ΔΙΣΕΚΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (2016)
ΑΥΤΟΕΚΠΛΗΡΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Σ’ ένα άλλο αστέρι
κάποια άλλη εποχή
εκεί θα συναντηθούμε.
Με μάτια υγρά
και χέρια τραχιά
από όλα τα χάδια που σμίλευες
αιώνες πάνω σε σώματα ξένα.
Σε μια άλλη γη
καθώς ξημερώνει άνοιξη
θα σταθούμε απέναντι
μετρώντας εκείνο που μας χώρισε.
Το, δίχως εμένα, ανάρμοστο
της αυτοεκπληρούμενης
προφητείας σου.
ΔΙΣΕΚΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Σ’ ένα χρόνο από τώρα
δεν θα θυμάσαι, αγάπη μου
πως τούτη τη δίσεκτη νύχτα
σ’ έψαχναν μικροί ναυαγοί
τα χέρια μου,
σκαρφάλωναν απεγνωσμένα
στους ώμους σου,
ξεδιψούσαν στο στήθος σου.
Δεν θα θυμάσαι, αγάπη μου,
πως μέχρι το ξημέρωμα
απάγκιαζα σε κείνον
τον φυλαγμένο όρμο
του κορμιού σου
εκλιπαρώντας ένα φιλί ζωής
βαθιά μέσα σου.
ΟΜΟΙΟΣΤΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
Δεν κράτησα ένα φιλί να θυμάμαι
ένα χάδι να με ματώνει η μνήμη του.
Δεν κράτησα ένα φευγαλέο άγγιγμα
όπως δυο άνθρωποι που συναντιούνται
βιαστικοί μέσα στο πλήθος.
Δεν κράτησα.
Τα τελευταία μου λόγια παρακαταθήκη σου
σε δυο χαρτάκια σημειώσεων.
ΙΣΗΜΕΡΙΑ
Ανάμεσα στο χειμερινό ηλιοστάσιο
και την εαρινή ισημερία
σ’ αγάπησα.
Ούτε ένα καλοκαίρι μαζί σου δεν πρόλαβα.
Ούτε ένα ταξίδι από αυτά που μου έταζες.
Σ’ αγάπησα
μέσα στη βροχή
σε παγωμένα προαύλια.
Εφυγα όταν στον κήπο οι μαθητές
φρόντιζαν με τρυφερότητα τα πρώτα λουλούδια.
Και δεν έχω ένα φιλί σου να θυμάμαι.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ
Όσα αρνήθηκες
τα τόσα πρωινά που ξύπνησα
για να σε σκεπάσω.
Τις τόσες νύχτες
που ξαγρύπνησα προσέχοντας
την αναπνοή σου.
Όσα αρνήθηκες
ήταν εκείνα που ονειρεύτηκα.
ΑΜΝΗΣΤΙΑ
Αμνηστία δίνω στα όνειρά σου.
Αθέατη προλογίζω τους κανόνες
που όλη νύχτα έγραφα
με το χέρι που κάποτε με τρυφερότητα σε άγγιζε.
Έριξα τα ρούχα που αγκάλιαζες
στον κλίβανο της λήθης
μα άφησα στα δάχτυλά μου
το άρωμα εκείνης της Παρασκευής·
το άρωμά σου.
Δίνω αμνηστία στην αξημέρωτη καλή μέρα σου
στην αργοπορημένη σου καληνύχτα.
Στο έλα σου, στο φύγε, στο δεν μπορώ.
Αμνηστία στον τρόπο που με κρατούσες
που κλείδωνες το σώμα μου δίχως ανάσα,
το σώμα που σπαρταρά τόσο καιρό για σένα.
Πιο πέρα δεν υπάρχει. Χωρίς το ναι του έρωτά σου,
πιο πέρα άλλο δεν μπορώ.
ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Κι εγώ που δεν έχω
αδιάβροχο συναίσθημα,
σου ζητώ να έρθεις.
Στη μέσα καταιγίδα
μου αρκεί
να μ αγκαλιάζουν
τ’ αλεξικέραυνα χέρια σου.
ΔΙΑΦΑΝΟΣ
Φαίνονταν οι φλέβες των αστεριών
σε ουρανό διάφανο.
Ως εκεί σε ταξίδεψα.
Ολάκερους γαλαξίες να χωρέσω
σε μια σπιθαμή του καρπού σου.
Μετά τον τελευταίο σπασμό
δεν άναψα καν τσιγάρο.
ΑΝΕΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΟΣ
Άνεμος βορειοδυτικός φύσηξε
στρόβιλος από φιλιά σηκώθηκε άξαφνα
απ’ τη νοητή γραμμή που πάνω της έσβησε
κόκκινος ήλιος.
Περπατώ ξυπόλυτη
κατά μήκος της ακτογραμμής σου.
Μικρά κύματα ανατρέπουν σαστισμένα το ίχνος μου.
Τρίμματα σπάνε σταγόνες στο ανένδοτο σώμα μου.
Παραμένω όρθια.
Κυματοθραύστης που εμμένει.
Από τον πόνο αλώβητος.
ΕΝΤΟΣ
Θυμάσαι τη μέρα που σου έκανα έκπληξη; Θυμάσαι
εκείνο το πρωινό που σε κοιτούσα τόσο έντονα,
που φώναξες, «σταμάτα»; Κι όταν σου είπα, πως
το βλέμμα σου έλεγε «μη σταματάς», χαμογέλασες
και παραδέχτηκες πως άρχισα να σε μαθαίνω. Τώρα
σκέφτομαι πως δεν έχω κρατήσει τίποτα από σένα.
Ούτε το νούμερο του τηλεφώνου σου. Ούτε ένα
ενθύμιο δικό σου. Μόνο τη μνήμη. Μόνο τον έρωτα
κατακερματισμένο. Εντός.
ΒΡΕΦΟΔΟΧΟΣ
Δεν σώθηκε τίποτα. Ούτε μια μνήμη. Δεν σκόρπισες
καμιά λέξη στο πάτωμα, κανένα φιλί που είχε μείνει
μισό. Τα πήρες όλα.Έστω. Στο πανηγύρι των Ερώτων,
εκεί που κάθε χρόνο δέονται για τις χαμένες αγάπες,
βρήκα όλα τα κλοπιμαία. Έτοιμα προς πώληση.
Όλα. Ποιήματα και αυτοσχέδια καράβια από χαρτί.
Το όνομά σου ζωγραφισμένο πολλές φορές με
χρωματιστούς μαρκαδόρους. Όλα. Φωτογραφίες,
σημειώματα, κάρτες από περασμένη γιορτή, ευχές
γραμμένες από χέρι παιδικό. Τραγούδια. Κι αγγίγματα.
Εκεί τακτοποιημένα στη σειρά. Όλα προς πώληση.
Πόσο στοιχίζουν; ρώτησα. Τ’ αγόρασα. Όλα. Και
τ’ απόθεσα τρυφερά στη βρεφοδόχο της λήθης. Να
μεγαλώσουν και ν’ αγαπηθούν, μακριά σου, μακριά
μου, σε χέρια ξένα.
ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (2007)
ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ
Δεκατεσσάρων χρονών
το παιδί
με το ποδήλατο
σε μια βόλτα τελευταία
στην ακτή Δυμαίων
κλείσαμε στο νάρθηκα
το σπασμένο μας φτερό
μα το παιδί
δεν ανασαίνει πια
το τελευταίο του γέλιο
στην ακτή Δυμαίων
25/7/85
Κρίθηκε διατηρητέα η καρδιά μου
και δεν την κατεδάφισαν
Στερέωσαν τα μισάνοιχτα παράθυρα
κλείδωσαν την εξώπορτα
-προς αποφυγήν ατυχημάτων-
και βάψανε μ’ ανοιχτό
γαλάζιο χρώμα
τους τοίχους της
κρύβοντας επιμελώς
τις ρωγμές
με το πρώτο φύσημα
τ’ ανέμου
θα σωριαστώ
δίχως προειδοποίηση
27/9/86
Αντανακλώ
τις αμφίβολες
στιγμές
όταν ηττημένη
διανύω
σ’ εκατομμύρια έτη φωτός
την προκαθορισμένη μου
τροχιά μες στο εφήμερο
8/7/89
Ένα ανεπαίσθητο ουρλιαχτό πνιγμένο
στον απόηχο των αλλεπάλληλων
αναχωρήσεων
φεύγω
κρατώντας τιμαλφή τα δώρα τους
με μνήμη σε ήχους μελαγχολικούς
εναλλάσσω το βράδυ με τη νύχτα
ανέκαθεν ο πόνος
κι η χαρά
ήταν ποσά
αντιστρόφως ανάλογα
13/4/90
Μεσουρανώ
στη νύχτα μέσα
που πεθαίνει
διάτρητη από θύμησες
εγώ μεσουρανώ
-άστρο
που ξέφυγε
απ’ την τροχιά του
ψάχνοντας μες στο τίποτα
ένα κάτι να κρατηθεί
Μ’ άλλοθι τις φωνές
συνομιλώ μαζί σας
ανάβω τσιγάρο
ανάβω φως
σβήνω τη θλίψη
με το διακόπτη
της πιθανής χαράς
ευνουχίζομαι
πετώντας άχρηστο υλικό
στα πόδια σας
το φόβο
προσμένοντας αθόρυβα
τ’ απρόσμενο
16/5/90
Εναντιώνομαι
στη φυσική φθορά των αντοχών
όταν ανήθικη σκαρφαλώνω
στο νήμα της πόλης
και χλευάζοντας ισορροπώ
to στερνό μου
θέλω
η νύχτα είναι πάντοτε
ανώφελη
καπνίζει Lord
και δηλώνει
στους ανυποψίαστους
πρίγκιπας
10/7/90
Μια φορά λοιπόν
-χωρίς απαραίτητα κι έναν
καιρό-
μια φορά έτσι
δίχως ταίρι
δίχως άντρα
δίχως εραστή
μια φορά χειραφετημένη
κι ωραία
θα ‘ρθω
να σου μιλήσω
για τη ματαιότητα όλων
των παραμυθιών
σ’ όποια
γλώσσα
κι αν
έχουν γραφτεί
Είμαι η φορά
να ‘σαι ο καιρός μου;
22/8/90
Βρέχει συναίσθημα
Αυτή η πόλη
Περπατώ
Δε λογαριάζω
Απώλειες
Μόνο ελπίζω
Κι οι σταγόνες που
Παίζουν ανάμεσα
Στα δάχτυλα
Κάποτε ενώνονται...
Βιέννη 13/8/2002
Καταμετρώ όνειρα
ανέκδοτα κείμενα αισθημάτων
αθωράκιστα αγγίγματα
τώρα που
όλα ψιθυρίζουν
το ακατονόμαστο του
ψεύδους
κι ελίσσονται
σαν τ’ αερόστατο
στα σύννεφα
Χάρτης ανεδαφικός
παιχνίδι στον άνεμο
το μπλε που
ξόδεψα
Τώρα γνωρίζω
ότι τα όνειρα
έτσι πραγματώνονται
με νουθεσίες
στο εφήμερο
Πτήση 201 προς Παρίσι, 22/6/03
ΕΡΩΤΡΟΠΙΟ
Ίσως πληρώνω το τίμημα
κάποιου λάθους
την παγωνιά ενός Γενάρη
της εφηβείας μου
μα θα έχω
ένα παραμύθι από σένα
για τις νύχτες που θα ‘ρθουν
και στο υπόσχομαι
τ’ άγγιγμα της ψυχής σου
πιότερο να κρατήσω
ας δώσουμε μονάχα
ένα ραντεβού
το τελευταίο
στο blue corner
τη χρονιά που θα ‘χει
ξανά
δεκατρία ολόγιομα
φεγγάρια
15/7/85
Καταργούμε τα ταξίδια
στη ζωή
κηλιδώνουμε ό, τι καθάριο
γεννήθηκε κάτω από νοσταλγίες
μετουσιώνουμε τους πόθους
σε λυγμό
σαν
το κύκνειο άσμα που
προμηνύει την ήττα
Αν
το δικό σου μπουκάλι
ξέφευγε
στο πέλαγος
θα το ‘βρισκα
22/7/86
Παραμένεις
α-θέατη στην άλλη
όψη του φεγγαριού
έπειτα έρχεοαι
κι εναποθέτεις μια πληθώρα
από έναστρους οργασμούς
στο εφήμερο σώμα μου
16/6/89
Γράμμα απογευματινό
ανάρμοστο
μέσα στην
τελετουργία της λήθης
γεμάτο κομμάτια σου
από φιλιά
από ιδρώτα
από άρωμα
τώρα βουλιάζω
μέσα σου
αγκιστρώνομαι από
το βράδυ τούτο
της πρώτης επετείου
και πού να ‘σαι
θα γέμισε φεγγάρια απόψε
ο Σηκουάνας
και χάρτινα μικρά καράβια
μακριά είσαι μωρό μου
με γεύση από γαλλικά τσιγάρα
τη γεύση απ’ το σώμα μου ξεχνάς
14/5/90
Φεγγάρι Αυγούστου άφωνο
στο τελείωμα του καλοκαιριού
όταν το μελτέμι κατεβάζει ψύχρα
τις νύχτες
και μες στο σπίτι δεν μπαίνει
τίποτε άλλο εκτός από άνεμο...
Φεγγάρι Αυγούστου
Κλείνω τα βλέφαρα την ώρα που
χιλιάδες μάτια σε τραγουδούν
όχι, εκείνο που αγάπησα
δεν είσαι συ
δεν είναι παρά ένα λειψό,
ασήμαντο κομμάτι
που μάζευε τον ήλιο ολημερίς
για να μου φέγγει νύχτες
του χειμώνα...
Φεγγάρι Αυγούστου
τώρα
που ξαγρυπνώ για να σε δω
να περνάς
με το τελευταίο δρομολόγιο
της Κυριακής
και βουρκώνει το μπλε...
Μου χρωστάς
ένα φεγγάρι Αυγούστου
μέλλοντα...
25/8/91
Πάθος αναλλοίωτο
ταξίδι φθινοπωρινό
στην υγρή επιδερμίδα
Ο φόβος ίδιος
η αντοχή αναπόφευκτη
ως το τέλος
Μα έτσι πεισματικά
Δίνομαι
μ’ όποιο το κόστος
Και μην απορείς
πώς γέννησε
τόσο ιδρώτα
-μήνα Οκτώβρη-
το σώμα...
4/10/92
Το άγγιγμά σου απομυθοποιεί
όσα ο φόβος μού γνώρισε
ο έρωτάς σου μεθάει
ασυμβίβαστα όνειρα
το φιλί σου θυμίζει
τα ταξίδια που έμειναν
ξεχασμένα
σε χάρτες σκονισμένους
Κι αν σου μιλάω απλά
-όπως τα μεσημέρια
στα παιδιά του σχολείου-
είναι γιατί τα πιο μεγάλα
αισθήματα
έτσι με λόγια απλά
κι αγγίγματα δειλά
γεννήθηκαν
10/2/99
Αύγουστο μήνα
κίτρινο φύλλο
ταξιδεύει
στα νερά του Δούναβη
γράφω στις φλέβες του
το μήνυμά μου
με λέξεις συνθηματικές
κανείς δε θα καταλάβει
πως είναι για σένα
μονάχα τα παιδιά
θα χαμογελούν με νόημα...
Βουδαπέστη 8/8/2002
Αυτή θα είναι
η ανάμνηση από
μια σοφίτα
με το παράθυρο
ανοιχτό
για ν’ ακούς
μέσ’ απ’ το τηλέφωνο
τη βροχή τ’ Αυγούστου
να πέφτει
στην ίδια γειτονιά
που μεγάλωνε ο Μότσαρτ
ανυποψίαστος για το θαύμα
στην ίδια γειτονιά
που μεγαλώνει το θαύμα
μέσα μου
κι εσύ ανυποψίαστα
χιλιάδες χιλιόμετρα
μακριά
με περιμένεις
Βιέννη 13/8/2002
Κι έτσι απλά ευθυγράμμισες
το σώμα σου στο σώμα μου
Χωρίς καν να νουθετήσεις τη στιγμή
ήρθες κι άπλωσες παράλληλους
μεσημβρινούς
στο άθλιο προσκεφάλι μου
Πουθενά δεν πάω
ένας εξοστρακισμός
όλος κι όλος
κι εσύ αγέραστα
με κοιτάς να παραπαίω
ανάμεσα στην ασημαντότητα
των λέξεων
και το βαθύ κόκκινο
των στιγμών
Έλα
προστακτική ή ικεσία
η φωνή μου
έλα
ακούμπησέ με.
...αντί υστερόγραφου...
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΜΟΒ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κι είπα
θα ‘σαι το φως
στα πολικά μου
απογεύματα
θα ‘σαι η φωνή
στη σιγαλιά
μιας απρόσμενης
φυγής
Κι είπα
θα ‘σαι ο έρωτας
των αποδημητικών
η ζέστα του
καλοκαιριού
Κι είπε
μόλις ψυχράνει
ο καιρός
θα φύγω
Κι είπα
παραμένω λειψή
σαν τη σελήνη
προσμένοντας τις
στιγμές
της εναλλαγής
τότε θα φέγγω
ξανά
στη νύχτα σου
μ’ ακέραια
τα κομμάτια μου
Κι είπε
τι χωρίζει την απόρριψη
απ’ τη διάψευση
Κι είπα
η μουσική σου είναι
που κλέβει αργά
μέσα στις νύχτες
την ψυχή μου
ξεχνώντας
να την επιστρέψει
Κι είπε
εναποθέτεις στα χέρια μου
το βάρος των νυχτερινών
αστερισμών
μια τυχαία επιστροφή
των μάταια
ερωτευμένων
που αυτοκτόνησαν
εναποθέτεις το βραδινό
γράμμα
κρυφά
κάτω απ’ την εξώπορτα
και φεύγεις
τι δε μαντεύεις πια
τι δεν ακούς
Κι είπα
ας φύγεις αθόρυβα
με το που αλλάζει
το φεγγάρι
έτσι παιδιάστικα
να θαρρώ
πως σε κλέψανε
οι νεράιδες του
Κι είπε
με ματώνουν οι οδυρμοί
των απατηλών ψυχών
στο ουράνιο στερέωμα
από πού να κρατηθώ
ποιος να μ’ ακουμπήσει
δίχως
μια χούφτα χώμα
να γινώ
μες στην παλάμη του
Κι είπα
δεν πεθαίνουν οι άγγελοι
μονάχα τα φτερά τους
δανείζουν
Κι είπε
λεηλατείς
την απροσάρμοστη
ελπίδα μου
Κι είπα
δεν αρκεί η άνοιξη
που σε γέννησε
ο πόνος δεν αρκεί
είναι που περιμένω
να μιλήσεις
μέσα μου
οι λέξεις σου να φτιάξουν
έναν κήπο
ανθισμένο
και μια θάλασσα
χωρίς ναυαγισμένους
Κι είπε
μιλάς με τα λόγια
της θάλασσας
που κλέβει
ένας άνεμος χωρίς
κατεύθυνση
κείνα τα λόγια που
μαθαίνουν
στο σκολειό
τα παιδιά
και στο δάσος
τα θλιμμένα
σπουργίτια
Κι είπα
μυστικοπαθής
ανέγγιχτα ερωτική
η άνοιξη τούτη
Κι είπε
φταίει το ερμαφρόδιτο
ενός άτολμου πόθου
Κι είπα
δίχως σώμα πώς
Κι είπε
αντιτάσσομαι όπως
χρόνια δεκάξι πριν
Κι είπα
φρουρούσες τότε
το μάταιο
κρυμμένο καλά
μην το κάψει
η ελπίδα
Κι είπε
στ’ όνομα της ελευθερίας
των νεκρών φόβων
στ’ όνομα της ελπίδας
σε χρήζω έρωτα
Κι είπα
πόσο φοβάται
ένας ονειροπόλος
πόσο τολμά
να γίνει μικρός
πρίγκιπας
ιππότης
εραστής
Κι είπα
ενδίδω, πάμφτωχη
με μόνη χλιδή
την ψυχή μου
Κι είπε
μου αρκεί
Κι είπα
θα ξαναρθείς
σ’ άλλη εποχή
με όνομα ξένο
μ’ άλλο χρώμα θα κοιτούν
τα μάτια σου
Κι είπε
δε θυμάμαι
διάτρητη η μνήμη
Κι είπα
άντεξα τόσο
να σε περιμένω
που όλα μπορώ
να τ’ αντέξω
Κι είπε
ας μιλήσω
για όσα με ορίζουν
θλίψη, ματαιότητα, φυγή
Κι είπα
αφήσου σαν τότε
θα θωπεύσω με σέβας
ό ,τι απολησμονείς
Κι είπε
θ’ αντέξεις;
Κι είπα
θα σου μάθω
το απόλυτο της αγάπης
που όλα τα μπορεί
όλα τα επιθυμεί
όλα τ’ αντ-έχει
Κι είπε
όχι άλλες λέξεις
στα σεντόνια μου πάνω
ίδια η άνοιξη
αφήνομαι
Κι είπα
οι πιο μεγάλες αλήθειες
ειπώθηκαν μες στη σιωπή
Κι είπε
μη ρωτάς
μη μιλάς
νιώσε
Και δεν είπα
χαμογέλασα
Κι είπε
θα φύγω αθόρυβα
τόσο που
θα νομίζεις πως
αέρας είναι
που έκλεισε
την πόρτα
Άνοιξη 1987 - Άνοιξη 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου