρωμό
οι ένοχες αγάπες


ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ


Ο ορίζοντας πάντα χαμηλών προσδοκιών
Τα έλατα μαχαίρια
που δεν καρφώνονται ποτέ
στο στήθος του ουρανού
Τα χέρια μου φορούν ακόμη
τα κίτρινα φθινόπωρα των αναζητήσεων
Έχω και μια επανάσταση σε εξέλιξη
αλλά βαριέμαι να τη συνεχίσω

Η φωνή του κοτσυφιού
Η ψαλμουδιά του ορθρινού σήμαντρου
κι εκείνο το χελιδόνι το αναποφάσιστο
ορίζουν τα βήματά μου

Στην παραλία η αμμουδιά τρώει τα πόδια μου
Πάντα αδηφάγο την ήξερα
κι όμως της τα έδωσα
Ίσως βγάλω φτερά
αν τελικά τα χάσω

Άλλωστε ο κόσμος τί θα ήταν
δίχως κάποιες ψυχές ανάπηρες
που τόλμησαν να πετάξουν με θράσος
θάβοντας τις προβλέψιμες τετριμμένες επαναστάσεις;


ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η νύχτα περπατάει σκεφτική
Στήνω παγίδες στον έρωτα
Στήνω αντίσκηνο στον πόνο μου
Χρόνια τον κατοικώ
σαν τη μοναξιά μου
Νομάς των προαστίων της καρδιάς
αόρατη ακόμη και για σένα

         «Γιατί δε μου μιλάς;»

Σβήνω τα χνάρια του φεγγαριού πάνω σου
Ελευθερώνω τα πουλιά που έχω κρυμμένα στον κόρφο μου
Να σε φτάσουν θέλω
να σου τραγουδήσουν τα ανείπωτα

Κρατάς το μαχαίρι
κοιτάς την πληγή μου
Δεν με πονάς
Είσαι πιο μόνος από τη σιωπή
Γονατίζω μπροστά σου
Φιλώ τη θλίψη σου
Μη με φοβάσαι
Είμαι μέλι

Χαράζω με τα νύχια μου την κόκκινη γραμμή
ανάμεσά μας
Εσύ στο όνειρο
Εγώ στο σκοτάδι
Η αγάπη σε αναζήτηση των διακριτικών του πάθους

Έλα να κοιμηθούμε στο άσπρο της νύχτας
Δεν είναι πάντα μαύρο το χρώμα της απόγνωσης



ΕΣΩΤΕΡΟΝ ΠΥΡ


Έσω καθίζηση
Χαμηλά έστρωσα να αναπαύσω την ψυχή μου
Δυο μάτια αναζήτησα
Φως ιλαρόν αγίας μνήμης
μεσ' τα σκοτάδια μου
Σκόνταψα στο σκαμνί σου συναξάρι μου
Ξεστράτισε από τις νότες η ψαλμωδία των καημών
στο κενοτάφιο της ζωής μου

         Έσω εξιλέωση
των τραυμάτων
των παθών και των λαθών
των θανάτων και των αναστάσεων
των τίποτε και των ολότελα
Αγκομαχά η θύμηση
Στο σταυροδρόμι καταρρέει
Μαζί της κι εγώ

Έσω κατάνυξη
Φοράει το πνεύμα μου τα φλουριά
της Κομνηνής
Χύνεται στα χέρια μου το μελάνι της ιστορίας
Διαλέγω τις ψηφίδες μιας επανάστασης
Σφυροκοπά στα μηνίγγια μου η άλωση
του Εγώ
Κανείς προδότης
καμιά ιεροσυλία
Όλες οι κερκόπορτες δικές μου

Στο αρχαίο στασίδι ολόσωμη στέκεται η Μοίρα μου
Με υψωμένα τα χέρια δέεται
να αντέξει η πήλινη φτιαξιά μου το εσώτερον πυρ
της αναγέννησης
Πόσο χαίρομαι που γεννήθηκα πυράντοχη!


(Μετέωρα... αγναντεύοντας τους πύρινους βράχους της ζωής
μου...)


ΝΑ ΓΙΑΤΊ...


Να γιατί κάθε νύχτα
αλυσοδένω τα ρήματα
Να γιατί κάθε νύχτα
εχθρεύομαι τις παραλήγουσες
Γιατί π αιωνιότητα
τριγυρνάει αδέσποτη
κι αν πέσω πάνω της
χωρίς αντισώματα πια
θα μείνω αθάνατα
απελπισμένη


ΥΠΕΡΤΑΧΕΙΑ


Ταξιδεύω τη ζωή μου
με υπερταχεία
ανηλεούς κατεύθυνσης
Στο τελευταίο βαγόνι
υπνώττουν οι επιβαίνουσες
προσδοκίες
Τσάι καυτό πάνω σε ράγες
εαρινής ομολογίας
ήττας
Δυο περιστέρια αυτόχειρες
σε μετωπική ιδεολογιών
Ο ινδός απέναντι μου
βυθισμένος
σε ένα οξειδωμένο ροκ
Πόση ζωή ξυπόλητη
αντέχει
να κουβαλάει απόψε
ο συρμός
των 12 παρά πέντε
γκρεμούς ;



ΔΙΧΩΣ ΤΟ ΦΩΣ ΣΟΥ...


Η μαύρη γραμμή στον ορίζοντα
Η βουή των θνητών
που ανέμελα
τσαλαβουτούν στη λάσπη
Ο κεραυνός που γίνεται κάρβουνο
Η οσμή του ηφαιστείου
που θολώνει
την μέσα μου Πομπηία
Κι ο Σταυρός του Νότου
να δείχνει αμετάκλητα
το Πάθος
Πώς να περάσουν οι νύχτες
δίχως το φως σου;



ΤΕΛΟΣ


Οι Λέξεις
Οι στίχοι
Οι έρωτες
Οι ημίθεοι θνητοί
Οι απαγχονισμένοι χρησμοί
Όλα τελείωσαν
Εσύ έμεινες χωρίς μάσκα
Εγώ χωρίς χιτώνα
και η ιστορία μας χωρίς κοθόρνους
μίζερη , ασήμαντη, μικρή

Μείναμε τελικά
με ένα μήλο μισοφαγωμένο στα δόντια
και την ουλή από τη μαχαιριά του θανάτου να δείχνει
πόσο ερωτευμένοι υπήρξαμε με την αθανασία μας
κάποτε !



ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΞΟΔΕΥΤΟ  ΦΩΣ  (Υπό έκδοση)


Τρικλοποδίζει η νύχτα


Τρικλοποδίζει η νύχτα
Στ' αζήτητα η αγάπη μου
Στο βάθος ένα σκουπιδιάρικο
με την οσμή των τεθνεώτων
Τρίτο μπαράκι δεξιά
αγριεμένος τα πίνει
ο φετεινός χειμώνας μου
Το μέλλον μου δείχνει
τα δόντια του
Φρενάρουν οι σκέψεις
στο ωτοστόπ
του έρωτά σου
Σε ρωτώ για τα μποφόρ
Μόνο με καταιγίδες
έχω μάθει
να χαραμίζομαι
Η ανάσα σου
δαγκώνει το λαιμό μου
Αν πεθάνεις απόψε
από ερωτική υστερία
πανέμορφα
θα σε ενταφιάσω
στη δική μου αιωνιότητα
Άλλωστε
στο είχα πει
μακελειό ο έρωτας
λατρεύει μόνον
τους μελλοθάνατους...



Πώς να γαληνέψω απόψε


Πώς να γαληνέψω απόψε
το γιαταγάνι της Σελήνης
Απόψε τα σκοτάδια μου
τυλίχτηκαν στο αίμα
Τα πόδια μου πνίγηκαν στη σκόνη
υπέργειων νεκροταφείων
Τα μάτια μου μολύνθηκαν
από το βλέμμα του μίσους
που περιπολεί
εκεί
στους πύρινους λόφους
της Συρίας
Ψάχνω να βρω έναν Πιλάτο
να μου δώσει την υδρία
της υποκρισίας
να ξεπλύνω το κρίμα μου
Μα βρήκα μυριάδες
με το λέντιο ζωσμένους
να καγχάζουν
Κι εγώ ανήμπορη και τιποτένια
αλλόφρων τρέχω
από πληγή σε πληγή
κι από νεκρό σε νεκρό
να ζητήσω άφεση
συγχώρεση
για να μπορέσω να κοιμηθώ
Μα ο ύπνος απαγχονίστηκε
απόψε
πάνω στα διαμελισμένα κορμάκια
των μικρών αγγέλων
που τώρα
ακουμπούν τα παραπονεμένα τους
χειλάκια
στη χούφτα του Θεού
και ζητούν ,ζητούν, ζητούν
την αθώωσή τους
Κι εγώ θρηνώ , θρηνώ, θρηνώ
τη ματωμένη ενοχή μου...



Τα χέρια μου σήμερα


Τα χέρια μου σήμερα
μυρίζουν μύρτιλα και δυόσμο
Μα δεν τα θέλω
Τα μάτια μου σήμερα
σπαθίζουν φως και λατρεία
Μα δεν τα αντέχω
Προσμένω τη νύχτα
Η νύχτα ξέρει
να γονατίζει
και να ψελλίζει
ρήματα άρρητα
Ο επτάψυχος γόος μου
σιώπησε
Ακινητεί το όλον
Σηματωρούς απώλεσα
δάκρυα επικάλυψα
απαντήσεις αρνήθηκα
Είμαι θυμωμένη
Ο ήλιος αργεί απόψε
να κατεβεί στον Άδη
Η ματιά μου βλοσυρή
στον αστερισμό του Κυνηγού
Καθεύδω στα στήθη του
Κάποτε θα καταλάβω
θα καταλάβεις
θα καταλάβουν
πόση τέχνη θέλει
να φονεύσεις τη ζωή σου
Κάποτε
χωρίς φτερά
αιμοπετάλια χωρίς
θα βαδίσω
στην αλμυρή μου έρημο
ελπίζοντας
να επιζήσω
Μη θορυβείστε
Κάποτε
Όχι τώρα....





Δε σώζεται η αγάπη


Δε σώζεται ,καλέ μου ,η αγάπη...
μονάχα σώζει
Με τα φθαρμένα της χαμόγελα
τις ξέθωρες αγκαλιές της
κι αυτές εκεί
τις ντροπαλές
τις παιδεμένες λέξεις
που μπλέξανε αθέλητα
στους φράκτες των οδόντων
Άκου τί ψιθυρίζουνε
Κανένα ποίημα ασήμαντο
φτιαγμένο για την Αγάπη



Απομένω βουβή


Βουβή
Απομένω βουβή
Δεν έχω τη χάρη της σιωπής
αλλά έμαθα την αξία της
Ηχώ
Ακόμη και η ηχώ είναι επικίνδυνη
γιατί αναπαράγει
τις έσω κραυγές
Κανείς δεν πρέπει να ξέρει
τη μάχη
τις πληγές
τις ιαχές
την απόγνωση
την επίθεση
το θάνατο
Κανείς τα λάβαρα
τα ποτισμένα μελάνι
Έμαθαν κι αυτά
να σιωπούν
Τα βέλη μου
Πού είναι τα βέλη μου;
Χωρίς αυτά ...πώς;
Χωρίς αυτά ...γιατί;
Το αίμα μου θρασύτατα
φωνασκεί
Και τα προδίδει
Όλα καρφωμένα πάνω μου
Κατάστικτη
Γδυμένη τον ανθρώπινο χιτώνα μου
μοιάζω σαν άγιος
αιμορραγών
Του μαρτυρίου μου η θέα
τελικά
ανυπέρβλητη
Και η σιωπή μου
επίσης....




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ



Η Φιλαρέτη Βυζαντίου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Μαρίας Φ. Ιωάννου) γεννήθηκε το 1966 στην Καλαμπακα Τρικάλων, Εκεί τελείωσε τις γυμνασιακές της σπουδές και στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Αποφοίτησε με ειδίκευση στις Βυζαντινές και Νεοελληνικές σπουδές. Έκτοτε εργάζεται ως φιλόλογος καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση.
Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολείται από τα φοιτητικά της χρόνια, δημοσιεύοντας κατά καιρούς έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.  Το «Πυρ Εσώτερον» (2018) είναι η πρώτη της συλλογή!



1 σχόλιο:

  1. Σίγουρα πολύ καλή σαν ποίηση. Όμως αποπνέει μία μελαγχολία, μία εσωτερική αγωνία, ένα μήνυμα αποτυχίας, πληγωμένου εγωισμού, ανεκπλήρωτων ονείρων και πόθων, μίας αντίδρασης , αγανάκτησης, λύπης και χωρίς τελικά να υπάρχει κάποια ουσιαστική ελπίδα σε κάτι. Αν μη τι άλλο όλα αυτά έρχονται σε αντίφαση με το ψευδώνυμο που θέλει η ποιήτρια να έχει και ουσιαστικά το αναιρούν και το απαξιώνουν. Φιλαρέτη Βυζαντίου. Φίλη της αρετής το πρώτο, πολιτεία του Θεού το δεύτερο. Και τα δύο παραπέμπουν σε κάτι πνευματικό, σε κάτι ουράνιο, στο Θεό. Δηλαδή στα στοιχεία αυτά τα οποία απουσιάζουν στην ποίησή της. Και είναι φυσικό και επόμενο η απουσία τους να δημιουργεί την αδιέξοδη και ασφυκτική ατμόσφαιρα στην οποία φαίνεται να ζει η ίδια, ως μη ώφειλε. Συνδέει με το Θεό το όνομά της και αποσυνδέει από το Θεό τη ζωή της. Τραγική ειρωνία. Άραγε ποια θα ήταν η ποίησή της αν δεν υπήρχε αυτή η αποσύνδεση; Σίγουρα υπέροχα φωτεινή, χαρούμενη, ψυχοθεραπευτική, ελπιδοφόρα. Ας το σκεφτεί. ΠΟΤΕ δεν είναι αργά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή