15/6/19

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ - ΟΥΜΙΤ ΙΝΑΤΣΙ






ΙΧΝΗ ΜΝΗΜΗΣ (2019)




Λίγα λόγια


Τα τριάντα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο τεύχος  είναι αποσπάσματα ζωής, λάμψεις ζωηρές που ταξινομούνται  στην παιδική και νεανική ηλικία, σημαδεμένες  από τις επανειλημμένες αναταραχές για απόκτηση της ελευθερίας του κυπριακού λαού από την αγγλική αποικιοκρατική αυτοκρατορία, εμφύλιες διαμάχες, το πραξικόπημα και την επακόλουθη τουρκική εισβολή του 1974, με αποτέλεσμα την κατοχή της Βορείου περιοχής της Κύπρου. Οι δύο συγγραφείς, ελληνικής κουλτούρας η μία, τουρκικής ο άλλος, στήσανε λοιπόν το ιστορικό τους σύμπαν στον πιο μύχιο πόθο των Κυπρίων για δικαιοσύνη  και επανένωση, ο καθένας στη μητρική του γλώσσα.


Πρώτη ενότητα


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ



ΑΠΟ ΤΗ ΛΩΞΑΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ


Γεννήθηκα για να είμαι η Αλεξάνδρα. Η προκάτοχός μου ήταν η ξανθιά και γλυκιά Λωξαντρού, η Κύπρια γιαγιά. Ήταν η πατρική γιαγιά με τις ξανθές μυρωδάτες μπλεξούδες και τα πρασινωπά μάτια. Κάθε Άνοιξη, πριν προχωρήσει προς την άκρη της αυλής, έβαζε τον σταυρό της και ψιθύριζε μια προσευχή. Εκεί στο βάθος, κρυμμένο στους θάμνους, ήταν το σπιτάκι των χάλκινων λαμπίκων. Στο λυκόφως μαδούσε τριαντάφυλλα, κυβερνούσε τους λαμπίκους και ετοίμαζε με υπομονή το απόσταγμα. Έμενε ανάμεσα στο θερμοψύχριον και το ψυχρολούσιον να ζυγίζει ροδοπέταλα και να μετρά το αποσταγμένο άρωμα. Δεν άναβε φως, μόνο η σιλουέτα της παρέμενε ως σκιά ανάμεσα στους λαμπερούς χάλκινους σωλήνες. Το άρωμα διαπότιζε τα ρούχα και τα μαλλιά της, και όταν τελικά έμπαινε στο σπίτι, απλωνόταν παντού η μαγεία του τριαντάφυλλου. Ζούσε τον χρόνο αόριστα, είχε μειλίχια απόκριση προς τους πάντες, δεν κρατούσε κακία, ζούσε δίχως να λογαριάζει τον θάνατο και για εκείνη δεν υπήρχε κακός άνθρωπος: «Κόρη μου είναι η περίπτωση που κάνει κακό τον άνθρωπο· και οι Τούρκοι αγαπούν τον κόσμο και θυσιάζονται για τα παιδιά τους».
Η γιαγιά μας άφησε πριν το ’74 και δεν πρόλαβε να πονέσει για την τουρκική εισβολή, την καταστροφή των εκκλησιών και των εικονισμάτων που προσκυνούσε, ούτε έμαθε για τις νέες που βιάστηκαν από τους στρατιώτες μπροστά στους γονείς τους. Δεν μοιρολόγησε τον βίαιο σκοτωμό των οικογενειών της Κλεπίνης, τους χιλιάδες νέους που άνοιξε η γη και τους κατάπιε και έγιναν αγνοούμενοι. Τι και αν καταδικάστηκε η Τουρκία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Οι αγνοούμενοι δεν γύρισαν, οι νεκροί έμειναν νεκροί και οι χιλιάδες άνθρωποι που προσφυγοποιήθηκαν, δεν ξαναγύρισαν στα σπίτια τους.
Η καλοσυνάτη γιαγιά Λωξάντρα έφυγε, με τα παιδιά και τα εγγόνια γύρω της και ευτυχώς δεν έζησε τα εγκλήματα του ’74.




ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΣΥΛΛΑΒΩΝ


Στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, πριν το ‘60, μετά τη δύση του ήλιου κλεινόμασταν στο σπίτι και σβήναμε τα φώτα. Ήταν το αναγκαστικό κέρφιου, η απαγόρευση κυκλοφορίας και κατ’ οίκον περιορισμός. Φοβερή λέξη το κέρφιου που ακόμη αντηχεί μέσα μου. Γινόμασταν σκιές και ψίθυροι, τα λόγια έπεφταν κατευθείαν στην καρδιά χωρίς εξωτερικά να αφήνουν ίχνη. Ο πατέρας τότε κρατούσε κάτω από το κρεβάτι ένα σιδερένιο ακόντιο.
Εκείνο το απόγευμα πίναμε τσάι ρούσικο με μπόλικη ζάχαρη και η μητέρα στο δικό της έβαζε και ρούμι. «Είμαστε όλοι μόνοι», είπε η θεία Λούλλα και καμιά μας δεν αντέδρασε. Πίναμε σιωπηλά και ούτε που αγγίξαμε τα κουλουράκια του πορτοκαλιού της μάνας μου. Ήταν 15 Μαρτίου του ‘57 και η θεία έφερνε θλιβερά νέα. Αυτή τη φορά δεν ακούμπησε στο τραπέζι τις τραγανές τιτσιρίδες της, ούτε άλλο πεσκέσι. Το ρόδινο του προσώπου της ξάσπρισε και έμεινε μαρμαρωμένο, τα μάτια της σκοτεινά κοίταζαν αλλού. Δεν άνοιγε τα φτερά της να πετάξει με τις ειδήσεις· είπε μόνο με αιμορραγία συλλαβών: «Τον απαγχόνισαν εχτές, δεν ντράπηκαν, δεν φοβήθηκαν Θεό, δεν συγκινήθηκαν με το γράμμα της μάνας του. Γιατί η μάνα του έγραψε στον άγγλο κυβερνήτη της Κύπρου τον στρατάρχη Χάρντινγκ να σκεφτεί και να υπολογίσει ότι ο Ευαγόρας ήταν μόνο δεκαοκτώ. Στάθηκε ώρες η μάνα του έξω από την πόρτα ζητώντας ακρόαση». Η θεία και η μητέρα μου μαζί με την Αντρούλα, τη γειτόνισσα, έμειναν σιωπηλές για πολλή ώρα και κινούσαν τα χέρια αδέξια μέχρι που ξέσπασαν σε δάκρυα και αναφιλητά και εγώ μικρούλα μαζί τους συμμεριζόμουν την αιμορραγία. Δεν τον γνωρίζαμε προσωπικά τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, μα ήταν ο σύντροφός μας, ο αντιπρόσωπος της Κύπρου μπροστά στην αγγλική Αυτοκρατορία. Ο «Βαγορής» μας ήταν ο προστάτης που θυσίαζε τη ζωή του για την ελευθερία μας.
Ένας και μόνο ο στόχος για όλους, η ελευθερία της Κύπρου.



ΑΠΟ ΣΤΟΜΑ ΣΕ ΣΤΟΜΑ


Η θεία Λούλλα ήταν γλάρος μεγαλόσωμος, τροβαδούρος ελεύθερης γλώσσας, πετούσε και κοίταζε από ψηλά σε αναζήτηση του απόλυτου. Ερχόταν σπίτι μας για καφέ, χτυπούσε την πόρτα της κουζίνας και έμπαινε δίχως θόρυβο. Την περιμέναμε μέσα στο σαν ξυράφι κρύο του χειμώνα για να ακούσουμε τα απαγορευμένα νέα. Η θεία μετέφραζε τη ζωή σε ονειρικό διήγημα. Πετούσε πιο ‘κει, πιο μακριά μας, σε χώρα πυκνοφυτεμένη, όπου πετούσαν αθώα ζεμπίλια με αμύγδαλα και καρύδια, που στο βάθος τους έκρυβαν όπλα. Αντάρτες και ήρωες ήταν οι άνθρωποι της χώρας της, που εμπνευσμένοι από το παρελθόν, είχαν τους δικούς τους κανόνες. Μιλούσε για ανείπωτες σκληρές ιστορίες με ελαφρύ πέταγμα πουλιού. Έλεγε, έλεγε και όλα γύρω μας χάνονταν, έμενε μόνο εκείνη και η χώρα της η βασανισμένη. Πετούσε και έφερνε εικόνες από τα μακρινά και απρόσιτα βουνά της Κύπρου. Μιλούσε για μπαζούκες που έσχιζαν τις σκοτεινές νύχτες με τα γαζώματά τους, για βασανιστήρια, απαγχονισμούς σε κελιά μανταλωμένα και μητέρες μαυροφόρες όρθιες για ώρες έξω από τα γραφεία των Άγγλων.
Πριν αρχίσει τη διήγηση, έβγαζε η θεία από τη τσάντα της και πρόσφερνε ένα πιάτο τσιτσίριζες, έτρωγε ένα δυο μπισκότα κανέλας και στην τελευταία γουλιά του καφέ, αναποδογύριζε το φλιτζανάκι, τραβούσε το χέρι προς την καρδιά και άφηνε τα φτερά ελεύθερα σε εικόνες ασπρόμαυρες πολέμου και μαρτυρίου.
Η θεία Λούλλα, που ήταν η πρώτη στη σειρά αδελφή του πατέρα μου, ήταν ράφτενα και παντρεμένη με τον Λεωνίδα από τη Λύση. Κάπου γράφουν: «Πεθαίνουν οι ψυχές όταν γίνονται νερό», μα ο θείος έπινε και χάθηκε στον υγρά κόσμο του κρασιού. Έπινε με γούστο, και ο πατέρας μου στις επισκέψεις μας στο σπίτι τους, τους πρόσφερνε το «Μπράντυ Χαζηπαύλου». Ακόμα δεν ξέραμε ότι μετά από λίγα χρόνια δεν θα μπορούσε πια να μεταβεί στο χωριό του ο θείος. Οι δυο τους παντρεύτηκαν με συνοικέσιο στα γρήγορα, διότι έπρεπε να παντρευτεί η Νίκη, η δεύτερη αδελφή που ήταν ερωτευμένη με τον Γιώργο από το Πισσούρι. Όλα αυτά γινόντουσαν κατά τα τέλη του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Τον αγάπησε, έλεγε η σγουρομάλλα όμορφη Νίκη, σε εκδρομή στην αρχαία πόλη Βοόσουρα, για τη φωνή του τη μελωδική και για τη σουλτανίνα  που της πρόσφερε μόλις τη γνώρισε. Οι δυο τους παντρεύτηκαν ανίδεοι των γεγονότων του ’55 για την απελευθέρωση της Κύπρου από την αποικιοκρατία και για τις ταραχές του ’64, και δεν περίμεναν να δουν τους Τουρκοκύπριους να φεύγουν έντρομοι προς αμιγή τουρκικά χωριά.



ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ


Ώρα πεντέμισι το πρωί...
Ξεκινούσε η μέρα στην Αμμόχωστο με νέες δυνάμεις, μέχρι τον γρήγορο, βάναυσο συρμό ηχών, με τις σειρήνες πολέμου να σκίζουν τον αέρα και να μην ξέρεις από που έρχονται οι εχθροί! Ανατριχίλα στα βουνά. Φρίκη! Έτσι έφτασε εκείνο το Σάββατο του 74, εκείνο το αθώο, το γκρεμισμένο Σάββατο. Ανατριχίλα στην Ορμήδεια και στην Κλεπίνη και η Αμμόχωστος να αιμορραγεί μαζί με την Κερύνεια...
Δεν ξέραμε για πράσινη γραμμή. Δεν ξέραμε ποιος έδωσε το πράσινο μολύβι για την πράσινη γραμμή, ούτε το όνομα του βρετανού υποστράτηγου Πίτερ Γιανγκ που χάραξε το βάραθρο. Εκεί κοντά προς τη Δερύνεια στεκόταν απορημένο και το δεντρί, αγριελίτσα υπομονετική, που κατέβαζε νέα κλαδιά να σέρνονται στη γη και που τον κράταγαν ελαφριά ανάμεσα στα ασήμια. Σπαρταρούσαν γυαλιστερά τα νέα κλαδιά και πότε τον πήγαιναν και πότε τον έφερναν, και εγώ να σέρνω βαριά πέτρα ασήκωτη, μέχρι το βράδυ σπιθαμή προς σπιθαμή να ψάχνω για νέα του . Έκλεισαν οι πόρτες άδειασαν οι δρόμοι και εγώ μόνη...
Μες το λυκόφως δισταχτικό φάνηκε το δεντρί, να τον κρατάει ανάσκελα, αγέλαστο και ακίνητο, χαλαρωμένο
μέσα στον ύπνου τους ανέμους. Αγροίκησα τα γύρω μου και εγώ μόνη, έμεινα μόνη πια με το σώμα του... μόνη... έμεινα μόνη με τα νιάτα του. Στην τελειότητα της ύπαρξης έμεινα μόνη.
Στην αποξένωση ζητούσα απελπισμένα τη μαντήλα τη μαύρη της γιαγιάς, να μπω να κρυφτώ, να τη δαγκώσω. Στην αποξένωση, της μητέρας τη μοναξιά, έμεινα μόνη και μακριά από την Αμμόχωστο.



ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Ζωές απόβλητες

Συνάντησα τη Θεογνωσού στο σπίτι της φίλης μου της Μάνικας στο Καϊμακλί της Λευκωσίας. Παίρναμε στην αυλή τον καφέ και κουλουράκια με μπόλικο σουσάμι, όταν κάποια στιγμή την κοιτάξαμε και εκείνη άρχισε με χαμηλή φωνή να διηγείται:
«Ήταν το 74, όταν έφτασαν ξαφνικά. Έραφκα και έμεινε αφοδράριστο το φόρεμα της μάνας μου. Μουκάνιζαν τα βόδια του γείτονα και οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν τρελά. Μετά τον συναγερμό, βούρα, βούρα, να βουρίσουμε για πού; Ο εχθρός εκατέβην που την θάλασσαν. Ω! Τα αβρόσσιλλα, τ’ αβρόσσιλλα της αμμουδκιάς... τζιαι που τα βουνά εκατέβηκεν έππεσε που τον ουρανόν ο εχθρός, τζιαι προχωρούσε με τις λόγχες στα ντουφέκια, “πάρε δκιό ρούχα του μωρού τζιαι λάμνε τρεχάτη, άφησε πίσω σου τες καρφίτσες, δαντέλες, τσέσες, δαχτυλήθρες, κουμπιά, τούλια και καρίνες”, έλεγεν η μάνα μου τζιαι τα σίερκα της έτρεχαν παντού, “πάρε μόνο τα ψαλλίδκια για άμμα τους δεις ομπρός σου, τζιαι τα βελόνια πάρε να ράψεις τες πληγές... τζιαι τα μασουράκια ας μείνουν λειψά”.
Επέρασεν που τότε ο τζαιρός τζιαι εμείς που απομείναμεν, εκάμαμεν σ' άλλους τόπους άλλα ραψίματα. Τες παραμάνες μόνον ίντα που να τις κάμω πιον, τώρα που το μωρόν επήε τζιαιχάθηκε;»



ΚΕΡΥΝΕΙΑ


Το γαίμα
Πέρασαν δεκάδες χρόνια από την εισβολή, από τότε που οι ξεριζωμένοι και καταδιωγμένοι Κύπριοι του Βορρά στριμώχτηκαν να βρουν τόπο να κατοικήσουν στην Κύπρο που έμεινε ελεύθερη.
Εκείνη η μέρα που συνάντησα τη Δώρα ήταν βροχερή. Στεκόμασταν, εγώ και εκείνη, κάτω από ένα υπόστεγο του νοσοκομείου της Αθαλάσσας, μέχρι να σταματήσει η βροχή. Ανάμεσα στη βοή της νεροποντής, δίχως εισαγωγή είπε: «Είμαι από τη Κερύνεια, έχω τον αδελφό μου εδώ, από την εισβολή». Σταμάτησε για αρκετή ώρα και μετά συνέχισε να διηγείται με χαμηλή φωνή: «Σ’ εκείνη τη βίαιη κατοχή χάσαμε τον πατέρα μας και το γαίμα του μας σημάδεψε για πάντα. Ο αδελφός μας, ο Λευτέρης, ήταν οκτώ χρονών δεν άντεξε τον τρόμο και τον παιδεμό των ημερών εκείνων... Από τότε χάσαμε τις Κυριακές και όλες τις γιορτές. Περιμένουμε τη Δευτέρα να βρούμε τον αδελφό μας στην Αθαλάσσα και ύστερα πάμε για δουλειά. Δουλεύκουμεν, ναι, έχουμε δουλειά, εν τον σκοπό που χάσαμε. Από το 74 ζούμε έξω από το σπίτι μας, γυρίζουμε, ζητούμε, γυρεύκουμε τόπους που δεν βρίσκουμε, δεν ξέρουμε πλέον τι ζητούμε. Τι να σου πω, όπου και να αποταθούμε δεν βρίσκουμε δικαίωση. Το 74 έβαψε το γαίμα όλους τους χρόνους, που ήρθαν και μας ήβραν και εππέσαν πάνω μας»  Αυτά έλεγε η Δώρα και τα μαύρα της μάτια δεν έχυναν δάκρυ.




Δεύτερη ενότητα


ΟΥΜΙΤ ΙΝΑΤΣΙ



ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΟ


0 πατέρας μου ήταν αστυνομικός στη Λεμεσό. Το σπίτι όπου μετακομίσαμε ήταν ακριβώς πάνω στα σύνορα. Το πίσω μέρος από τον τοίχο της αυλής ήταν «γειτονιά των εχθρών». Το ένα παράθυρο της κρεβατοκάμαρας όπου ήταν στοιβαγμένα σακιά άμμου, σαν τείχος, ήταν το πυροβολείο. Στο σπίτι μας πάντα μια διμοιρία στρατού εκπαιδευόταν, που είχε σκοπιά εκ περιτροπής. Υπήρχαν όπλα στο ντουλάπι ρούχων, πολυβόλα Sten και τουφέκια εφόδου. Είχα μάθει να τα συναρμολογώ και να τα αποσυναρμολογώ σαν παιχνιδάκι. Οι αναμνήσεις που έμειναν στον νου μου σχετικά με εκείνο το σπίτι-πυροβολείο είναι από τότε που ήμουν πέντε με εφτά χρονών.
Πίσω από τον τοίχο έφτιαχναν κρασί. Οι γυναίκες που πατούσαν με τα πόδια τους τα σταφύλια είναι ακόμα καταγεγραμμένες στη μνήμη μου σαν μια ζωντανή ζωγραφιά.  Απαγορευόταν να περνάμε στην άλλη πλευρά του τοίχου, ωστόσο εγώ έβρισκα μια στιγμή χωρίς κόσμο και πηδούσα πίσω από τον τοίχο. Άλλωστε ο τοίχος δεν ήταν και πολύ ψηλός.
Μια φορά έτυχε να είναι η ώρα του φαγητού. Πρέπει να ήταν Άνοιξη, γιατί θυμάμαι τις κόκκινες ανθισμένες τουλίπες. Οι Ελληνοκύπριοι είχαν βγάλει και είχαν αρχίσει να τρώνε πατατοσαλάτα με φρέσκο δυόσμο, βραστά αυγά και ελαιόλαδο. Οι γυναίκες κάλεσαν κι εμένα.
Μου έδωσαν από την πατατοσαλάτα τους κι εγώ με τη σειρά μου κάθισα στο λιβάδι και άρχισα να τρώω μαζί τους. Από τότε, κάθε φορά που τρώω πατατοσαλάτα, έρχεται στον νου μου εκείνο το σκηνικό.
Μια μέρα πρέπει να με είχε εκνευρίσει τόσο πολύ το παιδί του γείτονα, που πετάχτηκα στο δρόμο με ένα πολυβόλο Sten από το ντουλάπι ρούχων, με τον γεμιστήρα καταπάνω του. Πρόφτασε η μάνα μου και πήρε το όπλο από τα χέρια μου. Έφαγα ένα γερό ξύλο...
Το σπίτι το άφησα ως ένα άτακτο, ατίθασο και απροσκύνητο εφτάχρονο παιδάκι. Οι χώροι που ήταν πίσω από τον τοίχο του σπιτιού, τώρα φιλοξενούν το πολιτιστικό κέντρο του Ιδρύματος Λανίτη. Αν και μεγάλωσα ανάμεσα στα όπλα, δεν μεγάλωσα με μίσος. Όταν επέστρεψα σε αυτά τα μέρη ως καλλιτέχνης, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στον νου, ήταν οι Ελληνοκύπριες που μου είχαν προσφέρει πατατοσαλάτα και το ξύλο που έφαγα από τη μάνα μου επειδή βγήκα στο δρόμο με ένα Sten στο χέρι...



ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΔΙΧΑΣΜΟΥ: ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ


Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ δύσκολο για τους Τουρκοκύπριους. Οι συγκρούσεις του ’63 που ξέσπασαν από τη διακοινοτική ένταση και τρέφονταν από την εθνοκεντρική απληστία των Ελληνοκυπρίων και τον πανικό της εξαφάνισης των Τουρκοκυπρίων, άνοιξαν μια βαθιά ρωγμή. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ύστερα από τις συγκρούσεις είχαμε εγκαταλείπει τις γειτονιές όπου ζούσαμε μαζί με τους Ελληνοκύπριους και απομακρυνθήκαμε σε γκέτο. Πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, από κωμόπολη σε κωμόπολη περνούσαμε από ελέγχους σε βαθμό παρενόχλησης και ταπείνωσης.
Ήμουν εφτά χρονών. Επιστρέφαμε από την Πάφο στη Λεμεσό. Ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός μας σταμάτησε.  Τους άνδρες τους έψαχναν άνδρες αστυνομικοί και τις γυναίκες αστυνομικίνες. Εμένα και τον μικρό μου αδερφό, μας έβαλαν σε μια άκρη. Η αδερφή μου ήταν στην αγκαλιά της μητέρας μου. Η μητέρα δεν ήταν ήρεμη όπως ο πατέρας μας, συζητούσε έντονα με μια αστυνομικίνα. Εγώ συγχύστηκα αρκετά. Μου ήρθε να κλωτσήσω όλους αυτούς με τις στολές.
Τα νεύρα της μητέρας μου ήταν για τα σπασμένα αβγά. Οι αστυνομικοί έψαχναν κρυμμένα όπλα και τα είχαν ρίξει όλα στον δρόμο. Αργότερα έμαθα πως τέτοιοι έλεγχοι γίνονταν συχνά. Για μένα ήταν η πρώτη φορά. Τα μεγάλα οχήματα τα έψαχναν για τσιμέντο. Το τσιμέντο απαγορευόταν σε Τουρκοκύπριους για να μην χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή πυροβολείου γι’ αυτό από το ’63 μέχρι το ’70 δεν χτίστηκε σχεδόν κανένα σπίτι με σκυρόδεμα.
Οι φωνές της μαμάς μου και το κλάψιμο της αδελφής μου εκείνη τη μέρα, δεν βγήκαν ποτέ απ’ το μυαλά μου.



Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΖΩΗ


Ήμουν οχτώ χρονών. Οι πόνοι που είχα στην κοιλιά ήταν τόσο αφόρητοι που παρακαλούσα να πεθάνω. Εκείνα  τα χρόνια δεν υπήρχε στην Πάφο ένα νοσοκομείο με την κανονική έννοια το οποίο θα μπορούσαν να επισκεφθούν οι Τουρκοκύπριοι. Η μητέρα μου με κουβαλούσε στην πλάτη της από τον Μούτταλο στο νοσοκομείο της Πάφου. Δεν ήταν μια απόσταση για περπάτημα. Ούτε είχαμε όχημα. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσο εύκολο να βγαίνουν οι Τουρκοκύπριοι από τα γκέτο όπου ζούσαν κι η δική μας οργάνωση δεν το επέτρεπε και πολύ, ενώ το επάγγελμα του πατέρα μου ως αστυνομικός, το δυσκόλευε  ακόμα περισσότερο. Έτσι λοιπόν, η μητέρα μου με πήγαινε με τα πόδια στο νοσοκομείο. Κάθε φορά μου έκαναν μια παυσίπονη ένεση και με έστελναν πίσω... Όπως κάθε Παφίτης Τουρκοκύπριος ήταν λογικό να μην πάω στο νοσοκομείο της Λεμεσού. Εκεί, θυμάμαι έμεινα για μέρες και κάθε φορά που πονούσα έτρωγα και μια ένεση. Θυμάμαι πως τότε οι ενέσεις δεν ήταν και τόσο μικρούτσικες όπως σήμερα. Δεν είχε μείνει σημείο που να μην τρυπηθούν τα κωλομέρια μου.
Ο Δρ. Ιχσάν Αλί, που ήταν αγαπητό και σεβαστό από τους Παφίτες πρόσωπο, αλλά επειδή δεν συμφωνούσε με τον Ντενκτάς σχετικά με τις πολιτικές της Διχοτόμησης,  είχε κηρυχτεί προδότης, δεχόταν τους ασθενείς
στο δικό του ιατρείο. Έτσι, και επειδή είχα γίνει πέτρα, με πήρανε από το νοσοκομείο της Λεμεσού και με πήγαν στο ιατρείο του Δρ. Ιχσάν Αλί. Εκείνος χαΐδεψε το μάγουλό  μου και είπε: «Αυτό το παιδί μαράζωσε». Όταν ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του στους βουβώνες μου, χωρίς δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε «Πρέπει να χειρουργηθεί  άμεσα αλλιώς θα το χάσετε ». Μας έδωσε το όνομα ενός γνωστού Ελληνοκύπριου χειρουργού στη Λευκωσία  και μας έστειλε εκεί.
Η σκωληκοειδής απόφυσή μου, που είχε παραμορφωθεί  λόγω υπερβολικής φλεγμονής, πίεζε το παχύ έντερο. Ό,τι έτρωγα έμενε μέσα μου και η σάρκα μου είχε σκληρύνει.  Τα προβλήματά μου όμως δεν τελείωναν εδώ. Ο Ελληνοκύπριος χειρούργος, επειδή ήμουν Τουρκοκύπριος  και η εγχείρηση ενείχε τον κίνδυνο θανάτου,  ήθελε  να με χειρουργήσει μόνο μαζί με έναν Τουρκοκύπριο ιατρό, ώστε να μη λένε ότι ο Έλληνας γιατρός σκότωσε έναν Τούρκο σε περίπτωση που θα έμενα στο τραπέζι. Ο Δρ. Γιουκσέλ Τιουτζάρογλου, τότε, είχε μόλις ξεκινήσει το επάγγελμα και έτσι δέχτηκε να μπει στο χειρουργείο.. Μετά από μια τετράωρη εγχείρηση επέστρεψα στη ζωή σε ένα «εχθρικό» ιατρείο. Ήταν χρόνια που  τιμωρούσαν με ξύλο ακόμα κι αυτόν που αγόραζε έναν μάτσο μαϊντανό από Ελληνοκύπριους...



ΤΑ ΑΨΥΧΑ ΚΟΡΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ


Στις 20 Ιουλίου, λίγο πριν το απόγευμα, τα όπλα σώπασαν. Επειδή βομβαρδίστηκαν και πυρπολήθηκαν όχι μόνο τα πυροβόλα αλλά και αστικές περιοχές, όλοι τραβήχτηκαν σε πιο προστατευμένα κτήρια και στις σπηλιές  που βρίσκονταν στους βράχους του Μούτταλου. Τα παιδιά ξάπλωσαν το ένα μετά το άλλο στη σειρά κάτω από τα κρεβάτια και ξημέρωσε χωρίς να κοιμηθούμε καθόλου. Τις πρώτες πρωινές ώρες αντιληφθήκαμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, με το που άρχισαν να έρχονται οι ειδήσεις για το ποιος τραυματίστηκε και ποιος πέθανε.
Το νοσοκομείο ήταν πενήντα μέτρα από το σπίτι μας. Ακούγαμε κραυγές. Δεν ξέρω πώς, αλλά βρέθηκα μέσα στο νοσοκομείο. Οι τραυματίες ήταν σιωπηλοί και ανήσυχοι. Μια γνώριμη νεαρή κοπέλα, ξαπλωμένη στο διάδρομο, ούρλιαζε:
«Εκείνος δεν θα ξανασηκωθεί, εκείνος έφυγε, δεν θα ξαναέρθει».
Μετά σηκώθηκε, γύρισε με ένα ψαλίδι στο χέρι και μπήκε στο δωμάτιο που ήταν οι τρεις σοροί αυτών που έχασαν τις ζωές τους στις συγκρούσεις. Ο αγαπημένος σύζυγός της με τα μακριά μαλλιά πάνω στο πρόσωπό του, κειτόταν εκεί δίχως αναπνοή. Έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά του, τα μύρισε και τα τύλιξε στο μαντήλι της.
Έφυγα τρέχοντας από το νοσοκομείο. Είχε σφιχτεί το στομάχι μου και ξεροκατάπινα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ο Ιχσάν Κιλίτς ήταν και για μένα ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο, σαν αδερφός. Δίπλα του κειτόταν και ένας άλλος φίλος που έπιανα συχνά κουβέντα μαζί του, ο Αρίφ Ρούσο. Δεν άντεχα να συναντάω τα νεκρά κορμιά των ανθρώπων που κάναμε πλάκα μόλις μια μέρα πριν. Ήταν πολύ νέοι. Ερχόμουν για πρώτη φορά αντιμέτωπος με εκείνη τη λεπτή γραμμή συνόρων ανάμεσα  στη ζωή και το θάνατο.
Ο Ιχσάν, στις 9 Μαρτίου 1964, ήθελε να πάρει θέση, να κρυφτεί στο Μαυραλή, στο ίδιο μέρος όπου ο πατέρας του είχε αιχμαλωτιστεί και δολοφονηθεί δέκα χρόνια πριν. Και εκείνος έχασε τη ζωή του με ένα θραύσμα στο σημείο όπου έχασε τη ζωή του κι ο πατέρας του.



Η ΜΟΡΦΟΥ


Ήρθαμε από τις Αγγλικές βάσεις του Ακρωτηρίου στα Άδανα, από ’κει στη Μερσίνη, από τη Μερσίνη στην Αμμόχωστο και από την Αμμόχωστο στη Μόρφου. Επειδή οι γονείς μου δεν ήταν μαζί μου, θα έμενα στη θεία μου. Ο γιος της θείας μου, ο Ισμαήλ, είχε ήδη εγκατασταθεί  στη Μόρφου και είχε τακτοποιηθεί σε ένα  Ελληνοκυπριακό  σπίτι. Ο νους μου δυσκολευόταν να μας φανταστεί να μπαίνουμε σε αυτά τα σπίτια και να  συνεχίζουμε τη ζωή μας λες και είναι δικά μας. Ποιος ξέρει σε ποιον ανήκαν.
Είχα κλείσει τα δεκατέσσερα, και ακόμα και μ’ εκείνο το ανώριμο μυαλό μπορούσα να υποθέσω ότι δεν θα επιστρέφουμε ποτέ ξανά.
Το να μην είμαι με την οικογένειά μου, το να είναι ακόμα στα Νότια εκείνοι, ήταν απόλυτη αποξένωση και μοναξιά.  Ήταν πολύ δύσκολο να προσπαθείς να κρατηθείς στη ζωή μέσα σε αυτό το χάος συναισθημάτων. Ρίχναμε τα θεμέλια μιας καινούριας ζωής στη Μόρφου, με τους ανθρώπους όχι μόνο από την Πάφο  αλλά και από τη Λεμεσό και τα περίχωρά της. Αυτοί που είχαν ένα επάγγελμα  προσπαθούσαν να συνεχίσουν αυτό που ήξεραν. Στους αγρότες που ασχολούνταν με τη γη είχε δοθεί άδεια για εκμετάλλευση  των πορτοκαλιών. Οι αμπελοκαλλιεργητές από ’δω και πέρα θα καλλιεργούσαν  πορτοκαλιές.  Καθώς μέσα μου γέμιζα θλίψη, δυσκολευόμουν να καταλάβω τη χαρά εκείνων των ανθρώπων. Με προβλημάτιζε αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση ανθρώπινων υπάρξεων που μόλις βγήκαν από νίκη και πίστευαν πως άξιζαν τη λεία.
Μια μέρα λέγοντας ψέματα στους θείους μου ότι  «απόψε θα μείνω σε έναν φίλο μου», έφυγα από το σπίτι. Ήθελα να μείνω μόνος. Άρχισα να περιπλανιέμαι στις πορτοκαλιές που φάνταζαν ατελείωτες. Μίλησα με την κάθε πορτοκαλιά σαν να ήταν άνθρωπος, σαν παιδί που το είχαν μεγαλώσει οι Ελληνοκύπριοι· έκοψα και έφαγα τα φρούτα τους και ήταν σαν να τα δανείστηκα.
Μετά έπεσε το σκοτάδι. Μπήκα σε μια μικρή καλύβα και ξημερώθηκα εκεί. Δεν είχα κλείσει μάτι.  Σκεφτόμουν την Πάφο και την οικογένειά μου. Θυμάμαι πως κρύωνα. Γύρισα στο σπίτι νωρίς το πρωί. Δεν είπα σε κανέναν τι έκανα.



Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ


Σκέφτομαι πως σε αυτό το Μεσογειακό νησί όπου γεννηθήκαμε, οι ζωές μας πέρασαν περιπλανώμενες στα σύνορα. Οι κινήσεις μας περιορίστηκαν. Ο νους και η συνείδησή μας περιορίστηκαν. Η γεωγραφία μας, η  αίσθηση του να ανήκεις κάπου, τα λόγια μας, οι πόνοι μας, οι χαρές μας, ο ορίζοντας μας, περιορίστηκαν. Πέρα από τα σύνορα ήμασταν εμείς. Τα σύνορα ήταν οι φόβοι μας. Οι άλλοι ήμασταν εμείς. Εμείς ποτέ δεν ήμασταν οι  εαυτοί μας. Κάποιοι μας παρακολουθούσαν. Κάποιοι μας πήραν από τους εαυτούς μας... Ολισθήσαμε στα σύνορα της διχοτόμησης. Παραπέσαμε ανάμεσα στο θάρρος και την σκλαβιά...
Αν γυρίσω τον χρόνο πίσω, ως παιδί της δημοκρατίας, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήμουν παιδί και πότε μεγάλωσα. Ό,τι έχω ζήσει, προσπάθησα να το εκλάβω ως ανθρώπινη τραγωδία και να το ανακατασκευάσω από την αρχή. Προσπάθησα να μελετήσω την διχοτομική ταυτότητα που μου επιβλήθηκε και να της βάλω αγάπη αντί για μίσος. Το 1989 έκανα μια έκθεση στη Λευκωσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία ήταν απαγορευμένη  για εμάς. Την επόμενη μέρα, όλες οι εφημερίδες με τουρκικά συμφέροντα, που έτρεφαν έχθρα, μου έβαλαν την ταμπέλα του προδότη και του πουλημένου. Και εγώ από πείσμα, το 1990 ήρθα και εγκαταστάθηκα στη Λευκωσία με την οικογένειά μου. Ήταν δύσκολα χρόνια... Μετά από οχτώ χρόνια, όταν πέρασα στον Βορρά συνελήφθηκα και ανακρίθηκα. Ακόμα δεν μπόρεσα να αποβάλω εκείνη την κατάρα από πάνω μου. Ποτέ δεν βρήκα την ηρεμία του να ζω στη δική μου κοινωνία. Τα σύνορα δεν με εγκατέλειψαν και εγώ δεν παραιτήθηκα από αυτά, δεν κουράστηκα να τα διαπερνάω και να ζω κόντρα σε αυτούς που μου τα επιβάλλουν.
Δεν ξέρω αν είναι δύσκολο το να ζεις ή να πεθαίνεις σε τούτο το νησί, αλλά δεν μπόρεσα να σταματήσω τον εαυτό μου από το να τρέφει συνεχώς ένα αίσθημα φυγής. Λέω πως δεν αγανάκτησα, δεν κουράστηκα από τον καβγά  αλλά δεν μπορώ να πω και πως δεν ηττήθηκα. Δεν ψάχνω παρηγοριά. Ούτε θέλω να θρηνώ για την ήττα μου, γιατί δεν μετανιώνω για τίποτα από όσα έκανα.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ: ΛΑΛΕ ΑΛΑΤΛΙ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου