12/4/19

ΕΜΜΑ ΤΣΙΒΡΑ






Γεννήθηκε και ζει στο Περιστέρι. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο University of Reading στο Λονδίνο. Εργάσθηκε ως καθηγήτρια  Αγγλικών Μέσης Εκπαίδευσης.
Η σχέση της με την ποίηση έλαβε συγκεκριμένη μορφή , όταν τον Ιούνιο του 2018 εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή  με τίτλο «Οι λέξεις αντιστέκονται» .Ποιήματα  και διηγήματα  της έχουν αναρτηθεί  σε διαδικτυακούς  ιστότοπους.







ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ  (2018)





ΚΡΥΨΩΝΑ


Δικαίωμα στο φως ζητούν οι λέξεις
Να ζωντανέψουν στο χάδι του ήλιου
Υφάδι να γίνουν στης γλώσσας την άκρη

Να υφάνουν
Τις ματαιωμένες ώρες
Τις άκυρες στιγμές
Τη δυσπιστία για το αποτέλεσμα
Την αντίστροφη μέτρηση

Οι λέξεις δείλιασαν
μπροστά στον παραλήπτη
Έμειναν εκτός
Σε διάσταση δεύτερης ζωής
Κρυψώνα παιδική
μακριά απ’ το χνώτο του ξένου

Ένοχα να τρυπώνω
Να μεταλαβαίνω απόσταγμα
από την τόση αθωότητα

Να ονειρεύομαι
πως τις φωνάζω μες στη θάλασσα
Κι εκείνες καραβάκια χάρτινα

ν’ ανοίγονται στο πέλαγο



ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ


Όγκος σκοτεινός
ανέβαινε αργά
από τα πιο στέρεα κοιτάσματα
της σκέψης του
ευλαβικό εναγκαλισμό
αποζητώντας
με τον βαθύ έναστρο ουρανό
του μήνα Αύγουστου

Από καιρό βυθιζόταν
Εκεί... ποτέ δεν ξημέρωνε
Κάτω από τα βλέφαρά του
ο Αιώνιος Ύπνος αγρυπνούσε
να τον κερδίσει βίαια
Κι ας είχε διανύσει πολλά χιλιόμετρα
ειρηνικής πορείας
ανάμεσα στους ανθρώπους
σ’ αυτή τη χώρα
που ευδοκιμεί ο Λωτός

Όχι, δεν όπλισε το χέρι του
η απόγνωση
Η βαθιά του επίγνωση
για το μίζερο τέλος
που οι άλλοι ετοίμαζαν γι αυτόν
οδήγησε τα βήματά του
στο δικό του σημείο μηδέν

Στην δική μας Πύλη
για τον Νέο Κόσμο
που Εκείνος οραματιζόταν
έμπλεος από το φως
των Ιδεών της Επανάστασης
που ποτέ δε μπήκε στον κόπο
να μας συναντήσει

Ίσως -γιατί δε μας άξιζε
Ίσως γιατί παίρναμε πάντοτε
το λάθος μονοπάτι

Το προηγούμενο βράδυ στο όνειρό του
τον σκέπαζε το μαύρο νερό
Το πρωί ο κρότος της σφαίρας
τρόμαξε τα περιστέρια
Άγρια φτεροκόπησαν
κάνοντας το γύρο της πλατείας
καθώς το άψυχο σώμα του
πέφτοντας
άνοιξε έναν τεράστιο κρατήρα στα θεμέλια
της Δημοκρατίας τους

Φλέβα να βρει γοργά να τρέξει
της Ιστορίας το σκοτεινό ποτάμι
κατευθείαν μες στην καρδιά της Άνοιξης
Τόπος συνάντησης
με ό, τι τόσο πολύ αργεί για να φανεί

4/2012 Μνήμη Δ. Χριστούλα



ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΘΙΑΣΟΣ


Εδώ και μέρες περιμένουμε τη βροχή.
Ένα ξέσπασμα. Έστω από ψηλά.

Λάμψεις εκτυφλωτικές
να σαρώσουν το στερέωμα
από ασημένια σποδιά αέρινων Σαμουράι.

Χορευτικές φιγούρες αρχαίων πολεμιστών
πάνω σε σύννεφα με πανοπλία βαριά
να δώσουν το έναυσμα οι ουρανοί ν' ανοίξουν

Σκάλα να ρίξουν καταρράκτη
Ν 'ανέβει η απόγνωση
στα μαύρα ντυμένη.
Να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.

Δάκρυα οργής ανεπίδοτα


12 /2012



ΑΣΤΕΓΟΣ


Ανεβαίνεις τη Σταδίου σκυφτός
Τα χέρια στις τσέπες σφιγμένες γροθιές
αποφανατίζουν τις σκέψεις σου
Νύχτωσε κι απόψε
Το μαύρο σε πήρε στο κατόπι
Η άσφαλτος χυμένο μελάνι
Αποτυπώνει
το αβέβαιο βήμα σου.

Όχι. Δεν ήσουν έτσι εσύ. Έγινες ένας άλλος
Δε σου ψιθυρίζει πια η Σκάρλετ στ' αυτί
καθώς ξαπλώνεις μες στα χαρτόκουτα.
Η Τάρα χάθηκε μέσα στις φλόγες πολύ καιρό πριν
Του ονείρου σου βωμός.

Από τότε στον ουρανό κατοίκησαν στίφη εχθρικά
κι αιχμαλώτισαν το φως
Το αύριο δραπέτευσε.
Κάθε σήμερα ξημερώνει χθες
Ο κόσμος ξέφυγε απ' την τροχιά του
γιατί έπαψες να ονειρεύεσαι
Μη λυπάσαι

Σίγουρα δε νύχτωσε τη σωστή ώρα.


12 /2012




ΒΡΑΧΥΒΙΑ ΟΝΕΙΡΑ


Ντύνω τη μέρα με μια χλαμύδα φως
Σκιρτώ στον αέρα
Πίσω μου στάρια κατεβασμένα κρύβουνε σκιές
Σαν φυγάδες προβάλλουν τα όνειρα

Είδωλα απόρριψης
Επιθυμίες ανάρμοστες προς ό,τι ταιριάζει
και στάση ζωής
«την κεφαλήν κλίνατε» προς ό,τι τελειώνει»

Βραχύβια όνειρα
Αγαπημένοι απόντες
Δάκρυα αδιανέμητα ζητούν αποδέκτες
χωρίς ελπίδα

Στο αρχείο καταχωρείται
ο διαμελισμός της μνήμης
καθώς η λησμονιά
κρυφοκοιτάζει
από την άγραφη σελίδα



ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΑ


Μοναχική πατρίδα. Χώμα ελληνικό
Βαφτισμένο στ’ αλμυρό νερό της Μεσογείου
Με τεντωμένο δάχτυλο δείχνεις την πύλη
του ανατέλλοντος ήλιου

Τυλιγμένη στον ατλαζένιο σου αφρό
ξεπρόβαλε η Αφροδίτη
πίσω απ’ την Πέτρα του Ρωμιού
Γιγάντιο βράχο που έριξε ο Διγενής
από τον Πενταδάκτυλο μέχρι την Πάφο
για να σε σώσει απ’ τους Σαρακηνούς

Διάβηκαν αιώνες. Διάβηκαν κατακτητές
Μνηστήρες που ορέγονταν μια θέση στην καρδιά σου
Η Ιστορία λύγισε πολλές φορές από το βάρος των παθών σου
Πάντα μονάχη. Τραγική. Πάντα κατακτημένη

Ακλόνητη απόγονος των Αχαιών Εσύ
Φυλάς Θερμοπύλες σε χαλεπούς καιρούς
Με την Αμμόχωστο καρτερικά να σε προσμένει

Τώρα σε δείχνουν μισοβυθισμένη
σε παγκόσμιους χάρτες και οθόνες
Εν μέσω ελεεινών εκβιαστών
δήθεν φίλων κι αδελφών εξ αίματος

Πανηγυρίζουν όλοι να σε βλέπουν ηττημένη
Να ικετεύεις τους εμπόρους των εθνών
ταπεινωμένη
μες στο ναό τους

Όρθωσε το ανάστημά σου το πανώριο
Φρεγάτα σημαιοστόλιστη
αγκυροβολημένη
στου χρόνου το αστείρευτο νερό

Σήκω και τράβα από την φαρέτρα σου
το βέλος το χρυσό
και τη Φθορά κατάστηθα σημάδεψε
σ αυτόν τον κύκλο των δεινών το φαύλο

Στην Ομορφιά οπού σε γέννησε
γύρισε πίσω!

                                                                 3/2013


ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 


Μικρά  βήματα  κι αργά 
-γιατί  κόντυνε η διαδρομή
και  η ανάσα κόντυνε.   
                               
Κάποιος  βάζει  εμπόδια 
-κρύβει  την  ορατότητα 
και η  χαρά  ανάδρομη

 -καθώς μιλάς-
για  τα  ταξίδια που δεν έκανες.
Τέρμα οι ψευδαισθήσεις

-τι  θα κάνεις με  την αλήθεια
που  σου αποκαλύφθηκε;
Λένε  πως  ανακουφίζει  -λάθος.

Σα  γυάλινο  καρφί 
ματώνει  την  προοπτική.

Σαν  πέτρα  σκληρή  
ακονίζει το θάρρος.

Αν  μπορούσες  δε θ’ άλλαζες  τίποτα 
-εσύ  που  κάποτε  ήθελες  ν’αλλάξεις
τον  κόσμο  ολάκερο. 
 
Ζητάς  παράταση: 
μια  δίκαιη λύση  να  βρεθεί
να  μείνεις  για  λίγο ακόμα 

-ίσως  για  πάντα.
Όμως όλα θ ‘ακολουθήσουν 
το τελετουργικό των εποχών.

Σκέψεις ιδέες κι οράματα 
-σπόροι θαμμένοι στην άγονη  γη-
θα καρπίσουν  

στις  ζωές  των  ανθρώπων αύριο
-αλλιώς δεν έχει νόημα.    


                                      4/2013




ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ


Οι λέξεις ζήτησαν τον λόγο
να ξανασυστηθούν στο μεγάλο χορό των νοημάτων

Μα περιέπεσαν σε δίνη και περισυλλογή
Γιατί τον τελευταίο καιρό
περίεργη σύγχυση επικρατεί στο ζωτικό τους χώρο
ως σχέδιο δράσης για αποπροσανατολισμό

Ξεφύτρωσαν καινούργιες λέξεις απ’ το πουθενά
να διαφεντέψουνε το μέλλον των ανθρώπων
να ρίξουν μαύρο στη φωτεινή του πλευρά

Οι λέξεις θύμωσαν από την τόση ανακρίβεια
θέλουν πίσω το ηλεκτρικό τους φορτίο
Δίχως αυτό μένουνε άδειες
στίγματα μαύρα σε βιβλίο κλειστό

Τώρα οι λέξεις σε πολεμική διάταξη
συντάσσουν τον Νέο Λόγο
τέλος για να δοθεί στη φλυαρία
και στο φρικτό τους διασυρμό

Ο χρόνος είναι με το μέρος τους
Αντέχουν το βάρος του
Αρκεί μονάχα να κινούνται
Πότε σαν ψίθυρος. Πότε σαν κραυγή
και πότε σα θρήνος
Πότε σαν όρκος και πότε σαν ύμνος

Στ’ όνομα της ελευθερίας

7/2013



Ο ΠΑΥΛΟΣ ΖΕΙ


Μ’ ένα σύννεφο μαύρο δεμένο στα μάτια
Βγήκε απόψε το φεγγάρι στον ουρανό

Μη δει το φονικό
Το αίμα στο δρόμο
Το χέρι του φονιά
Του μαχαιριού τη λάμα
καρφωμένη στου Γενναίου την καρδιά

Του φασισμού την αγριάδα

Άκουσε μόνο της μάνας του το κλάμα
Του κόσμου την αντάρα
Του Παύλου τη στερνή ανάσα

Άδικο αίμα χύθηκε
Μαύρισε η νύχτα
Τον κέρδισε ο θάνατος

Μα ο Παύλος λεύτερος τώρα τραγουδά
στον ουρανό της μουσικής
«Σιγά μην κλάψω. Σιγά μη φοβηθώ»
Δίπλα του στέκει ο Σαχζάντ Λουκμάν στητός
Χαμογελώντας ξέγνοιαστος πλάι στο ποδήλατό του

9/2013



ΜΟΝΑΞΙΑ


Ώρες -ώρες την αποζητάς
Την έχεις ανάγκη
Σε πλησιάζει δήθεν φιλικά
Σε παίρνει αγκαλιά
Σε κρύβει από κάθε αδιάκριτο μάτι

Με τον καιρό γίνεται δύστροπη

Υποχωρείς
Της παραδίνεσαι
Μιλάς μόνο μαζί της
Απομακρύνεσαι

Ο κόσμος όλος μια κουκίδα
Πιασμένος στον ιστό της

Αφυδατωμένος από χάδι και φιλί
Ζεις και κινείσαι χωρίς ελπίδα
Σε παγιδεύει στο στενό κελί της
Στο δικό της ασφυκτικό σύμπαν

Από τα βάθη του κλαίει ένα παιδί

3/2014



Ο ΓΚΡΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΟΥ


Μες στην αχλή μοιάζει να βυθίζεται
ο δρόμος
Τα βήματά σου σ’ έφεραν ως εδώ
πότε ασθμαίνοντας
πότε πετώντας

Έγνοια σου πάντα στη διαδρομή
οι συνοδοιπόροι
Εκείνοι που έφυγαν νωρίς
Οι φίλοι και οι από αλλού φερμένοι

Αχνοφέγγουν
Οι προορισμοί που δεν προσέγγισες ποτέ
Τα όνειρα που ποτέ σου δεν κατοίκησες
Τα όνειρα που ακόμα σε στοιχειώνουν

Σου γνέφουν
Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
Οι όρκοι που δεν κράτησες
Οι προσευχές που δεν ξεστόμισες
Οι υποσχέσεις που λησμόνησες

Σε λοιδορούν
Τα ρίσκα που δεν πήρες
Τα πάθη που σε διεκδικούν ακόμη
Η ζωή που της γύρισες την πλάτη

Όλα τα έσπρωξες στο γκρεμό
Βαθιά μέσα σου





ΑΡΧΑΙΟΙ  ΔΡΟΜΟΙ  ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΙ 


Λαμπυρίζουν οι αρχαίες θάλασσες
πίσω  από τις εκβολές του χρόνου
γεμάτες ξύλινα  σκαριά
τρικάταρτα ιστιοφόρα
πολεμικές γαλέρες
με σκλάβους αλυσοδεμένους στα κουπιά.

Στην Ιωλκό οι Έλληνες ξεπροβοδίζουν τον Ιάσονα.
Όρθιος στην πλώρη  πάνω στην Αργώ
ταξίδι μακρινό  ξεκινά για την Κολχίδα
πίσω να φέρει  το δέρας το χρυσόμαλλο.

Δρόμοι θαλασσινοί.
Αρχαίοι δρόμοι.
Δρόμοι αφρισμένοι τωρινοί
με μηχανότρατες 
πλοία  εμπορικά
επιβατικά υπερωκεάνια
Σαπιοκάραβα δουλεμπορικά
και λέμβους σωστικές.

Το Αιγαίο βογκά
Βουνό  πριν το μεγάλο κατακλυσμό .
Νυν  Αιγαίο πέλαγος.
Σπαρμένο  με κορφές αφρών  και ηφαιστείων
ξεβράζει άψυχα κορμιά μικρών παιδιών
στου Ομήρου τις ακτές


Με  το ένα πόδι στη γη  και το άλλο  στο νερό
αναζητούν το κομμένο τους φτερό

Μακριά  για να  πετάξουν
Με του ονείρου το μαγνάδι για οδηγό.
Πρόσφυγες ενός ανήλεου πολέμου.

Δείτε τους πόσο είναι αποφασισμένοι
Δείτε τους! 

Άνθρωποι απλοί 
οι ψαράδες των  νησιών
το χέρι τους απλώνουν στο σκοτάδι
Και γίνεται το χέρι  χάδι
θαλπωρή  και αγκαλιά. 
Γίνεται κόμπος στο λαιμό
Δάκρυ
Αγανάκτηση
Κραυγή.

Σταματήστε τον πόλεμο!
Δείτε αυτούς
τους κυνηγημένους.
Πόσο είναι γενναίοι!
Δείτε τους !
                                                                           
 11/2015               
              



ΕΙΔΟΜΕΝΗ


Χαμήλωσε  το φως της οικουμένης.
Εκεί  στο  σύνορο  της απελπισίας. 
Στον  τερματικό σταθμό  των ονείρων.

Μες στα λασπόνερα  της Ειδομένης
πνίγηκαν τ’ αγριολούλουδα
μιας πρώιμης Άνοιξης
που ξαφνικά  μετάνιωσε.

Έκανε μεταβολή και χάθηκε
πίσω από τα συρματοπλέγματα.


 3/2016
                                                                                                       



ΟΝΕΙΡΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ


Στου ποταμού την κοίτη
οι γκρίζες μέρες
λάμνοντας
νεκρά μωρά γεννούν

Ώρες ιθαγενείς
Σιωπηρές μαίες
στου χρόνου τον κήπο
στρώμα βαμβακερό απλώνουν
Να ’ρθουν τα όνειρα πρόσφυγες
ξανά να ονειρευτούν

Ένα άλλο σώμα
Μια άλλη πατρίδα
Ένα άλλο ταξίδι
Μια δεύτερη φορά



ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ


Τα χείλη μιλούν
Με ακατάληπτες λέξεις

Πετροβολούν τον αέρα
Με βρίσκουν κατάστηθα

Πίσω από τις λέξεις ο θυμός
Πίσω από το φίλο ο ξένος

5/2017



ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΖΩΗΣ


Κλέβω μαύρο απ’ τη νύχτα
Με φως το μπολιάζω
Παράταση ζωής στις μέρες μου δίνω
Πολεμώντας το μαύρο αίμα το δανεικό
και το θυμό τον ανοίκειο και ξένο

Οι άνυδρες μέρες μου γυρίζουν την πλάτη
Θημωνιές στου χρόνου τ’ αλώνι στοιβάζονται
Θυσία στην εναγώνια πυρά του μέλλοντος τους
Με την κρυφή ελπίδα μιας ξαφνικής βροχής

Κάποιες καχύποπτες μ’ αμφισβητούν
Μάγος μαθητευόμενος στα μάτια τους φαντάζω
Με ένα ουράνιο τόξο μοναχά συμβιβάζονται
Στα χρώματά του να βαφτούν

Οι υπόλοιπες ήσυχες μπροστά μου στοιχίζονται
Ανάμεσα στο χθες στο αύριο λικνίζονται
Με χαρτί και μολύβι λογαριάζει η καθεμιά
Ποιο  το κέρδος
Ποια η ζημιά

3/2018




ΑΝΕΚΔΟΤΑ-ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ



ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ


Κατέβηκαν από τη θάλασσα της Κερύνειας
μες στ’ αυγουστιάτικο  φως
την ώρα που στραφτάλιζαν στον ήλιο πετσέτες λινές
και χάιδευαν τα ακροδάχτυλα φλιτζάνια πορσελάνινα
με αχνιστό καφέ.

Η  ζωή όρμησε στο  σημείο μηδέν.         
Κλάματα , ποδοβολητά ,κραυγές,ονόματα.  
Όλα  ανάκατα στον αυγινό  αέρα.   

Κι ύστερα     
άδειασε η  λεωφόρος  Δημοφώντος.      
Τα  σπίτια έμειναν  ξεκλείδωτα.
Έβγαλαν  ρίζες  από ατσάλι. 
Έζωσαν το χώμα.
Κανείς να μην το πάρει.

Τα  παραθύρια  ορθάνοιχτα  συνομιλούν  ακόμα
με τους αέρηδες ,τον ήλιο, τις βροχές.             
Εκλιπαρούν τον ουρανό  
για μια  γαλάζια καλημέρα.

Η χρυσή  αμμουδιά  απάτητη
στο κύλισμα του χρόνου
αφουγκράζεται  φωνές , όπλων ριπές
λόγια ερωτικά, υποσχέσεις.

Αδιανόητο καλοκαίρι.
Αδιανόητη πράξη.
Πληγή στο σώμα  της ιστορίας.
        
Αμμόχωστος  χαμένη  πατρίδα.
Αποτύπωμα  μουγγό  
στη γλώσσα  του χάρτη.

Τόπος  εξορίας των ξαφνιασμένων  ονείρων
απ΄ τον πρωτόγονο  τρόμο του ξεριζωμού
ενός λαού  προδομένου
ενός λαού τραγικού
που ακόμα  σε θωρεί  μες στα συρματοπλέγματα.

Τ ’όνειρο θαύμα  να γενεί
 μετρώντας το χρόνο  αντίστροφα.




ΔΕΝ  ΞΕΧΝΩ


Έσυρα  το  πέπλο κι  αγνάντεψα.
Άπλωσα  το  χέρι  και σ ’άγγιξα.

Πληγή ανοιχτή.
Χώρα κουρσεμένη.

Σκοτεινές  φιγούρες  σαν  απ’ αρχαίο  δράμα 
οι  γυναίκες  της  Κύπρου πλησιάζουν 
φορτωμένες  ομίχλες στους  ώμους. 

Στα  μάτια  τους το σκοτάδι  κατάπιε
του ήλιου το φως.

 Χάθηκε το παλικάρι στα βουνά της Κερύνειας.

Πόση  μοναξιά αντέχουν αυτά  τα βουνά
κατάμονα αντίκρυ.

Το  βλέμμα  μου σηκώνω στον  ουρανό επίκληση.

Θέλω  τούτη  τη γη ν ’αγκαλιάσω με σώμα ασπίδα.
Αυτά  τα μάτια τα  γεμάτα  απουσία  να φιλήσω.

Εικόνισμα.

Θέλω το  γόνυ να  κλίνω κι  όρκους  να πάρω
ποτέ  να μη  ξεχάσω.

Θέλω.              


                        

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΟΠΗΣ


Αμφίβια όντα μικροσκοπικά.
Ζουν στις εμπόλεμες γραμμές
των σπαραγμάτων της ψυχής.

Τα συναντώ στις νυχτερινές μου περιπολίες.
Φωνήεντα στρογγυλεμένα.
Σύμφωνα αιχμηρά.

Χτίζω γύρω τους ένα διάφανο κέλυφος
να διαθλάται πάνω στα λέπια τους
το φως των αστεριών.

Αχνοχαράζοντας προβάλλουν οι λέξεις.
Μωρά νεογέννητα.

Αναπτύσσονται κάθετα
Πατάνε στα πόδια τους
Σηκώνουν κεφάλι.
Σπάνε το κέλυφος
Πυρπολούν τον αέρα.

Τα ποιήματα.

Υποδόρια θραύσματα



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Για να γράψει ο ποιητής
πρέπει να ζει στο σκοτάδι
Ν' ανοίγει τρύπες στη κουρτίνα
για να φανεί ο γαλαξίας
Ν' αφήνει το κρύο φως των αστεριών
να τρυπώνει στην ψυχή του

Κι έτσι να γεννιέται το ποίημα

Σκάλα στον ουρανό
Καταρράκτης στη θάλασσα
Ταξίδι στο φως
Νοσταλγία για το βυθό
που του παραδόθηκε γυμνός
Έναστρες νύχτες
Νύχτες φωτιά

Σύνεργο μοναξιάς
σε πανσέληνη ησυχία
Ψυχών συνομιλία
Το ποίημα

Είναι άρρωστοι οι ποιητές, λένε
Το θάνατο ανασαίνουν
σ' αβέβαιο δρόμο

Κι όταν το πάθος λυγμός
το στήθος του μάχεται
ο ποιητής ξαναγεννιέται



ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ


Δώρο του Απρίλη.                
Του Μάη κέρασμα.
Χάδι μεταξωτό
στου αέρα το θρόισμα.

Λωρίδα κόκκινη.
Διπλώνει ξεδιπλώνει.
Στρίβει στις στροφές.
Ισιώνει στις ευθείες.
Σύνορο της ασφάλτου.
Του ταξιδιώτη τέρψη.

Οι παπαρούνες.

Καμπανούλες
ανάστροφα σπαρμένες
στης γης τον καμβά.
Απ’ το μαύρο  τους βυθό
υμνούν  την Άνοιξη.

Όλο το κόκκινο στον ουρανό
και οι καρδιές ανάσταση.                   
                         


ΠΑΡΑΔΟΧΗ


Με καταγράφει.

Παρακολουθεί
τις συσπάσεις της σκέψης μου
κάθε φορά
που ωδίνες γεννούν στίχους.

Με καταγράφει
στο βαρύ της τεφτέρι
χωρίς να μου ζητά την άδεια.
Χρόνια τώρα.

Με περιμένει υπομονετικά
να την αποδεχτώ.
Να την αφήσω
απ' το χέρι να με πάρει.

Να την εμπιστευτώ.
Να πάψω να την αγνοώ.

Να παραδεχτώ
πως δεν ζω ερήμην της
μια δεύτερη ζωή.
Τις νύχτες.


 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Ο Μάρτης αδιόρθωτος όσο ποτέ άλλοτε
μοιράστηκε μαζί μας κι εφέτος
την έντονη κυκλοθυμία του.
Παίζοντας τα παιχνίδια του μέχρι το τέλος
ξαναδήλωσε την αμφισημία του.

Γιατί πότε καλόπιανε το Χειμώνα
για να μείνει λίγο ακόμα
παρέα να του κάνει πλάι στο τζάκι
και πότε με τρελό ενθουσιασμό
έτρεχε για να καλωσορίσει την Άνοιξη
-τη μαγεμένη κόρη του βασιλιά Χρόνου-
ανοίγοντας διάπλατα πόρτες
και παράθυρα στον ουρανό.

Αθώα σα μικρή παιδούλα εκείνη
δεχότανε το καλωσόρισμα χωρίς καμία έγνοια
ψηλά στα σύννεφα.
Πότε διάφανα και πότε μπαμπακένια.
Όμως ο διπρόσωπος Μάρτης
συχνά της γύριζε την πλάτη.

Η Άνοιξη τότε αμήχανη
ζάρωνε για λίγο σε μια κώχη
δίχως να του κρατάει κακία.
Με τη μεγαλοσύνη του νικητή.

Μα λίγο πριν ο αιώνια ερωτευμένος Απρίλης
την πάρει απ' το χέρι
βασίλισσα του στο θρόνο να τη στέφει
μικρό φιλί στο στόμα
της κλέβει ο Μάρτης


ζητώντας της συγγνώμη για όλα του τα όχι.




ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ 


Αράχνη  υφάντρα                                
στο  πρωινό σου βλέμμα                      
κλείδωσε  την πρώτη  ηλιαχτίδα

δαφνόφυλλα στη  γη σπαρμένα
αναδίνουν ευωδιά  από πιπέρι  
καθώς τα τσακίζεις ανάμεσα στα δάχτυλά σου

πιο πέρα ρίγανη θυμάρι  και ανθισμένος μάραθος
αθώες νάρκες θαμμένες στις ρίζες
βομβαρδίζουν τον αέρα

μια γραμμή ορίζοντας χαμηλώνει τα μάτια
αντίστροφη  μέτρηση               

το καλοκαίρι σε ελεύθερη πτώση





ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ  ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ


Η  ανάμνηση  της ενηλικίωσης
κατεβαίνει από το σκαλιστό κάδρο
της τρυφερής  νιότης.

Σπάνια φτάνει στην ώρα της.
Συνήθως  καθυστερεί 
για  τους δικούς της  λόγους.

Καθισμένη στις όχθες του χρόνου
μετράει τα όχι της και τα ναι
δισταγμούς  κι ενοχές.

Θέλει εξ ‘ολοκλήρου ν’αναδυθεί
από το βυθό
των  σκληρών διλημμάτων

των  μυστικών φόβων
των ανομολόγητων επιθυμιών
των χαμένων ευκαιριών.

Από τη σκιά στο φως.

Ανέμους καλεί σε βοήθεια
αδιέξοδους έρωτες να σαρώσουν
ψυχικά τραύματα.

Τα  δύσκολα αντίο  ξεπροβοδίζει
στην αντίπερα όχθη
στους αγαπημένους  της γνέφει –νεκρούς.

Σε  ύποπτους  δρόμους  αγοράζει γνώση
-πλαστό διαβατήριο-
στη χαρά  στο θυμό  στην  εξέγερση.

Διάττοντα  χρόνια σε πυρακτωμένη λίμνη
της έδωσαν το χρίσμα.
Στο χάρτη πλοήγησης ανεδύθη  νησί.


                                

ΟΡΟΣ ΖΩΗΣ


Η  χαρά  επιστρέφει 

όταν  δεν  την  κρατάς
όμηρο  των  δισταγμών  σου
όταν  δεν  την  φυλακίζεις
στον  αυτισμό  των  λογισμών  σου.

Η  χαρά  επιστρέφει .

Ακόμη  κι  όταν  έχει  χάσει  το  δρόμο
γυρνά  από  εκείνο  το  μονοπάτι
που  εσύ  ο  ίδιος  φρόντισες 
να  μείνει  καθαρό  ξεριζώνοντας 
πίκρες, αδικίες κι  ενοχές.

Φωτιά του Προμηθέα
πάνω  σε  κάτοπτρα  αντικριστά
αντανακλά  τα  πολλαπλά  της  είδωλα
γεμίζοντας  το  στήθος  με  φως  λυτρωτικό .

Εκρηκτικός  μηχανισμός
από τα βάθη της  ψυχής   
πυροδοτεί το σώμα  και  τότε  νιώθεις 
να  φυτρώνουν  στους ώμους  σου  φτερά .       



 ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ 


Κλώθει  ο χρόνος

τις μέρες
τις νύχτες
τους  μήνες  
τις  εποχές.

Στον αργαλειό του υφαίνει
με χρυσό
του ήλιου το  μεσουράνημα
με  ασήμι  
το γέμισμα του  φεγγαριού.

Σαϊτιές  μεταξωτές  ρίχνει
στα  πέταλα των λουλουδιών
κατάλευκες  μπαμπακερές  
στ’ άστρα του χιονιού.

Στο θέρο  
στον τρύγο
στη  σπορά
και  στο  λιομάζωμα
δωρίζει  αρώματα  
από  δέρμα  ηλιοκαμένο  
μούστο 
κοπριά  
και νοτισμένο   χώμα.

Της  αλκυόνας  
την  επιστροφή

στη  μέση   του  χειμώνα.

Την αποδημία
των πουλιών.

Ο χρόνος

πάντα ευθυτενής
αγέραστος
κι  αμάραντος
     
των  πάντων ελεγκτής.  



ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ  


«Φοβόμουνα και μου άρεσε»

Με  μια  τρελή περιστροφή  γύρω  
από  τον εαυτό σου

-σαν  δοκιμή προσομοίωσης-
απογειώνεσαι.

Κάθετη  κορύφωση  του νέου διλήμματος.
Ο  ελεύθερος  χρόνος  σου  τέλειωσε

ή μήπως   -τώρα -άρχισε;
Μετράς πολλά μηδενικά- αμετάφραστα.

Ο  εγκλεισμός έπαψε  ξαφνικά  να  αποτελεί 
προσωπική  επιλογή  σου.

Μ’ ανάσες   ζωής  -σε μικρές  δόσεις-
ξεχρεώνεις  τα  μελλούμενα:

το  πένθος   -για  το λίγο που έδωσες
-για το  φως  που αρνήθηκες

-για  τις ανυπεράσπιστες  ώρες
που  μοιράστηκαν δίκαια 

το  ουρλιαχτό  του  λύκου και το  κόκκινο χρώμα  
του ήλιου  -κομμάτι  της  αυγής.

Τώρα - σε κατ’οίκον περιορισμό-
καλλιεργείς  ελπίδες θερμοκηπίου.

Φοβάσαι και σου αρέσει.

Ίσως  τα καταφέρεις- έστω  για μια στιγμή -
 ν’αποτιμήσεις  τη δική σου  διάρκεια.
  
Κι ο  ουρανός  ξημερώνει  -κάθε πρωί - αμετανόητος
σκανάροντας  ήττες -νίκες-  ερείπια  και  τρόπαια

-πάντα  υπεράνω.
   
  

ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ ΒΗΜΑΤΩΝ


 Οι  μέρες  μεγάλωσαν -έγιναν νωχελικές
 -δεν αγχώνονται πια στα  φανάρια.

Περνάνε βαριεστημένες
-έξω από κλειστές  πόρτες  και παράθυρα-

αφουγκράζονται  κουβέντες και γέλια.
 Άδειοι οι  δρόμοι  σέρνονται πίσω τους

-ιχνηλάτες βημάτων-
μακριά  από  προσωπικούς  λαβύρινθους.

Τις νύχτες ξυπνάνε
-λουσμένοι  στα λαμπρά τους φώτα-

έρχονται  καταπάνω  μου  ασθμαίνοντας
με ιλιγγιώδη απορία: «Που πήγαν όλοι;»

Μέσα  στο  διάφανο όνειρο -ο θάνατος
χορεύει  με  ανάερο  βήμα-

στις έρημες  πλατείες και  στα πεζοδρόμια.
Η επόμενη  μέρα τι χρώμα θα έχει ;

Οι άνθρωποι θα έχουν  μνήμη ;
Πίστη  -αγάπη - ελπίδα;

Ή θα ζουν εξόριστοι στο βασίλειο του φόβου
-δίχως φιλί και χάδι;

Θα μας ξανακερδίσουνε -πίσω- οι δρόμοι; 



ΑΞΟΔΕΥΤΟΣ   ΧΡΟΝΟΣ 


Μες  στην  απόσταση  μοιάζει  
να  κοιμάται  η  λησμονιά

μ’ ένα  κλωνί - αντίο-  στα  μαλλιά  
και  δυο  φιλιά  στα  μάγουλα.

Καραβάκια- τα  όνειρα-
το  βαθύ  της ύπνο  ταράζουν 
 
-στέλνοντας  σινιάλο  στη  νοσταλγία.
Πολύχρωμο  tattoo στο σώμα της

-οι αναμνήσεις - κρέμονται
από της μνήμης το δέντρο.

Αναμνήσεις - θηλιές-  υφαίνουν 
τοπία  απόδρασης από :

όνειρα - μελιά  σαν  τα  μάτια  του
όνειρα - σταχτιά  σαν  το σήμερα                                                              
                                                                                                                                      
-άλικα  σαν  τον έρωτα
-πάλλευκα  σαν  το  θάνατο. 

Όνειρα  στο χρόνο -μετέωρα-
δεν τόλμησαν απόβαση.


ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ  ΧΑΪΚΟΥ  


Κίτρινα  φύλλα 
στροβιλίζονται  τρελά
-πάθος  για  ζωή.

***

Λένε  αντίο
φιλώντας  τον  άνεμο
-γλυκά  στο  στόμα.

***
 
 Πάνω  στα δέντρα              
 πριν πέσουν   στην  κρύα  γη
- αλλάζουν  δέρμα.

***

 Χλωμά  τα  φύλλα 
γεμίζουν  τις πλατείες
-μνήμες  στο  χαρτί.

***

Μελαγχολικές 
ταξιδεύουν  οι  σκέψεις
-σέπιας  φόντο.

***
 
Φθινοπωρινά 
βάφονται  τα  όνειρα 
-στη σοφίτα μας.

***

Σιγανή  βροχή 
στο  τζάμι  όλη  νύχτα 
-γλυκός  Σεπτέμβρης.

***

Σκιές  εναλλάξ
με το φως των  χρωμάτων 
-Οκτώβρης  μήνας.

***

Εντός  των  τειχών
ανεβαίνει  η  στάθμη
-σκληρός   Νοέμβρης.

***

Λάμπουν  τα  φύλλα
στην  κουρτίνα  της  βροχής
-χρυσό  φορτίο.

***

Κόκκινα  φύλλα
καραβάκια  στο  νερό
-χωρίς σημαία.

***

Προσφορά  της  γης:
φύτρωσαν  κυκλάμινα 
-ωδή  στο  λιλά

***

Η  νοσταλγία
για  την άλλη  Άνοιξη
-πρώιμο  άνθος.
















                       


                                                                                                                                     






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου