8/1/19

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ






ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ


Το Ανθολόγιο Ποιημάτων της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης, αποτελεί το πρώτο εγχείρημα συλλογικής επεξεργασίας και πνευματικής δημιουργίας, έκφρασης και πειραματισμού, αποτυπωμένο στις σελίδες του εν λόγω έργου. Τα ποιήματα και τα πεζά κείμενα που περιλαμβάνονται στις σελίδες του, επιχειρούν να διαπραγματευτούν ζητήματα της ανθρώπινης φύσης, όπως ο έρωτας και ο πόνος της απώλειας, με τρόπο μη-ορθολογικό. Ένας αντι-ορθολογισμός ο οποίος υπηρετεί την ελευθερία της έκφρασης υποτάσσοντας στην αυτονομία των λέξεων τη δύναμη των εικόνων και των νοημάτων. Τα μέλη της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό σε ποιητική βάση, με τρόπο που αναδεικνύει τις ευαισθησίες και τις ιδιαίτερες ορμές του λόγου τη στιγμή κατά την οποία ο τελευταίος μετατρέπεται σε εργαλείο ολικής έκφρασης, χωρίς περιορισμούς και κανονιστικές φόρμες. Το μόνο μέτρο το οποίο αποδεχόμαστε είναι ο Άνθρωπος.





ΑΝΤΙΣΤΙΚΣΕΙΣ  (2018)


Ανθολογία ποιημάτων
Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης



ΠΟΙΗΜΑΤΑ


  ANTΩΝΗΣ  ΧΑΡΙΣΤΟΣ


 ΤΟ ΛΑΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΚΤΟΡΑ


Αγκάλιασα την πυρακτωμένη εξάτμιση της μηχανής
και καθώς έλιωνε η σάρκα μου κι έσταζαν τα αιμοπετάλια
στις, ασφυκτικά γεμάτες, φιάλες με το λευκό κρασί
ενεργοποιήθηκε ο λαμπτήρας ατμοκίνητου οδοστρωτήρα
παρασέρνοντας στο άγγιγμα του

πλαστικά ρούχα που ξέμειναν κρεμασμένα
στις σιδερένιες βιβλιοθήκες των Ακαδημιών.

Σερνόμουν στις μύτες των ματιών
να αποφύγω το λάλημα του Έκτορα
καθώς ανέβαινε με ζήλο
ξύλινες σκάλες της μακαριότητας

στρέφοντας τα δάκτυλα των ποδιών
στο ύψος της φαντασίας του,
μετρώντας τον πόνο, εγκεφαλικών άκρων, σε λίμπρες οξυγόνου.

Εσωστρεφής ναυτία με ζάλισε
την ώρα που έστυβα το γαλάζιο του ουρανού
να ξεριζώσω, με υγρή διαίσθηση,
το φορτίο των ανθρώπων που συνάντησα.



   ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΣΑΚΙΟΪΛΗ



ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ


Προς τιμήν του Ανδρέα Εμπειρικού

Ασθμαίνοντας τον παράδεισο,
περιπλανήθηκα ανάμεσα στα μαργαριτάρια.
Τρεις γουλιές
σε μια άβυσσο ακαταλαβίστικη.
Ένας ήλιος αδειάζει τα σπλάχνα του,
ένα φεγγάρι ποτίζει με ιδρώτα το «γιατί».
Χτυπώ την πόρτα της φωλιάς,
στολισμένη με την αλμύρα της απόγνωσης.
Η κιμωλία να λιώνει στον βούρκο.
Ποιος να ναι;
Μάτση και Αντρέας.
Δρόμος μακρύς.
Δεν μιλώ.
Σαστισμένη γκρι οπτασία.
Ηλεκτρισμένα ακροδάχτυλα
ξεβράζουν τον θυμό.
Ταξιδεύουν τα ρολόγια.
Καμιά επιείκεια.
Σχίζω τις σάρκες μου.
Γραπώνομαι από τη μπελαντόνα των μαλλιών.
Ακροβατώ στη σπηλιά του ονείρου.
Φεύγω ή μένω;
Η ανέμη πάντα να με θαλασσοδέρνει 



   ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΥΤΑΚΗΣ



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ II


Να αρχίζεις τη ζωή σου με το τίποτα.
Να τελειώνεις τον καφέ σου με το πρέπει.
Να ανοίγεις το φως με το διακόπτη προς τα μέσα.
Να κλείνεις τα παράθυρα τη μέρα.
Να φεύγεις χωρίς να παίρνεις τα κλειδιά.
Σφάλισε τώρα τις πόρτες.
Σφάλισε και τα παράθυρα.
Και φύγε μέσα από τους άσπρους στίχους.
Βάλε το πόδι επάνω στις πατημασιές των άλλων.
Μέτρα τις διαφορές.
Πάρε το μαχαίρι από τη τσέπη.
Τράβα το ψηλά στο φως.
Και κάρφωσε την άφρα των κυμάτων.
Κράτα το εκεί.
Εκεί μέχρι να τρέξει αίμα.



   ΣΙΣΥ ΜΠΑΖΙΑΝΑ



ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΩΝΙΑ


Μύτες
Αιχμηρές άκρες παντού
Τοπίο γκρι σε μαύρο φόντο
Γωνίες σαν καρφίτσες

Και ‘γω μπαλόνι.
Κόκκινο

Αλίμονο
Πόσα στενά πόσοι δρόμοι
Όλα γωνίες απειλητικά περιμένουν
Στον πλανήτη τους
Που είναι γεμάτος γωνίες
Στην άκρη του σύμπαντος
Πόνος και θλίψη γωνία
Εύκολο να χαθεί ο ταξιδιώτης
Αν πέσεις στη γωνία αποκτάς και συ γωνίες
Τετράγωνα, τρίγωνα, ορθογώνια
Όλα γωνίες

Και ‘γω μπαλόνι.
Κόκκινο

Αλίμονο



   ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΥΡΜΑ



ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ


Στον Αντρέ Μπρετόν

Ψάχνω το φως που κρύβεται
Πίσω από τις χαραμάδες
Το φως που κλέβει τα χρώματα
Απ’ τις βιτρό συνθέσεις
Των τζαμιών στις εκκλησίες
Το φως απ’ τον σπασμένο σηματοδότη
Στην τελευταία διασταύρωση
Το φως του σκονισμένου
Πίσω φλας αυτοκινήτου
Το φως που βγάζει το κερί
Που ’χεις ξεχάσει ν’ ανάψεις μέσα σου



   ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ



ΠΡΩΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ


Πορτοκαλί φως εκπέμπουν τα φρούτα
πάνω στην αναπνοή της πόλης
και πράσινοι καημοί ρίχνονται
σε παράθυρα πολυκατοικιών
ανάμεσα στις κεραμοσκεπές

Ριζώνουν κισσοί στη θύμηση
παρελθοντικής απραξίας
και τα βραδινά όνειρα
ακουμπούν δάκρυα
νεφελόστακτων συνειδήσεων

Μεσημβρινά χαμόγελα σμιλεύουν
τη λύπη που ανοίχτηκε στον ουρανό,
σφυρηλατώντας την με ηλιακά κύτταρα
και δένοντάς την σε λιμάνια κορυφογραμμών



   ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ



ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΩΡΙΔΑ ΣΑΡΚΑΣ


                       προς τιμήν του Νίκου Εγγονόπουλου

Είναι μια σκάλα ρημαγμένη
στη μαύρη ράχη της σελήνης..
Κι εκείνος καθισμένος σιωπηλά στο πιο παλιό της σκαλοπάτι
μαζεύει - χούφτα τη χούφτα -
ροκανίδια από κορμιά παγωμένων αστεριών.
Κάποιος ανόητος τυφλός
κάποιος δειλός, χορταριασμένος
μάδησε, όσο - όσο το χρυσαφένιο φόρεμά τους
για μια λωρίδα σάρκας
ή δυο χείλη ξεραμένα στης πείνας τη λιακάδα.
Κι εκείνος πάντα καθισμένος, πάντα σιωπηλός
τα πλέκει πάλι απ’ την αρχή
με χρώματα και στίχους για τα λευκά σανδάλια της
Σώματα όλο δάχτυλα, όλο παλάμες τρυφερές
δώρο σ’ έναν κομήτη που περνά
ξένος στα μάτια των πολλών, δίδυμος εαυτός του
Απ’ την ουρά του να πιαστούν
Κι αν είναι τυχερός, για μια στιγμή
να κρεμαστεί λατρευτικά
Απ’ τη ραφή στην άκρη των ματιών της.




ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



ΑΛΑΛΗ ΗΧΩ


Τρία νεκρά δάκτυλα του ποδιού
να μαρτυράνε το απόστημα
που έσπασε σε γυάλινα θρύψαλα
καθώς άγγιζα τις θύελλες μιας ανεμώνης
στο διάβα της ξερολιθιάς.

Τα δάκρυα μου στέγνωσαν
καθώς πνιγόμουν
χίλια μιλιά μακριά
στους πρόποδες του αχανούς
αιώνιου κήτους
που έτρεμε ολόκληρο
ανυπομονώντας.

Η φύση τρέχει να προλάβει
Την άτακτη φυγή της αμαρτίας
Με βάρκα σάπια
από λιμάνι άλαλο.

Και πριν χαράξει η ελπίδα
η αγωνία ξεχείλιζε
στα μαύρα πιθάρια της απρόοπτης ηδονής
καθώς οι αλέκτορες χαιρέτιζαν τη λήθη.


Κραυγαλέα σιωπή
που αφρίζει
σ’ ένα κουφάρι συναισθημάτων.
Ο κόρακας είμαι εγώ.



Με σειρά καταγραφής

Αντώνης Χαριστός
Αργυρής Φυτάκης
Σίσσυ Μπαζιάνα
Σταύρος Παπαγιάννης
Νατάσα Χασάκιοϊλη


      

 

ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ/ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

   ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΓΚΟΓΚΙΔΗ

 

ΤΑ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Η  αθωότητα του χρόνου είναι η πιο ένοχη άγνοια του ανθρώπου. Προσπαθούμε να τον αγγίξουμε, να τον φέρουμε στα μέτρα μας, μη σκεπτόμενοι τις δηλητηριώδεις ουσίες του μανδύα αυτού. Την ασφυκτική προστασία που μάς προσφέρει, αν τυχόν περισσεύει ύφασμα για να μάς καλύψει.
     Ο χρόνος είναι σαν τα σπουργίτια. Κανείς δε βλέπει πότε
ξυπνούν, δεν γνωρίζει αν κοιμούνται, αλλά και το σπίτι τους είναι μια φαντασία πλανεύτρα, κάτι σα καμβάδες. Αλλάζει τόπους και στιγμές. Αλλάζει ανθρώπους και διαιωνίζει τους φόβους. Όλα κινούνται πάνω σε νήματα απροσδιόριστα, φτερουγίζουν μέσα σε στομάχια ανεξερεύνητα και όξινα. Στο πέταγμα του απορείς αναζητώντας την πρότερη θαλπωρή στα μάτια της ελπίδας.
     Τα σπουργίτια επισκέπτονται κάθε πρωί και διαφορετικό μπαλκόνι, πατούν στις ζωές ανθρώπων —άλλοτε παράξενων και άλλοτε υποταγμένων— παραβιάζουν την ιδιωτικότητά τους και είναι οι μοναδικοί καλοδεχούμενοι κλέφτες.
     Κάποιος τους είπε: « Σας εμπιστεύομαι τα κλειδιά» Εισβάλλουν όποτε το έχουν ανάγκη ή και όποτε δεν έχουν με τίποτε άλλο να ασχοληθούν. Μια επιθυμία ράθυμη. Σκαλίζουν χώματα περιποιημένα και νοσταλγικά για όσους γνώρισαν κάποια κατάκτηση. Χθες μαγάρισαν ακόμη ένα λουλούδι. Ένα νεαρό,
άγουρο λουλούδι.
     Φέρνουν τα νέα αγνώστων σε άγνωστους, τα τραγουδούν ρυθμικά, ακόμα και η οδύνη γίνεται ένα έπος που απαγγέλει κάποιος αοιδός. Ποτέ κανείς δε θυμάται να επαναλάβει τους στίχους τους με ακρίβεια. Κάπου πλανιούνται, αλλά δεν είναι ορατοί, τα βλέφαρά μας τους κρύβουν. Η καλημέρα τους γλυκιά, δίνει μια αίσθηση ανανέωσης στα γερασμένα δέρματα. Ανατέλλουν
τη δημιουργικότητα. Ασυναίσθητα, στις νυχτερινές απολήξεις ακούγεται δειλά-δειλά σα να πρόκειται για κάποιο μυστικό. Σιγά σιγά δυναμώνει, δυναμώνουν και τα δευτερόλεπτα που περνούν. Φτερούγισμα ψυχρό και θορυβώδες. Φρικτό σαν σπαρακτικό φονικό μιας άγριας αγέλης.
     Το πρώτο βήμα είναι και το πιο δυνατό χτύπημα του χρόνου.
Τα σπουργίτια πληθαίνουν. Ο ήχος γίνεται ακόμα πιο έντονος και ξαφνικά ο ουρανός έχει στείλει μια παιδική χαρά γεμάτη πνοή και έρωτα. Ενθουσιασμός και αθωότητα κατακλύζουν τον χώρο, μια αφροσύνη αντίστοιχη με εκείνη των πετούμενων γλάρων τα ξημερώματα. Οι γλάστρες, σαν άλλες ρομαντικές φυλακές φιλοξενούν το πιο ερωτικό και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Η αίσθηση θυμίζει νίκη για τη ζωή και απομάκρυνση από κάθε τι δεινό. Από μέσα τους ξεπηδούν χαριτωμένοι και πολλά υποσχόμενοι σπόροι, σχεδόν ατσάλινοι, στιλπνοί στη φωτεινότητά τους. Τα σπουργίτια τους αρπάζουν, τους ξεριζώνουν, μα η γλυκιά τους χροιά συγκαλύπτει το βασανιστήριο. Τους ξεσκίζουν τραγουδώντας και χορεύοντας μέσα σε μια ιερή έκσταση που
θυμίζει ειρωνεία. Ένα θέατρο του παραλόγου.
Και ο χρόνος;
     Ο χρόνος στη γωνιά του μπαλκονιού κοιτάζει χαιρέκακα.
     Έχει εκτελέσει για ακόμα μια φορά το έργο του. Σιωπηλά. Αυτή είναι η μεγαλύτερή του επιτυχία. Δίχως να τον καταλάβει κανείς.
     Δίχως να αφήσει ούτε ένα ίχνος.
     Τα σπουργίτια φεύγουν.
     Μα θα ξανάρθουν.
     Κάθε μέρα και σε άλλο μπαλκόνι.
     Κάθε μέρα και ακόμα θυσία.
     Γέλιο χαιρέκακο.


   ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΣΑΚΙΟΪΛΗ


LITHIUM


Άνθισε η σφαίρα σου στα σπλάχνα μου και υποδόρια βαλμένο το όπλο. Σε ετοιμότητα. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι συμβαίνει εκεί επάνω, στ’ αριστερά του στέρνου.

Άφησες, μήπως, κάποιο μπουκάλι αιθέρα;

Έσκαψες;

Φύτεψες καμιά έχιδνα;

Χειμώνας ήταν, πέρυσι, που είχες αφήσει έναν κίτρινο βολβό στο στομάχι μου και δίπλα ένα παυσίπονο και lithium. Φόρεσες και μια λευκή ποδιά με δυο τρύπες ανάμεσα στα πλευρά και σφύριζε το δηλητήριο του εγωισμού. Ακολούθησα τη θεραπεία σου. Κατέληξα με ίκτερο στη μασχάλη που έβαζες το κεφάλι σου το πρωί, πριν τη δουλειά. Τότε που χρειαζόσουν το χάδι
μου στο μέτωπο του μυαλού σου και το φιλί μου στα χαραγμένα πρίσματα που είχες για μάτια.
     Από το παράθυρο της παλάμης βλέπω τον ορίζοντα κι ένα βότσαλο ταράζει τη λίμνη της πραγματικότητας. Βλέπω στ’ αλήθεια ή έχω φορέσει τους αγαπημένους μου μεγεθυντικούς φακούς; Ξέρεις, εκείνους τους πολύχρωμους, που κάνουν τα πουλιά των ματιών μου να παρατηρούν τη μαυρίλα σου, την αριστοτεχνικά κρυμμένη στους φαρμακερούς φθόγγους.
     Νύχτωσε. Τί καλά! Βγαίνω στο μπαλκόνι της ψυχής. Αγναντεύοντας, βλέπω ένα κοράκι με μεμβράνη αίματος και δύο δάκρυα τσιμέντου. Θέλω να το φιλήσω. Έρχεται και μπήγει τα ξύλινα νύχια του στον δεξιό σωλήνα του χεριού. “Χρειάζεται στήριγμα”, σκέφτομαι. Με τη βελόνα του ράμφους, χαράζει στο στήθος μου ένα γράμμα —πάντα το ίδιο γράμμα—, ενώ με το φτερό μού προσφέρει σταφύλι γαλάζιο. Συγκινούμαι και του δίνω να πιει από τα μάτια μου σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Γυρνά το κεφάλι, με κοιτάζει λοξά και χάνεται στον γκρίζο παράδεισο.

Πλέον, εύχομαι να ξημερώσει γρήγορα.



ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



   ΡΟΓΗΡΟΣ ΔΕΞΤΕΡ



ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (Δ’)


Αμέτρητες φορές μού πέταξαν πέτρες
Για να σπαράξει το μικρό παιδί
Που χρόνια τώρα παίζει κρυφτό
Μες στην ψυχή μου με το θάνατο·
Θα μπορούσα να φτιάξω ένα ξωκλήσι
Θα μπορούσα να χτίσω έναν τοίχο
Μια σκοτεινή κρύπτη
Όπου να καταχωνιαστούμε εγώ και τα λάθη μου
Ή μήπως να ετοιμάσω τις πιο αιματηρές εξεγέρσεις
Τις πιο δόλιες συνωμοσίες
Να υπονομεύσω τα σχέδια των τυράννων
Να βγω μπροστά στους μεγάλους ξεσηκωμούς
Των φτωχών και των αδικημένων
Να κόψω τη γλώσσα μου και να τη φτύσω
Στο πρόσωπο τού ξένου δυνάστη·
Αλλά όπως το συνηθίζουν οι δειλοί
Και οι πτωχοί τω σώματι
Κρύβομαι πίσω από ένα φτωχό τραγούδι
Εκεί ψιθυρίζω αντί να φωνάζω
Εκεί δαγκώνω λόγια σαν πνιγμένες κραυγές
Που τον αντίλαλό τους
Δε θ’ αφουγκραστεί κανείς εις τους αιώνες
Θαμμένος όπως είμαι
Μέσα σ’ αυτό το καταφύγιο
Βαθιά κάτω από τόσες αναμνήσεις.




   ΘΕΟΔΩΡΑ ΒΑΓΙΩΤΗ



ΠΛΕΞΗ ΑΝΑΠΟΔΗ


Είμαι εδώ,
διαβάζω το αποτύπωμα της ερωτικής αποπλάνησης
που κόλλησε στις κλωστές,
τυλιγμένες ανάποδη,
από λεπτό νέγρικο χέρι
κάπου στην Αφρική.
Τα δάχτυλα διπλώνουν,
ξετρυπώνουν και μπερδεύουν,
πλέξη του φθινοπώρου
σε περιβόλι με ψηλούς θάμνους.

Παραιτήθηκα.

Μόνο στάθηκα τις θωριές ν’ ακούσω.
Ο ρυθμός είναι άλογο
κάτω από τον ακούσιο θόρυβο της υστέρας,
θέση χειροκροτήματος με ηχώ,
στο βράχο που τυραννήθηκαν οι θεοί
γιατί σου έδωσαν δώρα, νου και λόγο
να μεταβάλλεις την ορμήνια
του πάθους
σε ποίηση.



   ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ



ΝΕΑΡΟΙ ΣΕ ΚΕΛΙ

πιάσε το φτυάρι
κράτα το τέμπο
πάμε για ολόκληρο σάουντρακ
με αυτό το ρυθμό
θα βγούμε στην Λαϊκή Δημοκρατία της Αυστραλίας
αν και όταν βγούμε από εδώ
φοβάμαι πως τα πρόσωπα μας δεν θα είναι ίδια
ούτε προφίλ ούτε ανφάς
δεν θα είμαστε εικόνα από το μέλλον
ούτε κλεισμένοι στα γήπεδα
θα είμαστε κυνηγημένοι καουμπόηδες
που θα υποφέρουν από την νόσο της απέραντης νιότης.





ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Η Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 2018. Στόχος της, όχι η αντιγραφή της ιστορίας και η αναπαραγωγή των δεδομένων αυτής αλλά η επεξεργασία των θέσεων του δομημένου υπερρεαλισμού και της ελευθερωμένης έκφρασης.
Με αφετηρία τον υπερρεαλισμό επιχειρείται η ανάγνωση της ιστορίας, λογοτεχνίας και τεχνών, ελληνικής και ευρωπαϊκής, με τρόπο κατά τον οποίο ο Άνθρωπος καθίσταται το επίκεντρο της οπτικής της, χωρίς περιορισμούς και εκ των προτέρων καθετοποιημένες «αλήθειες». Στις θεματικές
επιλογές της Ομάδας εντάσσονται ζητήματα που άπτονται τόσο του υπερρεαλιστικού ρεύματος όσο αυτών του ρομαντισμού και του συμβολισμού στην ποίηση, τη λογοτεχνία και τις τέχνες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου