15/2/19

SYLVIA PLATH








SYLVIA PLATH   (1932-1963)


Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου & Ελένη Ηλιοπούλου

THE COLOSSUS AND THE POEMS   (1960)


O ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ


Τα σιντριβάνια στέρεψαν και τα ρόδα είναι νεκρά.
Λιβάνι θανάτου. Η μέρα σου ζυγώνει.
Τ’ αχλάδια χοντραίνουν σαν μικροί Βούδες.
Μια γαλάζια πάχνη ψαχουλεύει τη λίμνη.

Έρχεσαι μέσα απ’ την εποχή των ιχθύων,
Τους αυτάρεσκους αιώνες του χοίρου —
Κεφάλι, πόδι και δάχτυλο
Ξεπροβάλλουν μέσα απ’ τις σκιές. Η ιστορία

Τρέφει αυτές τις ραγισμένες πτυχώσεις,
Αυτά τα ακάνθινα στέμματα,
Κι ο κόρακας στρώνει τη φορεσιά του.
Κληρονομείς λευκά ρείκια, ένα φτερό μέλισσας,

Δύο αυτοκτονίες, τους οικογενειακούς λύκους,
Ώρες κενού. Μερικά συμπαγή αστέρια
Χρυσώνουν κιόλας τους ουρανούς.
Η αράχνη πάνω στη χορδή της

Διασχίζει τη λίμνη. Τα σκουλήκια
Παρατούν τις συνηθισμένες τους κατοικίες.
Τα μικρά πουλιά συναθροίζονται
Με τα δώρα τους σε μια δύσκολη γέννα.



ΚΟΛΟΣΣΟΣ


Ποτέ δε θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη.
Είναι χειρότερα κι από στάβλο.

Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Αντηχείο των νεκρών ή κάποιου θεού.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.

Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας
και τους κουβάδες με το απολυμαντικό
Τρεκλίζω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.

Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας. Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν ρωμαϊκή αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ’ ένα λόφο με μαύρα κυπαρίσσια.
Τα διαμπερή σου κόκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα

Με τη συνήθη τους αναρχία στη γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,

Μετρώντας τα κόκκινα αστέρια κι εκείνα με το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει πίσω από τον κίονα της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για της καρίνας το τρίξιμο
Πάνω στις γυμνές πλάκες της αποβάθρας.



CROSSING THE WATER  (1971)

 

ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ



Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
Αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δε μ’ ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια.
Δεν είναι ότι μ’ έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι
Ούτε ότι μ’ άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας ή των αστεριών.

Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα: ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στο λευκό υατό του χειμώνα
Όπως οι γείτονές μου, δεν μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.

Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λογισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη,
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρο.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ’ τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.

Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες στο χιτώνα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.



ΜΑΙΝΑΔΑ


Κάποτε ήμουν συνηθισμένη:
Δίπλα στη φασολιά του πατέρα μου καθόμουν
Τρώγοντας τα δάχτυλα της σοφίας
Τα πουλιά κατέβαζαν γάλα.
Όταν βροντούσε κρυβόμουν κάτω από μια πέτρα επίπεδη.

Η μάνα των στομάτων δε μ’ αγάπησε.
Ο γέρος συρρικνώθηκε ώσπου έγινε μια κούκλα.
Ω, μεγάλωσα πια, δεν μπορώ να πάω πίσω:
Των πουλιών το γάλα είναι πούπουλα,
Τα φύλλα της φασολιάς μουγκά σαν χέρια.

Δεν έχεις τι να κάνεις αυτό το μήνα.
Οι νεκροί ωριμάζουν μέσα στ’ αμπελόφυλλα.
Μια κόκκινη γλώσσα υπάρχει ανάμεσά μας.
Μητέρα, κρατήσου έξω απ’ την αυλή μου,
Γίνομαι κάποια άλλη.

Σκυλίσια μορφή, μακελάρη:
Τάισέ με τα μούρα του σκότους.
Τα βλέφαρα δε λένε να κλείσουν. Ο χρόνος
Ξετυλίγει την ατέλειωτη λάμψη του από το
Μεγαλόπρεπο ομφαλό του ήλιου.
Πρέπει να την καταπιώ όλη.

Κυρά, ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι μέσα στου φεγγαριού τη δεξαμενή   ,
Σε μεθυσμένη νάρκη, τα μέλη τους σε συμπλοκή;
Μαύρο είναι το αίμα κάτω από αυτό το φως.
Πες μου τ’ όνομα μου.


ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ


Οι ορίζοντες με περικυκλώνουν σαν δεμάτια,
Γερμένα κι ανόμοια και πάντα ασταθή.
Αν τ’ αγγίξει ένα σπίρτο, ίσως με ζεστάνουν
Και οι ακριβείς γραμμές τους καψαλίσουν τον αέρα
Ώσπου να βαφτεί πορτοκαλής
Προτού τα βάθη που κεντρίζουν εξατμιστούν,
Επιβαρύνοντας το χλομό ουρανό μ’ ένα πιο συμπαγές χρώμα.
Μα το μόνο που κάνουν είναι να διαλύονται ολοένα
Σαν σειρά από υποσχέσεις, καθώς βαδίζω προς τα μπρος.

Δεν υπάρχει ζωή ψηλότερα απ’ τις κορυφές της χλόης
Ή τις καρδιές των προβάτων, και ο αέρας
Ξεχύνεται σαν πεπρωμένο, λυγίζοντας
Τα πάντα προς μια κατεύθυνση.
Τον νιώθω να προσπαθεί
Να σκορπίσει τη θέρμη μου.
Αν παρατηρήσω για πολύ τις ρίζες απ’ τα ρείκια,
Θα με προσκαλέσουν
Να λευκάνω τα κόκαλά μου ανάμεσά τους.

Τα πρόβατα γνωρίζουν πού βρίσκονται,
Βόσκοντας μέσα στα βρόμικα μάλλινα σύννεφά τους,
Γκρίζα σαν τον καιρό.
Οι μαύρες σχισμές των βολβών τους με ρουφούν.
Σαν να με ταχυδρομούν στο διάστημα,
Ένα αδύναμο, ανόητο μήνυμα.
Στέκονται ένα γύρο μεταμφιεσμένα σε γιαγιάδες,
Όλο ψεύτικες μπούκλες και κίτρινα δόντια
Και σκληρά, μαρμάρινα βελάσματα.

Φτάνω σε αυλακιές και σε νερό
Τόσο διαυγές όσο και η μοναξιά
Που σκορπίζεται μέσα απ’ τα δάχτυλά μου.
Άδεια κατώφλια πηγαίνουν από χλόη σε χλόη'
Κούφωμα και περβάζι ξεμανταλώθηκαν μόνα τους.
Απ’ τους ανθρώπους ο αέρας θυμάται μόνο
Μερικές παράξενες συλλαβές.
Τις προβάρει θρηνητικά:
Μαύρη πέτρα, μαύρη πέτρα.

Ο ουρανός στηρίζεται σε μένα, σε μένα, τον μόνο
Όρθιο ανάμεσα σ’ όλα τα οριζόντια.
Το γρασίδι κοπανάει το κεφάλι του σαστισμένα.
Είναι πολύ ευαίσθητο
Για μια ζωή με τέτοια συντροφιά'
Το σκοτάδι το τρομοκρατεί.
Τώρα, σε κοιλάδες στενές
Και μαύρες σαν πορτοφόλια, τα φώτα των σπιτιών
Λάμπουν σαν δεκάρες.



ΔΕΝΤΡΑ TOΥ ΧΕΙΜΩΝΑ


Τα υγρά μελάνια της αυγής εκτελούν την κυανή τους διάλυση
Πάνω στο στυπόχαρτό τους από ομίχλη τα δέντρα
Μοιάζουν με βοτανολογικό σχέδιο —
Οι αναμνήσεις αναπτύσσονται, από δακτύλιο σε δακτύλιο,
Μια διαδοχή γάμων.

Χωρίς να ξέρουν από εκτρώσεις και κακεντρέχειες
Πιο γνήσια από γυναίκες,
Καρπίζουν τόσο αβίαστα!
Γεύονται τους ανέμους που δεν έχουν πόδια,
Μέχρι τη μέση βαθιά χωμένα στην ιστορία –

Είναι γεμάτα φτερούγες
Θυμίζουν Λήδες.
Ω, μητέρα των φύλλων και της ηόυτητας
Ποιοι να ’ναι αυτές οι αποκαθηλώσεις;
Οι σκιές των περιστεριών ψάλλουν, αλλά δεν απαλύνουν τίποτα



ME TO ΦΩΣ ΕΝΟΣ ΚΕΡΙΟΥ


Τώρα είναι χειμώνας, είναι νύχτα, μικρή μου αγάπη —
Κάτι σαν μαύρη αλογότριχα,
Ένα βουβό, τραχύ χωριάτικο υφαντό
Ατσαλωμένο με τη στιλπνάδα
Όσων πράσινων αστεριών καταφέρνουν να φτάσουν στο κατώφλι μας.
Σε κρατώ στην αγκαλιά μου.
Είναι πολύ αργά.
Υπόκωφες καμπάνες χτυπούν τις ώρες.
Επιπλέουμε στον καθρέφτη με τη βοήθεια ενός κεριού.

Αυτό είναι το υγρό μέσα στο οποίο συναντάμε ο ένας τον άλλον,
Αυτή η ακτινοβολούσα άλως που μοιάζει ν’ ανασαίνει
Και αφήνει τις σκιές μας να φθίνουν
Ώσπου να τις ξαναπροβάλει
Τεράστιες, βίαιοι γίγαντες πάνω στον τοίχο.
Με το άναμμα ενός σπίρτου πραγματοποιείσαι.
Στην αρχή το κερί δεν ανθίζει καθόλου —
Το μπουμπούκι του σβήνει
Σχεδόν εντελώς, μια μουντή μπλε αποτυχία.

Κρατώ την ανάσα μου μέχρι να ζωντανέψεις τριζοβολώντας,
Κουλουριασμένος σκαντζόχοιρος,
Μικρός και θυμωμένος. Το κίτρινο μαχαίρι 
Ψηλώνει. Γραπώνεσαι απ’ τα κάγκελα.
Το τραγούδι μου σε κάνει να βρυχάσαι.
Σε κουνάω σαν βάρκα
Πάνω κάτω στο ινδιάνικο χαλί, στο κρύο πάτωμα,
Ενώ ο μπρούντζινος άντρας
Γονατίζει, γερμένος προς τα πίσω, όσο περισσότερο μπορεί

Ζυγιάζοντας το λευκό του κίονα, που με το φως του
Κρατά μακριά τον ουρανό,
Το πανωφόρι του σκοταδιού! Βρίσκεται παντού κι είναι σφιχτό, σφιχτό!
Είναι δικός σου ο μικρός μπρούντζινος Άτλας —
Φτωχό κειμήλιο, το μόνο που έχεις,
Στα πόδια του ένας σωρός από πέντε μπάλες κανονιού,
Ούτε γυναίκα, ούτε παιδί.
Πέντε μπάλες! Πέντε λαμπερές μπρούντζινες μπάλες!
Για να παίζεις, αγάπη μου, όταν θα πέφτει ο ουρανός.



ΑΡΙΕΛ  (1965)


ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


Η αγάπη σε κούρδισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι.
Η μαμή ράπισε τις πατούσες σου
Και το γυμνό σου κλάμα πήρε τη θέση του ανάμεσα στα στοιχεία.

Οι φωνές μας αντηχούν, μεγεθύνοντας την άφιξή σου. Καινούριο άγαλμα.
Σ' ένα ανεμοδαρμένο μουσείο, η γύμνια σου
Σκιάζει την ασφάλειά μας. Στεκόμαστε ένα γύρο κενοί σαν τοίχοι.

Δεν είμαι περισσότερο μητέρα σου
Από ένα σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντικατοπτρίσει την ίδια του την αργή
Εξάλειψη στα χέρια του ανέμου.

Όλη τη νύχτα η ανάσα σου πεταλουδίτσα
Πεταρίζει ανάμεσα στα επίπεδα ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ και αφουγκράζομαι:
Μια μακρινή θάλασσα δονείται στ' αυτιά μου.
Μια κραυγή και κατρακυλώ από το κρεβάτι, βαριά και λουλουδάτη
Μέσα στο βικτοριανό νυχτικό μου.

Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν γάτας. Το τετράγωνο του
παραθύρου
Ξασπρίζει και καταπίνει τα μουδιασμένα του αστέρια. Και τώρα δοκιμάζεις
Μια χουφτίτσα νότες
Τα καθαρά φωνήεντα ανυψώνονται σαν μπαλόνια.




ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ


Ακόμα και τα ηλιοφώτιστα σύννεφα αυτό το πρωινό δεν καταφέρνουν
να φτιάξουν τέτοιες φούστες.
Ούτε και η γυναίκα στο ασθενοφόρο
Παρ’ όλο που η κόκκινη καρδιά της ανθίζει μέσ’ από το παλτό
της τόσο εκθαμβωτικά —

Ένα δώρο, ένα δώρο αγάπης
Απόλυτα απροσδόκητο —
Από έναν ουρανό

Που χλομά και φλογισμένα
Πυροδοτεί το μονοξείδιο του άνθρακα, από μάτια
Προσηλωμένα και βαθύσκιωτα κάτω από στρογγυλά καπέλα.

Ω Θεέ μου, τι είμαι εγώ
Για να ανοίξουν κραυγάζοντας αυτά τα αργοπορημένα στόματα
Μέσα σε ένα δάσος από πάγο, σε μια αυγή από αγριολούλουδα;


 ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ


Το έκανα ξανά.
Κάθε δεκαετία μια φορά
Το καταφέρνω —

Κάτι σαν θαύμα ζωντανό, το δέρμα μου
Φωτεινό σαν ναζιστικό αμπαζούρ,
Το δεξί μου πόδι

Ένα παπιέ μασέ,
Το πρόσωπό μου χωρίς χαρακτηριστικά, φίνο
Εβραϊκό λινό.

Ξετύλιξε τη γάζα
Ω Εχθρέ μου.
Είμαι τρομακτική; —

Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, οι οδοντοστοιχίες;
Η ξινισμένη ανάσα
Σε μια μέρα θα χαθεί.

Σύντομα, σύντομα η σάρκα
Που στη σπηλιά του τάφου έχει φαγωθεί
Σε μένα θα επιστραφεί

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μόλις τριάντα.
Και σαν τη γατα μπορώ να χάσω τη ζωή μου εφτά φορές.

Η Τρίτη είναι αυτή.
Tι σκουπιδαριό
Να εκμηδενίζεις τις δεκαετίες.

Πόσα μύρια νήματα.
Το πλήθος που μασουλά φιστίκια
Στριμώχνεται να δει

Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδια —
Το μεγάλο ξεγύμνωμα.
Κυρίες και κύριοι,

Αυτά είναι τα χέρια μου
Τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,

Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα.
Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα.
Ήταν ατύχημα. 

Τη δεύτερη σκόπευα
Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.
Λικνιζόμουν κλειστή

Σαν όστρακο.
Αναγκάστηκαν ξανά και ξανά να με φωνάξουν
Κι από πάνω μου να βγάλουν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια.

Το να πεθαίνεις
Είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο.
Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά.

Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση.
Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό.
Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα.

Είναι εύκολο να το κάνεις μέσα σ’ ένα κελί.
Είναι εύκολο να το κάνεις κι ακίνητος να μείνεις.
Είναι η θεατρική

Επάνοδος μέρα μεσημέρι
Στο ίδιο μέρος, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια
Βάρβαρη, εύθυμη κραυγή: 

«Θαύμα!»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Υπάρχει χρέωση

Για τη θέαση των ουλών μου, υπάρχει χρέωση
Για της καρδιάς μου το άκουσμα —
Πραγματικά χτυπά.

Και υπάρχει χρέωση, πολύ μεγάλη χρέωση
Για μια λέξη, ένα άγγιγμα,
Ή για μια στάλα αίμα,

Ή ένα κομμάτι απ’ τα ρούχα ή τα μαλλιά.
Λοιπόν, λοιπόν, Herr Doctor.
Λοιπόν, Herr Εχθρέ.

Είμαι το μεγάλο έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Το βρέφος από καθαρό χρυσάφι

Που λιώνει με μια στριγκλιά.
Στριφογυρνώ και καίγομαι.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ τη μεγάλη σου έγνοια. 

Στάχτη, στάχτη -
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκες, κόκαλα, δεν υπάρχει τίποτα εκεί-

Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.

Herr Θεέ, Herr Εωσφόρε
Φυλάξου
Φυλάξου.

Μέσα απ’ τις στάχτες αναδύομαι
Με τα μαλλιά μου τα πορφυρά
Και σαν αέρα χάφτω όλα τ αρσενικά.



ΧΡΟΝΙΑ


Εισέρχονται σαν ζώα από το
Σύμπαν των πρίνων, όπου τ’ αγκάθια
Δεν είναι οι σκέψεις πάνω στις οποίες γυρνάω, σαν γιόγκι,
Αλλά ένα πρασίνισμα, ένα σκοτείνιασμα τόσο καθαρό
Που παγώνουν και υπάρχουν.

Θεέ μου, εγώ δεν είμαι σαν εσένα
Μέσα στο μαύρο κενό σου,
Με αστέρια κολλημένα ολόγυρα, λαμπρό ηλίθιο κονφετί.
Η αιωνιότητα μου φέρνει πλήξη,
Ποτέ δεν τη θέλησα.

Ό,τι αγαπώ είναι
Το έμβολο σε κίνηση —
Η ψυχή μου πεθαίνει μπροστά του.
Και τις οπλές των αλόγων,
Το ανήλεο χρεμέτισμά τους.

Kι εσύ μεγάλη Στάση —
Τι το σπουδαίο υπάρχει σε σένα!
Είναι ένας τίγρης αυτός ο χρόνος, αυτός ο βρυχηθμός στην
πόρτα;
Είναι ένας Χριστός,
Με την απαίσια 

Θεϊκή δαγκωματιά εντός του
Που ανυπομονεί να δώσει ένα τέλος και να πετάξει μακριά;
Τα αιμάτινα βατόμουρα είναι ο εαυτός τους, εντελώς ακίνητα.
Οι οπλές δε θα το ανεχτούν,
Στο γαλάζιο βάθος τα έμβολα σφυρίζουν.




ΛΕΞΕΙΣ


Πέλεκεις
Που με την κρούση τους γεννιούνται οι δακτύλιοι του ξύλου
Και η ηχώ!
Η ηχώ που ταξιδεύει
Φυγόκεντρα σαν άλογο.

Ο χυμός
Αναβλύζει σαν δάκρυ, σαν το
Νερό που πασχίζει
Να αποκαταστήσει το κάτοπτρο του
Πάνω απ' το βράχο

Που πέφτει και στριφογυρνά,
Λευκό κρανίο,
Φαγωμένο απ' τ αγριόχορτα.
Χρόνια αργότερα
Τυχαία τις συναντώ στο δρόμο—

Λέξεις στείρες κι αχαλίνωτες
Η ακούραστη βουή των οπλών.
Καθώς
Από το βυθό της λίμνης, απλανή αστέρια
Κυβερνούν μια ζωή




ΑΡΙΕΛ


Ακινησία στο σκοτάδι
Κι ύστερα το άυλο μπλε
Ξεχείλισμα των κορυφών και του βάθους.

Λέαινα του Θεού!
Γινόμαστε ένα
Άξονας από φτέρνες και γόνατα! — Το αυλάκι

Σκίζεται και τρέχει, αδελφή
Της καφετιάς αψίδας
Του λαιμού που εγώ δε φτάνω,

Νέγρικα μάτια
Βατόμουρα ρίχνουν σκοτεινά
Αγκίστρια —
         
Μαύρου αίματος γουλιές γλυκές,
Σκιές.
Κάτι άλλο

Μες στον αγέρα με τραβά —
Μηροί, μαλλιά;
Νιφάδες απ’ τις φτέρνες μου. 

Λευκή
Γκοντάιβα, ξεφλουδίζομαι —
Χέρια νεκρά, νεκρές ακαμψίες

Και τώρα εγώ
Αφρός σταριού, στραφτάλισμα θαλάσσης
Το κλάμα του παιδιού

Το λιώνει ο τοίχος
Κι εγώ
Είμαι το βέλος,

Η δροσοσταγόνα που ίπταται
Αυτοκτονική, ένα με την κούρσα
Μέσα στο κόκκινο

Μάτι, το καζάνι της πρωίας










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου