22/4/24

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ







 Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς γεννήθηκε στην Αθήνα. Έποικος των Πατρών από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980, σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Έχει εκδώσει 10 Ποιητικές συλλογές, 1 θεατρικό και ένα Ανθολόγιο Πατρινών Ποιητών 1940-1995  , ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Ελί-τροχος. Άρθρα και δοκίμιά του για την ποίηση, την ιστορία και την εκπαίδευση έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Έχει διοργανώσει δεκάδες λογοτεχνικές εκδηλώσεις-συνέδρια είτε αυτόνομα με την εταιρεία πολιτισμού "Ελί-τροχος" είτε με την συνεργασία άλλων φορέων όπως τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων, Πατρών, Νομαρχία Αχαΐας, Δήμο Πατρέων, Φεστιβάλ Σύμης, Unicef, EKEBΙ, Υπουργείο Πολιτισμού κ.α.
Είναι μέλος του Δικτύου Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, της Εταιρείας Συγγραφέων και είναι Ιδιοκτήτης του Εκπαιδευτικού Οργανισμού "Ορμή"


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ποίηση

-Παραμεθόριο Νεκροταφείο, Αθήνα, 1983.
-Ο ίππος των κυμάτων, Θέμα, Αθήνα, 1990.
-Παραμεθόριο Νεκροταφείο-0 ίππος των κυμάτων, β’ έκδοση, Θέμα,
Αθήνα, 1992.
-Θερινό Ανεμούριο, Αρχικές Εκδόσεις, Πάτρα, 1993.
-Φαντασιώσεις ενός οδοιπόρου, Δελφίνι, Αθήνα, 1996.
-Χαίρε Αιώνα, Χειροκίνητο, Αθήνα, 2002.
-Ποιήματα-Περίληψη(1983-2006), I. Πικραμένος, Πάτρα, 2006.
-Έρωτος επέτειος εαρινή, Συλλεκτική έκδοση (εκτός εμπορίου),
Αθήνα, 2008.
-Φιλόξενος πόλις, I. Πικραμένος, Πάτρα, 2010.
-Ευγενία (2016)

Θέατρο

«Η ιστορία μιας γέφυρας», 2014
(Πρώτη παράσταση) 27 Σεπτεμβρίου 2014, Αρχαίο Θέατρο Μακύνειας,
από τη ΓΕΦΥΡΑΑ.Ε.

Ποιητική Ανθολογία

Ανθολόγιο Πατρινών Ποιητών 1940-1995, Δήμος Πατρέων, 1995.











ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ   (2021)


Συμφιλίωση

Σ’ ένα κρύο σπίτι έμαθα να γράφω. Υπόγειο ήτανε. Το νερό μέχρι
το γόνατο.
Τα έπιπλα στην παλίρροια της μοναξιάς. Αλήθεια είναι ότι η
μοναξιά χαρτώνει τους τοίχους, με σκουριές κι απώλειες για τις
μελλούμενες αναστάσεις της Πατρίδας. Φθαρμένα και τα βελούδα 
της ηλικίας από τις συζητήσεις για την ιστορία των φύλων.
Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα και μια ζαριά άσσο τέσσερα, όλες οι
δολοπλοκίες ποιητών ενδόξων και μη. Στο χέρι μας, είπες, είναι
η συμφιλίωση, ας λυσσομανάει έξω το άδειο του χρόνου σαρκίο,
μη ζητάς εκδίκηση για τα σκοτεινά νερά της μνήμης που χάλασαν 
το σπίτι.
Στο χέρι μας είναι η συμφιλίωση, σου είπα, σ’ ένα καφενείο
της Μενάνδρου, μελετώντας τις εποχές που είχαμε κατοικία στη
θάλασσα γεμάτο φρέζιες και εκατοντάδες μέτρα κάμποτο από το
ραφτάδικο της εφηβείας.
Να στήσουμε μια τέντα στο ξέφωτο θέλαμε, να βρουν απάγκιο
όσοι μοναχικοί έφερναν αντίλαλο κρυμμένο στα σωθικά τους και
στάχτες λέξεων με «όλα τα Αν του κόσμου». 



ΧΡΟΝΟΣ

Ανοσία της Αγέλης

Μαχαιρωμένη τρίκλιζε σ’ όλο το σπίτι η μοναξιά. Στα κλάματα
των ενοίκων συναντούσε τον ρολογά που έψαχνε τις σαρκοφάγους
του χρόνου. Το τώρα κούρδιζε με ρήματα αιωνιότητας αλαφιασμένες 
τις στιγμές. Τα πορτοπαράθυρα της πατρικής οικείας
στο αντριλίκι του αέρα. Τα καρφιά στα ξύλα της πόρτας μίσχοι
ξενιτειάς. Το πρόσωπο της μάνας έσταζε ιδρώτα μ’ ένα τζάμι
στο λαρύγγι καρφωμένο. Εικονοστάσια ιστορημένα στις βιογραφίες 
της πανδημίας. Περιπλανώμενος στου δράκου καθρέπτη τα
γηρατειά, ζητιάνευε μπαρούτι ο θάνατος τα περασμένα ν’ αναστήσει. 
Τα πιάτα άπλυτα στα ερείπια του νεροχύτη. Νεκρική
ησυχία στην ανέλπιστη ασάφεια του τέλους. Ενοχές, ψεύδη της
έσχατης στιγμής για την πτώση. Τα έπιπλα γεμάτα σκόνη. 
Χαλκομανίες με αφιερώσεις για τις χειρονομίες της ευτυχίας. 
Όπως στο πατάρι που έβγαλε γραφή φρίκης η νεαρή κορασίδα Άννα
Φρανκ, ορίζουν το ποίημα και τον ποιητή. Τον έγκλειστο ποιητή,
τον ανέστιο, στο διαμέρισμα με τη βιβλιοθήκη της χλωμής ζωής,
την άδεια πισίνα των λέξεων, των τηλεφωνικών καταλόγων με
ονόματα νεκρών και τον απότιστο λαχανόκηπο και τ’ απλωμένα
ρούχα της βεράντας στο σκοτάδι.



Εγκλεισμός Ηθελημένος

Με τη μοίρα στις εξαιρέσεις του θανάτου αργά πολύ αργά με
βήματα σταθερά μετρά τα σανίδια του χρόνου σαθρά από την
λησμονιά.

«Ωραίο το κάστρο της μοναξιάς», αναφώνησε διαβάζοντας Ουίλλιαμ 
Σαίξπηρ ξανά και ξανά. Ωραία με ανοιγμένο το στέρνο κι
η υπομονή. Την είδε ν’ ανασαίνει αργά στο περίγραμμα της 
«νυχτωσιάς του κόσμου».


Είδε τον Αλέξη Τραϊανό να του κρατά το χέρι ώρες που λιώνει το
φως στη ναφθαλίνη της νύχτας του.


Η φράση (νυχτωσιά του χρόνον) υπάρχει στο ποίημα «Κόκκινος Καθρέ-
πτης» από τη συλλογή «Οι Μικρές Μέρες» (1973) τον Αλέξη Τραϊανού. 



Συνάντηση σε Άδεια Πλατεία

Στις αμαρτίες των πυρπολημένων ερειπίων ξημερώνει σκοτάδι.
Αντίκρυ στην άδεια πλατεία ο Θεός στους καθρέπτες των νερών 
τους καθησυχάζει. Οι χρόνοι στις παραινέσεις της αγάπης
για το πρωτόπλαστον πλησίον. Αλλάζοντας η χιλιετία άλλαξαν
και οι θεοί μέσα τους, από τότε πήραν τους δρόμους. Το μαύρο
σίδερο των νοσοκόμων συμπαγές καρφωμένο παντού. Η χώρα
κενή ιστορίας. Σε μικρές συναντήσεις η πόλη άδεια μύθων. Στους
θρήνους των κατεστραμμένων εμπόρων και αυτός με το νεκρό
πατέρα του. Ντυμένος το γκρι εγγλέζικο παλτό και τα χέρια
στις τσέπες του παντελονιού του έψαχναν σιωπηλοί καφετζή
αχάραγα- επιτέλους μήπως και τελειώσουν εκείνες τις αντίδωρες 
συζητήσεις για τους εμφυλίους της γέννας. Μήπως ορίσουν
και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του θανάτου, πίνοντας
φασκόμηλο με μέλι στο τραπεζάκι ενός τελειωμένου από ψυχές
καφενείου με το φεγγάρι στα σώματα απομεινάρι. 



Επιστροφή στο Ηρώον

Άνοιξε την πόρτα, στ’ άπλυτα σεντόνια το σπίτι αναστατωμένο.
Τους είδε ξανά σε στρωμένο τραπέζι να φιλονικούν, όπως πάντα
άλλωστε, για τις ιστορίες του μητρικού γάλακτος στις νόσους
του χρόνου. Πρησμένα τα έπιπλα από το κλάμα. Οι σανίδες στο
πάτωμα είχαν ανθίσει. Μοσχοβολούσε ελατόδασος η κρεβατοκάμαρα. 
Άκουγε καθαρά το πέταγμα τ’ ουρανού και πάλι. Δεν άντεξε. 
Βγήκε στη βεράντα. Στήριξε τη νύχτα στην τέντα. Κλείδωσε
γρήγορα την εξώπορτα και άρχισε να τρέχει μαζί τους, μέχρι που
και οι δύο γονείς χάθηκαν στ’ αβαθή της μνήμης.

Πήρε την απόφαση να κατεδαφίσει το πατρώον και στη θέση του
να εγείρει ηρώον για όσους έχασαν τις πατρίδες της φύτρας τους. 



ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ

Η Απολογία

A

«Ήταν φυσιολογικό να σκοτώσω κι εγώ μπροστά στο ψυγείο με
τα πτώματα των ζώων σε έγχρωμες πλαστικές σακούλες, είπε
στους δημοσιογράφους. Ήταν ξεβιδωμένες και άσιτες από αγάπη 
οι νύχτες μου. Μ’ ένα καρβέλι θάνατο μοίραζα μαζί της τον
αέρα τ’ αρχοντικού. Ήταν και εκείνο το τίποτα της ψυχής, στα
μικρά χωριά του καναπέ παρέα μ’ ένα σκύλο μαύρο στην άβυσσο
του χρόνου σχισμένο. Πρώτα, θέρισα όλες τις πορσελάνες των
ήλιων που κράταγαν οι μοίρες μας στις σκιές των δωματίων.
Μετά πήρα το μαχαίρι».
Αυτά ανέφερε ο δημόσιος κατήγορος κατά την ακροαματική
διαδικασία, περί των πρόωρων εκπνοών της νοσοκόμας κατά την
διήμερη εφημερία της στα εξωτικά του νεκροθάλαμου αισθήματα. 



Ο Θεός πεθαίνει

Ύμνος στον Φεόερίκο Γκαρθία Λόρκα

Το σώμα της, σταυροδρόμι ανέμων, φεγγοβολεί την εποχή των
μεταμφιεσμένων, σε ένα μακρύ μαύρο όλο δαντέλα φόρεμα. Μόνη,
στις δέκα παρά τέσσερα ακριβώς, ανέβηκε αργά, απελπιστικά
αργά, τα ώριμα σκαλιά του κήπου με τους αμάραντους. Δισέγγονη 
του νεωκόρου της Ευαγγελίστριας των αμνών, τίμησε πατέρα,
παππού, προπάππου με τους κραδασμούς της πάντα διορατικής
σάρκας της. Στον θρίαμβο του στήθους της, εκεί χαμηλά που 
γίνεται ο λαιμός αυλάκι και ορίζεται το βλέμμα ως ηδονή, φίλντισι
άκοπο, στολισμένο με τους λωτούς της αναμονής, το κέρασμα του
Αλεσάντρο. Στον αέρα φασκόμηλο και δεντρολίβανο φρεσκοκομμένο 
και ένα ψιλόβροχο που λιάνιζε τα γυμνά μέλη της, σε μια
άνοιξη πρώιμη. Η πόρτα μισάνοιχτη έφεγγε και μέσα ο αρλεκίνος
μοίραζε οινόπνευμα σε ταγιαρισμένα κρύσταλλα της Καλσρούης.
Ο ακροβάτης με δάχτυλα αργυρά, έπαιζε στο πιάνο τη συμφωνία
της χαράς του Λούντβιχ Μπετόβεν και εκείνος με τη φορεσιά του
ταυρομάχου, Σολέδα Μαντόγια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Όρθιος να κοιτά το ρολόι που έδειχνε δέκα ακριβώς. Πέρασε το
χέρι του στη μέση της και άρχισε να στροβιλίζεται μαζί της σε μια
τεράστια σπείρα που τους έφερε μόνους στην άκρη του αίθριου.
Έσυρε τα χείλια του στον κέρινο κορμό της και με τα δόντια ανα-
σήκωσε τη μάσκα που έκρυβε το πρόσωπο. Εκεί που υπήρχε η
μεγάλη τομή και αντάριαζε η θάλασσα των ματιών της, υπήρχαν
οι σταγόνες ιδρώτα της απόρριψης.

Άρχισε να σπαράζει στα χέρια του κλώθοντας τους χρόνους της
μοναξιάς στην άγια ουλή της γέννας. Εκείνος έκλεισε με το στόμα 
του την ιδρωμένη ιστορία της και της ψιθύρισε ρυθμικά Σ’ αγαπώ 
από τη γέννα σου Ολάλια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, σ’ αγαπώ Ολάλια. 



Τζουτζουκλέρι

Στην Ε. Θ.

Η στριφογυριστή σκάλα ούρλιαζε, καθώς ανέβαιναν τρέχοντας.
Έτριζε όλο το σπίτι όπως χτύπαγαν τ’ άρβυλα στο παριανό 
μάρμαρο. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, επίσημα ντυμένη.
Τα μάτια της στην υγρασία του θανάτου.

Όταν φτιάχτηκε το σπίτι, ο πρώτος της οικογένειας Αναστάσης, 
κάλεσε από την Τήνο δύο μαρμαρογλύπτες, τους ανέθεσε να
φτιάξουν τη σκάλα που αγκάλιαζε την πρόσοψη του νεοκλασικού.
Το σατέν φόρεμα της άφηνε ελεύθερους τους ώμους. Στο λαιμό 
της, θηλιά απαγχονισμού μια σειρά μαύρα μαργαριτάρια. Τα
χέρια σε ορθή γωνία με το σώμα, περιφρουρούσαν το στήθος 
κρατώντας όπως ήξεραν οι οικοδέσποινες της απέναντι ακτής τον
ασημένιο δίσκο με τα κεράσματα. Στον δίσκο το γλυκοδοχείο με
το κυδώνι- τριγύρω του μια δέσμη με κουταλάκια επάργυρα, μία
καράφα παγωμένο νερό και αρκετά ποτήρια.

Η Τζούτζη είχε ενημερωθεί από το προξενείο έγκαιρα για την
οπισθοχώρηση.
Όταν πέρασε ο στρατός κυνηγώντας το όραμα της μεγάλης
Ιδέας, ο πατέρας της Ιωσήφ, δια ολίγον ήπιε καφέ στο αίθριο του
κήπου με τον πρίγκηπα Νικόλαο. Λίγο μετά χάθηκε κι αυτός.
Το προικώο της το είχε φυγαδεύσει αρκετές μέρες πριν τη 
φωτιά στη Χίο.
Στο οστεοφυλάκιο του Αναστάση φύλαξε αρκετά μασούρια
λίρες, κοσμήματα με ζαφείρια και σμαράγδια, τους τίτλους 
ιδιοκτησίας και το εικόνισμα της Παναγιάς, σκαλισμένο σ’ 
ελεφαντόδοντο, δώρο αυτοκρατορικό.
Έβγαλε από την κρύπτη το κουτί, έσπειρε τα οστά σ’ όλο το
σπίτι. Τον ήθελε κοντά της τις ώρες που θα έτρεμε το σπίτι.
Τοποθέτησε το κρανίο του Αναστάση στο γραφείο του, εκεί που
υπέγραφε τα συμβόλαια για τα εμπόρια ξυλείας. 
Την έφτασε πρώτος ο αξιωματικός. Με το χέρι του υπέδειξε
στους ένοπλους να σταματήσουν. Την έσπρωξε με τον υποκόπανο. 
Τα χέρια του συμμαθητή της Τζούτζης έπαιζαν για ακόμη
μία φορά το βαλς του Δουνάβεως του Γιόχαν Στράους και εκείνη
του άφησε ένα ποτήρι νερό δίπλα στο πιάνο.
Δεν μπήκε κανείς μέσα. Αυτή βγήκε στο μπαλκόνι.
Άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι, παιδιά τα έσερναν από τα
χέρια οι μανάδες. Η θάλασσα άρχισε να βγαίνει στους δρόμους.
Ήταν και πάλι Σεπτέμβρης.


Τζουτζουκλέρι: το μικρό κοριτσάκι 


ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ

Ιστορίες για την γενέθλια πόλη


Της Ράμπελας και του Δημήτρη


Η εφημερίδα

Τον περιμέναμε μέχρι που έπιασε το σκοτάδι να κόβεται με το
μαχαίρι. Ξέραμε για τις συχνές απουσίες του από το σπίτι. 
Άλλωστε ο τίτλος γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη εκεί στα
δυτικά της Αθήνας, ήταν γνωστός στο αστυνομικό τμήμα του
Αγίου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω. Αυτή η δομή διοίκησης της 
περιοχής μόνο άγια δεν ήταν. Όταν νύχτωνε, έπιαναν δουλειά τα
καρακόλια και μάρσαραν απ’ έξω τις μοτοσυκλέτες για να μην
ακούγονται τα βογγητά των βασανισμένων από μέσα.
Αυτοί οι περίπατοι, μετά εκείνον τον μεγάλο «απολύτως υγιεινό» 
που το χάσαμε για μήνες, ήταν συχνοί.

Την πρώτη φορά, Μάιος ήταν, ήρθαν πολλοί και οπλισμένοι να
τον πάρουν. Τις επόμενες ερχόταν ένας δύο κυρίως με πολιτικά.
Εκείνος δεν μας έλεγε τι και πώς αλλά τα σημάδια στο κορμί
του, όταν του έριχνε νερό για να σαπουνιστεί στο μπάνιο η μητέρα, μαρτυρούσαν τις αλήθειες για τα βράδια που μάρσαραν οι
μοτοσυκλέτες στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Είχαμε κουρνιάσει για ώρες στην βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων 
Ανεμώνη που είχε για βιοπορισμό η οικογένεια.
Στολίσαμε τη βιτρίνα για τα Χριστούγεννα, γεμίσαμε τον τόπο
με αγγελάκια, χρυσόσκονη, μπάλες με αστεράκια και μπαμπάκι,
πολύ μπαμπάκι παντού.
Είχαμε μεγάλες ποσότητες, καθώς κάθε φορά που επέστρεφε
από έναν «υγιεινό περίπατο», η μητέρα τον τύλιγε με κομπρέσες
με αλουμινόνερο από τον Ερυθρό Σταυρό, για να φεύγουν οι 
μελανιές και οι μώλωπες!
Τα νέα τα είχαμε μάθει από το τρανζιστοράκι, όλη μέρα το είχε
κολλημένο στο αυτί της η μητέρα, προσπαθούσε να μάθει που θα
πάει αυτή η κατάσταση, αγωνιούσε και για τον σύντροφό της.
Είμαστε στο πεζοδρόμιο με τον αδερφό μου ενώ εκείνη κατέβαζε 
με πολύ αγωνία το δικτυωτό ρολό. Τον είδαμε να έρχεται,
χελιδόνι ξέπνοο, από την άκρη του δρόμου.
Τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, τα ρούχα του κάπως μύριζαν.
Στον δρόμο και ο παθολόγος Νικόλαος Γκότσης, καλός γιατρός, 
εκεί μας πήγαιναν για την ιλαρά, τον κοκίτη, τις μαγουλάδες. 
Λάτρευε το πουλί, τον αναγεννώμενο φοίνικα του Παπαδόπουλου. 
Δεν έστηνε αφτί για να κάνει σοφότερους τους χωροφύλακες, 
αλλά ήξερε για τους απέναντι και τους νουθετούσε ως γιατρός 
άλλωστε που τα ήξερε όλα και καλά.
Ανταλλάξαμε όλοι άγουρες ματιές, του είπαμε καληνύχτα και
φτάσαμε αμίλητοι στο σπίτι.

Την επομένη, νωρίς το πρωί, με έστειλε να πάρω εφημερίδα από
το περίπτερο της σουπιάς της γειτονιάς, τον Μικρασιάτη παππού 
Κοσμίδη. Στους αντιφρονούντες έβαζε παλαιότερα την Αυγή
μέσα στη Βραδυνή  για να μην δίνει στόχο.
Την εφημερίδα την ξεκοκαλίσαμε με την σειρά όλοι μας. Για
πρώτη φορά διάβασα για άρματα μάχης στην πόλη και τα είδα
μπροστά στην σιδερένια πύλη.
Την φύλαξα να μου θυμίζει και αυτή τον Άριστο Δημήτρη
Σκιαθά, δημοκράτη και ενεργό πολίτη, ανιδιοτελή, που έτσι τον
τίμησε η γειτονιά μας και η σύντροφος της ζωής του που στάθηκε 
κεράκι αναμμένο δίπλα του, μέχρι τη δύση τους, η μητέρα Ράμπελα.



ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ 4×4 ΠΟΙΗΣΕΙΣ (2019)

ΙΔΙΟΦΥΕΙΣ ΕΦΗΒΟΙ

Το πρόσωπο του ποιητή ιστορημένο φυλακτό
τις άλαλες νύχτες,
με αινίγματα και όψεις ρημαγμένων,
αντιδικεί
με τον φονικό βοριά του τέλους,
με ιδιοφυείς εκπτώσεις παίζει
στο σύμπαν του θανάτου.

Στα σπλάχνα ανοίκειου απογεύματος
ημίθεος έφηβος
ρίγανη στο χιόνι φυτρώνει τη ζωή.
Με εραστές κάθιδρους
και μακάριους εργαζόμενους
στα περίχωρα οιμωγών και φράσεων
αμνός του θεού, ο ποιητής
στην αριθμητική του Άδη είναι χρεωμένος.

Ακροβάτης,
στο σκοινί του έρωτα
την τελειότητα της προδομένης σάρκας μετρά
με λέξεις και σημεία στίξης,
σε μια αυστηρή δασυνόμενη
διδασκαλία ήχων, γραμμάτων και ρυθμού.



Η ΣΑΛΠΙΓΓΑ

Υπάρχουν,
μέρες με λυγμούς χαμάληδες
στα περίπολα της νύχτας,
υπάρχουν,
νύχτες με σφαγμένους αδερφούς
στα βλάσφημα της συνείδησης,
ζωές με εργάτες που ταχυδρομούν ωδίνες
και επιθυμίες βουλιμικές σε εγκυμονούσες συζύγους,
για ένα κυριακάτικο τραπέζι,
στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο,
μια καράφα παγωμένο νερό
και ένα ταψί κρέας, βουτηγμένο στο θυμάρι.


Υπάρχουν πληγιασμένοι άνθρωποι,
όλες τις μέρες του έτους
π’ αγνώριστοι, γερασμένοι,
στα βαθιά μεσάνυχτα
ακούν τη σάλπιγγα της εκτέλεσης.



ΞΕΣΑΡΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Αλαφροΐσκιωτες νύχτες,
το φεγγάρι τσίτσιδο
κολυμπά στη στέρνα,
με την πλάτη στραμμένη
στη φόδρα της νύχτας.

Χίμηξα να το πιάσω,
σχίστηκε η απόχη,
σαρδανάπαλος ο τόπος.

Άφθορη πλέον η ασχήμια
φιγούρες με κραγιόν, στη σεπτή
χούντα των αδιάφορων ψηφοφόρων.
Έμεινε κατάχαμα ξέσαρκο
στα αγκωνάρια του θέρους καρφωμένο
το φεγγάρι.

Το πελέκησαν
ένδοξες βροχές
κι αδέσποτες θύελλες,

στρατηλάτες Άγιοι, το βατσίνωσαν
με μαστίχα κι αυγοτέμπερα,
στα στασίδια όπου ρήμαζε το αλάτι,
ποιήτριες το όρισαν
με ποιήματα,
χαλάσματα φτιαγμένα.

Νοσταλγική νόσος,
σε εδωδιματοπωλείο το φως του,
αμάρτημα μάλλον μισητό.



ΑΟΣΜΟ ΜΕΛΛΟΝ

Οι ενοχές για τις χαμένες σκήτες
μεταμφιέζουν το φως,
θαύμα υψιπετές
π’ ανηφορίζει δίφθογγος λησμονιάς
στο μισάνοιχτο μέλλον.

Οι αναχωρήσεις
αγαπητών κι αγαπημένων
δημεύονται στη διάνοια του θανάτου.

Διώκεται η ζωή
τους ύστερους μήνες
σε λυγισμένα σώματα.

Οι μοίρες σε αμμουδιές μνημοσύνων
στολίζουν τον ήλιο του καθενός μας
που αυτόχειρας
στα αναρριχητικά της μνήμης
ξεματώνει αξύριστος
στ’ ανοιγμένα χαντάκια.

Ανταριάζει στα απέθαντα
η τύχη
των λέξεων που γράψαμε
ίσως
και σε όποια μαντάτα
ηχογραφεί η ηχώ
την τελευταίας μας ανάσα



ΑΤΑΡΑΧΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Διακόνευε φήμες
για τους νικητές
η ιστορία,
κάρφωνε τα πρόσωπα των ηρώων
με ανέμους παλιανθρώπων
σε ηλιόλουστα ρημοκκλήσια.

Καταθέσεις
για τα τετελεσμένα
και τα έρημα ψωμιά στα
χαλατά
με στρατοδίκες ατάραχους
στις πλεκτάνες των ποιητών.

Ελεύθερες πλέον οι νύχτες
πριν «ακουμπήσει το φεγγάρι»
στο καμπαναριό
άνοιγε το πορτάκι της αλήθειας η ιστορία
και
έβγαινε η συνοδεία των πρωταγωνιστών
ντυμένη τα επίσημα,
έσερνε με τριχιά
απ’ το λαιμό
τους πλαστογράφους μαζί
και τους αθώους
τυπογράφους, που ήξεραν
τις αλήθειες
μα τύπωσαν φριχτές ήττες
για μάχες
που ποτέ δεν δώσαμε.



Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Άρχισαν
οι αντιδράσεις για τα μέτρα
που πήρε το συμβούλιο.
Οι αλιείς, έκαψαν τα δίχτυα
και έσπασαν στους ταρσανάδες
τα νεόδμητα καΐκια.
Οι αυτόχθονες καλλιεργητές,
έπαψαν να ανταλλάσσουν τους καρπούς
με τα μικρά των ετεροχθόνων ζώα.
Οι ένοικοι των ορεινών μοναστηριών
έστειλαν
τους δόκιμους καλόγερους να μάθουν για το κακό,
που έκαψε το στόλο.
Οι αρχαιολόγοι καθώς και οι τελευταίοι
ανθρωπολόγοι,
βρήκαν σε τάφρους τους θησαυρούς,
μαζί με σωρούς οστράκων,
κουκούτσια ελιάς
και μικρές φαλτσέτες εγκληματιών.
Πιο εκεί
υπήρχαν οστά από ανδρικά
σώματα
και μια λάρνακα,
που μέσα έκρυβε
ένα παιδί
καλά σφραγισμένο με μολύβι
και την επιγραφή:
Μολύνθηκε από τους καρπούς του δάσους.



Ο ΜΟΝΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΝΟΙΚΟΣ (2018)

Με δεκαέξι υδατογραφίες της Κατερίνας Καρούλια


ΑΝΑΦΗ

της Ε.Γ.Θ 

Στον ώμο ολόγυμνος
του φεγγαριού ο Αύγουστος.

Εκεί μας βρήκε η θάλασσα
στα λαξεμένα αρμυρίκια, ψηλά στα βράχια
να σπάμε τις σκιές των σύννεφων,
με δίκταμο και μέντα.
Εκεί το τέλος του καλοκαιριού μας βρήκε
να ψάχνουμε στις γειτονιές
με τις ωραίες κοιμωμένες
τις φύτρες της αγάπης μας.

Εσύ μ' ένα κραγιόν του Βερμιγιόν
να κάνεις ένα κύκλο στα κύματα μεγάλο
μεταξύ Αμοργού και Ανάφης.

Κι εγώ στην πλάτη της Μονής
του Προφήτη, έρωτα
να ζωγραφίζω τη ζωή

με κιμωλία ποίηση.




ΘΝΗΤΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

του Ηλία Ν. Μέλιου
 
Την ώρα της ηγεμονίας
του ασβέστη
η φήμη της ανάστασης
γέννησε ανέπαφα
το φως, το χώμα, το νερό,
τη δόξα.

Τον καιρό εκείνο
που στον άκτιστο τρούλο
κρεμόταν μια κανδήλα θάλασσα,
ψιλοβρεχε
την αμαρτία των νόμων

εκείνον τον καιρό,
εμολύνθη στα χρυσά το εργαστήριο
του Προμηθέα Πανίσχυρου
που οι θεοί
έκρυβαν τις αλήθειες στο έρεβος
όπου ζευγάρωνε το φως.

Μακάριοι πολίτες και πολιτικοί
στη δικαιοσύνη
της γκαστρωμένης δόξας
του Ομήρου.

Μακάριοι οι γονείς π' αγκαλιάζουν τη γη,
και λάμπουν τ' άρματά τους.
Ομολογίες λοιπόν
γι' αγάπες δολοπλόκες
ομολογίες για επίορκο τον θάνατο.

Άλλωστε δεν υπήρξανε ποτέ
ο Κάιν και ο Άβελ
ούτ' ο τυφλός Αβραάμ

απλές οι προφητείες
για ατείχιστη την πόλη,
για τις επτά πτώσεις
από τη γέννηση έως την ταφή,
για τον αστράγαλο της Ηρωδιάδος,
που λάτρεψαν θνητοί
ή βασιλείς

και ήρωες αθάνατοι
της πιο Καινής Διαθήκης.



ΙΔΡΩΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Έπιασε ο Αύγουστος
να ξεραίνει το πέλαγος.

Καταμεσής των ιδρωμένων σκίνων,
η κολακεία των ρημάτων
για τα εδώδιμα
του Μυστικού Δείπνου.

Άχνιζε ο τόπος θυμάρι.
Σπόνδυλοι Ελληνικών ναών
κι αυτό το θέρος
κατηφόριζαν την πλαγιά
με δρασκελιές Ηνίοχου.

Τα θεόκτιστα των μηρών σου
στο λουλάκι των γλάρων λιωμένα.

Έκαιγε ο ήλιος,
αντίδωρο μίας σπάταλης ελευθερίας,
η αρμαθιά κλειδιά που άφησε
στο αυλιδάκι
της μυστικής οδοιπορίας μας.

Γελούσε δυνατά
και έφευγε για να μαζέψει
την Βασιλεία των ουρανών
σ’ ένα ποτήρι ξίδι.

«Δει γαρ το φθαρτόν τούτο
ενδύσασθαι αφθαρσίαν,
και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν».

Ακούσαμε εκεί στα ύψη.



ΕΥΓΕΝΙΑ (2016)


ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ 
ΣΤΑ ΙΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΛΑΜΠΟΔΑ


Η μεσιτεία των μπλε του Ιούδα ποιητή

Στην Ε.Κ.

Το ορατό
δεν είναι πάντα βιωμένο,
ούτε το βιωμένο
είναι πάντα ορατό,
έλεγε και ξαναέλεγε σκοντάφτοντας στις ανάσες του Εμείς
ο εραστής, κατά τον Σίγκμουντ Φρόυντ.

Μεγαλώνουμε στο μίσος του Εγώ
και φθάνουμε στο άπειρο
γρηγορότερα από τον τρομερό
βούρκο του φονικού Εμείς.

Είμαστε μόνοι στο νησί
και τελείως μόνοι στις ακτές.

Στα κυανόκρανο των παράκτιων πολυβολείων,
η θάλασσα γεμίζει πορφύρα
τα κορμιά του Διγενή
ξέμειναν χαράματα
να προσποιούνται
τους πνιγμένους,
έλεγε και ξαναέλεγε ο «κάντε» Ανδρέας Κάλβος.

0 τρόπος των ανθρώπων
πάντοτε
είναι ο ίδιος με αυτόν που ορίζουν
οι θεοί.

Μα, στους θεούς
αλλιώς το φως της γέννας
κι αλλιώς χρεώνεται η δωρεά
της πτώσης.

Ερήμωσαν οι αισθήσεις μου, του είπε ο Κ.Π. Καβάφης
κι εκείνος, με τον τρόπο του Αλιάκμονα, που βρέχει όλη την υδρόγειο,
μνημόνευσε ότι οι Άριστοι των χρόνων
που οι ημέρες έχουν ηφαίστεια
και θάλασσες με δύσκολους πλόες,
υιοθετούν αναίτια τα δόγματα των ποιητών
που ζουν απ’ τις θυσίες του φωτός
αυτοί και οι ομότεχνοί τους.

Επίγονοι λοιπόν όλοι αυτοί, οι λάτρεις,
της νύχτας των Θερμοπυλών,
στήνουν παγίδα στους αλιείς,
που ζουν απ’ το γαλάζιο
κι ας λένε
στα τραγούδια τους

πως δεν έχει αξία το νερό
χωρίς το μπλε του ουρανού
και το χρυσό της Δύσης.
 


Σελίδες Ημερολογίου για το κάλλος των προγόνων

Στην Τ.Μ.

Στο ιερό του Μελάμποδος
το μελαγχολικό μαύρο
των προγόνων,

ακούει πλέον τις ιαχές
των τροπαιοφόρων γενεών,

εκεί στις μοναχικές στιγμές των Μυκηνών.

Μετανάστης συνώνυμων παραδόσεων
δωρίζει στις απέραντες διαδρομές των επιγόνων
νόσους εαρινές
και ένα εφηβικό φθινόπωρο
στα χρώματα του σύμπαντος,
λίγο πριν
φορέσουν φως και πέτρα Αργολική
οι βασιλείς των Ατρειδών,
λίγο πριν αλλάξουν στο στέμμα τα κρανία.
Με μια τριχιά με βότανα,
που αντέχει τους βοριάδες,
θεσμοθετεί λώρους στις αναίτιες γέννες,
εκεί κοντά στην Αμφίπολη,
που έχουν αποικίες αμέτρητες ο ήλιος και η σελήνη,

που έχουν
καλά κρυμμένες
τις νίκες του Αλέξανδρου
ο Παρμενίωνας
και η Ρωξάνη του Οξυάρτη.



ΟΙ ΓΕΝΝΗΤΟΡΕΣ 
ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΣΠΕΤΣΩΝ

 
Λαθρεμπόριο ανέμων

Στη Ν.Κατ.

Μετρώντας το μαύρο και το λευκό
εκείνων
που φίμωσαν τις ώρες της σπασμένης
γέννας
με φονικό και λησμονιά.

Αφήσαμε τη νίκη ενέχυρο στα σπίτια των προγόνων.

Άδεια πλέον
τα σπίτια αυτά
αφημένα στη δόξα
του πρώτου ωμέγα
κι έπειτα
στα όψιμα χρόνια
του άλφα.

Ακούγονται επίμονα οι ήχοι
του σαρακοφαγωμένου χρόνου
επάνω στα κεραμίδια.

Από τότε, οι άνεμοι γεννούν
ρήματα μοιχείας
στο τίποτα της στέγης
και η στέγη
στο κουράγιο του ανέμου
φυσάει
γυμνό αιώνα.

Λαθρεμπόριο ανέμων, λοιπόν,
στις αρχές του έτους,
σε όσους καρτερούν το πρωινό φως
με ρημαγμένη τη βροχή, την πρώτη
του κατακλυσμού,
κι ας είναι
στην αγορά
η θάλασσα,
το μπλε και η ομίχλη
πληθωριστικά ποιήματα
σε παλιωμένες κάμαρες
με παιδικά παιχνίδια.

Σάπιος βοριάς της Κορσικής
στην τολμηρή σιωπή
της ποίησης.

Με αυτούς και με αυτούς τους ανοίκειους
τρόπους
η γλώσσα ξεβράστηκε
σε χειροποίητα χαρτιά,
να μην τη βρει

η λήθη
της ανθολογίας
των συγγενών
που ήξεραν αδέλφια θείους
και ξαδέλφια του
πρόστυχου ανθολόγου.



Σελίδες Ημερολογίου
για το κάλλος των γεννητόρων

Στον Δ.Σ.

Έτσι χαθήκαμε,
όπως η αγάπη της άνοιξης για τη Σέριφο,
που, αποφασισμένα και τολμηρά, έσβησε στους κήπους της Αντιόχειας,
μαντέμι του μεσημεριού, Φλεβάρη μήνα.

Στην Αντιόχεια, οι μοναχικοί βρίσκουν πατρίδα,
βρίσκουν σάπφειρους,
στα λιμάνια της ξενιτιάς,
πόρνες και εξόριστους αυτοκράτορες,
στα καπηλειά,
του Υπερμάχω της Βασιλεύουσας.

Στα ερείπια των ναών,
που είχαν πατρίδα με κώδικες και νόμους.
Που είχαν τοπία πυρπολημένα από δοσίλογους έρωτες,
και γεννήθηκαν αδελφοκτόνες ιαχές,
με βασιλικούς τοξότες και σταλινικούς υάκινθους,

η Μακεδονία της ψυχής μας,

έχει το τέλος που της αρμόζει,
χωρίς ολολυγμούς,
χωρίς ταφές και γιασεμιά,
χωρίς τις πομπές,
με τους ταπεινωμένους που νόμιζαν,
ότι είχαν ζήσει το όνειρο,

πού άραγε;

Μα, στις εργατικές κατοικίες της αιχμαλωσίας.



ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ 
ΣΤΑ ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ 
ΤΗΣ ΑΙΔΗΨΟΥ


Εξωδίκως στα ορεινά της ποίησης


Β'

Με ανυπόγραφα λοιπόν κοχύλια
με εξόρισαν
πρώτα οι συγγενείς,
μετά οι αναμνήσεις
και τώρα
τα λάφυρα μικρών τουριστριών
που βιάστηκαν στη Λίνδο.

Με έναν κύκλο
απ’ αυτούς που περιγράφουν
τ’ άπειρο στις αποσκευές των πρώτων μεταναστών
της Αμερικανικής Ηπείρου
ερημώνει ο τόπος.

Μαζί και το παράπονο
για τους γενναίους ποιητές
που τόλμησαν
τις λέξεις να φιλέψουν
στίχους,
στροφές
και ήχους μακρόσυρτους.

Κι ας είναι οι χρόνοι άλαλοι
και οι γραφές για λίγους.


Τίτλοι Ιδιοκτησίας


Στην Ε.Α.

Στην κατάνυξη των λεμονανθών
ο ποιητής
μιλώντας για τους καημούς
της τρικυμίας

μνημονεύει
ότι ο εραστής είναι αμετανόητος
στους χρόνους της μύησης.

Ανακαλύπτει
τα λάθη για τα Χερουβείμ.
Πάντοτε σε επιτύμβια γλώσσα
έτος γέννησης, έτος θανάτου
κι ένα ρητό στις μουσικές
της γνώσης.
Δωρίζει στη σιωπή
τίτλους ιδιοκτησίας.

Στα γραπτά λοιπόν
της μεγάλης αλύσου
το φως κοινοποιείται
με την επαφή,
περιγράφει τις σκιές
της λατρείας,
περιγράφει πώς η κτηνωδία
της κατάνυξης
κυριεύει και το μάρμαρο.

Κτήματα απουσίας
σε χρόνους θρυμματισμένους.
Γι’ αυτήν, λοιπόν,
ψ τελευταία απαγγελία
δεν ιστόρησε ποτέ κανένας.

Καθώς στο σμάλτο αυτών
των επισκέψεων,
μόνο τα κυπαρίσσια
αλλάζουν χρώμα
μάλλον και σχήμα
και ας είναι πάντα ορθά.



    ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ 
ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΕΑΡΙΝΗ


Με τον τρόπο του ποιητή


Στα όρη του καλοκαιριού,
που οι έρωτες τυλίγονται βροχές
και αρώματα κανέλας,
αρμάτωσα Σπετσιώτικο σκαρί
για πλόες Μεσόγειους
τριγύρω στο κορμί σου.



Με τον τρόπο του γενναίου πατέρα


Αιώνιό μας ηδονή
αιώνες καρτερούσαμε
για να φανείς
στα κάτοπτρα της γέννας.

Αιώνες καρτερούσαμε
για να διαβείς
από το μηδέν στο ένα.

Εύχαρεις
λεηλατούσαμε το μπλε,
ελπίζοντας
πως, αν κάποτε τελειώσει το φως,
θα έχουμε τη θάλασσα
αντίδωρο ευγονίας
για τις φθορές
των τοκετών του έαρος



ΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ 
ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΘΕΙΣΗΣ ΠΟΛΕΩΣ 
ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ




Η ηχώ της ψυχής



Β'

Έκτοτε,
κέρασαν χρόνια δίσεκτα,
κέρασαν επιτάφιες κουστωδίες
με λευκές βιολέτες
και μελισσοκέρι σε ξύλο ανύπαρκτο.

Πέρασαν οι μάχες
των γόνιμων εγώ
και οι μητριές αγωνίες
κεντημένες στο χέρι
του τέλους.

Πέρασαν τα όρια
των επαναστάσεων
γεμάτα ανθρώπινα μέλη
και μισοφαγωμένα σεντόνια
από κορμιά με ατελή σκέλη.

Στην άκρη του τοίχου
μια χάρτινη εικόνα του Εσταυρωμένου
να ψαχουλεύει
στο νοτερό παρελθόν
της Άνοιξης
τις μνήμες του κήπου των Ελατών,
που είχε γκρίζες βροχές
και ένα στεφάνι υάκινθων
δίπλα σε μπρούντζινο βενετικό
μανουάλι
γεμάτο λευκές λαμπάδες
και άμμο με ρόδια.



Σαρακοστή Μοιχείας


Αυτήν την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Η είσοδος στον κήπο
ματαίωσε
τους έρωτες
στα λείψανα των πεύκων.

Πρώτα χάθηκε το αγιόκλημα.

Μετά η μάντρα με τα καρφωμένα γυαλιά
που δώριζαν τους πολλαπλασιασμούς
της σελήνης, σ’ όλα τα ακρόκλαρα του κήπου.

Ακολούθησαν οι γαζιές που έγερναν
στη λίμνη και την έβαφαν κίτρινη.

Μετά όλα μαύρα.

Τέτοιες μέρες
ο μύθος του πνιγμού ήταν περιττός,
το ίδιο και οι σκήτες του κήπου.

Απέμεινε η στάχτη του φεγγαριού
στα δέντρα
και ο Αιώνας
από τους ανθούς του νυχτολούλουδου
στο σάβανο του κήπου,
Μεγάλη Πέμπτη πριν ξημερώσει.

Αυτή την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Το έστρωσε για τα
καλά ο θάνατος,
καταραμένο σκυλί,
τα αχαμνά του.



Οι τρόποι της Ανάστασης


Η Μνήμη

Β'
Καλοκαιράκι ακίνητο
στους άγιους του κήπου
σκίνους.

Έντομα
με φτερά ασήκωτα
δένουν νοτιά
στα φύλλα της ακακίας

Κίτρινο της Αρόης
στο μάρμαρο του πεύκου
και οι αγράμπελες
ολόγυμνες
στα πρωινά
πελάγη κυκλώνουν τις φωλιές μικρών αποδημητικών.

Μυρτώο είναι το πρώτο
μετά το Ιόνιο
και τελευταίο
το γερασμένο Αιγαίο.

Καθώς
σε μια παλάμη μούρα,
αλλάζει τα χρώματα
του μπλε κοβαλτίου
σε πράσινο του αηδονιού
λίγο πριν ξημερώσει.



ΣΧΟΛΙΑ


Σκέψεις για τις παρουσίες

Βαθιά μεσάνυχτα
ακούω το τραίνο των τρεις και πέντε,
στην ενδοχώρα του σώματος
οι ήχοι αποκρουστικοί,
κυριεύουν το ριζικό του σκότους,
μ’ αφήνουν και πάλι άυπνο
στου Άθω τις γαζίες.

Ασκήσεις νεκρού
λίγο πριν ξημερώσει.
Τι βλάσφημη νύχτα και αυτή.

Μετρώ τους μυρωμένους χρόνους
γράφοντας και σβήνοντας πάντα
του ίδιου ποιήματος το κάλλος.

Περιγράφω, λοιπόν, το βίο
των άτιμων λέξεων
που με βασάνισαν
τότε και τώρα
με χειρονομίες
σκέψεις και άυπνες μέρες.

Περιγράφω την
αλητεία της γλώσσας,
που μου έμαθε το
Ρο της πατρίδας
να τιμώ με δάφνες
και ας ανήκει
το Φι στη φωτιά

και το Δέλτα στο όνειρο του σώματος
Μα γιατί το Άλφα είναι η
αρχή
και το Έψιλον το έλεος
του χρόνου;
 
 
Σελίδες Ημερολογίου
για το κάλλος των σχολίων

Δυο κίονες
στην άκρη του κήπου,
ο ένας όρθιος
γδαρμένος από το βοριά
της εγκατάλειψης
κι ο άλλος ξαπλωμένος
με άλλου το στέρνο
και άλλου την κεφαλή.

Φάνηκε πίσω από
τα σπασμένα τζάμια
να μας παρακολουθεί γυμνός.

Εδώ γεννήθηκα
εδώ θα πεθάνω,
μου φώναξε,
κραδαίνοντας ένα
κομμάτι γυαλί.

Αγκάλιασε την όρθια κολόνα,
κομματιάστηκε μαζί της.

Γέμισε ο κήπος παπαρούνες,
τον είδα έτσι νέο
πριν φύγει για φαντάρο
τον πατέρα.









30/4/22

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ

 



Ο Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης γεννήθηκε στη λάρνακα της Κύπρου. Έχει πτυχία στα Μαθηματικά και στα Οικονομικά, είναι Αριστοβάθμιος Διδάκτωρ Στατιστικής Οικονομικών. Είναι Fellow ofISMM (Institute of Sales &
Marketing Management]. Διετέλεσε επισκέπτης Καθηγητής σε Πανεπιστήμια Κύπρου, Πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών Κύπρου, Αντιπρόεδρος European Movement και UN AC.
Εξέδωσε επτά Ποιητικές Συλλογές. Ποιήματα του μεταφράστηκαν σε 25 γλώσσες. Αρκετά μελοποιήθηκαν από γνωστούς συνθέτες. Επίσης έγραψε Διηγήματα, Δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες σε Φιλοσοφία, Οικονομία και Μαθηματικά.
Είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης λογοτεχνών Κύπρου και μέλος ντόπιων
και ξένων λογοτεχνικών Ιδρυμάτων (Intern. Society of Poets, PEN] και της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου. Είναι Αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου».


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Διαδρομή Α-Ες πόθ’ έρπες  (εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 2001)
Διαδρομή Β-Σι βόλε  (εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 2003)
Διαδρομή Γ-Έρως απείρως, (εκδ. Έν Τύποις, Λευκωσία, 2003)
Περί Ουσίας και περιουσίας   (εκδ. Πάργα, Λευκωσία-Αθήνα, 2010)
Έρως, Μύθος, Βάθος - 200 Χοϊκού  (εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2017)
Εντός, Εκτός   (Εκδόσεις Σοκάλη. Αθήνα, 2019)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Εγώ, ο σωσίας του Χίτλερ  (Αρχύτας 2019)  

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Φιλολογική Κύπρος, 2008-2018

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ανθολογία Ανεμόεσσα Κύπρος, 24 Τ/Κ ποιητές (εκδ. Αριστοτέλους 2007) 



 



 

ΕΓΩ, Ο ΣΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ  (2019)


Ο ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΩΣΙΑ ΑΔΑΛΦΟΥ

ΑΔΑΛΦΟΣ: (κάθεται νευρικά στην πολυθρόνα, ξανασηκώνεται) Με αναστάτωσες τότε.
Άσχημο που μόνος ανήκω στην κατηγορία με το όνομα ‘Άνθρωπος’; Ένοιωσα
αστείος μπροστά στον καθρέφτη. Οι λύκοι δεν βλέπουν εφιάλτες, δεν έχουν κόκκινα
μάτια από την ξαγρύπνια, όπως εγώ. Είμαι πίθηκος αφού μιμούμαι τί έκαναν οι
παππούδες μου. Στο κάτω-κάτω οι λύκοι είναι υπάκουοι, δεν είναι στάσιμοι και
σκέφτονται αλλιώς.

(Ακούγεται μουσική τρόμου, από τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ‘Ψυχώ’ και ‘Πουλιά’)

ΑΔΑΛΦΟΣ: (Αλλάζει ύφος) Βαδίζουν στη σειρά, καμιά πενηνταριά. Πειθαρχημένοι.
Σαν πάνε σε άλλα μέρη, έχουν αρχηγό, παρατηρητές, ανιχνευτή, φρουρούς, πίσω κι
ενδιάμεσα. Εμείς οι άνθρωποι τηρούμε τέτοια τάξη; Όχι. Ο καθένας κάνει του
κεφαλιού του (τρέχει στο ντουλάπι, βγάζει μια εγκυκλοπαίδεια ζώων). Να τους, σε έρημο! Πολλοί λύκοι στη σειρά. Πειθαρχημένοι! Βαδίζουν προς την περιοχή που τους λέει η μύτη τους και η σκέψη τους.……. Ποιος λύκος είναι αυτός στη μέση; Μήπως εγώ; Διόλου απίθανο …αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Εγώ είμαι, εγώ! Πρέπει! (κλείνει το βιβλίο, φωνάζει). Εγώ πρέπει να ήμουν εκείνος. Εγώ…Δεν είμαι ωραίος ως
άνθρωπος…είμαι ωραίος σαν λύκος! Όλοι, γενναίοι, πειθαρχημένοι. Ποιος διαφωνεί;

ΑΔΑΛΦΟΣ (συνεχίσει): Ωιμέ! …..Το μόνο που μου λείπει είναι το γκρίζο τραχύ τρίχωμά τους. Μου φάνηκε άσχημο το σώμα μου μπροστά στον καθρέφτη χωρίς εκείνο το γκρίζο τραχύ τρίχωμά τους. Αν το είχα, και αν μάθαινα να ουρλιάζω το ίδιο, όπως οι άλλοι έξω, δεν θα ντρεπόμουν πια. Θα μπορούσα να τους συναντήσω και να ενωθώ στις τάξεις τους! Κι αν δεν φύτρωνε το τρίχωμα από μόνο του, όλο και κάποια νέα αλοιφή θα έβρισκα σε φαρμακείο που να βοηθούσε το δέρμα μου να βγάλει τέτοιο εξαίσιο τρίχωμα! (πασπατεύει το στήθος του).
……………………………….

ΑΔΑΛΦΟΣ: (συνεχίζει) Πρέπει να μάθω επειγόντως να ουρλιάζω όπως αυτοί. Ας δοκιμάσω…τί περιμένω; (προσπαθεί να τους μιμηθεί). Ουούρλ.. Αούουούρλ…Ούρλ. Μα όχι. Ακόμα υστερώ…πρέπει να κάνω περισσότερες δοκιμές. Ουρλιάζω υποτονικά... οφείλω να βγάζω και αφρούς απ’ το στόμα…και να νιώθω τα μάτια μου αγριωπά, να σπιθίζουν." 



ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (2010)


ΒΑΔΙΖΕΙ

 

Βαδίζει ο Αινείας σε πέτρες καυτές,
με τον παράλυτο γονιό στον ώμο.
Κρατά το μικρό Πατρίκιο που κλαίει:
'Ζ. ε ι ο παπάς μου. Να! Το χέρι του καίει!'
Πλάι γυναίκες ασάνδαλες τρικλίζουν
ως τον ορίζοντα, το διάπλατο κελί.

Βαδίζει ο πρόσφυγας προς την Ιταλία,
τους Τρώες μη στρέφοντας πίσω να δει,
καθώς έπεφταν απ’ τα βυζιά της Ελένης.
Βαδίζει, περνώντας απ' την Κύπρο να βρει
τη μάνα Αφροδίτη, μαζί της να ανασύρει
τη χαμένη κάρα του συζύγου της Χαρίτας,
να την αρμόσουν στο σώμα να 'ναι ακέραιο.

Πιο γενναίος απ' όλους ο πρόσφυγας
που του αρκεί ο ήλιος να βαδίζει εμπρός,
ένα κεραμίδι στο χέρι να το ξαναστήσει,
μια βάρκα να σωθεί για να επιστρέψει.


  
Λατσί, Παραλία Ττάκκα (Σεπτέμβρης, 2008)




Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ


Κανείς ποτέ δεν έμαθε, κανείς δεν είπε
από πού πηγάζει, πού επιτέλους εκβάλλει
ο άγνωστος ποταμός, ο Βώκαρος της Κύπρου.

Η Πυθία δαφνομίλησε στους προγόνους μου:
ποτίζει τα άγρια θηρία και μεμιάς ημερεύουν,
πλημμυρίζει κι έτσι πνίγει τους πολιορκητές,
διανοίγει δίνες να καταπιούν τις τριήρεις τους.

Να 'ναι αυτός που δροσίζει τους νεκρούς
που γλυκαίνει τα χείλη των νέων σαν φιλούν,
που ανακουφίζει τα μάτια των μανάδων;
Αυτός ανάβλυσε γλυκό νερό στην Αλυκή
και μυροβολεί την άγια κάρα του Λαζάρου,
του Ονήσιλου όπου μελώνουν μέλισσες;

Ποιος τον ονόμασε Βώκαρο; Πού ρέει; Πώς;
Να 'χει άραγε στο νερό μέταλλο που σφίγγει
τη γροθιά του λαού, το στήθος της εργάτριας;
Θα ποτίζει υπόγεια το στάχυ της Μεσαορίας
και πρέπει να ήταν ο συνοδός του Παύλου
να του απάλυνε τις πληγές των ραβδισμών.

Ήρθαν γεωλόγοι και τον ταξινόμησαν ρύακα,
Άλλοι τον είπαν χαράδρα που δεν κελάρυσε.
Μα οι νεκροί μας του οφείλουν πολλά
αφού πότιζε δενδροστοιχίες οραμάτων
να ρέουν μέσα μας, πανώριος μύθος.


Φικάρδου (Φθινόπωρο, 2007)




ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ


Στην τάξη ο θεολόγος εξετάζει
«τι είναι αγάπη» και βαθμολογεί:
άριστα, ο εύπορος πομπώδης,
πενιχρά, ο άπορος λιγομίλητος.

Κάτω απ' τον ήλιο ουδέν κρυπτόν
και ιδού στο διάλειμμα αντικρίζει
ο πλούσιος μόνος με τα γλυκά του,
ο άπορος μοιράζει κουλούρι σε άπορη.

Εκών άκων ο διδάσκαλος διδάχτηκε
και τώρα στην τάξη αλλιώς διδάσκει:
‘Αγάπη είναι η τυφλή που βλέπει,
η χωλή που τρέχει σε μαραθώνιο,
η κουφή που ακούει σαν Μπετόβεν.’
Τη βλέπει να θηλάζει τον Πολιτισμό
με χλωμό, βυθισμένο ένα στήθος.


Λευκωσία ( 16 Γενάρη, 2oo7)




0 ΤΥΦΩΝΑΣ ΚΑΤΡΙΝΑ


Με παρέσυραν νεόπλουτες σε γλέντι
απ' τη Disneyland στη Νέα Ορλεάνη
σε Καρναβάλι με φτερά σε πισινούς.

Φιλάς βυζιά αν δωρίζεις κολιέ ακριβά,
εκατό Μονρόε σου ανεμίζουν τη φούστα,
ένας Ιταλός με μια αναπνοή είκοσι λεπτά
στο νερό, δύο γιάνκηδες ντυμένοι Αττίλες,
πέντε Χουντίνι ν' αλυσοδένουν ένα τυφώνα.

Παραμερίστε! Να, η Κατρίνα στο άρμα της,
σφίγγει βρέφη που άρπαξε από καλύβες,
πλημμυρίζει και γκρεμίζει και χασκογελά.
Στο άρμα ο Πλανητάρχης σχεδιάζει χάρτες
και προκαλεί αρχηγίσκους στην παλαίστρα,
σύνορα χάος, ο στρατός κερνά κι ελέγχει.

Ο θεός Διόνυσος αρνήθηκε να παραστεί,
θα 'χάνε το αθάνατο, του έρωτα το κύρος.
Η Κασσάνδρα με τραντάζει για ό,τι ξεχνώ:
τα ερείπια που άφησε η Κατρίνα πέρυσι,
τη μήνι, που μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς νέο γλέντι τραβά, ξανατραβά.



Λας Βέγκας (Ιούλιος, 2οοο) - Αμστερνταμ (4.8.2009)




ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.

Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.

Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.




 Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.

Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.

Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:

Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.

Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ' τη δυστυχία.




ΧΡΟΝΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΣ


-Με τον χρόνο εικόνα του αιώνιου
ποια να 'ναι του χρόνου η πυκνότης:

-Των πενήντα χρόνων,
ρώτησε και θα σου πει ο ισοβίτης
ίων τριάντα, θα πει ένα ζευγάρι,
των δεκαπέντε, ένας γιατρός,
των τεσσάρων, μια φοιτήτρια,
των δύο, ένας απόστρατος,
των εννέα μηνών, μια λεχώνα.

Και τι είναι η πυκνή πυκνότης του

-Της βδομάδας, θα πει η εργάτρια,
των οκτώ ωρών, ένας χειρουργός,
της μισής, ο μάγειρας ταχυφαγείου,
του λεπτού, ο τελευταίος επιβάτης,
του δεύτερου, ο επιζήσας ναυαγός,
του τριτόλεπτου, ο δρομέας στο νήμα

Τότε τι σημαίνει 'αραιή πυκνότης ζωής;

-Είναι του κατακτητή που μένει ακτήμων
(από ελονοσία, μέθη, έλκος ή αρσενικό)
χωρίς να γίνει ο ίδιος η αλλαγή που ήθελε,
ενώ του ξέφυγε το ωραίο που δεν αγκάλιασε 




Η ΑΝΘΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 


Βρέθηκα στο νησί το καλούμενο Πάτμος
για το λόγο του Θεού, τη μαρτυρία του Ιησού
και υπομένω και βαστάζω, για τ' όνομά Του
δεν αποκάμνω, ξέρω την τύχη, τη φτώχεια μου
όμως είμαι πλούσιος. Ο άλλος είπε 'πλούτισα'
και δεν ήξερε πως ήταν ταλαίπωρος, φτωχός,
και ακόμα ελεεινός, τυφλός και κατάγυμνος.

Πταίσμα μου, το που αφήκα την πρώτη αγάπη,
με ονομάζουν ζωντανό κι εγώ νιώθω νεκρός.
Μα δεν φοβάμαι τα πάθη που μου μέλλονται,
τα στερνά μου έργα πιο πολλά απ' τα πρώτα,
το νικητή δεν θ' αδικήσει ο θάνατος ο δεύτερος.

Μ' αγαπάς; Δοκίμασέ με, παίδεψέ με.
Εγώ πλένω τα φορέματά μου
τα λευκαίνω στο αίμα του Αμνού
κι αυτός κάθεται στο θρόνο,
θα με ποιμάνει, θα με οδηγήσει
σε πηγές νερών της ζωής
και θα σκουπίσει τα δάκρυα
απ' τα μάτια μου
ο Θεός.





ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β (2003)


    Σι βόλε


ΠΟΙΗΣΗ


Είδες εκείνο το δύτη το δεινό
που καταβύθισε το σώμα του
και αναβάπτισε την ψυχή του;
Τον είδες που έπλασε υποβρύχιες αρχιτεκτονικές
κι αγάλματα από χίλια μέταλλα
και ζωγραφιές με μύρια χρωστικά του υγρού
μέσα στη μουσική των ενδοθαλάσσιων ποταμών;
Η ποίηση είναι, που ξέρει
τι είναι πλούτος του άδυτου.
Αυτή είναι, που βιώνει όσα δε φαίνονται
από το ύψος του στεγνού αέρα
και μπορεί, σαν καλεστεί,
ν' αναδυθεί στην επιφάνεια
και να σώσει
όσους πνίγονται στα ρηχά.
Κι ακόμα να τους φανερώνει
μέσα στην ανταύγεια της ματιάς της
τον ήλιο που γεννιέται στο βάθος
της αποκάλυψης.




ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΘΕΑ


Άλλα ζήταγες, Αθηνά, με τον Ηρακλή σαν μας έσωζες
απ' τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ούτε τιμές, ούτε εκατόμβες.

Σε βλέπω αθόρυβα να αφαιρείς την πανοπλία, χαμαί
να ακουμπάς την ασπίδα, το δόρυ σαν τούφα χιονιού,
να κυματίζεις με τη διάφανη χλαμύδα, αύρας χάδι,
να ξεγλιστράς νεράιδα, για να τον βρεις στο βράχο σας.

Σας ατενίζω απ' εδώ: ο αγαπημένος σου, φεγγαρολουσμένος
σου προσφέρει τα νεκρά πουλιά, μα εσύ τα βλέπεις άνθη,
την αγκάλη του βρίσκεις ουρανό να σε χωράει ολόκορμη.

Σε περίμενα μα αποκοιμήθηκα... βλέπω όχλο απ’ το μέλλον,
ανάστατο γιατί έδωσες παράδειγμα κακό σε εστεμμένους
να ρίχνουν το στέμμα για θνητούς: για μια κυρία Σίμσον,
για ένα Τόντι Αλ Φαγιέτ... για ένα Ντι Μάτζιο η Μονρόε.

Ξυπνώ, ξαναδιαβάζω Σοφοκλή, Έρως ανίκατε μάχαν,
και Ευριπίδη, έρας' τι τούτο θαύμα; συν πολλοίς βροτών,
και πάλι Δάντη, l’  amor che move il sole e l’ altre stelle.

Ομολογουμένως τη φύσει ζην, μπλε με κίτρινο για πράσινο,
ενώστε κασσίτερο χαλκό να χαρείτε μπρούντζινο άγαλμα.

Και μια θεά δικαιούται να αγαπά με ανθρώπου καρδιά
χωρίς φραγμό και νόμο. Αφήστε τους ενωμένους σ’ ένα
αγκάλιασμα. Μα αν τους χωρίσεις σε τείχος σινικό

το δρασκελούν με το επί κοντώ κοντάρι της αγάπης,
ανταμώνουν σε σάρκα μία, και σας αφήνουν άφωνους
ψηλά στις πολεμίστρες, κι άποτους στη fontana amorosa..






MEMENTO MORI


Για να κυβερνώ τη Ρώμη, απερίσπαστος στο φαγοπότι,
τις έγνοιες φόρτωσα στους λεγεωνάριούς μου.
Φυσικά τους μοιράζω δημόσια χτήματα και λάφυρα
(αν και στους εγκάθετους κάτι δίνω, μη γκρινιάζουν).

«Δεν κυβερνάς με αρετή και αγιαστούρα», λεν οι αυλικοί,
(μα λαγοκοιμάμαι, μη μας φάει κανένας από δαύτους).

Όσο για το λαό... ε, λοιπόν, έμαθα να τον παραμυθιάζω.
Μερίδα άρτου του προσφέρω να επιζεί, όμως θέαμα πολύ.
Με παρελάσεις, μονομαχίες, γιορτές, του παίρνω το νου.
Για να εξουσιάζεις στα αρπαχτά, τέτοιο μεθύσι να κερνάς.

Μαεστρία πολλή μηχανεύτηκα, δεξιότεχνα πλοκάμια,
κι έτσι τώρα αναπαύομαι γαλήνιος και σίγουρος,
στα δάκτυλά μου παίζοντας λαό και λεγεωνάριους.
Τη Ρώμη δεν την έχτισα σε μια μέρα. Όπως την έφτιαξα,
δε σας φτάνει μια ζωή, όλοι εσείς, να μου τη χαλάσετε.

Έτσι νόμιζα... μέχρι πριν λίγο, όταν με μαχαίρωσε ο Βρέτος.
Ξανακούω το 8ούλο στη στέψη μου να μου φωνάζει στ' αυτιά
memento mori, μην ξεχάσω πως θα πέθαινα κάποια μέρα.
Η σωτηρία της ψυχής 8ε θα στοίχιζε πολλή φαιά ουσία, μα 
δεν αντιληφθηκα το μεθυσμένο στον καθρέφτη εαυτό μου,
ούτε το χάρο που βρήκε καρέκλα άδεια στο τραπέζι μου
κι έκατσε κι έφαγε και μ ’ έντυνε φορεσιά για τη χωματερή.

Στα λοίσθιά μου προλαβαίνω να μάθω: τέτοια Ρώμη
της φτάνει και μία μόνη μέρα για να μου γκρεμιστεί.


 Αύγουστος του 1991, Βατικανό, Ιταλία -
- Ιούλιος του 1996, Εσκοριάλ, Ισπανία 





Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ


Με ρώτησαν: ποιο θα ήθελα επάγγελμα
με τόσα προσόντα και πόση αμοιβή
και σε ποια περίοδο
και τα λοιπά και τα λοιπά...

Τη νύχτα σαν κοιμήθηκα, θαρρώ
με ξύπνησε ο άγγελός μου και μου λαλεί:
«Σαν έφυγες, τους είπα την αλήθεια.
Τους δήλωσα για σένα
πως η ψυχή σου ορίζει να ’σουνα :

Αρχηγός της Πυροσβεστικής στην Αλεξάνδρεια
τη μέρα της άθλιας πυρκαγιάς
να κόβεις οδηγίες βροντερές,
ή έστω ένας απλός πυροσβέστης
να ’χεις καρδιά ατσάλινη αντλία,
πυρίμαχες παλάμες,

ή τελοσπάντων ένας δάσκαλος με τα μαθητούδια σου
στο σχολείο δίπλα στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
να τύχαινε να ποτίζετε τους κήπους
με κουβάδες στο χέρι
να τρέξετε λαχανιασμένα να προλάβετε...».


Καλοκαίρι του 1970, Αρχαία Έφεσος -
- Ιούνιος του 1993, Κάιρο, Αίγυπτος 




ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ



A

Η μορφή που είδατε στις οθόνες σας, η σκελετωμένη,
στα κλαδιά του δένδρου που κρατιότανε σφιχτά,
που ’χε δεμένο απάνω της ένα κουβάρι και το χάιδευε,
είναι η μάνα της Αφρικής και εκείνο το βρέφος της.
Περιμένει να καταλαγιάσει η χάρυβδις της πλήμμυρας,
να στεγνώσει το χώμα, να μετρήσει ζημιές,
και να σπείρει τον κάμπο ως πέρα, απ’ την αρχή.


Β

Εκείνο το αγγελούδι που φτάνει τρεχτό απ’ το σχολείο,
που βυθίζεται στην αγκαλιά της, τη φιλά, τη χαϊδεύει
βελούδινα, που της λέει «σ’ αγαπώ», είναι της Λουτσίας
αυτής, που διανοήθηκε να το ρίξει έμβρυο στον Καιάδα
σαν τη χτύπαγαν, ώρα κακή, της ζωής τ’ αστροπελέκια.
Όμως αυτής, που τώρα δακρύζει από χαρά σαν το φιλά,
που πια τρέμει, μη χάσει τέτοιο θείο δώρο και χαθεί. 


Γ

Εκεί στο Σπιτάκ, στο υπόγειο των ερειπίων του σεισμού,
λυγρή και ημίγυμνη, το βρέφος της σκεπάζει με τα μαλλιά,
κουλουριασμένη, διώχνοντας νυφίτσες και νυχτερίδες. Νύχτα
μέρα ονειρεύεται συνεργεία να σπάζουν την παγίδα του μπετόν.
Άκου, ανάσα μισή. Δες, ξεσχίζει τα δάχτυλά της με τα δόντια-
στραγγίζει το αίμα της να προσφέρει στο μικρό της ζωή,
ή θεία μετάληψη, πριν της το πάρουν τα σωστικά ή οι άγγελοι.

Σαν χτυπήσει σεισμός, αναβλύζει αρτεσιανό και μάννα,
αλλά μονάχα απ’ τα έγκατα της καρ8ιάς της Μάνας.


Δεκέμβρης του 1989, Φοινικούδες, Λάρνακα, Κύπρος
19-25 Ιουλίου του 2001, Σάμος-Αθήνα, Ελλάδα



ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο, 

ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χάσε το μικρό της.

Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.

Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που γίναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.

Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμα κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμα κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητη.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.



Καρλοβιβάρι-Πράγα, Αύγουστος 2002

Το ποίημα διαλέγεται με το ποίημα «Η πόρτα» του Τσέχου ποιητή Μφοσλάβ Χόλοφζ 




















18/8/21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΒΕΛΕΚΟΣ

 



Ο Γιώργος Τσιβελέκος γεννήθηκε το 1997. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων, ημερίδων και επιμορφωτικών προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων για την Ψυχολογία, τη Δημιουργική Γραφή και την Εικονογράφηση.

Είναι συνεργάτης του Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της οργανωτικής επιτροπής των Σεμιναρίων «Έγκλημα και Κινηματογράφος» που διοργανώνονται από αυτό. Επίσης, είναι φοιτητής του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» στον τομέα της Λογοτεχνίας και Γλωσσολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Το ποίημά του Επίγειος παράδεισος και το διήγημά του Στο άγνωστο έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το διήγημά του Η κληρονομιά έχει συμπεριληφθεί στην ψηφιακή συλλογή διηγημάτων Ταξίδια από χαρτί και είναι διαθέσιμη στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη. 

Ο επιμένων έρωτας νικά (Οσελότος 2021) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.








Ο ΕΠΙΜΕΝΩΝ ΕΡΩΤΑΣ ΝΙΚΑ   (2021)


ΕΡΩΤΙΚΑ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ


ΝΕΚΡΗ ΓΙΟΡΤΗ


Είναι πολύ φωτεινή απόψε η νύχτα,
σαν να ναι μέρα.
Όλα τα φώτα αναμμένα.
0 ουρανός πλούσιος σ’ αστεριών φως
και το φεγγάρι κατεβασμένο πολύ χαμηλά,
σαν λάμπα σε φανοστάτη.

Στην αυλή είναι στημένα τραπέζια και καρέκλες.
Κάποιους περιμένει να γιορτάσει για κάτι.
Στις βαλμένες στη σειρά γλάστρες τριγύρω
υπάρχουν ενδιάμεσα κάποιες χωρίς λουλούδια.
Ίσως εκεί περιμένει ν’ ανθίσει ο έρωτας,
για να γεμίσει με κόσμο όλη η βεράντα... 



ΓΑΛΕΡΑ


Σαν άλλος σκλάβος σε γαλέρα,
αιώνια καταδικασμένος είμαι
να κωπηλατώ μόνος και κουρασμένος
στη μέση ωκεανών με σκοτεινά νερά.

Μάταια προσπαθώ να κινήσω
τ’ αβάσταχτο φορτίο.
Στο ίδιο σημείο ακριβώς
βρίσκομαι κολλημένος εδώ και καιρό.

Μόνο αν έρθεις να προσφέρεις
μια χείρα βοήθειας εσύ, αγάπη μου,
μόνο και μόνο με την παρουσία σου,
μπορεί να βρω τη δύναμη
να συνεχίσω να κάνω κουπί,
κι ας μη φτάσω πουθενά αλλού.

Τι κι αν παραμείνω στάσιμος εκεί
και δεν κουνηθώ ούτε ένα κύμα;
Αέναα θ’ αντέχω να κωπηλατώ
και να μη σκέφτομαι να παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου,
αρκεί δίπλα μου να ‘σαι
και το νερό, χάρη σ’ εσένα, πλέον φωτεινό. 



ΚΛΕΨΥΔΡΑ


Στο πάνω μέρος της κλεψύδρας είμαι στριμωγμένος
και σιγολιώνοντας περνώ στο κάτω,
γινόμενος αμέτρητοι μηδαμινοί κόκκοι άμμου.
Ωσαννά που δεν υγροποιούμαι!

Τ’ οφείλω σε κάποια εναπομείνασα θέληση για ζωή
που δε στάζω και δεν πνίγομαι στο ίδιο μου το νερό!
Μέσ’ απ’ τα χνωτισμένα τζάμια της,
μονάχα τον χρόνο βλέπω παντού.

Τον μετράω έμπρακτα.
Δεν απομένει και πολύς.
Δεν απομένω και πολύ.
Σε λίγο θα εξαφανιστώ μέσα στη διάχυσή του.

Έλα εγκαίρως ν’ αναποδογυρίσεις το είναι μου,
δίνοντάς μου τον περισσότερο χρόνο
κι άλλον τόσο με τον άφθαρτο έρωτά σου,
γιατί αν έρθεις αθάνατο θα τον καταστήσεις.

Τον αιώνιο που σου θρέφω κι εγώ,
να μπορέσω επιτέλους να σ’ τον χαρίσω
κατά τη διάρκεια του ενωμένου άλλου τόσου μας!
Ίσως να καταφέρουμε να θρυμματίσουμε και την κλεψύδρα!

Να διασκορπίσουμε τον χρόνο στο σύμπαν
και να εκτοξευτούμε στην αιωνιότητα κι εμείς...
Εκεί που δε μετριέται ο χρόνος
και δε θα ’χουμε τον περιορισμό του!
 

 

ΣΥΡΜΑΤΑ


Κόψε τα σκουριασμένα αγκάθινα σύρματα
και, μέσ’ απ’ την ανοιγμένη παλάμη σου,
φύσα τα και κάν’ τα πουλιά να πετάξουν ψηλά,
μπροστά απ’ τον ήλιο που δύει.

Όρια, περιθώρια, απαγορεύσεις,
δήθεν συμβουλές, αποτροπές, τάχα καθωσπρεπισμοί.
Όλα διαβατάρικα πουλιά φύσα τα
κι ακολούθα τα στην ελευθερία.

Τις στιγμές που γέλαγες τις κλαις
κι εκείνες που ’κλαιγες τις γελάς.
Αντίστροφα όλα σε τούτη τη ζωή;
Αντίστροφα γύρνα κι εσύ τη σύγχρονη σκλαβιά.

Ελεύθερη μέσα στη φυλακή σου με πλαστικές χειροπέδες,
αντί στη φυλακή των άλλων με τις σιδερένιες και τα κάγκελα.
Ζωγράφισε στον ουρανό ό,τι θες, μ’ ό,τι χρώμα θες.
Άντε, συντρόφεψέ με στη χειραφέτηση απ’ τους ανέραστους! 



ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ



ΧΑΡΑΚΙΑ


Η μοιρασιά κομμένη στα δύο,
όπως ένα ίσα χωρισμένο θρανίο
με μια γραμμή από μολύβι,
παύει να είναι κοινή εμπειρία.
Γίνεται ο καθένας μόνος του.
Ο καθένας για τον εγωισμό του.
Ο καθένας στην πλευρά του,
ανεξάρτητα κι απομακρυσμένα απ’ τον άλλο.

Μα μια μολυβένια χαρακιά
-θα μου πεις- το κάνει όλο αυτό;
Κι όμως, τον έρωτα και την αγάπη
το παραμικρό είναι που τα καθορίζει.
Κι η ελάχιστη ανεπαίσθητη λεπτομέρεια,
η προσπεράσιμη από κάποιους απρόσεχτους,
που αλυσιδωτά επιφέρει κι ένα σωρό άλλες,
είναι ικανή ν’ αποβεί μοιραία.

Η έμφαση όμως ας δοθεί στο εύκολο σβήσιμο
της νοητής και συναισθηματικής προέκτασης
της μολυβένιας χαρακιάς,
της πρωτοεμφανιζόμενης ύψωσης ενός διαχωριστικού τείχους.



ΤΡΟΠΟΣ


Δύσκολος κι απαιτητικός ο έρωτας...
Όλο αναρωτήσεις, αμφιβολίες, καημούς,
προβλήματα κι ανασφάλειες είναι
και διακεκομμένους ύπνους.

Ζωή μου κάνει όμως πως είναι...
Σάμπως κι αυτή δύσκολη δεν είναι;
Άρα, μάλλον δε θέλει κόπο,
θέλει τρόπο και μια ευνοϊκή τύχη.



ΣΜΙΛΗ


Φοβισμένος ένιωθα εγώ,
δειλό μ είπες εσύ.
Είχες απόλυτο δίκιο.
Ο πιο δίκαιος χωρισμός.
Δε σε δυνάστευσα όπως σου άξιζε.

Απλώς τώρα, μονάχα που δακρύζει η αγάπη
κι ο μετρονόμος έγινε ακόμη πιο αμείλικτος.
Τουλάχιστον για μένα που βρίσκομαι στη χάση.
Όσο για σένα, μάλλον βρήκες την κατάλληλη σμίλη
για να σχηματίσεις τον έρωτα όπως σου άξιζε.

Εις το επανιδείν της φέξης μου, λοιπόν!
Με σμίλεψες εξαίρετα... 



ΣΧΕΔΙΑ


Όπως θα σ’ έχω αγκαλιά μου
μέσα στο καλοκαιρινό νερό
και θα σου κάνω όλα τα πολυπόθητα
που θα μου ’χεις ζητήσει,
κάθε κύμα, ένας στεναγμός σου θα ναι.
Κάθε ηλιαχτίδα που θα σ’ αγγίζει,
ευχαριστημένο γέρσιμο του κεφαλιού σου σε χάδι μου.
Κάθε σταγόνα στο κορμί σου,
τ’ άρωμά σου που θα γεύομαι.
Η κεφάτη μουσική απ’ τα beach bars,
ο παλμός του χορού του έρωτά μας.
Η αμμουδιά κάτω απ’ τα ξυπόλυτα πόδια μας,
η στεριά που θα πατάμε γερά.
Το σωσίβιο που θα μας βοηθά να επιπλέουμε.

Δε θα επιτρέψω ποτέ να βουλιάξουμε
και να χαθεί έτσι άδικα το σωσίβιο που θα μοιραζόμαστε.
Καλού-κακού, θα ’χω πάντα δεμένη κοντά μας
και μια σημαδούρα για να πιαστούμε
σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που θα συναντήσουμε.
Γιατί, αναπόφευκτα, θα μας βρει κάποτε
και μια θαλασσοταραχή μ’ αστραπές
που θα μπερδέψει τον ρυθμό που θα ’χουμε βρει.
Που θα θελήσει να μας δοκιμάσει κι ως ναυαγούς.
Δε γίνεται πάντα να πλέουμε σ’ ήσυχα πελάγη αγαλλίασης.
Αναμενόμενο. Έτσι είναι η ζωή:
Μια αντάρα με κάμποσες νηνεμίες.
Θα πρέπει ν’ αντέξει η σημαδούρα των κοινών στιγμών μας.
Αλλά και πάλι, προληπτικά, ίσως φτιάξω και μια σχεδία.
Νομίζω ότι είναι πιο δυνατή κι ανθεκτική,
για να μας φτάσει μέχρι το νησί της συγχώρεσης. 



ΚΑΛΟΡΙΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


Όσο οι άνθρωποι φοβούνται
να παραδεχτούν πως αγαπούν,
τόσο θα γράφω κι άλλα ποιήματα
κι άλλα κι άλλα κι άλλα...
Και μέχρι κι αφού μου πεις
ότι μ αγαπάς κι εσύ
και δε φοβηθείς να το φωνάξεις
σ’ όλο τον νάρκισσο κόσμο...

θα ’μαι η καλορίζικη ποίησή σου
-όχι απλώς ο ποιητής σου-
κι η αγαπημένη σου Μαγιάτικη Κυριακή
σε μια κοινωνία που ’κόψε τη Δευτέρα
και την επικόλλησε σ’ όλες τις μέρες της εβδομάδας
και σ’ έναν τρόπο ζωής
που δεν ευδοκιμεί ο ρομαντισμός,
η μαγεία, το συναίσθημα κι η ευτυχία.

Κι όμως, εμείς θα τ’ ανθίσουμε, θα δεις...
Έχε πίστη στο καλό. 



ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΑΖΙ


ΜΕΛΙΣΣΑ


Μάτια μου φωσφοριζένια
με τα μαλλιά σου τα μεταξένια,

καρδιά μου λουλουδένια
με τα χείλη σου τα ροδένια,

ψυχή μου παραδεισένια
με την κορμοστασιά σου τη χρυσαφένια,

μην πάψεις να στάζεις πάνω μου παραμυθένια
όλη τη γλυκάδα σου τη μελένια.

Μην πάψεις να μου χαρίζεις συναισθήματα μαργαριταρένια,
έαρ μου και μέλισσά μου κεχριμπαρένια.

Είσαι η ομορφιά της ζωής μου η ζαφειρένια.
Είσαι τα όνειρά μου τα μενεξεδένια. 



ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Όλα τα ωραία,
δεν τελειώνουν απλώς κάποια στιγμή,
τελειώνουν γρήγορα.
Λίγο ακόμη έμεινε
κι έπειτα θα καεί
κι ο Αύγουστος
σε μια τελευταία
φωτιά στην άμμο.

Δίπλα μου εσύ,
ένας απαλός σπαραγμός,
κι από τριγύρω
το σκοτεινό κι άβαθο νερό
να μας κυκλώνει,
μα εγώ με την κιθάρα μου
να σου τραγουδώ τον έρωτα φάλτσα. 



ΧΩΡΙΣ ΜΟΝΑΞΙΑ


Δεν ήξερα πόσο με φόβιζε
και μ’ άγχωνε η μοναξιά μου,
μέχρι που ’δα πόση ανακούφιση,
αυτοπεποίθηση και δύναμη
αποκομίζω χωρίς αυτήν
μ’ εσένα δίπλα μου.

Δεν ήξερα πόση ανάγκη είχα
ν’ αγαπηθώ από κάποιον τρίτο
που θ’ αποδεικνυόταν τ’ άλλο μου μισό,
ώσπου την κάλυψες εσύ
κι έδιωξες από πάνω μου δυστυχία μιας ζωής
και με πλημμύρισες από ευτυχί

7/4/21

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ


 





Ο Χαρίλαος Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέµβριο του 1986. Είναι δικηγόρος και λέκτορας Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex στη Μ. Βρετανία. Ασχολείται µε την έρευνα και τη διδασκαλία. Έχει εκδώσει τη ποιητική συλλογή «Αλεπού στο αυτοκινητόδρομο» (2015) και έχει μεταφράσει τη συλλογή ποιημάτων της Edna St. Vincent Millay «Λίγα σύκα απ’ τα γαϊδουράγκαθα (2017).


1-1-ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ.doc

 


ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ (2015)


ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Ό,τι λάτρεψες θα χαθεί μαζί σου.
Χαμογέλα!
Δεν θα φύγεις με άδεια χέρια.


ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ

Τρύφωνας;!
Σε ρωτώ,
είναι αυτό όνομα
για τον καινούριο μας φίκο;
Εγώ θα τον φωνάζω Πολύκαρπο.


ΤΡΕΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

αρνητικό φλερτ
Τι θα έλεγες να βγούμε καμιά φορά,
να πάμε σε κανένα μέρος, να φάμε τίποτα;
Γιατί όχι ε; Μη βιαστείς ν' απαντήσεις.
Eros, the cannibal
Μην τυλίγεσαι για το σπίτι. Θα σε φάω εδώ.
Ούτε μ' ενδιαφέρει η σειρά στο σερβίρισμα.
Αρκεί να έχω τα χείλη σου για επιδόρπιο.
απεξάρτηση
Δεν θα σε δω σήμερα. Θα κλειστώ στο δωμάτιο.
Και θα χαρίσω ό,τι έχω στους φτωχούς.
Εξάλλου, θα τα ξόδευα όλα σε ποιήματα.


ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ

Η πανέμορφη αυτή ιστορία
μας μαθαίνει
να γυρίζουμε στο σπίτι νωρίς.
Μας λέει επίσης ότι
-και στα παραμύθια-
δεν πας πουθενά
χωρίς την κατάλληλη γόβα.


GIACOMO CASANOVA

Από μικρός ήμουνα θύτης
και θύμα των αισθήσεων.
Σου έχω μιλήσει
για τις
εκατοντάδες γυναίκες μου;
Σου έχω πει πώς βγήκε η φράση··
«Αυτός έφαγε χυλόπιτα»;


EVE CURIE

Η μητέρα μου πήρε δύο Νόμπελ,
ο πατέρας μου ένα,
η αδελφή μου άλλο ένα
(μετά του συζύγου,
όπως συνηθιζόταν στην οικογένεια).
Ο άντρας μου παρέλαβε το Νόμπελ Ειρήνης.
Εγώ δεν τιμήθηκα ποτέ.
Ήμουν πάντα ξεχωριστή.


ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

«Η οικογενειακή γαλήνη εξαρτάται
από τη σχέση σου με τη συννυφάδα».
Πόσο δίκιο είχες μαμά...


 ΜΗΔΕΙΑ

Ας είμαστε πολιτισμένοι,
θέλω να γνωρίσω
τη νέα σου γυναίκα.
Με την πρώτη ευκαιρία,
θα περάσω.
θα φέρω και τα παιδιά.


ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΝΤΑΚ

Άκου εκεί τεμπέλης, τα ίδια λένε
για όλους τους καλλιτέχνες...
.. .τα χρώματα δεν τονίζουν
την τραγικότητα του ρόλου μου...
.. .στη βιομηχανία των κόμικς,
οι γνωριμίες είναι σημαντικές...
.μου πρότειναν να γίνω βοηθός του Μπάτμαν,
αρνήθηκα...
.. .η Νταίζυ ζήτησε να υπογράψουμε
προγαμιαίο συμβόλαιο...
.. .θα μάθει άραγε κανείς ποιος είμαι
(πέρα από τις εικόνες);


ΠΕΙΡΑΜΑ

Κράτα με ακίνητο στη μέση.
Θες να με δεις παιδί, σκέψου τη μάνα.
Θες να με δεις ώριμο, σκέψου το παιδί.
Ο χρόνος (όπως εγώ)
ορίζεται από τη θέση του παρατηρητή.
Ο χρόνος (επομένως)
δεν είναι λιγότερο σχετικός από εμένα.
Τον κρατώ ακίνητο στη μέση.
Παίζω μαζί του.


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

Την ημέρα
που θα κατοικηθεί το φεγγάρι,
οι ρομαντικοί θα μείνουν άνεργοι
και οι τιμές των ακινήτων στη γη
θα κατρακυλήσουν.
Επιπλέον,
αφού ο δορυφόρος μας
δεν πρόκειται να χωρέσει
όλους τους ενοχλητικούς,
θα χρειαστούμε σίγουρα
και τον Άρη.
Η μετοίκηση
στον κόκκινο πλανήτη
θα επιφέρει νέα πτώση
στα γήινα ακίνητα
πανικός θα επικρατεί
στις αγορές.
Εν τω μεταξύ,
οι ρομαντικοί
θα παραμένουν άνεργοι. 

 

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΡΕΑΛΙΣΜΟ

Όταν είχα πρόβλημα
πλησίαζα το κλουβί.
Το αηδονάκι μου εκεί.
Περάσαμε πολλά μαζί.
Μα ποιον κοροϊδεύω... είναι αργά για ρίμες.
Το αηδονάκι πέθανε,
έβρεχε,
κακός καιρός για κηδεία.
Το πέταξα στα σκουπίδια.
Την επόμενη φορά,
θα πάρω κάτι σε πορτοκαλί


ΑΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΣΕ ΤΡΙΑ ΜΕΓΕΘΗ

[SMALL]

αυτοϊκανοΠοίηση

[...] οδήγησαν τον ελεύθερο στίχο σε μίαν άλλη συμβατικότητα,
στη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού.
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 26/11/2000

Οι συγκεκριμένοι τρεις στίχοι
γράφτηκαν για μένα, όχι για σένα.
Σταμάτα να κρυφοκοιτάς!
[MEDIUM]

επίδειξη

[...] το μοντέρνο Σημείο δείχνει το ίδιο το δείχνειν.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο (2002)

Της έβγαλε το δαχτυλίδι,
το έσφιξε στην παλάμη του,
φύσηξε δυο φορές,
άπλωσε το χέρι,
το δαχτυλίδι ακόμα εκεί.
Ω, τι μοντέρνος μάγος!
[LARGE]

πλαστογραφία

Lentulus: Gentlemen, posterity will envy us.
Herod: Posterity will call you an ass [...].
I, CLAUDIUS - BBC (1976)

Γράφω
(αυτό το βλέπεις και μόνος σου).
Όταν τελειώσω δεν θα έχει μείνει
τίποτα επιπόλαιο ή ανεπιτήδευτο.
Όλα θα εξυπηρετούν έναν σκοπό.
Ο σκοπός μού διαφεύγει, όμως
όσο με διαβάζεις εκπληρώνεται.
Γενικώς έχω πρόβλημα
με τον ύπνο.
Όταν δεν μετράω πρόβατα,
γράφω ποιήματα.
Το δέντρο πέφτει
μονάχο του στο δάσος
(μάλλον χαϊκού).
Υποκλίνομαι
στον αγαπημένο μου καθρέφτη.


ΘΕΑ

Από ψηλά,
όλα ένα ποίημα:
τα πάντα,
το τίποτα,
το ενιαίο, δυσανάγνωστο κάτι•
η απλότητα
με τις πολλές πλοκές.
Εντάξει,
η τέχνη δεν θα μας σώσει.
Είναι ωστόσο
παρηγοριά
η ακατάληπτη θέα της.


ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ

Πέρα από τον φράχτη
ξαφνικά
παύουν τα δέντρα,
τα λουλούδια, το χορτάρι.
Μέχρι τον άλλο φράχτη,
υπάρχει μόνο
στρωτό γκρι
με λευκές γραμμές στη μέση.
Περνάνε πράματα
μεγάλα ή τεράστια
(φτάνουν ταχύτητες
ασύλληπτες
για το
πονηρό είδος μας!)
Τη νύχτα φέγγουν,
από μακριά μέχρι μακριά,
πιο δυνατά
καθώς μας πλησιάζουν.
Ύστερα χάνονται
για πάντα
σε μέρη ανεξερεύνητα.
Εκείνος
που έχτισε τον φράχτη
πρέπει να δοξαστεί.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


Edna St. Vincent Millay
δίγλωσση έκδοση

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Χαρίλαος Νικολαΐδης

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ευαγγελία Κουλιζάκη

1-1-μεταφραση

 

ΛΙΓΑ ΣΥΚΑ ΑΠ’ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ (2017)

Στον μη Ανέφικτο Εκείνον


ΠΩΣ ξέρω εγώ, αν δεν βρεθώ
Στην Κίνα και στο Κάιρο,
Εάν το εδώ που ευλογώ
Είναι στ’ αλήθεια άγιο;
Μπορεί το άνθος δίχως λάθος
Κάτω απ’ τη μύτη μου να το ’χω·
Πώς θα τ’ ορίσω αν δεν μυρίσω
Το Καρχηδόνιο το ρόδο;
Το νήμα της ακλόνητης αγάπης μου
Να μπλεχτεί ή να φθαρεί δε θα επιτρέψω
Όσο είμαι εδώ, - μα ω, παιδί μου ακριβό,
Αν ποτέ ταξιδέψω!


Η Κρατούμενη


ΕΝΤΑΞΕΙ,
Προχώρα!
Τι σημασία έχει ένα όνομα;
Υποθέτω πως όσο κλειδωθώ μέσα
Τόσο θα κλειδωθώ απ’ έξω!


Δάφνη
ΓΙΑΤΙ με κυνηγάς; Ρωτώ.
Ξαφνικά είναι πιθανό
Να γίνω βάγια, απλό φυτό.
Στου κυνηγητού τη μέση
Ν’ αφήνω στη δική μου θέση
Ροζ κλαδί να έχεις για τέρψη.
Σε ύψη, βάθη, αν θελήσεις
Όμως να με ακολουθήσεις
Έφυγα· - ο Απόλλωνας επίσης!


Η Εύθυμη Κόρη


Ω, έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!
Απολαμβάνω το αεράκι που φυσά,
Γελάω με τον κόσμο τον απλό!
Υπάρχει λίγη καλοσύνη κι ομορφιά
Το βάρος της ν’ αξίζει σε καπνό
Για εμέ, που έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!
Αν θέλεις να ξαπλώνεις, κοπελιά,
Όπως σηκώθηκες, με ύφος χαρωπό,
Καλύτερα στον εραστή μη γίνεις φορτικιά
Για καθετί που είπε μικρό
Σ’ εμέ, που έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!


Η Φιλόσοφος


ΚΑΙ τι είσαι που στη σκέψη σου
Πρέπει να μένω ξύπνια
Να κλαίω τις μέρες μου για σε
Τις νύχτες μια απ’ τα ίδια;
Και τι είσαι που στη σκέψη σου
Μέρες που κυλάνε λίγο-λίγο
Πρέπει ν’ ακούω τον άνεμο,
Και να κοιτώ τον τοίχο;
Ξέρω έναν άντρα πιο γενναίο
Και είκοσι άντρες σαν εσένα ευγενείς.
Και τι είσαι που να είσαι πρέπει
Το μόνο αρσενικό της γης;
Μα είναι κουτοί των γυναικών οι τρόποι,
Οι αυθεντίες θα σου πουν κοφτά, -
Και τι είμαι εγώ για ν’ αγαπώ
Τόσο σοφά, τόσο σωστά;


Σονέτο IV


ΘΑ ΣΕ ξεχάσω σύντομα, αγάπη μου γλυκιά,
Γι’ αυτό ν’ απολαύσεις τη μικρή σου τη μέρα,
Τον μικρό σου τον μήνα, τη μικρή μισή χρονιά,
Προτού ξεχάσω, ή πεθάνω, ή πάω παραπέρα,
Και για πάντα χωρίσουμε- σε λίγο μόνο καιρό
Θα σε ξεχάσω, όπως είπα, όμως όσο θα μένω,
Αν μ’ ικετέψεις με το ψέμα σου το πιο τρυφερό
Θα σου τάξω τον όρκο μου τον πιο λατρεμένο.
Αλήθεια, η αγάπη θα ήθελα να ζούσε πιο πολύ,
Και οι όρκοι να μη σπάνε μ’ ένα άγγιγμα,
Μα έτσι ορίστηκε, η φύση έχει σκαρφιστεί
Να συνεχίζει να παλεύει χωρίς διάλειμμα, -
Είτε βρούμε αυτό που ψάχνουμε, είτε όχι,
Το ίδιο κάνει, θα σου πουν οι βιολόγοι.


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
(Απόσπασμα)
...
Η Edna St. Vincent Millay (Έντνα Σεντ Βίνσεντ Μιλλέυ, 1892-1950) είναι μια εμβληματική φιγούρα της Αμερικανικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Μέιν των ΗΠΑ, σε οικογένεια με περιορισμένα οικονομικά μέσα που σύντομα διασπάστηκε, μετά τον χωρισμό των γονιών της, όταν ήταν 8 ετών. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και τις αδελφές της, ενώ από νωρίς ασχολήθηκε ενεργά με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 14 ετών. Πνεύμα ανήσυχο, αμφισβήτησε τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της μέσα από το λογοτεχνικό της έργο, την ακτιβιστική της δράση, ακόμα και μέσα από την έκφραση της σεξουαλικότητάς της. Οραματίστηκε ένα νέο πρότυπο απελευθερωμένης γυναίκας δημιουργού, το οποίο και ανέδειξε σταθερά. Η πρώτη της ποιητική συλλογή (Renascence and Other Poems) κυκλοφόρησε το 1917, τη χρονιά που η Αμερική εισήλθε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια χρονιά, η ποιήτρια αποφοιτά από το Vassar College και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη.
Το 1923, η Millay έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο
Pulitzer για την ποίηση, μετά τη θέσπιση της συγκεκριμένης κατηγορίας βραβείων. Το βραβείο απονεμήθηκε και για το παρόν έργο. To A Few Figs From Thistles (1920) είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή και η πλέον γνωστή στο ευρό κοινό ως προς τα ποιήματα τα οποία περιέχει. Ειδικά το ποίημα First Fig έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένως ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τετράστιχα στην Αμερικανική λογοτεχνία.
Η παρούσα συλλογή επαναπροσδιόρισε όχι μόνο την ποίηση της Millay, αλλά και, γενικότερα, τον ρόλο της γυναίκας ποιήτριας στο λογοτεχνικό στερέωμα, διευρύνοντας τα όρια του «επιτρεπτού» στον γυναικείο ποιητικό λόγο. Η Millay γιορτάζει την παροδικότητα του έρωτα. Απορρίπτει τη συναισθηματολογία της χαμένης αγάπης, όχι όμως το συναίσθημα. Απελευθερώνεται από τα στερεότυπα του παρελθόντος.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ευαγγελία Κουλιζάκη
(Απόσπασμα)

Εάν κοιτάξουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει πολλά από τα ποιήματά της και λειτουργεί αποκαλυπτικά για τα συγγραφικά της κίνητρα: δεν έγραφε επιδιώκοντας χη φήμη, ανεξάρτητα από το πόσο αποτελεσματικά σκηνοθετούσε τον εαυτό της και διαχειριζόταν την εικόνα της - για να ενεργοποιεί το φαντασιακό των ανθρώπων και να μεταμορφώνει τελικά την ίδια τη ζωή σ’ ένα μικρό κομμάτι τέχνης, με τον τρόπο που ένα θραύσμα γυαλιού στην άσφαλτο μπορεί να φαντάξει σαν πολύτιμος λίθος, με κατάλληλο φωτισμό. Αυτή ακριβώς η ικανότητά της είναι που διατηρεί την υψηλή θερμοκρασία στα ποιήματα και, με δεδομένη τη σκηνοθεσία, είναι εντυπωσιακό που τίποτα κίβδηλο δεν υπάρχει εδώ, κανένα
ψεύτισμα, αλλά μια ευκρινής αποτύπωση θάμβους σε μικροκλίμακα.
Υιοθετούσε μια ευρεία γκάμα ρόλων — όχι μόνο έμφυλων ρόλων - που
καθένας απ’ αυτούς ξεχωριστά της επέτρεπε την προβολή μιας διαφορετικής οπτικής, στήν οποία προσέρχονταν για να κατοικήσουν τα ποιήματα - δηλαδή να δημιουργήσουν ευκαιρίες, να θέσουν ερωτήματα ή να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα. Δεν έγραφε επίσης με πρωταρχικό στόχο την επιτέλεση μιας «νέας» θηλυκότητας, δεν είχε δηλαδή κάποια φεμινιστική «ατζέντα». Ωστόσο στην παρούσα συλλογή η Millay ενέγραψε το ιδίωμα ενός νέου τύπου γυναίκας που αμφισβητούσε τις καθιερωμένες αντιλήψεις για το φύλο, την κοινωνική τάξη και τη σεξουαλικότητα. Στο φιλοσοφικό και αισθητικό βάθος της ποίησης της το έμφυλο σώμα αντιπροσωπεύει ένα σύνθετο υλικό, μέσω
του οποίου τίθενται υπό έλεγχο οι εκφραστικές και αυτοβιογραφικές συμβάσεις του παραδοσιακού λυρισμού. Στο 19ο αιώνα, εάν επιθυμούσαμε να εξερευνήσουμε τη συναισθηματική ζωή μιας γυναίκας, είχαμε τις εξιδανικεύσεις της Elizabeth Barrett και της Christina Rossetti ή την κρυπτική στενογραφία και τον ασθματικό τροχασμό της Emily Dickinson. Στη Millay εντοπίζεται η τροποποίηση αυτού του πλέγματος ρόλων που προσδιορίζουν τη γυναικεία υπόσταση και η πρόκριση μιας ρευστότητας ως προς την έννοια της θηλυκότητας που φτάνει, στα πιο εκρηκτικά παρακλάδια της, μέχρι τη Sylvia Plath και την Anne Sexton.