5/8/18

ΣΤΕΛΛΑ - ΛΟΥΪΖΑ ΚΑΤΣΑΜΠΗ - ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ







ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ  (2018)

 

Α’ ΣΑΡΚΙΝΟΙ ΘΕΟΙ


Στέλλα - Λουΐζα Κατσαμπή

 

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


Προσπάθησα να σε κάνω αθάνατο,
μα δεν έβρισκα λέξεις που να μην περιέχουν χρόνο.
Όλες στον αόριστο, και μετά,
Δραματικό Ενεστώτα.
Δεν έβρισκα μελάνι αρκετά ανεξίτηλο,
να χαραχτεί στο δέρμα μου ες αεί.

Πονούσα όμως.
Εκεί που με άγγιζες,
εκεί που δεν με άγγιζες
και κυρίως εκεί που άγγιζαν κάποιον άλλο τα χέρια σου.

Θυσίασα τη θνητότητα μου,
για να πλάσω τη δίκη σου αθανασία.
Στέρεψε κάθε χρώμα πορφυρό.
Όλα σαν από φωτογραφία ασπρόμαυρα.

Αυτή τη φορά νικήθηκα.
Κι αν νικήθηκα εγώ,
πώς να μην νικηθούμε εμείς; 



ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Ποτέ μου δεν πίστεψα σε τίποτα,
ούτε σε θεούς, ούτε σε δράκους.
Μόνη σέρνω το λίθο της ύπαρξής μου.

Ώρες πέρασα μπροστά σε εικόνες,
μήπως σαλέψει ο άγιος.
Κοίταζα το είδωλό μου στον καθρέφτη,
μήπως άγγελος Κυρίου κατεβεί.

Ψιθύρισα μάλιστα και προσευχές,
μπήκα μέσα σ’ εκκλησιές,
ύμνους αγάπης προσκύνησαν τα χείλη.
Εν τέλει αναλώθηκα σ’ αυτή την θαλπωρή.

Μάταιος κόπος.

Πέρασαν οι μέρες, χάνονται τα χρόνια
και θα έχω γεράσει πια.
Φοβάμαι μην πεθάνω
και δεν προλάβω να πιστέψω στον Θεό.



ΑΠΟ-ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΓΜΩΝ


Μακραίνω τα νύχια.
Μεγάλωσα πια.
Μονάχο χρώμα τους,
το ενήλικο κόκκινο.

Βαλβίδες ξεβιδώνει ο ποιητής.
Θέλει να ανακόψει το αίμα.
Πρέπει επειγόντως να χυθεί,
αποκαλύπτοντας κάθε γνώση κι οδύνη

Τα μικρά μου ποιήματα,
τα μεγάλα μου νύχια,
στο λαιμό του αυτόχειρα,
θηλιά.




ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΤΣΑΛΑΚΩΝΟΝΤΑΙ


Τ’ αλουμινόχαρτο.
Ο σκύλος που δεν χάιδεψες.
Ο άστεγος στο φανάρι.
-Εγώ στο πάτωμα σε στάση εμβρυακή-

Τα ρούχα σου πριν το μπάνιο.
Το στομάχι μου όταν δεν έρχεσαι.
Οι πεταλούδες στο κουκούλι.
-Εγώ κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας-

Η μάνα μου όταν δεν συμμαζεύω.
Ο μπαμπάς μου όταν γυρνάω αργά.
Εσύ, όταν κλαίω μπροστά σου.
-Εγώ μέσα στην παιδική ντουλάπα-

Το πακέτο απ’ τα τσιγάρα μου.
Ο πελτές ντομάτας για τα μακαρόνια σου.
-Εγώ στη γωνία του καναπέ σου-

Όλα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια.
Όλοι αυτοί που τσαλακώνονται,
πού πάνε,
πριν καταλήξουν στα σκουπίδια;



ΤΙ ΚΑΙΕΙ ΤΑ Λ(Ε)ΙΠΗ;


Λίπη έχουν οι πίτσες, το αλκοόλ και τα γλυκά.
Τρως χωρίς υπόλοιπα.
Στο νεροχύτη τα κατάλοιπα
καίγονται με καθαριστικά.

Λύπη έχει το δέρμα, τα χείλη και τα χέρια.
Αφέθηκαν ανέγγιχτα
ή αγγίχτηκαν οικτρά.
Καίγεται ως μελάνι σε χαρτιά.

Λείπει κάτι στο προσάναμμα.
Μια χόβολη κι ένα φανταχτερό πουκάμισο.
Να γίνω παρανάλωμα,
μα δεν ρίχνεις λάδι στη φωτιά.

Η λύπη, τα λίπη κι ό,τι λείπει
καίγονται με λιπαντικά.
Με ποίηση και ορθογραφικά.
Τα φχαριστιέσαι σε μονόπρακτα.

Όλα γινήκαν υγρά σωματικά.
Λύπης με δάκρυα,
λίπους με ιδρώτα
και τα λοιπά και τα λοιπά.



Β’ ΣΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ

  

Σταύρος Γκιργκένης

   

ΜΙΚΡΟ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟ


Θυμάμαι τότε,
μια μέρα πριν θανατωθεί ο Δεκέμβρης
από τις ίδιες του τις μέρες,
μαζευτήκαμε πλήθος συμπότες, ακάλεστος εγώ,
να πιούμε το κρασί της επόμενης χρονιάς
και να σπάσουμε τις άφτιαχτες ακόμη
των αγγείων σφραγίδες.
Μόνο ο Σωκράτης δεν έπινε πολύ.
Μόνο αυτός νηφάλιος έμενε
μιλώντας για την Αρετή και τ’ Αγαθό,
μέχρι που νυσταγμένος ύπνωσε
κι ο τελευταίος πότης.
Κι ύστερα, όταν κανείς πια δεν τον έβλεπε,
έβγαλε απ’ τις πτυχές του ρούχου του,
απ’ το τριμμένο του λόγου πανωφόρι,
ένα μπουκάλι ουίσκι για τους εκλεκτούς
κι ήπιε μαζί με το δαιμόνιο του.



ΙΣΗΜΕΡΙΑ


Στο χέρι σου κρατάς το δεσμό
που αρθρώνει το νήμα της ζωής με το νήμα των
νοημάτων.
Ό,τι σκεφτείς πετά με ελευθερία πρωτόγνωρη
ανάμεσα σε θραύσματα στιγμών ωκεάνιων,
σε παφλασμούς διαμαντένιων λεπτών
που χαράζουν ονειρώδεις γραμμές στης ζωής σου το
όστρακο.
Πετούν κλαδιά εντός σου ατέρμονες γενιές
δευτερολέπτων,
καθώς ριζώνει ο ατέλειωτος χρόνος στα σπλάχνα σου.

Η ζωή σου πια ένα πόνημα,
γραμμένο στο φύλλο που αφήνει το δέντρο του
για το πρώτο ταξίδι στις ατραπούς φθινοπωρινής
ισημερίας.
Ίση η μέρα, ίση η νύχτα,
ίση η ελπίδα του μεσημεριού
με το κυπαρίσσι του απόβραδου.
Τα πάντα ισορροπημένα.
Το δρόμο σου
τώρα
τον χαράζεις,
με την αρμονία που μόνο
ο αυθόρμητος σου δίνει ανασασμός.



Η ΓΕΝΝΗΣΗ


Ήσουνα στον ουρανό, σε πόλη αγία,
όταν γεννήθηκες μεταξύ άλλων αγγέλων,
εμφάνισες το όνομά σου εν μέσω δόξης αστέρων.
Σε λιτανεία ιεροπρεπή
διέλυες αργά τις νότες στη νύχτα,
την Άρκτο και άλλες μελωδίες ψαλτών παλαιών,
επάνω στο σκότος ψιμύθια.
Ο Αυτοκράτορας ήρθε απ’ την πόλη του
να δει το θαύμα:
εσένα να στερεώνεις στον ουρανό
αλλιώς από πρώτα τα άστρα.



ΥΠΟΨΙΑ


Πάνσεπτος χαλαζίας ο κόσμος.
Αδάμας ο ήλιος. Δίκαιος ύπνος η σελήνη.
Ακλόνητη των αστέρων η δικαιοσύνη.

Μονάχα το σκοτάδι του βάθους με βάζει σε υποψία.
Όταν της σκέψης τα σκαλιά ανεβαίνει,
γεμίζει πρώτα του μυαλού σου την ερημιά.
Όταν φτάσει στην καρδιά,
η αγχόνη της τύψης είναι ήδη δεμένη στο δέντρο σου.



ΒΑΒΕΛ


Σε μαύρο κάτοπτρο, Βαβέλ, στον ύπνο μου
αντίκρισα τη μακρινή λαγνεία των αγγέλων σου,
στην αμμουδιά της σκέψης μου
γεύτηκα κύμα γλυκό απ’ όλες τις τοξίνες της αμαρτίας.
Στη σαρκώδη πυρά των χειλιών σου φλεγόμενος
ανέσυρα απ’ τα βάθη της φωτιάς
τους θησαυρούς, Βαβέλ, που πάντοτε φυλάς
για τα παλάτια των αγίων σου:


οξύ και φώσφορο και μέταλλο νύχτας
σκαμμένης ως το μυχό της από την αγωνία.
Υλικά που φτιάχνουν ακάνθινη την φωνή του εφιάλτη
και ματώνει με άηχο φως
η κραυγή του περάσματος του πάνω από την ψυχή σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου