19/6/18

ΜΑΛΒΙΝΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ










πέτρες ανθισμένες  (2017)



ΠΕΤΡΕΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ


Μια πέτρα παλιά
Μια πέτρα καρδιά
Πέτρα η καρδιά
Ένα ηφαίστειο σβησμένο
Στα χέρια μου ανθισμένο
Πια δεν σε περιμένω...



      Απουσίες


ΦΥΓΗ


Έτσι όπως έφυγες
Πήρες μαζί σου
το καλοκαίρι
σκούπισες με το χέρι
το χρόνο και τη σπαργή.

Και είναι ώρες
που δεν γεμίζουν με τίποτα
και είναι χρόνοι
με κάτι εμμονές μονοσήμαντες
που σε κάνουν να ονειρεύεσαι.

Ξέρεις, τα βιβόρνα άνθισαν
τα παιδιά μεγάλωσαν
κι εγώ παρατηρητής
από απόσταση,
που ορίζουν άλλοι.

Δουλεύοντας τους στίχους
πιάνω απόηχους και ήχους
αλλοτινών εποχών.
Με ένα φακό μαγικό
άλλοτε μεγαλώνω κι άλλοτε,
μικραίνω τις διαστάσεις.

Ξεδιπλώνω χαρτάκια
που δίπλωνα μια ζωή
με σένα ή χωρίς
που δεν τα ξέρει κανείς,
μόνο η βασίλισσα του παραμυθιού!

Το φάρμακο κάθε πρωί
και μιά βαθιά αναπνοή
ένας καφές, παρηγοριά
και λίγες μπουκίτσες ψωμί
στην κίσσα του δάσους
που μου κάνει συντροφιά.



      Της θάλασσας


TO ΜΠΛΕ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


Ήταν μπλε
Τόσο πολύ μπλε η θάλασσα
Σα μεγάλη καρδιά
Ούτε που φάνηκε
το μελάνι που άφησε
το καλαμάρι
Μόνο το κύμα ξέρασε στην άμμο
ένα μαύρο φρύδι
Χωρίς οφθαλμό
Χωρίς όραση
Τεντωμένο τόξο
Χωρίς βέλος
Και τώρα;
Ποιος θα δει το καράβι
Που έρχεται...



      Φωτοσκιάσεις


ΤΟ ΦΩΣ


Οι πρωινές ηλιαχτίδες,
ξεγλιστρούν βιαστικές
στο κατηφορικό μονοπάτι.
Ερωτοτροπούν με τους βράχους
τους δακρυσμένους
απ’ την αρμύρα.
Το φως αποκαλύπτεται
κι αφήνει να ξεχυθούν
όλα τα χρώματά του!
Κι εμείς
που πήγαμε να συλλέξουμε
τους πικρούς καρπούς
της καπαριάς,
αθέλητα ηδονοβλεψίες,
μείναμε άναυδοι
σ’ αυτή την Αποκάλυψη!
Αναρωτιόμασταν
Αν το φως ντύθηκε
τα χρώματά του,
ή γδύθηκε
και μας άφησε
να απολαύσουμε
τη γύμνια του!
Λίγα λεπτά
κράτησε το όνειρο!
Οι ακτίνες
άλλαξαν πορεία
τα χρώματα
χάθηκαν...
Κι εμείς
γεμίσαμε το καλαθάκι
με κάπαρες και καπαρόφυλλα.
Και μείναμε με την πίκρα
που χάσαμε το φως!



Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ


Εκεί τριών τεσσάρων χρόνων
την ανακάλυψα
Και τη φοβόμουνα, που απρόσκλητη
στα πόδια μου μπερδεύονταν
Μια να με ακολουθεί
μια να με ξεπερνάει
μια να μου γνέφει αριστερά
μια να μου γνέφει δεξιά.
Η σκιά μου.
Καθώς το βηματισμό μου
τάχυνα στη ζωή
κατάλαβα ότι πίσω από τη σκιά
κάποιος κρύβεται καλά
Σήκωνα τα χέρια ψηλά
δοξαστικά
Έφτιαχνα μια δυνατή σκούρα σκιά
κι ύστερα κοίταζα ψηλά
τη μετατόπιζα, λευκή, τρανή
στον ουρανό της νύχτας
θαρρώντας πως τη νίκησα.
Όταν στα τρία άρχισα να περπατώ
νά τη μπροστά μου
και φοβήθηκα
μη το ραβδί μού πάρει.
Σήκωνα το μπαστούνι μου ψηλά,
να τη ραβδίσω.
Το ίδιο μου ’κάνε ξεδιάντροπα
κι αυτή.
Πότε θα απαλλαχτώ από σένα
Νεύριασα, αγανάκτησα.
Σε λίγο... μου απαντά.
Τώρα που κοιτώ από ψηλά
ξέρω Τι είναι σκιά!
……………………………

Σκιά είναι η ζωή
σαν πίσω της κρύβεται
μια φωτεινή πηγή.




      Ρήματα


ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ


Επιστρέφω
βρίσκω πάλι
Τις μικρές μου
συνήθειες
Ακουμπώ τον
Πικρό μου καφέ
στο μπαλκόνι
Ξεκινάω να δένω
τα νήματα,
που χαλάρωσαν
ζώντας στην πόλη!
Τη μεγάλη παρέα θα βρω
Στου NAVAL την έξω γωνιά
καθισμένη
να μετρά απουσίες...
Τάσος Γιάννης Γιώργος και Έφη.
  



      Του καιρού 


ΘΕΡΙΝΗ ΡΑΣΤΩΝΗ


Πρωινό του καύσωνα
Τζιτζίκια που κουφαίνουν
Αφήνω το νερό να κελαρύζει
στη βεράντα
Απολαμβάνω έναν καφέ
και το ότι,
“Δεν έχω τίποτα να κάνω”
Ακούω το “ο sole Μίο”
Ω! Sole!
Μϊο, δεν θα γίνεις ποτέ...
Κτητικό ακούγεται
Θέλω απλώς να υπάρχεις
Να σε ανασύρω
Όποτε θέλω,
στη μνήμη
στα όνειρα!
Ο υδράργυρος ανεβαίνει
Μια έκτακτη συστολή
με τρομάζει...
Αυτή η ζέστη...




      Περί έρωτος


Η ΦΩΤΙΑ


Δε λέει να σβήσει αυτή η φωτιά
Στο τζάκι
Αργοκαίει το κούτσουρο
Μέσα στη στάχτη.
Δες ζέστη που στέλνει στην κάμαρη
Της ψυχής
Βγάλε το γκρίζο ρούχο κι απίθωσέ το
Καταγής
Θα σ’ αγκαλιάσω σφιχτά
Μη φοβηθείς
τραγούδι θα σου ψιθυρίσω
Να ευχαριστηθείς
Υπόσχεση θα σου δώσω
Να τη δεχτείς.
Καρπούς γλυκούς θα σε κεράσω
Να γλυκαθείς
Τα ποτήρια με παλιό κρασί θα γεμίσω
Να ευχηθείς
Σε περιμένω με αγωνία
Μην αργείς.




      Ιορδανία

         

ΝΕΚΡΑ ΘΑΛΑΣΣΑ


Νεκρά θάλασσα.
Είμαι εδώ, κοντά σου
Απάνω σου!
Οριζοντιωμένη ανάσκελα,
να βλέπω τα σύννεφα!
Νεκρά θάλασσα... όπως
Νεκρός, νεκροφόρα, νεκροταφείο,
νεκρική πομπή, νεκρώσιμοι ψαλμοί,
νεκρική σιγή...
Καταστάσεις ανεξέλεγκτες, με διάρκεια.
Είπες:
- ανάσκελα, διαβάζεις εφημερίδα.
Βουτιά να μη κάμεις.
Εφημερίδα; Αποτολμώ τη βουτιά!
Βυθίζομαι παράξενα,
στροβιλίζομαι έκκεντρα από τον άξονά μου.
Το κέντρο βάρους του σώματός μου,
σε συνεχή αχαλίνωτη μετατόπιση.
Μετεωρίζομαι.
Μετά από αλλόκοτες περιδινήσεις,
η Νεκρά θάλασσα με ξερνά...
Αναδύομαι...
Τσούζουν τα μάτια,
από την απόλυτη αρμύρα.
Τρέχουν δάκρυα!
Πρώτη φορά που είναι γλυκά,
μπροστά στην τόση αλατότητα,
αυτής της άγονης θάλασσας!
Αναδύθηκα!
Εξαγνίστηκα!




ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

 

ΑΚΟΥΩ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ


Κρατώ το καπέλο
Σήμερα που φυσά δυνατά
Το καπέλο κρατώ γερά
Άνεμος μη το πάρει
Και τί θα κάνω
Σαν  φανούν  τ’   ασπρισμένα μαλλιά
Άνεμος δυνατός παρασύρει
Βλέπω έρχεσαι
Ξαφνικά κι απρόσμενα
Μα πάλι χάνεσαι
Ακούω παφλασμό στο κύμα
Στο παιχνίδισμα των νερών
σταγόνας υπόσχεση
Ακούω γέλιο
Στη ριπή του ανέμου χάνεται
Ακούω παράπονο
Ανεμοδαρμένο φύλλο
Στα δυό βήματα χάνεσαι
Πώς φυσά έτσι δυνατά
Το καπέλο το καπέλο κρατώ
Μη και ο αέρας το πάρει
Και φανούν τ’  ασπρισμένα μαλλιά
Ξεκίνησα κάπου να πάω
Κάποια συνάντηση
Δεν θυμάμαι με ποιον
Δεν θυμάμαι πού
Φυσά άνεμος δυνατός
Ακούω τον άνεμο
Το καπέλο κρατώ γερά
Γιατί εκεί που πηγαίνω
Μα πού πηγαίνω
Πρέπει να προσέχω
Μη και φανούν τ’  ασπρισμένα μαλλιά




ΜΙΚΡΕΣ ΩΡΕΣ


Τα ποιήματα φωλιάζουν
σε στιγμές ακατάληπτες
μικρών ωρών
Όπως οι αγρυπνίες στα μοναστήρια
Κερί και μετάνοια
Όρθρος και λιβάνι
Ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο
ονείρωξη και ενοχή
Συναξάρι και να μετράς κόμπους
Πόσους κόμπους έχει το κομποσκοίνι
Κάποια στιγμή τελειώνουν οι αναπνοές
Φτου κι απ´την αρχή
Μετουσίωση ενορμήσεων
πλανεύτρας προσέγγισης
Πρέπει να δημιουργήσεις
μια Παναγιά ή ένα Χριστό
Που ποτέ δεν θα αγγίξεις
Αλλά πάντα κάπου υπάρχει!
Τη λένε Μούσσα, Θεό, ίσως τρέλα
Αν το κατονομάσεις
Αν το προσδιορίσεις
το λιγοστεύεις και το προδίδεις
ή και το χάνεις
Ποίηση είναι εκφόρτηση της
υπερφόρτησης των νευρώνων
Διαδικασία παιδέματος του νου
Που δεν αντιγράφει
Μόνο διηγείται την αλήθεια
Αποκαίδια συναισθημάτων
Αλκαλική τοξική μπαταρία
Που δίνει φως!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου