9/9/20

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΦΡΑΓΚΟΥ

 



Η Μαρία Γεωργίου-Φράγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Έκανε πανεπιστημιακές σπουδές με ειδίκευση στην Κλινική Ψυχολογία και Οικογενειακή Θεραπεία στη Γαλλία όπου έζησε και εργάστηκε για πολλά χρόνια. Παρακολούθησε τα εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής της ποιήτριας και δοκιμιογράφου Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου και συμμετείχε με ποιήματά της στον τόμο Συν(γ)ραφές, εκδόσεις «Τεχνοδρόμιον». 2018. Έχει τρία παιδιά, ζει και εργάζεται στη Λεμεσό.






ΑΜΕΤΟΧΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ   (2020)
 

LA RENCONTRE

 Δυο coupes de champagne

με βοήθησαν

να σταθώ όρθια.

 

Βαθιά, πολύ βαθιά τον κοίταξα.

Τον εξέτασα, τον αγάπησα

από απόσταση

ενός τραπεζιού café.

 

Της πρόκλησης η διάσταση

μια σκακιέρα ανάμεσά μας.

 

Έτσι παίξαμε.

Κρατώντας αποστάσεις.

Ο καθένας έσπρωχνε τα πιόνια του.

Echec et mat!

φώναξε κάποιος.

 

Ήταν αργά.

Κανένας.

Μόνο η σερβιτόρα είπε:

Μα, εσείς δεν τρώτε τίποτε

και απομάκρυνε τις ελιές.

 


 

ΜΟΝΑΞΙΑ

 

Τη μοναξιά μου την πάω περίπατο

την ταΐζω, την ποτίζω

την καλοκρατώ

της βάζω και τραγούδια στο ραδιόφωνο

να ξεχνιέται σαν γριούλα.

 

Όμως το βράδυ...

Α, το βράδυ

γίνεται μωρό παιδί

και δεν παρηγοριέται.

 

 

 

Ο ΑΧΡΟΝΟΣ ΑΣΠΟΝΔΟΣ ΙΟΥΛΗΣ

 

Μπαίνει ο Ιούλιος

και σε χρειάζομαι

φωτοβολίδα

στον ουρανό της λήθης.

 

Ο Αύγουστος είναι ναρκοπέδιο ονείρων.

Γιατί δε γράφεις;

φώναζε ο καθρέφτης

γελούσαμε

ήσουν παιδί.

 

Το υστερόγραφο ταξίδευε

αφρός στο κύμα του Αιγαίου.

Πόσο μακριά θέλεις να φύγεις από μένα;

Χορτάριασε η ψυχή μου

στην αναμονή.

 

Ο στίχος ο πιο μάταιος

είναι εκείνος που πλαγιάζει

με την επανάληψη

 

όμως δε θα προσφύγω στην ακηδία

θα γίνω συνοδοιπόρος ενύπνιων διαδρομών

και σε ενέδρα φθοράς

θα παραμείνω.

 

Είμαι εκείνο που τρέχει

χάριν του ανέμου

στο πριν, στο τότε

και στο μέλλον σου.

Το θέμα είναι ν’ αγαπάς

όχι να έχεις ήδη αγαπήσει.

 

 

 

ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ

 

Γράφω πάει να πει φεύγω.

Γράφω πάει να πει ταξιδεύω.

Ταξιδεύω πάει να πει μη με ψάχνετε

δεν είμαι εδώ.

Δεν είμαι πια εδώ, αλλά για αλλού οδεύω.

Όπου οδύνη και στεναγμός.

Όπου στεναγμός, στενά περιθώρια.

Και τα περιθώρια, περί ανέμων και υδάτων χλεύη.

Περιφορά στα ίδια.

Ιδιοτέλεια και αποπλάνηση.

Όπου πλανάται η πλάνη των ονείρων.

Περίφραξη ονείρων να μην αλητεύουν

κι όμως στην αλητεία περιπλανήθηκα πολλάκις

πολλών υποσχέσεων διάβηκα το βήμα

πριν επιστρέφω αδαής.

Με άδειο πρόσωπο κυνηγούσα τις παρέες

κάνοντας προσευχές.

Δε με πρόσεχαν ο Λάμπρος, ο Νίκος, η Ελένη

και κυρίως εσύ.

Γράφω πάει να πει ξεφεύγω.

 

Ξεφεύγω από τη μοίρα

που κάποτε μοιραστήκαμε μαζί.

 

 

 

ΕΝΑΣ ΔΕΚΑΕΞΑΧΡΟΝΟΣ ΚΑΤΕΒΑΣΕ
        ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΙΑ

 

Αυτός

 

ο δεκαεξάχρονος διασταύρωνε

στην οδό Νηφάλιες θλίψεις

και τον σάρωσε ένας τυφλοπόντικας.

 

Ο δεκαεξάχρονος περπατούσε στο δάσος

και τον έφαγε μια πολική αρκούδα.

 

0 δεκαεξάχρονος ίπτατω του εδάφους

και τον κατέβασαν με βίντσι

για να τον απομονώσουν.

 

0 δεκαεξάχρονος γελούσε δυνατά

και είπαν ότι φταρνιζόταν από τα καυσαέρια.

 

0 δεκαεξάχρονος είπε ότι είναι ελεύθερος

και νομίζαμε ότι μας το έλεγε για πλάκα.

 

Τους δεκαεξάχρονους ανώνυμους και απάτριδες

εμείς τους στέλνουμε στη χώρα τους.

 

 

 

ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ

 

Το πνεύμα μου σκόρπισε σαν άχυρο.

Τα δέντρα της πατρίδας μου

σκεπάστηκαν με στάχτη.

 

Γη μου

αν περάσω τη θάλασσα

με τα ξυλοπάπουτσά μου

να χτυπάνε τις πλάκες της

 

αν γυαλίσω τ’ αστέρια

να λάμψουν σαν πρώτα

 

αν σου φέρω νερό

από τη στέρνα των περιστεριών

 

τάχα θα μου δώσεις παράταση ζωής;

 

 

 

ΠΙΝΟΚΙΟ

 

Γεννήθηκα μέσα από την επιθυμία

του πατέρα μου που ήταν τεχνίτης.

Κάποια μέρα είπε:

Πόσον καιρό να κατασκευάζω έργα για τους άλλους;

Καιρός να φτιάξω κάτι και για μένα.

Και έφτιαξε εμένα.

Από καλό υλικό, ξύλο καρυδιάς.

Τότε θα είχα και μια όμορφη μυρωδιά.

Όπως τη μυρωδιά που έχουν οι μαμάδες

όταν κρατούν τα βλαστάρια τους

στην αγκαλιά και τα βυζαίνουν.

 

Αντί για γάλα

με έτριψε με βερνίκι

και έτσι γυάλισα σαν καινούργιο νόμισμα

αλλά κάλπικο

αφού δεν ήμουν αληθινός.

Χρειάστηκε να σταθώ στα πόδια μου

και να με στηρίξει ο μπάρμπας μου

να με κοιτάξει, να με καμαρώσει

για να έρθει επιτέλους η νεράιδα

να με ζωντανέψει.

Και η καρδιά μου χτύπησε για όλα.

 

Ωραία ήταν.

Η μύτη μου ήταν μόνο, για να προχωρώ

σαν την πυξίδα.

Μύριζα τις ζαβολιές από μακριά.

Και πάντα με καλή παρέα.

Μονάχα ο γρύλος με ενοχλούσε

που ήθελε να γίνω άνθρωπος.

 

Τι είχα να κερδίσω;

Κάλιο ξύλινος και ζωντανός

παρά δερμάτινος  και πεθαμένος.

Δεν υπολόγισα όμως το δάπεδο

κάτω από τα πόδια μου

ξύλινο κι αυτό.

Και όταν το είδα, το νοστάλγησα.

Τόσο ίσιο, τόσο λείο

και φιλικό στο άγγιγμα.

Να, η οικογένειά μου, είπα

που ποτέ δεν είχα.

 

Έτσι, αποχαιρέτησα τον πατερούλη

και έμειναν τα δάκρυά μου

ρόζοι πάνω στο σώμα μου

για πάντα.

 

 

 

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΟΡΕΜΑ

 

Πριν με οδηγήσουν στην κηδεία

έριξα περνώντας μια ματιά

στον ίσκιο του καθρέφτη.

 

Δε στάθηκα στο πρόσωπο.

Με φόβο πέρασα το βλέμμα

πάνω από τα μεγάλα άδεια μάτια.

Τότε ήταν που κατάλαβα οριστικά

την έννοια των άδειων ματιών.

Κοίταζαν και δεν έβλεπαν

καρφωμένα στο κενό

ίδια το κενό

άδεια από κάθε τι που τρέχει.

 

Δε στάθηκα στο πρόσωπο

άσπρο, διάφανο

με τις φλέβες να κινούνται

κάτω από το δέρμα

σαν χέρια απλωμένα

πίσω από παραπέτασμα.

 

Κοίταξα μόνο το μαύρο φόρεμα

στον λαιμό

μ’ εκείνη τη μικρή δίπλωση

στη μέση

τα κοντά μανίκια.

Κοίταξα μόνο

αυτό το περίεργο μαύρο ρούχο

που φορούσε η ξένη του καθρέφτη

όταν ήρθε η ώρα να παραδοθεί.

 

Πριν με οδηγήσουν στην κηδεία

έριξα μια ματιά σ’ εμένα.

Δε στάθηκα στο πρόσωπο

ν’ αναζητήσω δάκρυα

σε ξεραμένη κοίτη.

Κοίταξα μόνο το ακίνητο σώμα

με το νέο καθεστώς ερήμου.

 

Και το ρούχο

το μαύρο χρώμα αυτού του φουστανιού

ήταν το ίδιο που φορούν οι κυρίες

στις επίσημες δεξιώσεις

και οι γριές

την Κυριακή στην εκκλησία.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου