ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ (2015)
ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
1
Αιωρείται το βλέμμα αιώνια αναζητά
και τα χρώματα
- δεν αρκούν οι καμπυλωτές γραμμές –
η ταχύτητα των καταβροχθισμένων σκέψεων
λάμψη μες τη σκότη
κατάμαυρη ενός κόσμου παλιού
και πριν ακόμη
3
Βέργα κυματιστή
φάνηκες όπως κάθε πρωί
Οπισθοχωρούσες με ελαφριά κίνηση
προσπαθούσες μακριά τα φύλλα να σαρώσεις
με το βλέμμα μακριά το τελευταίο τρεμουλιαστό φως
- ξαφνικά, φάνηκε το διαγώνιο σου άλμα ανάμεσα στις σκιές
–
και γελούσες, γελούσες, ψήλωνες τα χέρια κροτάλιζες τα δάχτυλα,
και οι καρποί, ο αυχένας, τα μπράτσα ανοικτά καλούσαν
Στα στεγνά μάτια κάρφωνες απομονωμένη την ανοιξιάτικη
ανάμνηση
- ασταθής φωτεινή ανάμνηση ξέγνοιαστων κίτρινων [σπάρτων –
7
Ήταν ακόμα βράδυ
το κεφάλι άπλωνε σε χαρμάνι ονείρων
το στόμα - πέρα απ' το πέπλο -
ποθούσε
τ' αβέβαια έγκατα
τη τσακισμένη καρέκλα που ανάμενε
ρωτούσε
για τα κόκκινα σιροπάτα κεράσια
κρεμασμένα χωρίς ουρανό
σειρά στα ράφια
ενώ τα χέρια
ψηλάφιζαν το σκοτάδι
σε αργό και αβέβαιο ρυθμό
9
Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –
να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
- νομίζω -
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα
μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
- ξαναφέρνοντας -
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία
Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
- ή μόνο φύλλα -
πολυσήμαντου πιστού φλοιού;
11
Άκου
μείνε στους παλμούς μου
- μελωδίες αρρυθμίες αναμνήσεις -
ραμμένες στο λευκό και απαλό
δέρμα
των ρευστών μου ονείρων
χαμένων στις λίγες στιγμές της ζωής
μη δικής σου δικής μου...
Ο ΧΑΜΟΣ
1.
Δεν σ' έδιωξα
είχες όμως τις αμφιβολίες σου
κρυμμένες ανάμεσα στα χείλη
κλεισμένες στο κρυφό χαμόγελο
των ξανθιών σου μπούκλων
Εκείνη την ατέρμονη βραδιά
με το κεφάλι χαμηλωμένο να μετράς βήματα
το νεανικό σου δέρμα ούρλιαζε στη ζωή
- η επίσκεψη δεν ήταν για σένα -
το παιχνίδι δεν είχε ακόμη τελειώσει...
3.
Πάντα η ίδια σάλπιγγα
από γη σε ουρανό σέρνεται παράπονο
και το κυματιστό βήμα νεανικών γοφών
και η ποδιά κρεμασμένη έξω
με Απρίλη και Μάη μαζί
κυματίζουν με τα σύννεφα
υψωμένα στον πάσαλο
4.
Με κοίταξες στα μάτια
έκρυψα βιαστικά τα χέρια
κόκκινα από ντροπή
και κάτω τα μαλλιά πετούσαν
5.
... η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια
η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια
Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο
μπροστά σ' ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο...
8.
Στον άσκοπο χρόνο προχωρείς άγνωστη
δίχως αγάπη μαγνήτη, νευρώδης διαφανής,
κρυμμένη στο δέρμα
εσύ
ατέλειωτη απεριόριστη γή των επιθυμιών
αρπάζεις τα είδωλα και τα ξεγυμνώνεις
10.
Αριάδνη,
λαβύρινθος
κλειδί και πόρτα εσύ
τόσον αποφασιστική όσον εύθραυστη
και διαφορούμενη στες κινήσεις
πρόβλημα εσύ
και λύση
ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΑΧΤΕΝΙΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
1.
νησί
καθρέφτης ζωής ξελογιασμένης
σε στιλπνό βράχο σπαράζει-πεταγμένο
περιορισμένη γραμμή παλλόμενη
σ' ένα κλειστό άπειρο εγκαταλελειμμένο
νησί
4.
εγκυμονούν
αφηρημένο φως - σε χαραμάδα πλώρης -
αιώνια στιγμή μονάχη και ακίνητη
- βιαστικά εγκαταλελειμμένου καραβιού -
αντανακλάται σε σταχυού σπυρί
εγκυμονούν
7.
μια διαρροή
σιδερένιας κατάβασης
χείλη αναποφάσιστα
ήρεμης
θάλασσας ψίθυρος
επίχρισμα
κεχριμπαρένιας δροσιάς
κεκλιμένη στέγη
και
μια διαρροή
8.
αγάπη
κόκκινη στις φλέβες κρυμμένη
και τσόφλι αυγού
–σε αναμονή πλεούμενου –
χέρια αλευρωμένα
κολλούν τα μάτια
μισοκλείνουν
ευτυχισμένο υγρό βλέμμα
–νύχια ρόδινα –
χλωμή ανάμνηση
μελλοντικής αφήγησης
αγάπη
11.
πιο ψηλά εσύ
εμφανίζεσαι στη τυφλή
αντανάκλαση της είδησης
- ξεχειλισμένο πρωινό εσύ –
κρεμασμένο στο παράθυρο
απλώνεις το χέρι έξω
ακόμα
πιο ψηλά εσύ
ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ
2.
Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει
σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα
η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται
φτωχικό είν' το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική
μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ' τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό
5.
Η θάλασσα ήταν Ιόνιο
Οι ουρανοί καλεσμένοι σε συγκέντρωση
άλλαζαν τα γκρίζα τότε σε μπλε,
η θάλασσα ήταν Ιόνιο
'Όλα γύρω ένα κατσάρωμα γλυκού ψωμιού
- άπλωναν τον αέρα οι γλάροι –
Απορροφημένος στη πλώρη εσύ πρόσβλεπες στο νησί
το πρόσωπο σου απλωνόταν όλο στην θάλασσα του τότε
και
τα ονειροπαρμένα μάτια έκλεβαν φωτός παιχνίδισμα
το φως του τότε
8.
Η απουσία
Έρημος επίφοβος η απουσία
ξύνει τον ορίζοντα ψύχρα αστρική
σβήνει στον ουρανό πλήθος σκιές, πόνο
Το αίμα στη σιωπή χύνεται αλμυρό και
φύκι μπλεγμένο η φωνή αντιλαλεί απουσίες
ψιλόλιχνη μένει ακίνητη πιεσμένη σε κλουβί
Ξενιτεμένη στην άκρη του κόσμου η απουσία
θρηνεί άφωνη ακατανόητες κουβέντες
Προχωρεί απομονωμένη λέξη σε γλωσσάριο
13.
Κρασί χαράς
υπάρχουν αισθήματα φίλε μου
που οχυρώνουν το βλέμμα
τρεμουλιάσματα πυγολαμπίδων
χτυπούν από χαρά
Και τα βλέφαρα
πρόσεξες μήπως φίλε μου
πως μισοκλείνουν μεθυσμένα
παραδίδονται στο κρασί της χαράς!
15.
Μεταξύ χωματένιων λέξεων
μια νυχτερινή φωνή
θρηνεί τη ζωή
Επιμένει στα σφραγισμένα τζάμια
Ανοίγω το παράθυρο μου
η αυλή πέφτει πληγωμένη
ψυλαφίζει δίχως απάντηση
ΙΧΝΗ ΜΝΗΜΗΣ (2019)
Λίγα λόγια
Τα τριάντα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο τεύχος είναι αποσπάσματα ζωής, λάμψεις ζωηρές που
ταξινομούνται στην παιδική και νεανική
ηλικία, σημαδεμένες από τις
επανειλημμένες αναταραχές για απόκτηση της ελευθερίας του κυπριακού λαού από
την αγγλική αποικιοκρατική αυτοκρατορία, εμφύλιες διαμάχες, το πραξικόπημα και
την επακόλουθη τουρκική εισβολή του 1974, με αποτέλεσμα την κατοχή της Βορείου
περιοχής της Κύπρου. Οι δύο συγγραφείς, ελληνικής κουλτούρας η μία, τουρκικής ο
άλλος, στήσανε λοιπόν το ιστορικό τους σύμπαν στον πιο μύχιο πόθο των Κυπρίων
για δικαιοσύνη και επανένωση, ο καθένας
στη μητρική του γλώσσα.
Πρώτη ενότητα
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΛΩΞΑΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Γεννήθηκα για να είμαι η Αλεξάνδρα. Η προκάτοχός μου ήταν η
ξανθιά και γλυκιά Λωξαντρού, η Κύπρια γιαγιά. Ήταν η πατρική γιαγιά με τις
ξανθές μυρωδάτες μπλεξούδες και τα πρασινωπά μάτια. Κάθε Άνοιξη, πριν
προχωρήσει προς την άκρη της αυλής, έβαζε τον σταυρό της και ψιθύριζε μια προσευχή.
Εκεί στο βάθος, κρυμμένο στους θάμνους, ήταν το σπιτάκι των χάλκινων λαμπίκων.
Στο λυκόφως μαδούσε τριαντάφυλλα, κυβερνούσε τους λαμπίκους και ετοίμαζε με
υπομονή το απόσταγμα. Έμενε ανάμεσα στο θερμοψύχριον και το ψυχρολούσιον να
ζυγίζει ροδοπέταλα και να μετρά το αποσταγμένο άρωμα. Δεν άναβε φως, μόνο η
σιλουέτα της παρέμενε ως σκιά ανάμεσα στους λαμπερούς χάλκινους σωλήνες. Το
άρωμα διαπότιζε τα ρούχα και τα μαλλιά της, και όταν τελικά έμπαινε στο σπίτι,
απλωνόταν παντού η μαγεία του τριαντάφυλλου. Ζούσε τον χρόνο αόριστα, είχε
μειλίχια απόκριση προς τους πάντες, δεν κρατούσε κακία, ζούσε δίχως να
λογαριάζει τον θάνατο και για εκείνη δεν υπήρχε κακός άνθρωπος: «Κόρη μου είναι
η περίπτωση που κάνει κακό τον άνθρωπο· και οι Τούρκοι αγαπούν τον κόσμο και θυσιάζονται
για τα παιδιά τους».
Η γιαγιά μας άφησε πριν το ’74 και δεν πρόλαβε να πονέσει
για την τουρκική εισβολή, την καταστροφή των εκκλησιών και των εικονισμάτων που
προσκυνούσε, ούτε έμαθε για τις νέες που βιάστηκαν από τους στρατιώτες μπροστά
στους γονείς τους. Δεν μοιρολόγησε τον βίαιο σκοτωμό των οικογενειών της
Κλεπίνης, τους χιλιάδες νέους που άνοιξε η γη και τους κατάπιε και έγιναν
αγνοούμενοι. Τι και αν καταδικάστηκε η Τουρκία από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων; Οι αγνοούμενοι δεν γύρισαν, οι νεκροί έμειναν νεκροί
και οι χιλιάδες άνθρωποι που προσφυγοποιήθηκαν, δεν ξαναγύρισαν στα σπίτια
τους.
Η καλοσυνάτη γιαγιά Λωξάντρα έφυγε, με τα παιδιά και τα
εγγόνια γύρω της και ευτυχώς δεν έζησε τα εγκλήματα του ’74.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΣΥΛΛΑΒΩΝ
Στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια, πριν το ‘60, μετά τη δύση
του ήλιου κλεινόμασταν στο σπίτι και σβήναμε τα φώτα. Ήταν το αναγκαστικό
κέρφιου, η απαγόρευση κυκλοφορίας και κατ’ οίκον περιορισμός. Φοβερή λέξη το
κέρφιου που ακόμη αντηχεί μέσα μου. Γινόμασταν σκιές και ψίθυροι, τα λόγια
έπεφταν κατευθείαν στην καρδιά χωρίς εξωτερικά να αφήνουν ίχνη. Ο πατέρας τότε
κρατούσε κάτω από το κρεβάτι ένα σιδερένιο ακόντιο.
Εκείνο το απόγευμα πίναμε τσάι ρούσικο με μπόλικη ζάχαρη και
η μητέρα στο δικό της έβαζε και ρούμι. «Είμαστε όλοι μόνοι», είπε η θεία Λούλλα
και καμιά μας δεν αντέδρασε. Πίναμε σιωπηλά και ούτε που αγγίξαμε τα
κουλουράκια του πορτοκαλιού της μάνας μου. Ήταν 15 Μαρτίου του ‘57 και η θεία
έφερνε θλιβερά νέα. Αυτή τη φορά δεν ακούμπησε στο τραπέζι τις τραγανές
τιτσιρίδες της, ούτε άλλο πεσκέσι. Το ρόδινο του προσώπου της ξάσπρισε και
έμεινε μαρμαρωμένο, τα μάτια της σκοτεινά κοίταζαν αλλού. Δεν άνοιγε τα φτερά
της να πετάξει με τις ειδήσεις· είπε μόνο με αιμορραγία συλλαβών: «Τον
απαγχόνισαν εχτές, δεν ντράπηκαν, δεν φοβήθηκαν Θεό, δεν συγκινήθηκαν με το
γράμμα της μάνας του. Γιατί η μάνα του έγραψε στον άγγλο κυβερνήτη της Κύπρου
τον στρατάρχη Χάρντινγκ να σκεφτεί και να υπολογίσει ότι ο Ευαγόρας ήταν μόνο
δεκαοκτώ. Στάθηκε ώρες η μάνα του έξω από την πόρτα ζητώντας ακρόαση». Η θεία
και η μητέρα μου μαζί με την Αντρούλα, τη γειτόνισσα, έμειναν σιωπηλές για
πολλή ώρα και κινούσαν τα χέρια αδέξια μέχρι που ξέσπασαν σε δάκρυα και
αναφιλητά και εγώ μικρούλα μαζί τους συμμεριζόμουν την αιμορραγία. Δεν τον
γνωρίζαμε προσωπικά τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, μα ήταν ο σύντροφός μας, ο
αντιπρόσωπος της Κύπρου μπροστά στην αγγλική Αυτοκρατορία. Ο «Βαγορής» μας ήταν
ο προστάτης που θυσίαζε τη ζωή του για την ελευθερία μας.
Ένας και μόνο ο στόχος για όλους, η ελευθερία της Κύπρου.
ΑΠΟ ΣΤΟΜΑ ΣΕ ΣΤΟΜΑ
Η θεία Λούλλα ήταν γλάρος μεγαλόσωμος, τροβαδούρος ελεύθερης
γλώσσας, πετούσε και κοίταζε από ψηλά σε αναζήτηση του απόλυτου. Ερχόταν σπίτι
μας για καφέ, χτυπούσε την πόρτα της κουζίνας και έμπαινε δίχως θόρυβο. Την
περιμέναμε μέσα στο σαν ξυράφι κρύο του χειμώνα για να ακούσουμε τα
απαγορευμένα νέα. Η θεία μετέφραζε τη ζωή σε ονειρικό διήγημα. Πετούσε πιο
‘κει, πιο μακριά μας, σε χώρα πυκνοφυτεμένη, όπου πετούσαν αθώα ζεμπίλια με
αμύγδαλα και καρύδια, που στο βάθος τους έκρυβαν όπλα. Αντάρτες και ήρωες ήταν
οι άνθρωποι της χώρας της, που εμπνευσμένοι από το παρελθόν, είχαν τους δικούς
τους κανόνες. Μιλούσε για ανείπωτες σκληρές ιστορίες με ελαφρύ πέταγμα πουλιού.
Έλεγε, έλεγε και όλα γύρω μας χάνονταν, έμενε μόνο εκείνη και η χώρα της η
βασανισμένη. Πετούσε και έφερνε εικόνες από τα μακρινά και απρόσιτα βουνά της
Κύπρου. Μιλούσε για μπαζούκες που έσχιζαν τις σκοτεινές νύχτες με τα γαζώματά
τους, για βασανιστήρια, απαγχονισμούς σε κελιά μανταλωμένα και μητέρες μαυροφόρες
όρθιες για ώρες έξω από τα γραφεία των Άγγλων.
Πριν αρχίσει τη διήγηση, έβγαζε η θεία από τη τσάντα της και
πρόσφερνε ένα πιάτο τσιτσίριζες, έτρωγε ένα δυο μπισκότα κανέλας και στην
τελευταία γουλιά του καφέ, αναποδογύριζε το φλιτζανάκι, τραβούσε το χέρι προς
την καρδιά και άφηνε τα φτερά ελεύθερα σε εικόνες ασπρόμαυρες πολέμου και
μαρτυρίου.
Η θεία Λούλλα, που ήταν η πρώτη στη σειρά αδελφή του πατέρα
μου, ήταν ράφτενα και παντρεμένη με τον Λεωνίδα από τη Λύση. Κάπου γράφουν:
«Πεθαίνουν οι ψυχές όταν γίνονται νερό», μα ο θείος έπινε και χάθηκε στον υγρά
κόσμο του κρασιού. Έπινε με γούστο, και ο πατέρας μου στις επισκέψεις μας στο
σπίτι τους, τους πρόσφερνε το «Μπράντυ Χαζηπαύλου». Ακόμα δεν ξέραμε ότι μετά
από λίγα χρόνια δεν θα μπορούσε πια να μεταβεί στο χωριό του ο θείος. Οι δυο
τους παντρεύτηκαν με συνοικέσιο στα γρήγορα, διότι έπρεπε να παντρευτεί η Νίκη,
η δεύτερη αδελφή που ήταν ερωτευμένη με τον Γιώργο από το Πισσούρι. Όλα αυτά
γινόντουσαν κατά τα τέλη του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Τον αγάπησε, έλεγε η
σγουρομάλλα όμορφη Νίκη, σε εκδρομή στην αρχαία πόλη Βοόσουρα, για τη φωνή του
τη μελωδική και για τη σουλτανίνα που
της πρόσφερε μόλις τη γνώρισε. Οι δυο τους παντρεύτηκαν ανίδεοι των γεγονότων
του ’55 για την απελευθέρωση της Κύπρου από την αποικιοκρατία και για τις
ταραχές του ’64, και δεν περίμεναν να δουν τους Τουρκοκύπριους να φεύγουν
έντρομοι προς αμιγή τουρκικά χωριά.
ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Ώρα πεντέμισι το πρωί...
Ξεκινούσε η μέρα στην Αμμόχωστο με νέες δυνάμεις, μέχρι τον
γρήγορο, βάναυσο συρμό ηχών, με τις σειρήνες πολέμου να σκίζουν τον αέρα και να
μην ξέρεις από που έρχονται οι εχθροί! Ανατριχίλα στα βουνά. Φρίκη! Έτσι έφτασε
εκείνο το Σάββατο του 74, εκείνο το αθώο, το γκρεμισμένο Σάββατο. Ανατριχίλα
στην Ορμήδεια και στην Κλεπίνη και η Αμμόχωστος να αιμορραγεί μαζί με την
Κερύνεια...
Δεν ξέραμε για πράσινη γραμμή. Δεν ξέραμε ποιος έδωσε το
πράσινο μολύβι για την πράσινη γραμμή, ούτε το όνομα του βρετανού υποστράτηγου
Πίτερ Γιανγκ που χάραξε το βάραθρο. Εκεί κοντά προς τη Δερύνεια στεκόταν απορημένο
και το δεντρί, αγριελίτσα υπομονετική, που κατέβαζε νέα κλαδιά να σέρνονται στη
γη και που τον κράταγαν ελαφριά ανάμεσα στα ασήμια. Σπαρταρούσαν γυαλιστερά τα
νέα κλαδιά και πότε τον πήγαιναν και πότε τον έφερναν, και εγώ να σέρνω βαριά
πέτρα ασήκωτη, μέχρι το βράδυ σπιθαμή προς σπιθαμή να ψάχνω για νέα του .
Έκλεισαν οι πόρτες άδειασαν οι δρόμοι και εγώ μόνη...
Μες το λυκόφως δισταχτικό φάνηκε το δεντρί, να τον κρατάει
ανάσκελα, αγέλαστο και ακίνητο, χαλαρωμένο
μέσα στον ύπνου τους ανέμους. Αγροίκησα τα γύρω μου και εγώ
μόνη, έμεινα μόνη πια με το σώμα του... μόνη... έμεινα μόνη με τα νιάτα του.
Στην τελειότητα της ύπαρξης έμεινα μόνη.
Στην αποξένωση ζητούσα απελπισμένα τη μαντήλα τη μαύρη της
γιαγιάς, να μπω να κρυφτώ, να τη δαγκώσω. Στην αποξένωση, της μητέρας τη
μοναξιά, έμεινα μόνη και μακριά από την Αμμόχωστο.
ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Ζωές απόβλητες
Συνάντησα τη Θεογνωσού στο σπίτι της φίλης μου της Μάνικας
στο Καϊμακλί της Λευκωσίας. Παίρναμε στην αυλή τον καφέ και κουλουράκια με
μπόλικο σουσάμι, όταν κάποια στιγμή την κοιτάξαμε και εκείνη άρχισε με χαμηλή
φωνή να διηγείται:
«Ήταν το 74, όταν έφτασαν ξαφνικά. Έραφκα και έμεινε
αφοδράριστο το φόρεμα της μάνας μου. Μουκάνιζαν τα βόδια του γείτονα και οι
καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν τρελά. Μετά τον συναγερμό, βούρα, βούρα, να
βουρίσουμε για πού; Ο εχθρός εκατέβην που την θάλασσαν. Ω! Τα αβρόσσιλλα, τ’
αβρόσσιλλα της αμμουδκιάς... τζιαι που τα βουνά εκατέβηκεν έππεσε που τον
ουρανόν ο εχθρός, τζιαι προχωρούσε με τις λόγχες στα ντουφέκια, “πάρε δκιό
ρούχα του μωρού τζιαι λάμνε τρεχάτη, άφησε πίσω σου τες καρφίτσες, δαντέλες,
τσέσες, δαχτυλήθρες, κουμπιά, τούλια και καρίνες”, έλεγεν η μάνα μου τζιαι τα
σίερκα της έτρεχαν παντού, “πάρε μόνο τα ψαλλίδκια για άμμα τους δεις ομπρός
σου, τζιαι τα βελόνια πάρε να ράψεις τες πληγές... τζιαι τα μασουράκια ας
μείνουν λειψά”.
Επέρασεν που τότε ο τζαιρός τζιαι εμείς που απομείναμεν,
εκάμαμεν σ' άλλους τόπους άλλα ραψίματα. Τες παραμάνες μόνον ίντα που να τις
κάμω πιον, τώρα που το μωρόν επήε τζιαιχάθηκε;»
ΚΕΡΥΝΕΙΑ
Το γαίμα
Πέρασαν δεκάδες χρόνια από την εισβολή, από τότε που οι
ξεριζωμένοι και καταδιωγμένοι Κύπριοι του Βορρά στριμώχτηκαν να βρουν τόπο να
κατοικήσουν στην Κύπρο που έμεινε ελεύθερη.
Εκείνη η μέρα που συνάντησα τη Δώρα ήταν βροχερή.
Στεκόμασταν, εγώ και εκείνη, κάτω από ένα υπόστεγο του νοσοκομείου της
Αθαλάσσας, μέχρι να σταματήσει η βροχή. Ανάμεσα στη βοή της νεροποντής, δίχως
εισαγωγή είπε: «Είμαι από τη Κερύνεια, έχω τον αδελφό μου εδώ, από την
εισβολή». Σταμάτησε για αρκετή ώρα και μετά συνέχισε να διηγείται με χαμηλή
φωνή: «Σ’ εκείνη τη βίαιη κατοχή χάσαμε τον πατέρα μας και το γαίμα του μας
σημάδεψε για πάντα. Ο αδελφός μας, ο Λευτέρης, ήταν οκτώ χρονών δεν άντεξε τον
τρόμο και τον παιδεμό των ημερών εκείνων... Από τότε χάσαμε τις Κυριακές και
όλες τις γιορτές. Περιμένουμε τη Δευτέρα να βρούμε τον αδελφό μας στην Αθαλάσσα
και ύστερα πάμε για δουλειά. Δουλεύκουμεν, ναι, έχουμε δουλειά, εν τον σκοπό
που χάσαμε. Από το 74 ζούμε έξω από το σπίτι μας, γυρίζουμε, ζητούμε,
γυρεύκουμε τόπους που δεν βρίσκουμε, δεν ξέρουμε πλέον τι ζητούμε. Τι να σου
πω, όπου και να αποταθούμε δεν βρίσκουμε δικαίωση. Το 74 έβαψε το γαίμα όλους
τους χρόνους, που ήρθαν και μας ήβραν και εππέσαν πάνω μας» Αυτά έλεγε η Δώρα και τα μαύρα της μάτια δεν
έχυναν δάκρυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου