ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΦΗΒΙΚΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ
Εκεί που κατακρημνίζομαι
για ν’ αποδείξω πως υπάρχω
παρακαλώ σπαρακτικά για λίγο φως
τα δάχτυλα χορεύουνε
στις όχθες μιας αρχαίας μαχαιριάς
προσμένοντας λίγη ακόμα οδύνη
μπήκε ο χειμώνας παγερός
ίδιος προάγγελος θανάτου
μαύρο το χιόνι μου χαϊδεύει τα μαλλιά
εκεί που χάνομαι βουβός μες στο ποτό μου
ό,τι έπιασα μου γλίστρησε απ’ τα χέρια
κι έγινε ύπνος βαθύς
σε απύθμενα πηγάδια
Ποιά σκέψη θα τους έρθει πρώτη στο μυαλό
όταν με βρουν κοκαλωμένο
στο ανεμοδαρμένο μου κρεβάτι;
Η ΑΝΟΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕ ΕΡΗΜΗΝ ΜΑΣ
Σου
ζήτησα να διαλέξεις προορισμό
κι
εσύ μου έδεσες τα μάτια
μ’
ένα σκουρόχρωμο φουλάρι
η
φωνή της Patti Smith
έκανε
πιο φιλόξενα τα χέρια σου
τα
‘χες αφήσει πάνω μου αδέσποτα
να
σπέρνουν δίψα και γαλήνη
το
δωμάτιο μύριζε υγρό δέρμα
ριχτήκαμε
σ’ έναν γρήγορο χορό
σαν
δυο νιφάδες
μαγεμένες
από απρόβλεπτους ανέμους
μέσα
σου
γεύτηκα
του λυκαυγούς τον καλπασμό
το
δωμάτιο μύριζε σαλπάρισμα
είπες
πως είσαι κουρασμένη
κι
έτσι η άνοιξη αναχώρησε ερήμην μας.
ΚΑΙ ΕΙΠΑ ΛΕΞΕΙΣ ΛΥΡΙΚΕΣ
Και
είπα λέξεις λυρικές κάτω από άθλια ξενύχτια
για
να ραγίσω την ταφόπλακα που ρίξαμε στα στήθη μας.
Χώθηκα
πάλι στα σεντόνια σου
γυμνός
και μεθυσμένος
κάτι
μου ψιθύρισες στ' αυτί
εγώ
παραληρούσα
τα
δόντια σου βουλιάξανε στα χείλη μου
μια
βρώμικη ανάσα μας αγκάλιασε
μας
έστειλε να μείνουμε σε σπίτια χωριστά
ο
έρωτας απανθρακώθηκε μαζί με τα τσιγάρα που κεράσαμε
ήταν
κι αυτός μια μαριονέτα στα χέρια του ναρκισσισμού μας.
ΑΛΑΡΓΙΝΗ
Η σωτηρία μου εξανεμίζεται κάτω από αιχμηρές αλήθειες
μα εγώ κρατώ το αγαπημένο σου λουλούδι
και από μέσα μου αναβλύζει ένα φως εκστατικό.
Έζησα για τις ώρες
που η φωνή σου πάγωσε την άμμο στην κλεψύδρα μου.
Βλέπω το γελαστό σου πρόσωπο σε μια φωτογραφία
έτσι μαθαίνω περισσότερα για το δικό μου γέλιο.
Το γέλιο μου ψυχορραγεί
εσύ μου λες να το αγαπώ
και σε πιστεύω
αλαργινή μου αγαπημένη.
ΚΟΧΥΛΙ
Πεθαίνω σ’ έναν τόπο μακρινό
και χαιρετώ το φως μ’ ευγνωμοσύνη
ήμουν ένα κοχύλι σε τούτη την απόκοσμη ακτή
που πάνω του γαντζώθηκε των φόβων η αρμύρα.
Τώρα που τραγουδώ το ύστατο αντίο
δίπλα μου θέλω φάτσες γελαστές
για να ξεχνώ πως το σκοτάδι πότισε
τον κήπο της ψυχής μου
οι παπαρούνες στα λιβάδια θα μαραίνονται
κι εγώ τα μάτια μου θα κλείσω τρυφερά
θα μείνω ξένο σώμα μέσα σ’ ερείπια παλιά
και σε τετράδια ξεχασμένα.
Πεθαίνω σ’ έναν τόπο μακρινό
κι ένα θαμπό αστέρι θα κρυφτεί μες στο παλτό μου
θαμπό σαν την αλήθεια μου
τι να μου κάνει ο θάνατος αφού ποτέ δεν έζησα σ’ αυτό το
αχρείο σώμα;
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ
Η γειτονιά ερήμωσε
θολώσαν από εγκατάλειψη τα τζάμια
το φεγγάρι φτύνει πάνω μου
κουρελιασμένες υποσχέσεις
κι έχω τραβήξει όλα τα βλέμματα τυχαία.
Κουβεντιάζω με αποδημητικά πουλιά
μέσα σε ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη
κατάκοπος μεθώ απ’ την αιμορραγία
κάποιας παλιότερης ζωής.
Σκάψτε μια τρύπα
να χύσω μέσα δάκρυα και φιλιά
σαν ξημερώσει θα σας χαιρετώ
λέγοντας ψέματα πως πάλι θα συναντηθούμε.
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΝΟΥΝ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ
Αφήνω στοχασμούς και αναμνήσεις
να κείτονται σ' ένα πολύβουο παζάρι
μη με ρωτάς τι θ' απογίνω
βάστα μονάχα την πνοή μου
για να μην πέσω στο γκρεμό.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ
Κάθε που τελειώνει ο Σεπτέμβρης
αυτοεξορίζομαι σ' εκείνο το αβέβαιο όνειρο
που τρύπωσα κρυφά σ' ένα απ' τα δειλινά σου.
Εσύ με καλωσορίζεις κι ύστερα ενώνουμε τα βήματά μας,
αναριγούμε σύγκορμοι,
η λησμονιά φυλλορροεί στο άκουσμα των στεναγμών μας
και τα πυρακτωμένα αγγίγματα γίνονται η πιο γλυκιά
πατρίδα.
Πλαγιασμένοι στο ίδιο κρεβάτι ονειρευόμαστε ότι πετάμε
πάνω απ' τη φωτισμένη πόλη
- τόσο ειδεχθής μας φαίνεται η αλήθεια -
και κάπου εκεί εσύ αφήνεις το χέρι μου,
απομακρύνεσαι,
γίνεσαι ένα με τ' ανθισμένα αστέρια,
ένα με το αβέβαιο όνειρό μου.
Γεννήθηκες για να 'σαι ανυπέρβλητη.
Σαν ένα άρωμα από στίχους που δεν έγραψα ποτέ...
Ο Χρήστος Κάρτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1993 στην οποία και ζει. Είναι
προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος του
Α.Π.Θ. Δεν έχει ακόμη εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή, ωστόσο ανέκδοτα ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου