18/2/19

ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΓΙΩΤΗ




     ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ



Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι τύχες διασταυρώνονται στο λερωμένο
πεζοδρόμιο της πόλης.
Φώτα, φωνές και μουσικές
ένα φάλτσο βουητό,
με ένα νόημα κρυφό
που μόνο ο άνθρωπος που ξαποσταίνει
καταλαβαίνει,
τεντώνοντας τα πόδια
με τις παλάμες ανάμεσα στους μηρούς,
γεμίζοντας με κόμπους και αίμα τα χέρια από το
σκληρό μολύβι.
Οι λέξεις χαράσσονται στην άσφαλτο,
στις πέτρες και τα ψιλά χαλίκια,
στις πλατείες και στις ασώματες μαρμάρινες κεφαλές,
στους τοίχους πίσω από την
αιμόφυρτη καρδιά,
στους φράχτες που φυλάκισαν τους αθώους,
στους χαμηλούς θάμνους της νησίδας
των λεωφόρων,
στο εικονοστάσι που έστησε η μητέρα
κι ύστερα κρυφά ξεπούλησε τη ψυχή της στο διάβολο,
δίκαιη ανταλλαγή για δυο κουβέντες στο αυτί
και ένα φιλί στο μάγουλο.
Έτσι κάθισα και εγώ να ξαποστάσω,
και βγήκες μέσα από το βουητό
ένας τυχαίος περαστικός,
ωραίος σαν τη θλίψη,
τύχη που συναπάντησα
με άδολο ενθουσιασμό
να φυλακίσω το διάβα σου στο αιώνιο·
να ερωτεύομαι τη θύμησή σου σαν σε διαβάζω
τυχαία στη σκονισμένη χαρτούρα
που θα κρατώ με χέρια τρεμάμενα
μπροστά στα γερασμένα μου μάτια.



ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, Ο ΟΜΦΑΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Στο δωμάτιο με τη δίφυλλη πόρτα
η μορφή σου ξεπροβάλλει,
η απρόσιτη αύρα,
τα μάτια του απύθμενου μαύρου,
το ψέλλισμα του κάτι που αιωρείται
<κανείς δεν κατάλαβε τι είπες>
Πόσο σ’ αγάπησα,
όπως η κάμπια τη μεταμόρφωσή της
στην εφήμερη όλο χρώμα ζωή της,
τόσο άπειρα
σε μια στιγμή στον αιώνιο χρόνο.
Άνοιξα μια μαύρη τρύπα στο σύμπαν
και έκρυψα μέσα την καρδιά μου,
αποζητώντας ταξιδευτής να γίνεις,
να πιέσεις με το μεγάλο σου δάχτυλο
τον παλμό μου
μέχρι να ματώσει.
Δεν είναι από δεύτερο χέρι η αλήθεια μου,
δεν είναι σύννεφο ανοιξιάτικο
μπροστά από το ξαπλωμένο φεγγάρι.
Είναι δική σου η αλήθεια μου,
τόσο δρόμο έκαμες για να τη δεις,
εξαϋλώθηκε η τύχη σου
πάνω στ’ απομεινάρια του έρωτα,
για να τη συναντήσεις.
Τι περιμένεις λοιπόν;
Ας ζήσουμε μαζί στον αιώνιο κόσμο,
αστέρια όπως σώματα που δε σβήσανε ποτέ,
παρά μόνο μετά από δέκα εκατομμύρια χρόνια,
σε μιαν επέτειο συμπαντική από χρυσάφι,
ας ξαναγεννηθούμε νέοι,
σκληροί και αλαζόνες,
πίσω από τη δίφυλλη πόρτα
να συναντηθούμε,
κάτι να ψελλίσεις και κανείς να μην καταλάβει.
Να σ’ αγαπήσω ξανά από την αρχή.



ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΟΓΔΟΝΤΑ ΟΚΤΩ

  
Στο κενό φύλλο που από λάθος προσπέρασα
άφησαν ίχνη
οι θλίψεις της κυριακάτικης νύχτας,
της τύχης μου που μίσεψε
σε μέρη άγνωρα.
Ίσως να τα είδα κάποτε στα παιδικά μου όνειρα
μα τώρα πια δε τα θυμούμαι.
Είναι λύπη καθαρή
η άδεια μνήμη,
είναι μάταιος ουραγός της γενναίας εκδοχής μου.
Κι αυτή ακόμη, κουλουριάζει
και μαζεύει τα γόνατα στα χέρια,
έμβρυο μέσα σε παγωμένη μήτρα,
την ώρα του ύπνου,
την ώρα της αναζήτησης του ίδιου ονείρου,
με την αμέλεια αδιάλειπτα
που διαφεντεύει το θυμικό,
να με καλύψει ένα αόρατο χέρι με βαριά τσόχινη κουβέρτα,
να ζεσταθώ παιδί δέκα χρονώ,
να κοιμηθώ μέχρι το γιόμα
και να ξυπνήσω στη χώρα με τα παραμύθια.



ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ (1)


Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
κρύο μέταλλο και σκουριά
κάτω από
τα βήματα των περαστικών.
Μέρες θορύβου και οι νύχτες βουβές
πληγώνονται
από αναίτια ουρλιαχτά,
από το αχ
της πόρνης που προσποιείται
τον έρωτα,
από τον κρότο του παράνομου
όπλου
που ηχεί την έναρξη της χαμένης μάχης.

Στις ράγες των τρένων του Μεταξουργείου
τρέχω παιδί να περάσω,
μπροστά
στα σαστισμένα βλέμματα
των μηχανουργών.
Ο αέρας της απρόσκοπτης φούριας
του συρμού
παρασύρει τα ρούχα μου
στ’ απελπισμένα
μποφόρ του φθινοπώρου.
Γυναίκα γλίτωσα,
ουρλιάζοντας σαν θύμα, λυπήθηκα
το ξεπούλημα της σάρκας
κρατώντας την αχίλλεια ασπίδα
μπροστά στις αδέσποτες σφαίρες.

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΧΤΙΔΟ ΗΛΙΟ


Το δάκρυ πάγωσε πάνω στο μάγουλο,
σαν να βρήκε εμπόδιο
πάνω στην απαρχή της λήθης.
Ένα κουτί εγγλέζικο,
τριάντα επί σαράντα
γέμισε την καρδιά σου με έναν εξαίσιο παλιμπαιδισμό,
παρακαταθήκη του ρόλου που σου απέδωσε
κατά συνθήκη το πατρικό σου σπίτι.
Σε αυτόν ανατρέχεις
όταν οι λύπες ξεχειλίζουν
στα ποτάμια της όασης
και δε σε αφήνουν να ξεδιψάσεις.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν οι ερωτογενείς
ζώνες θωπεύουν επιτακτικά
τις δυνατότητες των αντικειμένων.
Σε αυτόν ανατρέχεις, όταν
ερωτεύεσαι για πρώτη φορά
ξανά και ξανά
τη γυναίκα που σε βούτηξε στα
παγωμένα νερά της Πτυχίας.
Σε αυτόν ανατρέχεις όταν
τα μάτια των παιδιών σε κοιτάζουν
περιμένοντας ευτελή ανταλλάγματα
για το φιλί τους,
ένα ζαχαρωτό σε ροζ ή μπλε περιτύλιγμα,
λίγο μαλλί της γριάς, σοκολάτα.
Όταν η ματιά σου εγκλωβίζεται και πάλι
στον πτυσσόμενο καθρέπτη,
η απώλεια κλωθογυρίζει στη σκέψη σου,
αυτά που έγιναν,
αυτά που θα ήθελες να γίνουν.
Μια μέρα όμως ο χρόνος σταματά
να κυλά στανικά στην αυλή σου.
Μαζεύεις τα πεσμένα πέταλα
των ρόδων του φθινοπώρου,
ένα προς ένα,
τα φωλιάζεις στις χούφτες σου,
τα ελευθερώνεις
από το ροζ ή μπλε τους περιτύλιγμα,
τρως ένα ζαχαρωτό και γλυκαίνεσαι.



Η ΠΙΣΤΗ


Ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία.
Στον Επιτάφιο έπαιρνε το φως,
το ίδιο και στην Ανάσταση.
Από τους περαστικούς.
Έτρεχε μέσα να ανάψει το καντήλι της,
να σώσει από όλους τους αμαρτωλούς του κόσμου
μόνο τη μάνα του Φανούρη.
Κατά βάθος πίστευε,
Κατά βάθος δεν πίστευε.
Άπλωνε το αλεύρι,
έβαζε λευκό πανί,
το σταύρωνε,
και εστόλιζε τη γειτόνισσα που
της ζητούσε προζύμι.

Το στάρι το μισούσε,
επιδεικτικά το πετούσε στις κότες,
εκείνες το ποδοπατούσαν και
το κουτσουλούσαν,
το έτρωγαν και το έφτυναν,
το κλωσούσαν μαζί με τα αυγά τους,
το κακάριζαν
και το μακάριζαν.
Μα πριν το φευγιό της,
οδηγίες έδωσε σαφείς,
να γίνει το πιο νόστιμο του κόσμου,
να πληρώσει τον Πέτρο,
να πιάσει καλή θέση στον παράδεισο.



ΥΠΟΨΙΑ ΕΡΩΤΟΣ


Προτάσσεις τη θέλησή σου
γέρνοντας το κεφάλι
στον τοίχο,
το βλέμμα σου μισό
ολάκερη με τρώγει.
Μια υποψία έρωτος
αιφνίδιου,
καλπάζει πιο γρήγορα από το φως
καρδιά, στομάχι, νους.
Και ανακατεύομαι.



ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ


Ήρθε ο ποιητής και στάθηκε εμπρός μου.
Πολύ κοντά.
Σε μιαν απόσταση όπως αυτή που κοιτάς το πρόσωπό σου
στον καθρέφτη
καθαρά να δεις
τους πόρους, τα σημάδια.
Με διάβασες;
Και εγώ ήθελα να απαντήσω (δίστιγμο)
Βλέπω στα μάτια σου μιαν ατέλειωτη ξεκούραση,
αν είσαι λίγο τυχερός,
θα ζήσεις μέχρι τα ενενήντα τέσσερα,
ίσως και παραπάνω.
Βλέπω πως πόνεσες,
όμως είσαι πιο τρυφηλός από τον πόνο,
έκλαψες απ' έξω,
αυτοστιγμεί γέλασες από μέσα,
όπως ακούγεται το πηγαίο χάχανο που
απόπνιξες σε μια καλοκαιρινή βουτιά από βιάση.
Μικρά τα μάτια σου, θολή η ματιά σου,
σημάδι πως δε τόλμησες να τα ανοίξεις διάπλατα
στην ομορφιά της φτωχής γυναίκας που πέρασε δίπλα σου.
Πλήττεις θανάσιμα,
μόνο το λευκό χαρτί και η γραφίδα σού χαρίζουν μία κάποια πλησμονή.
Και ύστερα παρασύρθηκα
-μα τι ανοησία-
και στοιχημάτισα πως θα μπορούσα
την πλήξη να απαλύνω
με ζεστό φιλί,
λίγη από τη γεύση του καλοκαιρινού φρούτου
που δεν μοιραστήκαμε.
Ευτυχώς,
λογικεύτηκα,
Ό,τι υπάρχει στην αρθρογραφία,
βιάστηκα να απαντήσω.
Μου έχουν πει και άλλοτε
πως είναι πολύ γλυκό το φιλί μου,
μα δεν ήθελα να χάσεις την ανιαρή σου μακροζωΐα.



ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ


Κάθομαι πάνω σου,
αρπάζεις τους γλουτούς μου,
με ευγνωμονείς που πήρα ένα – δύο κιλά,
μου ψιθυρίζεις κάτι για τελειότητα.
Τα κορμιά γλιστρούν και κολλάνε,
σημάδι πως έξω καλοκαιριάζει.
Ίσως, τη στιγμή της κορύφωσης,
γίνουμε ένα,
ώσπου να ‘ρθει ο χειμώνας,
και έτσι να προστατευτούμε από την παγωνιά.



Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Ήρθε η ώρα να γράψω για σένα.
Οκτώ και δέκα χρόνια,
στη σκέψη φωλιάζεις
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.
Δύο φύσεις πάνω στο κρεβάτι μου.
Η μία κοιμάται και ονειρεύεται,
η άλλη κλαίει γιατί λυπάται.
Είναι δηλαδή εκείνη η στιγμή
που μόνο απλώνεις το χέρι
να αγγίξεις,
αλλά η αίσθηση νεκρώνεται
γιατί πείσμωσε,
γιατί κουράστηκε.
Και η μία φύση πανίσχυρη περιγελά την άλλη.
Και ο κόσμος μοιάζει άδειος χωρίς τη μουσική που ακούς στο μυαλό σου.
Οκτώ και δέκα, έχω να σε δω.
Ούτε από τύχη ούτε από ανάγκη.
Σε θυμούμαι όμως,
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου