Η Ποίηση φτιάχνεται με λέξεις. Η ομορφιά της είναι ότι με τη σύνθεσή τους σε ένα ποίημα αυτές αποκτούν τέτοια δυναμική, που ξεφεύγουν από αυτό, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα μοναδικό ταξίδι σε κόσμους άλλους, διαφορετικούς. Στη συγκεκριμένη δράση ως ομάδα προσπαθήσαμε ώστε οι λέξεις να μας ταξιδέψουν στον κόσμο της Τρίτης Ηλικίας για να κοινωνήσουμε από τη σοφία, την εμπειρία και την ανθρωπιά της, για να ενώσουμε το σταθερό μας χέρι με αυτό, που όσο αδύναμο ή τρεμάμενο κι αν είναι, εξακολουθεί να δίνει απλόχερα, να παίρνει, να επικοινωνεί, να διψάει για ζωή. Δηλώνουμε παρόντες, συμπαραστάτες, ενεργοί.
Το π της ποίησης εδώ,
ξεκινώντας από π = 3,14 σαν λόγος της Περιφέρειας του κύκλου της Ζωής που
κοντεύει να ολοκληρωθεί προς τη διάμετρο του Χρόνου της, σηκώνεται,
ξεδιπλώνεται και γίνεται Π, περπατούρα, κινούμενο στήριγμα για όσους έχουν
αστάθεια λόγω γήρατος, ώστε να μπορέσουν έστω για λίγο να ισορροπήσουν όρθιοι
αλλά και να περπατήσουν, να κινηθούν σε έναν ποιητικό χωροχρόνο γεμάτο αγάπη,
σεβασμό, κατανόηση και αποδοχή.
Το π γίνεται παλέτα για να
ζωγραφίσουν τα όνειρά τους, γίνεται παγκάκι να ξαποστάσουν, ποτάμι να
συνομιλήσουν με το νερό, παλμός να χαρούν, παπαρούνες και πανσέδες να βάλουν
χρώμα στην καθημερινότητά τους, πάθος για μια ακόμα ανατολή του ήλιου.
Ναι, η Ποίηση έχει σαφώς και
ρόλο κοινωνικό. Γι’ αυτό είμαστε εδώ.
Το κελί
[μια αφήγηση συνομιλεί με δώδεκα ποιητικές φωνές]
Αριάδνη
Ήταν εκεί
στον φυλλοβόλο χρόνο της ζωής της
Κάτω από τις γυμνές σταγόνες
που κρέμονταν στα κλαδιά
Με τα γκρίζα πουλιά
που ανασκάλευαν το χώμα
Υγρή σιωπή
Αλήθεια που της κλέψανε το άλφα
και τρέχει δίχως ρούχο
μες στους λαβύρινθους της μνήμης
Δίχως Αριάδνη
Ήμουν εκεί
Μάζεψα ένα ένα τα πεσμένα φύλλα
κι έφτιαξα ρούχο
το γυμνό δέρμα να σκεπάσω
Τα χέρια μου έκανα κλαδιά
για να σταθούνε τα πουλιά
Το μέτωπό μου ουρανό
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
Πήρα απ’ το τόξο τ’ ουρανού
κι έγινα μνήμη των χρωμάτων
Και Αριάδνη που ξετυλίγει αργά
το μάλλινο κουβάρι του ήλιου.
Πλέον έχω ξεχάσει πώς ήμουν όταν μπήκα εδώ - ή μήπως δεν
το θυμόμουν ποτέ; Οι μνήμες γυρίζουν σε μαιάνδρους στο μυαλό μου, τι ήταν πρώτο
και τι κατοπινό, τι όρισε τι ή απλώς κάτι,
μάλλον απροσδιόριστο, και τι πέρασε χωρίς ν’ αφήσει ίχνος. Τα γεγονότα
και τα πράγματα μπλέκονται στη σκέψη μου χωρίς να το καταλαβαίνω ή να το θέλω,
υπακούουν στη δική τους
εσωτερική λογική σαν τα νήματα που δένονται κόμπους χωρίς
να τ’ αγγίξει ανθρώπινο χέρι. Έχω, αλήθεια, πολύ χρόνο εδώ για να βάλω τις
μνήμες μου σε τάξη, όμως όσο τις σκέφτομαι, τόσο αυτές διαλύονται η μία μέσα
στην άλλη και φτιάχνουν αναχώματα στον νόμο της εμπειρίας και της ανάκλησής
της.
Πατρικό σπίτι
Στη μητέρα μου
Είχε δυσκολευτεί ν’ αποφασίσει.
Προσπαθούσε να τους πείσει πως είχαν λάθος,
πως τίποτα το εγωιστικό δεν έκρυβε η άρνησή του.
Κάποτε σταμάτησε να αντιδρά.
Είδε ξανά τη μικρή γωνιά, δίπλα στο παράθυρο
με τ’ ανοιχτό βιβλίο.
Έσκυψε πάλι στη σανίδα,
που ξέφευγε από το παλιό χράμι
μαζί με το τρενάκι του.
Σύρθηκε στην αυλίτσα,
στρωμένη καραγκιόζηδες, στρατιωτάκια
και μικρές γυάλινες μπαλίτσες,
γυρεύοντας να σταθεί
μπροστά στη γλάστρα της μπιγκόνιας,
που πότιζε άλλοτε κρυφά
με το σπέρμα μιας δύσκολης εφηβείας.
Ξανάκουσε τα βροντερά βήματα στα πλακάκια της αυλής
και είδε τις σκιές
να παίρνουν με κλωτσιές τον πατέρα
για το μέρος που κανείς δε γίνεται να ξαναγυρίσει.
Τα έβλεπε όλα καθαρά.
Υπήρχαν μέσα του και γύρω του.
Τα πήρε μαζί του σαν έφυγε τότε,
με την εντύπωση πως να,
θα μπορεί να βρίσκει παντού
τεράστιες παχιές πολυθρόνες
στη σιγουριά μιας άλλης εποχής.
Βέβαιος γι’ αυτά που κρατούσε
τελικά συμφώνησε για τ’ αυτοκίνητο του γιου
και για το πιάνο της μικρούλας Ντόλης.
Από τότε όσα είχε κρατήσει έγιναν ασήκωτα.
Χωμένος τώρα στην παχιά πολυθρόνα
του καινούργιου σαλονιού,
υποβάλλεται αγόγγυστα σ’ ένα τεστ κοπώσεως,
που δε λέει να τελειώσει.
Ο χώρος μου είναι σαν σπίτι πατρικό, αφού πλέον αρνούμαι
να θυμηθώ κάτι πριν από αυτό, είναι τα παιδικά μου χρόνια και τώρα τα στερνά
μου, οι πρώτες και τελευταίες μου ημέρες και ώρες. Τα πάντα εδώ τα έζησα, είτε
τα θυμάμαι πλέον είτε όχι, με κατατρέχουν θέλοντας και μη, είτε μου απέμειναν
είτε παραπετάχτηκαν. Τα αντικείμενα γύρω μου, λιγοστά σαν στάχτες, έχουν το
δικό τους παραμύθι να πουν, αληθινό ή ψεύτικο, κάποια μεταξύ τους αφηγούνται
άλλες ιστορίες, και στο τέλος πάλι όλα μαζί. Αυτά τα αντικείμενα, ό,τι έχω και
δεν έχω, είναι μέρος του σώματός μου.
Σωρεία λαθών
Μία στιγμή
Κι ακόμη μία
Κι άλλη μία στιγμή
Κι άλλη μία στιγμή περνά
Κι άλλη μία στιγμή περνά και χάνεται
Κι άλλη μία στιγμή περνά και χάνεται στην άβυσσο
Κι άλλη μία στιγμή περνά και χάνεται στην άβυσσο για
πάντα.
Ο χρόνος σου έχει άπειρες στιγμές ψεύδονται γελώντας σε
οι αισθήσεις.
Αμελητέα η ποσότης της αφαίρεσης, καγχάζει ο νους στην
πλάνη του.
Κοντολογίς η αναζήτηση δικών σου αληθειών αμφιβολία
ανώφελη.
Προτίμησες, λοιπόν, να συσσωρεύεις μέσα σου υπεραξίες
στεάτων,
αταραξίας κεφάλαια, της αποχής σίγουρα κέρδη.
Και οι απώλειες κάθε ημέρας σωρηδόν
-πώς πέρασε έτσι γρήγορα ο καιρός-
ώσπου κι εσύ να σωριαστείς
-αμελητέα η ποσότητα-
σ’ ένα σωρό από χώμα
Μια στιγμή.
Κάποιος πιθανόν να συλλογίζεται ότι έκανε σπουδαία πράγματα
και μίλησε με περίφημους ανθρώπους. Παντού υπάρχουν τρόποι για τα σπουδαία πράγματα
και συναντάς συχνά περίφημους ανθρώπους. Ίσως να έτυχε και σε μένα αυτή η
περίσταση. Βέβαια, δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτά, γιατί, κατά πάσα πιθανότητα,
δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Αν συνέβη, ήταν την εποχή που αναζητούσα κάποιο
νόημα στις πράξεις και στα λόγια, όμως είτε τελικά όλα αυτά δεν είχαν σημασία
είτε δεν έχει σημασία να αναζητώ κάποιο νόημα. Έψαχνα για το νόημα για να
ξεφύγω απ’ την αφθαρσία της φθοράς, μέχρι που κατάλαβα ότι η φθορά ήταν το μόνο
που είχε νόημα. Τώρα γυρίζοντας
πίσω, απολογιστικά, βλέπω μόνο μία σειρά φθορών. Κι
αυτές, απ’ έξω αν τις δει κανείς, θα αντιληφθεί ότι δεν έχουν νόημα. Μόνο αν
είσαι μέσα τους έχουν. Τότε είναι μέσα σου.
Αντί περιεχομένων
Η ομάδα ΝΗΜΑΤΑ ΜΝΗΜΗΣ σχεδίασε και παρουσιάζει το ποιητικό
δρώμενο ΜΕ ΤΟ π ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, που σκοπεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε
θέματα που άπτονται προβλημάτων και παθήσεων της τρίτης ηλικίας, όπως η
γεροντική άνοια, καθώς και των κοινωνικών προβλημάτων που οι συγκεκριμένες παθήσεις
συνεπάγονται. Η λογοτεχνική παρέμβαση στοχεύει να λειτουργήσει ως συγκινησιακό
ερέθισμα, που θα ευαισθητοποιήσει και πιθανόν να ενεργοποιήσει τους αποδέκτες
σχετικά
με τα προβλήματα της τρίτης ηλικίας και τη φροντίδα που η
κοινωνία οφείλει στους υπερήλικες.
Για τη δημιουργία του ποιητικού
δρώμενου συντέθηκαν λογοτεχνικά κείμενα με θέμα: τρίτη ηλικία και χρόνος:
παθήσεις, κοινωνικές επιπτώσεις και κατάλληλη φροντίδα. Τα κείμενα αυτά
συγκεντρώθηκαν σε βιβλίο με τίτλο ΜΕ ΤΟ π ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Συντέθηκαν δώδεκα
ποιητικά έργα και ένα διήγημα. Τα ποιητικά κείμενα εμφανίζουν στοιχεία
διαφορετικών στιχουργικών τεχνοτροπιών: ομοιοκατάληκτος στίχος, ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος,
ελεύθερος στίχος, σχηματοποίημα, σουρεαλιστικός τρόπος γραφής. Στο σχηματοποίημα
«Σωρεία λαθών» γίνεται στιχουργική απόπειρα οπτικοποίησης του σωρείτη, είδους βραχυλογικού
φιλοσοφικού συλλογισμού, τον οποίο πραγματεύτηκαν αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Το
διήγημα «Το κελί» δημιουργήθηκε εκ των υστέρων και στοχεύει να συνομιλήσει κατ’
ιδίαν αλλά και συνολικά με τα δώδεκα ποιήματα του συλλογικού έργου χωρίς να
χάνει την αυτονομία του. Κάθε παράγραφος
από τις δώδεκα του διηγήματος απευθύνεται ξεχωριστά σ’
ένα ποίημα, ενώ παράλληλα όλες μαζί αφηγούνται μία ιστορία. Στο συλλογικό έργο
συμμετέχουν με τα έργα τους οι λογοτέχνες:
Διώνη Δημητριάδου: Είναι κι εκείνο το παιδί (γι’ αυτούς
που η μνήμη ανάποδα μετράει)
Ξανθίππη Ζαχοπούλου: Αριάδνη
Αγγελική Ζερβαντωνάκη: Ως εμβληματική κατάληξη, μια ξερολιθιά
(Ασκήσεις, εκδόσεις Δωδώνη, 2003)
Ματίνα Κ. Καρελιώτη: Υπόμνημα ζωής
Στάθης Κεφαλούρος: Τα τρία σημεία της αγάπης ή αλλιώς Οι τρεις
ηλικίες
Χαράλαμπος Μαγουλάς: Το κελί
Αναστασία Ν. Μαργέτη: Σωρεία λαθών
Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος: Πατρικό σπίτι
Θεοχάρης Παπαδόπουλος: Ο γέρος
Ηλίας Παπακωνσταντίνου: Τρίτη (;) ηλικία
Αντρέας Πολυκάρπου: Εκείνο το πρωινό
Φαίη Ρέμπελου: Ο κύκλος της ζωής
Γιώργος Ρούσκας: Άπνοια γεροντική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου