27/7/19

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ






Η Μαρία Γεωργίου γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου το 1962, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Warwick στη Μ. Βρετανία, Διοίκηση Επιχειρήσεων, εργάστηκε στις επιχειρήσεις Computer Team και PanoramaCom, στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει από το 1984.
Το μυθιστόρημα «Σπασμένο Ακορντεόν» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γεωργίου. Το 2018, βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το διήγημα «Χιονισμένες Πολιτείες». Επίσης, τον ίδιο χρόνο, βραβεύτηκε από τις εκδόσεις Εντύποις για το διήγημα «Οι Άλλοι και η Αλλη».
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου έχει παίξει στη ραδιοφωνική εκπομπή του
“Κυπριώτικο Ικετς”, δύο έργα της, το Ο “Σιελιδονής” και το “Η Νυφιτζή Φωτογραφία”. Από αυτά το δεύτερο έχει βραβευτεί.








ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ   (2019)


(Απόσπασμα)


Σπασμένο Ακορντεόν


ΚΑΘΩΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΕΥΕ κι οι νύχτες μίκραιναν και γλύκαιναν και μοσχοβολούσαν γιασεμί, κι οι γειτόνισσες αργούσαν να μαζευτούν από τα στενά,  ο Γιαννάκης όλο και πιο πολύ ανυπομονούσε για το σκοτάδι κι όλο και τριγυρνούσε έξω από το σπίτι της Γεωργίας, πότε με τα πόδια και πότε με το ποδήλατο. Όταν πια  καλοκαίριασε καλά, βρήκαν με την παρέα του καινούργια
 διασκέδαση. Μαζεύονταν, αυτός, ο Πανικός κι ο Αντρέας  κι έκαναν καντάδες στις γειτονιές. Ο Πανικός που ήταν  καλλίφωνος τραγουδούσε, ο Γιαννάκης έπαιζε ακορντεόν,  κι ο Αντρέας, αν και παράφωνος κι ανίδεος από μουσική,  έκανε ένα απαλό σεκόντο, έτσι για να φαίνονται πολλοί να
 μην ντρέπονται. Οι γειτόνισσες συνήθισαν τα τραγούδια  τους και τους περίμεναν να φανούν, τους χωράτευαν και  (ηχούσαν παραγγελιές, το ένα ή το άλλο τραγούδι, κι αν  αυτοί δεν το ήξεραν, υπόσχονταν να το μάθουν, να τους το  παίξουν την επόμενη φορά που θα περάσουν. Μόλις ξεμάκραιναν τα παιδιά, οι γειτόνισσες άρχιζαν το κουτσομπολιό και προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος αγαπά ποιαν. Δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβουν. Πώς να κρυφτεί ο έρωτας, όταν τα μάτια δεν μπορούν παρά να κοιτάζουν προς
τον αγαπημένο κι όταν τα μάγουλα ανάβουν από τα λόγια παθιασμένων τραγουδιών.

«Καναρίνι μου μικρό,
απ' το κλουβί σου θα σε βγάλω ένα βραδάκι,
και θα σε στείλω σ' ένα γνώριμο δρομάκι,
να κελαηδήσεις το δικό μου το σκοπό...»

Λίγες μέρες πριν το δεκαπενταύγουστο, η Γεωργία του είπε ότι θα πήγαινε με την οικογένειά της για προσκύνημα στον Απόστολο Αντρέα. Όχι με κάρο, όπως είχε πάει κάποτε ο Γιαννάκης με τον παππού του και τον Ραΐφι, μα με το αυτοκίνητο του πατέρα της. Το ταξίδι δεν ήταν πια παρά θέμα ωρών, όμως θα πήγαιναν από την προπαραμονή, για να προλάβουν να βρουν κατάλυμα στη μονή, που πάντα φιλοξενούσε όσους προσκυνητές χωρούσαν στα λιτά κελιά της.
Του σφηνώθηκε η ιδέα να πάει κι αυτός. Ήθελε να πάει. Δεν άντεχε το κλειστό παραθύρι. Ήθελε να πάει. Να ακολουθήσει τη Γεωργία στον Απόστολο Αντρέα και στην άκρη του κόσμου, αν χρειαζόταν. Μα πώς να πάει, δεν είχε μέσον. Δεν είχε μέσον; Ω μα ναι, είχε μέσον. Τη βάρκα του θειου Σταυρή, το τρεχαντήρι με τα πανιά. Δεν τόλμησε να το πει στο θειο του, δεν είχε όρεξη για αντιρρήσεις. Μόνο ορμήνεψε τον γερο-Κολόμπο να πάει από νωρίς στο φούρνο και να ‘χει έννοια μη τυχόν κι ο θείος του γίνει στρακότο
και δεν πάει να δουλέψει. Το είπε και στην Ελένη να έχει κι αυτή το νου της. Μα στον Σταυρή δεν είπε τίποτε.
Παραμονή της Παναγιάς, πριν ακόμα χαράξει το φως, όρτσαρε τα πανιά και ξεκίνησε ταξίδι για τη μύτη της χερσονήσου της Καρπασίας, στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα. Είχε αέρα στα πανιά και στα μυαλά του και τίποτε άλλο δεν λογάριασε. Ούτε το θειο, ούτε τη δουλειά, ούτε τους κινδύνους. Ήταν ερωτευμένος.
Πήρε μαζί του δυο ψωμιά, λίγες ελιές, ένα παγούρι νερό, και το ακορντεόν του. Γυαλό γυαλό, ώσπου ο ήλιος να σηκωθεί ψηλά, έφτασε στο ακρωτήρι της Πύλας. Ως εκεί τα νερά ήταν γνωστά. Τα ήξερε, γιατί πήγαινε εκεί με τον θειο του για ορφούς και δροσίτες που τους έπιαναν με χοντρά παραγάδια.
Καβάλησε το ακρωτήρι και πήρε βορειοανατολική πορεία προς το Κάβο Γκρέκο. Οι ακτές της Σκάλας χάθηκαν κι ήταν πια μόνος στο άγνωστο, με οδηγό τα άστρα και τον έρωτα. Προχώρησε προς τον ποταμό του Λιοπετριού
κι από ‘κει στο Κάβο Γκρέκο, γεμάτο σπηλιές που χάσκουν προς το πέλαγο, έφερε γύρω το ακρωτήρι κι έφυγε προς το βορρά. Τον έψηνε ο ήλιος κι η αγωνία να φτάσει μια ώρα αρχύτερα, να δει τη Γεωργία, την έκπληξη, τη χαρά της που θα τον έβλεπε έτσι άξιπα[1]  μπροστά της. Η θάλασσα και το αερούδι ήταν πρίμα και κατάφερε μέχρι το βράδυ να φτάσει κοντά στον Αγιο Σέργιο. Πλησίασε στην ακτή τόσο όσο να μην αροθυμά[2]  από το χάος της απεραντοσύνης, έριξε αρόδον την άγκυρα, μάζεψε τα πανιά. Πριν αποκοιμηθεί
κάτω από το φεγγάρι και με την υγρασία να του φέρνει ανατριχίλες στη ραχοκοκαλιά, έπαιξε λίγους σκοπούς με το ακορντεόν, έτσι για να παρηγορήσει τη μοναξιά του, να ξορκίσει το φόβο, να ηρεμήσει το καρδιοχτύπι μέσα του, και να στείλει το μυστικό μήνυμα της καρδιάς του στον
Απόστολο και στη Γεωργία, να ξέρει, να καταλάβει, να τον περιμένει.
Ξύπνησε μέσα στην απεραντοσύνη της ανατολικής θάλασσας όταν ήρθαν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου να τινάξουν από πάνω του την υγρασία, να του χαϊδέψουν τα βλέφαρα, να ξυπνήσει γλυκά, να δει την πιο μεγάλη στιγμή
του ήλιου που έρχεται, της μέρας που ξεκινά γεμάτη νέες ελπίδες. Ω, Δόξα Σοι ο Θεός, για εκείνο το πορφυρό φως που αναδύθηκε μέσα από το γαλήνιο νερό κι άρχισε να χαράζει πάνω στη θάλασσα τον πιο φωτεινό δρόμο, το πιο
λαμπρό μονοπάτι. Έβγαλε τα ρούχα κι έπεσε μέσα στο δροσερό διάφανο νερό κι όλοι οι πόροι του γέμισαν αλμύρα και φωτεινή ανατολή και γι’ αυτή και μόνο τη στιγμή άξιζε το παραστράτημά του, να πάρει τη βάρκα του θειου του και
να φύγει έτσι κρυφά σαν τον κλέφτη.
Έφαγε λίγο ψωμί κι ελιές και σήκωσε πάλι το πανί. Έφτασε προς το μεσημέρι στο λιμανάκι του Αποστόλου Αντρέα. Σήμερα γιορτάρα μέρα, ήταν γεμάτο μικρές και μεγάλες σημαιοστολισμένες βάρκες. Η λειτουργία είχε πια τελειώσει κι οι προσκυνητές έκαναν βόλτες. Εκεί, κάποτε είχε φτάσει ο Αγιος. Βγήκε στην ξηρά να βρει νερό, πράγμα που μερικές χρονιές μπορεί να είναι πολύ δυσεύρετο σ’ αυτόν τον άνυδρο τόπο. Λένε πως με την προσευχή του, το οδήγησε μέσα από ένα βράχο, να ξεδιψά ναυτικούς και να ξεπλένει αμαρτίες.
Ο Γιαννάκης προχώρησε προς το μώλο. Έριξε το σκοινί προς τη δέστρα. Κάποιος το άρπαξε. Ο θειος του ο Σταυρής. Καλύτερα να σήκωνε η θάλασσα το πιο πλατύ της κύμα και να τον κατάπινε. Καλύτερα η πιο φοβερή θαλασσοταραχή από ‘κείνο το αστροπελέκι του θειού. Να πεις πως είχε άδικο; Που τον είχε αφήσει σύξυλο να βγάλει μόνος τα ψωμιά, που του έκλεψε την αγαπημένη βάρκα, που η καρδιά του πήγε στην κόλαση από έγνοια, και είχε και την αγωνία και την γκρίνια της Εύθυμούς στο κεφάλι. Δεν ήταν λίγα που ξεσήκωσαν την οργή του. Κι όποιος ‘πει κουβέντα για τον Σταυρή θα ‘ναι άδικος. Τράβηξε τη βάρκα απότομα στο μόλο, τον άρπαξε από τα μαλλιά, τον τράβηξε έξω, τον πέταξε κάτω. Ξεδίπλωσε το βούρδουλα που είχε στο ζωνάρι. Λυσσούσε. Ο ερωτοχτυπημένος νέος μάτωνε, με κόπο συγκροτούσε τις φωνές του, μούγκριζε. Μαζεύτηκαν κι οι περιηγητές να κάνουν χάζι. Κι η Γεωργία, αλλά δεν έκανε χάζι. Έκλαιγε η καημένη και παρακαλούσε τον Σταυρή να σταματήσει. Οι γονείς της φοβήθηκαν το ρεζίλι και προσπάθησαν να την παρασύρουν μακριά, όμως εκείνη ούτε που τους άκουγε. «Παπά σταματήστε τον, εν θωρείτε πως εν μεθυσμένος, εν να τον ησκοτώσει», έλεγε στον πατέρα της και κοιτούσε τον κόσμο γύρω ελπίζοντας κάποιος να φιλοτιμηθεί να σταματήσει το κακό. «Μα σταματήστε τον, γιατί τον αφήνετε, εν να τον ησκοτώσει. Άεις τον κύριε Σταυρή, κανεί πιον». Όμως ο Σταυρής όσο την έβλεπε, τόσο θέριευε, ήταν σαν κόκκινο πανί που τον αγρίευε όλο και πιο πολύ. Η σουρτούκα που τον ξεμυάλισε τον άμυαλο και για λόγου
της έκλεψε τη βάρκα. Πρόλαβε κι έδωσε του Γιαννάκη της χρονιάς του, πριν του αρπάξουν επιτέλους τον βούρδουλα κάποιοι προσκυνητές. Όμως εκείνος δεν ησύχαζε.
«Μπάσταρτε, σσυλλομπάσταρτε», φώναζε. Βρισιές που τις λένε όλοι στο θυμό τους μα για τον Γιαννάκη ήταν πιο βαριές κι από τις βουρδουλιές. «Ο παλιοαλήτης που τόσα χρόνια εχώνετουν πίσω που τον παππούν του που τού καμνεν ούλλα τα χατίρκα. Ο αχαΐρευτος, ο αμπάλατος, που άφησεν τη δουλειάν για να βουρά  πίσω που τα φουστάνια της κάθε προκομμένης».
 Έλεγε, έλεγε, δεν τελείωνε. Κι όσο έλεγε τόσο φούντωνε. Να τον σκότωνε, να τον έριχνε κάτω, να τον πατούσε στο λαιμό. Να τον έλιωνε σαν μυρμήγκι. Ο Γιαννάκης ήταν το ίδιο οργισμένος, μα είχε καταντραπεί τον κόσμο και τη Γεωργία, σιωπούσε. Μέχρι που δεν άντεξε πια όταν ο Σταυρής όρμησε μέσα στη βάρκα, άρπαξε το ακορντεόν, το έβγαλε έξω κι άρχισε να το κτυπά κάτω σαν να ‘τανε χταπόδι. Εκείνο έβγαζε σπαρακτικούς ήχους, νότες στριγκιές ξέφευγαν από τα σπλάχνα του, καθώς πετάγονταν στην προβλήτα πλήκτρα και κουμπιά και όμορφα κόκκινα γυαλιστερά κομμάτια. Ο κόσμος προσπαθούσε να τον συγκροτήσει μα τίποτε εκείνος. Τέτοια μανία είχε. Ο Γιαννάκης άντεξε το βούρδουλα και τις βρισιές, μα τώρα αυτό δεν το άντεχε. Ήταν σαν να του ξερίζωνε την ψυχή, σαν να βεβήλωνε τη μνήμη του παππού του. Όρμησε στο θειο του και τον έριξε κάτω με μια μπουνιά. Ο Σταυρής, έμεινε εκεί πεσμένος για λίγο, ήσυχος επιτέλους κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε προς του πανηγυριώτες να βρει λίγο κονιάκι να παρηγορήσει το θυμό του κι ο κόσμος γύρω του άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται.
Ο Γιαννάκης ούτε που γύρισε να κοιτάξει τη Γεωργία. Έτσι πεσμένος και κτυπημένος που ήταν, δεν ήθελε να τον έβλεπε έτσι. Εκείνη, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας της, έβρεξε το μαντήλι της στο αγίασμα και πλησίασε να τον ξεπλύνει. «Φύε», της είπε, «άεις με μόνον μου, φύε, εν θέλω
κανέναν». Την τράβηξε η μάνα της με πο ζόρι. «Έλα στο μοναστήριν», του είπε, «έλα να προσκυνήσουμεν μαζίν, έλα εν να σε περιμένω και του πέταξε το βρεγμένο μαντήλι». Μάταια περίμενε η καημένη. Κι άκουσε και τον εξάψαλμο από τους γονείς της. Ο Γιαννάκης δεν πήγε στο μοναστήρι να προσκυνήσει. Εγκατέλειψε τη βάρκα και γύρισε στη Σκάλα με ξένους προσκυνητές, που τους παρακάλεσε να τον πάρουν μαζί τους.
Ύστερα απ’ αυτό δεν ξαναπέρασε από το αρχοντικό της Γεωργίας, μάταια εκείνη τον περίμενε στο ανοιχτό παραθύρι τα μεσάνυχτα. Ούτε και στο φούρνο τον βρήκε, όταν πήγε να πάρει ψωμί. Ο Γιαννάκης δεν είχε καμιά όρεξη να ξαναδουλέψει με το θειο μου. Το ξεκαθάρισε στην Ευθυμού. «Εγώ με τον θκειον μου εν ηξαναδουλεύκω, ούτε θέλω να τον ηξαναδώ καρτζίν  μου», της είπε κι ό,τι κι αν του ’λεγε εκείνη, αυτός δεν άλλαζε γνώμη.
Η γριά, έστειλε μήνυμα στο φούρναρη των Λευκάρων, παλιό φίλο του Κωσταντή. Εκείνος δέχτηκε μετά χαράς να πάρει το Γιαννάκη στη δούλεψή του, είχε ανάγκη από ένα βοηθό, γιατί κι αυτός γερνούσε πια. Ο Γιαννάκης ξήλωσε τη σιδερένια καρκόλα, που είχε αγοράσει πριν χρόνια ο παππούς του, κι αναγιώθηκε σ’ αυτήν μαζί με την Ινώ, τύλιξε και το στρώμα, ετοίμασε τα μπογαλάκια του, φόρεσε το καλό λευκό κοστούμι του παππού του, αυτό που είχε για την εκκλησιά, κι ήταν αυτονόητο ότι πια του ανήκε σαν δίκαιη
κληρονομιά, και φώναξε του φίλους του, τον Πανικό και τον Αντρέα να τον βοηθήσουν να τα φορτώσει στο μαύρο ταξί, αυτό που έκανε συχνά τη γραμμή Λεύκαρα —Σκάλα, που τον περίμενε έξω από τον Αη Λάζαρο. Περπάτησε μαζί του μέχρι το ταξί κι η Ευθυμού με τις γειτονοπούλες της. Ο Γιαννάκης τους χαιρέτησε όλους σηκώνοντας το χέρι, χωρίς αγκαλιές και χάδια, με σφιγμένο στομάχι, κι έφυγε για την ορεινή Κύπρο αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του πόλη, την μπερδεμένη του οικογένεια, το φούρνο των
παππούδων του και την απαρηγόρητη Γεωργία.





[1] ξαφνικά
[2] φοβάται






ΚΡΙΤΙΚΕΣ



ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ


Fractal 22/05/2019


Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος διαμόρφωσης της Μαρίας Γεωργίου, «Σπασμένο ακορντεόν», εκδ. Πηγή 2019

 Μήγαρις έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;

Η Κύπρος, πατρίδα αγαπημένη της συγγραφέως, πρωταγωνιστεί στο βιβλίο ως γλώσσα, και βίωμα και ιστορική μαρτυρία. Το «σπασμένο ακορντεόν» καταφέρνει να γίνει το είδος εκείνο της Λογοτεχνίας- όπως το όρισε ο Κάφκα – που είναι ικανό να σπάσει σαν τσεκούρι την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, ανακινώντας την ιστορία του τόπου, τις απαρχές της αδικίας, τους αγώνες, τις διεκδικήσεις ως την υπογραφή των συνθηκών και την κερδισμένη όποια αυτονομία. Έκλεισε ένας κύκλος κι ακολούθησαν κι άλλοι. Εμείς ξέρουμε το τέλος της ιστορίας έως σήμερα, προεκτείνοντας στο χρόνο, αλλά η συγγραφέας σταματάει την αφήγηση  στα 1959. Θέλει κυρίως να μνημειώσει πρόσωπα της οικογένειας, της γειτονιάς ή της πόλης της, ενδιαφέρεται για την προφορική ιστορία, γιατί η μεγάλη, η επίσημη ΙΣΤΟΡΙΑ, πολιτική και διπλωματική, έχει γραφτεί ήδη. Τώρα πρέπει να δώσει, όσο είναι καιρός, φωνή στους ανώνυμους ήρωες, στους αόρατους ανθρώπους, διαμεσολαβημένη έστω από μια μυθοπλαστική αφήγηση, σε ένα μυθιστόρημα διαμόρφωσης, κυνηγώντας τις ρεαλιστικές λεπτομέρειες με τον τρόπο του Γάλλου Ερίκ Βυιγιάρ στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ – «Τους είδα με τα μάτια μου να κοροϊδεύουν τους μελλοθανάτους, εκεί, στο καρακόλιν της φυλακής.» .«Όταν εφτάσαμε στο καρακόλιν, ένας από τους Εγγλέζους που μας παρέλαβεν, εχλέυαζεν τους θανατοποινίτες. Έκανε χειρονομίες, έπιανεν τον λαιμόν του, έβγαζεν τη γλώσσα έξω, τάχα πως πνίγεται…..»..

Το «σπασμένο ακορντεόν», είναι κατ’ αρχάς ένα συγκινητικό αντιστασιακό μυθιστόρημα ή ένα μυθιστορηματικό χρονικό ή ένα μυθιστόρημα διαμόρφωσης, όπου η γραφή, στο πρώτο μέρος παρακολουθεί τα βιώματα και την πορεία ενηλικίωσης του Γιαννάκη, από της Σκάλα της Λάρνακας. Οι στιχομυθίες εντός εισαγωγικών είναι μόνο σε κυπριακή διάλεκτο, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στο παπαδιαμαντικό κείμενο, με υποσελίδιες υποσημειώσεις και γλωσσάρι στο τέλος.

Το βιβλίο είναι δομημένο σε δύο μέρη, το πρώτο με 25 επιμέρους κεφάλαια των τριών ή τεσσάρων σελίδων, αρχίζει από το 1937- Καρτερούμεν, μέχρι τον Σεπτέμβρη 1955- Επιστροφή.

Η αφηγήτρια εντάσσει τον προσανατολισμό και την προσωπική βιογραφία του Γιαννάκη στον ιστορικό χρόνο σε μια συνεκτική αφήγηση διαμόρφωσης από τη θέρμη του φούρνου και τις ευθύνες στη μεγάλη του οικογένεια, στην καθημερινότητά του, καταφάσκοντας στη φύση και στον έρωτα, μέχρι να επωμιστεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το τίμημα της ελευθερίας ,να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του, να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του και να λογοδοτήσει για τον εαυτό. Το όραμα δεν είναι ένας αντικατοπτρισμός αλλά είναι αγώνας που συντείνει στην ατομική και κοινωνική αυτονομία. «Μόνο έλιωνε σιγά σιγά από μέσα ψάχνοντας δρόμους που δεν είχαν ακόμα γίνει, όνειρα που δεν μπορούσε να ονειρευτεί, γιατρειά για σεκλέτια που δεν ήξερε γιατί τα είχε».

Καρτερούμεν. Από το πρώτο κεφάλαιο του Α’ μέρους με την εμφάνιση στο προσκήνιο του γερο- Κολόμπο, εγγράφεται η αφήγηση στο μεγάλο πλαίσιο της αγγλοκρατίας που ο λαός της Κύπρου – απαξιωτικά οι Συπς, όπως μεταφέρει ο ΝΤΑΡΡΕΛ – «δεν έχουν προαχθεί σε ανθρώπους  και πρέπει να περιμένουν». «Να εκπολιτίσουν οι Εγγλέζοι τον βάρβαρο τόπο». Καρτερούμεν, ο στίχος του διαλεκτικού εθνικού ποιητή της Κύπρου μονολεκτικός, ακούγεται στην προμετωπίδα ως προσημείωση για την διεκδίκηση της ΈΝΩΣΗΣ, και την εξέγερση που δεν θ’ αργήσει.

Γλαφυρότητα της αφήγησης γεμάτη εικόνες και χρώματα και γεύσεις ξεχωριστές ,καθώς η αφηγήτρια μας συστήνει έναν έναν τους ήρωές της, τη μεγάλη πατριαρχική οικογένεια που δουλεύει στο φούρνο της, στη Σκάλα Λάρνακος. Τον Χριστόφορο που «είχε τρυφεράδα και νιάσιμο», αμετακίνητο στο ιδανικό του κι ας γίνεται εύκολα στόχος στα πειράγματα των γειτόνων, που έχει γιο τον Κωνσταντή, που είναι ο πατέρας αφέντης, «μάντζιπας- τεχνίτης φούρναρης» και τη γυναίκα του την Ευθυμού, που έχουν τέσσερα παιδιά , αγόρια και κορίτσια. Η ατίθαση Ελπίδα, τεχνίτρα των καπέλων και η Χρυσούλα, που παντρεύονται νωρίς και αποκτούν παιδί η καθεμιά, τον Γιαννάκη και την Ινώ αντίστοιχα. Χωρίζουν όμως γρήγορα και επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι ασφυκτιώντας και εκεί, μέχρι να φύγουν και να αφήσουν οριστικά το μεγάλωμα των παιδιών στους παππούδες. Οι θείοι, ο Αρτέμης κι ο Σταυρής, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας είναι τώρα τα πρότυπα του Γιαννάκη, «παιδιού με τσαγανό», του ήρωα της αφήγησης που μεγαλώνει, γνωρίζει φίλους και δένεται με συμμαθητές και αρχίζει να υλοποιεί το μοναδικό όνειρο του παππού του, «να τελειώσει το ανώτερο σχολείο, να γίνει άνθρωπος», ανάμεσα σε τραγούδια και ψαρέματα με τους θείους και εκδρομές και με τους Τούρκους γείτονες κάποτε, ανάμεσα στην αγάπη του παππού του, στρωμένος κι ο ίδιος στη δουλειά, μαθαίνοντας τις νέες λέξεις, αυτοδιάθεση και λεφτεριά, έστω βάζοντάς τες για την ώρα στα έργα του Καραγκιόζη που ανεβάζει με τους φίλους του. Η κοινωνία της Κύπρου μέσα σε ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΜΑΤΑ ζυμωμένη, ομνύει στον ΚΊΜΩΝΑ τον Κιτιέα, το άγαλμα του αρχαίου στρατηγού του Αθηναίου που ήρθε να ελευθερώσει την Κύπρο από τους Πέρσες τότε, στα αρχαία χρόνια. «Εδώ στην Σκάλαν τον είχαμε πάντα περί πολλού. Μας επήγαιναν εκεί οι δάσκαλοι και μας έλεγαν την ιστορίαν του. Που ήρθε με τις Αθηναϊκές τριήρεις εδώ, στην Σκαλαν που τότε την έλεγαν Κίτιον… Από ‘δω ο στόλος επήγε στη Σαλαμίνα, την άλλη Σαλαμίνα που λέει κι ο ποιητής, και εκατατρόπωσεν τους Πέρσες». Πατριωτικά κηρύγματα στο κατηχητικό και  πρώτη αγάπη. Όρθιος στο πόδι του παππού του ο Γιαννάκης αναλαμβάνει τον φούρνο όταν ο παππούς αδυνατεί να συνεχίσει, θυσιάζει το σχολείο, σταματάει τη φοίτηση. «Το φέρετρο φορτώθηκε στο κάρο που περίμενε έξω από το σπιτάκι της οδού Καλογερά κι από ‘κει ξεκίνησε πομπή στους δρόμους της πόλης. Προχώρησαν ανάμεσα στα μαγαζάκια, τα τσαγκαράδικα, τα πελεκανιά, τα σιδεράδικα, τα μπαρμπέρικα, κι οι μάστορες έβγαιναν στις εισόδους τους και σταυροκοπιόνταν κι οι κυράδες βγήκαν στα παράθυρα των ανωγιών και στα ξύλινα μπαλκόνια να δουν την πομπή…..». Το κείμενο εδώ φέρει αντηχήσεις από το ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ, του Δημήτρη Χατζή.

Ακολουθούν πρωτοβουλίες τολμηρές ενός ερωτευμένου νέου, μια εκδρομή, η σύγκρουση με τον θείο Σταυρή και η κρίση και η μεταμόρφωση – ακριβώς χαρακτηριστικά στα μυθιστορήματα διαμόρφωσης – και η χειραφέτηση κι η αυτονομία όταν σπάει το ακορντεόν του, περνά στην ωριμότητα, φεύγει για τα Λεύκαρα και οργανώνεται στην ΕΟΚΑ, κατά των άγγλων κατακτητών, για την Ένωση με την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1955. «…..δεν ήταν Συπς, είχαν καρδιά, θέληση, τόλμη, είχαν όνειρα, δύναμη να παλέψουν…»

Στο δεύτερο μέρος, με μότο του ποιητή Κώστα Μόντη ολοκληρώνεται αφήγηση τεσσάρων χρόνων- 1955-59, σε 17 κεφάλαια με χαρακτηριστικούς τίτλους.

Αρχίζει εδώ τώρα ένα εξομολογητικό κείμενο, αυτοαναφορικό, μια θαυμαστή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας εσωτερικός μονόλογος στην κυπριακή ιδιόλεκτο που απογειώνει την αφήγηση παρακολουθώντας την ένταξη του νέου ανθρώπου στην αντίσταση κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας ( 1955-1958 ), όπου μαζί με τους συντρόφους του και με το πρόταγμα της ένωσης με την μητέρα Ελλάδα, ολοκληρώνει πρότυπα αρετής και αγιότητας στα χέρια των βασανιστών του, ανθρωποφύλακες πριν τους ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ του Κοροβέση της δικής μας χούντας. Το όραμα άπιαστο, είναι όμως  ικανό  να τον δέσει με τους άλλους, σφραγίζοντας και καταξιώνοντας τη ζωή του ολόκληρη μια για πάντα, δίνοντας τόπο μέχρι το τέλος της ζωής στον αναστοχασμό, τη φωτεινή συγκίνηση και την απαντοχή.

Θεωρώ ότι η γραφή είναι γλώσσα και ύφος και στο μυθιστόρημα της Μαρίας Γεωργίου πρωταγωνιστεί η γλώσσα, πέρα από την σπαρακτική θεματική Στο βιβλίο «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» εκδ.Το Ροδακιό 2012, που ανθολόγησε η Νίκη Μαραγκού, είχα ζήσει παρόμοια συγκίνηση από την άρθρωση του λόγου σε κυπριακό ιδίωμα, όπου ιστορούνταν οι φόβοι, οι σκέψεις και τα πάθη των γυναικών, ό,τι έζησαν στην καθημερινότητά τους πριν την τραγωδία του ’74.Βγαίνει κι εδώ όπως εκεί «μια εικόνα της Κύπρου, που δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί από έναν ιστορικό ή έναν κοινωνιολόγο.». Πολλοί σύγχρονοι Έλληνες πεζογράφοι εξάλλου μετά τον Σωτήρη Δημητρίου έχουν επιχειρήσει με επιτυχία αφηγήματα σε ντοπιολαλιά. (βλ. Τ.Βενέτη, ο Μ.Γκανάς, ο Α.Γκέζος, ο Δ. Παπαμάρκος κ.ά ).

Στον Απόστολο Παύλο συναντάει τον παιδικό του φίλο, που τον οργανώνει στην ΕΟΚΑ. «Τι άλλο μας έμενε; Ο αγώνας κι η θυσία, αυτό μας έμενε….. έπρεπε να πάρω την μεγάλην απόφασην. Ήρθεν η ώρα. Εφούσκωσεν το προζύμι. Αν δεν ζυμώσεις τώρα, πάει, θα ξινίσει και θα το πετάξεις.». Με τη γνώση του τεχνίτη, του μάστορα του φούρνου, αναγνωρίζει τον καιρό και μυείται στην μυστική οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών με τον Νάνο και τον Ανδρέα. Γράφει συνθήματα, πετάει προκηρύξεις, ρίχνει βόμβες, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται, φυλακίζεται, ζει στιγμές συντροφικότητας και συναδέρφωσης στη φυλακή με συνθήματα και τραγούδια, ενδυναμώνεται απέναντι στην υπεροψία των Εγγλέζων. «Αυτός ήρθεν από μιαν μακρινή πατρίδαν, εδώ στην Κύπρο, να υπερασπιστεί την αποικίαν του. Η δική του αποικία ήταν η δική μας πατρίδα.». Μαθαίνει και μαθαίνει από τους συγκρατούμενους που ξεχώριζαν για τη μόρφωσή τους, την τιμιότητα, το φιλότιμο, και την παλληκαριά. Τους θαυμάζει και τους ονομάζει αγγέλους. «Τα τραγούδια , πώς ενώνουν τους ανθρώπους όταν τα τραγουδούν μαζί…». «Χωρίς το όνειρον ήμασταν έναν μεγάλον τίποτα.» Ένοχος που είναι μόνο πολιτικός κατάδικος, παρακολουθεί τις εκτελέσεις των συντρόφων του, ή πανικοβάλλεται στην απομόνωση. Βασανίζεται στην Ομορφίτα.

« Οι Εγγλέζοι μας έλεγαν τρομοκράτες. Εμείς την ελευθερίαν της πατρίδας μας εθέλαμεν.».

Το 1957 μπαίνουν οι Τούρκοι στο παιχνίδι, αυτοί που δεν θέλουν την ΈΝΩΣΗ. «Διαδηλώσεις και λεηλασίες στο κέντρο της πόλης.. Και τότε «αρχίζει το προαιώνιο μίσος, κομμάτι της ιστορίας μας».

Πανηγύρι γεύσεων και ήχων στο πανηγύρι του Κατακλυσμού, στη Σκάλα -«σουτζούκον και κιοφτέρια, συκόπιτες, μέλιν, τερατσόμελον, κρασί , ζηβανίαν, αθάσια, καρύδια, στραγάλια ανακατωμένα με ψιλά κουφέτα, λουκούμια, …….παιχνίδια με τσίγγινη λάμψη…» . Και μετά, «Μέσα από τη θάλασσαν, ανέτειλε έναν φεγγάριν πυρακτωμένο, να το βλέπεις και να τρελαίνεσαι, γιατί θέλεις να το καταλάβεις να πιάσεις την ομορφιάν του, την μαγείαν του…… αυτή η στρογγυλάδα του, όλοι οι αγώνες μας, οι αναζητήσεις μας, ο έρωτας, οι ωραίες ιδέες μας, όλα για να φτάσουμε να ολοκληρωθούμε, να γεμίσουμε σαν τούτον το φεγγάριν.» Πολύτιμος στοχασμός για την αυτοπραγμάτωση, το όριο των αγώνων. Ο γυρισμός όμως στη Σκάλα ήταν γυρισμός στην κόλαση. Η εμπλοκή των Τούρκων και το ξύπνημα του προαιώνιου μίσους, ο πατριωτικός πόνος στα ποιήματα του Κύπριου εθνικού ποιητή και οι στρεβλώσεις. Η σφαγή Ελλήνων στο ΚΙΟΝΕΛΙ, από τους Τούρκους. Η παγίδα των εγγλέζων.

Η εκτέλεση που δεν έγινε- παρόμοιος τρόπος σκέψης όπως στο βιβλίο του ΧΑΒΙΕΡ ΘΕΡΚΑΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ, «Είναι άλλο να πυροβολείς  από μακριά, κι άλλο να πατάς τον άλλον κάτω σαν το σφαχτάριν». Ωστόσο ενοχοποιείται και κρύβεται. Μαθαίνει για το θάνατο του Νάνου, του παιδικού του φίλου, το ίνδαλμά του. “Ήξερε απέξω όλην την 9η Ιουλίου», το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Κύπριου εθνικού ποιητή. Τρέχει να τον βρει στο νεκροτομείο και ανάβει τσιγάρο, ανανεώνοντας έτσιδα απέναντί του τον όρκο στην πατρίδα και στον αγώνα. Βγαίνει από το κρυσφήγετο … για να φάει κούπες, τον περικυκλώνουν επιτόπου στην ταβέρνα και του φορούν χειροπέδες. Υφίσταται βασανιστήρια και καταλήγει στο κρατητήριο της ΟΜΟΡΦΙΤΑΣ, θεωρώντας ωστόσο ότι «κι εκεί, στην κόλαση μπορεί η ζωή να σου δώσει στιγμές ανάτασης.»-  μια αποκάλυψη, όπως στο βιβλίο «Άνθρωπος χωρίς πεπρωμένο» ο Ίμρε Κέρτες μιλάει για την ευτυχία του στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Αλλά αντέχει, δεν «σπάει» και γυρνάει ευτυχισμένος στα κανονικά κρατητήρια του Αγίου Λουκά, «Σαν να είδεν από ένα παράθυρο τον παράδεισο. Κι η παράδεισος δεν είναι η Ελλάδα, ούτε καν η ελευθερία κι η δημοκρατία. Αυτά είναι ωραίες αφορμές. Ο παράδεισος είναι να υπάρχεις με τον άλλον. Να λιώνεις μέσα στην αγάπην του…». Υπογράφηκαν οι συμφωνίες, τέλειωσαν οι απαγχονισμοί. Οι ήρωες γυρίζουν σπίτι, σε κοσμοπλημμύρα αγάπης που εμένα μου θυμίζει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όταν το ’44 μπήκε ο ΕΛΑΣ, απελευθερωτής στην πόλη. «Τώρα ήμασταν εμείς τα κάδρα στους τοίχους.» «Ήταν το τέλος του ένοπλου αγώνα. Εξαιτίας του αγώνα, είδαμε μέσα μας τον καλύτερον και τον χειρότερον εαυτόν μας». «Η πραγματική ένωση δεν είναι να έχεις την ίδιαν κυβέρνησιν. Όταν ξέρεις ποιος είσαι, ποια είναι η ουσία σου, τότε είσαι  ενωμένος με όποιον έχει την ίδιαν ουσίαν με σένα.», έτσι καταλήγει με παρρησία ο ήρωας, επανεξετάζοντας τον βίο του.

(Ο Αγώνας τέλειωσε. Ο αγώνας για αυτογνωσία και νοηματοδότηση της ζωής συνεχίζεται.)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου