20/11/16

ΓΙΩΤΑ ΤΣΕΡΤΕΚΙΔΟΥ










ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΕΝΑΗ ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ (2016)

Ποίηση για το ζωγράφο Γιώργο Τζιόκα




(Οι πίνακες του Γιώργου Τζιόκα είναι βασισμένοι στο Χαμόγελο της Τζοκόντα 

του Μάνου Χατζιδάκι και στο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, 

πίνακες που κι οι δυο δημιουργοί αποδέχτηκαν)




ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΟΚΟΝΤΑ


Το χαμόγελο της Τζοκόντα πάγωσε στον χρόνο,
δεν γέρασε ποτέ.
Ακούραστη στέκει, περήφανη,
της εποχής ως μούσα υπήρξε, υπάρχει
κι αν ρυτίδες χάραξαν,
αυτή στέκει κοπέλα, όμορφη,
στης πόλης τις συχνές παύσεις
κοιτώντας τον λατρεμένο
που έντυσε με χρώματα και σκέπασε τη γύμνια,
αυτόν που μουσικά ταξίδεψε την ψυχή.
Αυτόν που αγάπησε τη μοναξιά της,
αφιερώθηκε σε ένα «περίμενε»
μιας ολόκληρης ζωής.
Σε ένα σκίρτημα μιας μελαγχολικής νύχτας
η καρδιά ένιωσε την παρουσία,
δόθηκε ολοκληρωτικά.
Κι ύστερα μελωδικές σκιές,
τρυφερά αφοσιωμένες,
χάραζαν ιεροτελεστίες,
συνονθύλευμα συναισθημάτων
με νέφτι, λάδια και καμβά γίνονταν ένα.
Μελαγχολικές περπατησιές,
ανάλαφρες στους δρόμους της ζωής
αποτύπωσαν ίχνη λατρείας.
Όταν έρχονταν τα σύννεφα,
σκιές αισιοδοξίας συγκλόνιζαν την ύπαρξη,
ανθούσαν στο συναπάντημα
το ονειρικό του γυρισμού,
εκεί που λαχταρούσε η ψυχή να τριγυρνά
στα γνώριμα σοκάκια,
χαμόγελα, ήχοι στην πόλη
που τα στήθη ένιωσαν τον χτύπο δυνατά.
Νύχτες αμφίδρομες
του αγνώστου χωροχρόνου,
φτερά λατρείας,
κοσμογονίας συναπάντημα.
Τίποτα δε δόθηκε σε τούτο τον κόσμο τυχαία,
τίποτα δεν αδίκησε η φύση.




















Τα βράδια σύχναζε εκεί, που η επιστροφή
όριζε την αφοσίωση,
εφάνταζε
μιας μόνιμης αναμονής αστέρας,
παρθένα, γλυκιά,
μιας άλλης εποχής γυναίκα.
Τότε, ψιθύριζε η αυγή
στις υγρές δροσοσταλίδες
πάνω στα φύλλα των δέντρων,
σαν πάχνη σκέπαζε αγνά
με την άσπρη φορεσιά,
μια γλυκόλαλη μοναξιά
που ομιλούσε, φλυαρούσε χρόνια,
δάκρυζε μόνιμα, στων λυγμών τον γνώριμο επίλογο.






















Άξιον Εστί


Η ΓΕΝΕΣΙΣ.



Πρώτη ημέρα.


Ήρθε το φως!
Της ζωής η αλήθεια.
Συνονθύλευμα παν πλάσης.
Την πρώτη ημέρα αιώνια πηγή
σε μιαν αναμονή,
προϋπήρχε μέσα από γυναίκα που ελάτρεψε η φύση,
καθεζόμενη, κυοφορούσα,
στο αιώνιο μνημείο του αύριο.
Θρόνος καρπών
κρατεί την βασιλεύουσα γυνή.
Σπασμένο σταμνί, χάμω,
ανασαίνει η νέα μέρα.
Φτερά ζωής στο κομμάτι του Αιγόκερου.
Ω πλάση ευλογημένη τους καρπούς διαχέεις,
σκιές χαράζουν τις παρούσες φιγούρες
αποχωρίζουσες της ακίνητης στιγμής
ενός ορίζοντα που ποτέ δεν θα δύσει.
Στην ευθυτενή γραμμή πατούν,
χωρίς αντίο αποχωρούν οι μαυροφόρες μοίρες
γεννώντας την συνέχεια
εις τους αιώνας των αιώνων.






















Τέταρτη ημέρα.


Ζωοφόρα πλάση
κρατώ στα παραθύρια το θαύμα σου,
τον κόσμο τον μικρό τον μέγα.
Των ασήμαντων λατρεία,
την μόνη εξήγηση,
ωσάν πηγή ευτυχίας
η ίδια η ζωή!
Ουρανέ στο γαλάζιο απέραντο
θα χωρέσεις όλη την πλάση,
να χορτάσω ποτέ μου θαρρώ,
μια ζωή, ένα πέρασμα
δεν θα φτάσει την τόση ομορφιά.
Σαν οι γλάροι πετούν,
τα φτερά τους μιαν ελπίδα γεννούν
κι αγκαλιάζουν τα ελεύθερα όνειρα.
Το σκληρό άγονο έδαφος άνθισε.
Μυροβολούν φρέσκα της γης τα πολύτιμα,
αστερίες, κοχύλια και βότσαλα
το τοπίο συνθέτουν,
την ταυτότητα
επικυρώνουν.
Ήρθα εδώ για να μείνω.
Απ’ το άγνωστο
στον γνωστό
μέχρι χθες άγνωστο
επί του παρόντος, δικό μου κόσμο.





















Έκτη ημέρα.


Τα χρόνια πέρασαν,
η μοναξιά κοιτά προς τη Δύση,
ήρθε το αναπάντεχο.
Τώρα η σκιά σε μόνιμη προσαρμογή
βρίσκεται πίσω,
αναμένει το τέλος.
Το σπασμένο κομμάτι της στάμνας
η μοίρα της ζωής
στο χώμα,
ακουμπά το αιώνιο μνημείο,
στέκεται πίσω σεβάσμια.
Νεκρικό το τοπίο
κι ο σκοτεινός ουρανός
θύελλες φέρνει, καταιγίδες,
που ποτέ δεν θα δούνε τα μάτια μας.
Στο αύριο, η νέα ζωή
παίρνει σκυτάλη.
























ΤΑ ΠΑΘΗ


Στην ξερή γη
ταυτίστηκα με το χώμα που πλάστηκα,
εννόησα του πλάστη πηλός -
πηλός θα υπάρξω
κι ας πόνεσε
το αποδέχτηκα,
δεν υπεξαίρεσα
μήτε υποδιαίρεσα τα προσδόκιμα,
ο θάνατος ποτέ
δεν ευδοκίμησε στη σκέψη
μήτε στα ιδανικά,
γι’ αυτό τού αφιερώθηκα
τότε στο μέτωπο
κι ένιωσα ένα με την γη,
ταυτίστηκα με τον περιβάλλοντα
χωροχρόνο
περιμένοντας τη Νέμεση
που το δίκαιο θα αποδώσει.
Ο πόλεμος είναι γένους αρσενικού
κι αφιερώθηκε σ' αμέτρητους αγώνες,
εκδίκηση του γένους θηλυκού
δίνει υπόσταση στην τόση μας αμάχη,
ως άμυνα, για τα δεινά που θα 'ρθουν.

***




















Η θάλασσα φόρεσε πένθιμα.
Μοιρολογούνε τα νησιά
της σκλαβιάς των αγίων χωμάτων,
κυματίζει στα πέρατα
το βαθύ κυανό τ’ ουρανού,
το λευκό της τιμής,
ορθόδοξης πίστης σφραγίδα
με τον σταυρό στη μέση,
ελευθερία ή θάνατος
των ηρώων φωνάζει
και η γη σείεται!
Μια γλάστρα μόνη άκαρπη
στον καμβά προσδίδει
της εποχής την ξηρασία
από τους εύγεστους χυμούς της αποχής,
καθώς θυμίζει τον παρόντα χρόνο,
την μαύρη σκοτοδίνη της νοτισμένης
των ανδρών μας γης.
Αίματα νωπά
την ιστορία βάφουν.
Δεν ξεχνώ.
Προσεύχονται οι εκκλησιές
και κραυγές των αγγέλων σπαράζουν.
Ω Θεέ φύλαξε την στέρεα γη σου
απ' τα δεινά των κτηνών.




ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ


Τα ουράνια ευφράνθηκαν την λύτρωση.
Τα νερά στην πορεία ρέουν
της αφθονίας οι καρποί δεν τελειώνουν.
Το χώμα ευωδιάζει.
Αμέτρητη των ουρανίων ερώτων
κοριτσιών ουτοπίες προβάλλουν,
μαγευτικές ωσάν θεές
ηδονικά, δοτικά,
αφιερώνονται,
ταγμένες στον αιώνιο χορό.
Δοξαζόμενος ο έρωτας
της καρδιάς ο υπέρτατος πόθος.
Ο Φαέθων αποχωρεί με το άρμα της ήττας.
Το σταμνί στον θρόνο του απείρου
στέκει περήφανο.
Πηλός απ’ όπου φτιάχτηκε
πηλός γίνηκε άλλος
κι όταν στο χώμα χωνευτεί
το είδος διαιωνίζει.




























Μια αιωνιότητα θα περιμένω την στιγμή σου (2014)

 





Του πένθους μου η απόγνωση


Όλη η ζωή μια αναζήτηση
στιγμών σου.
Κι ένα τέλος απρόσμενο
ξαφνικό,
αναπάντεχο.
Σα πουλί άνοιξες τις φτερούγες
και πέταξες μακριά.
Πληγώθηκα,
ματώθηκα,
ζω για τις στιγμές που έζησα
και μόνον.
Και σαν ανταμώσουμε
θα ν’ όλα όπως πριν
κι ας έχουν περάσει αιώνες...


Και εγώ παιδί
να κλαίω μ’ αναφιλητά
χάμω στα χαλίκια,
ματώνοντας τα γόνατα
των παιδικών μου χρόνων
για μια αιωνιότητα
για το λίγο που σ’ έζησα.
Μια αιωνιότητα, θα περιμένω,
Την στιγμή σου!


Θάλασσα μάνα


Νυχτερινή περιπλάνηση
στο χείλος της ακροθαλασσιάς
πάλι με βρίσκεις.
Ύδωρ πλημμυρίζει
μυρωδιά της αλμύρας
με ευφραίνει.
Περπατώ μόνη απόψε,
σιγοτραγουδώ στη μελωδία των κυμάτων
ρυθμούς απόκοσμους,
που μόνο εσύ γνωρίζεις.
θάλασσα ποθητή
των καημών μου λυτρωμός.
Άκρως θηλυκή
με το μπλε σου φόρεμα
υγρή όσο τίποτε άλλο στον κόσμο τούτο.
Φίλη καρδιάς, μητέρα
ατέλειωτα βράδια πένθησα στα πόδια σου
καθώς το αστέρι μου έπεφτε
πριν προλάβω να κάμω την ευχή.
Και εσύ εκεί να με χαϊδεύεις
και να μου σιγοτραγουδάς.



Βουνό-Μισή γυναίκα


Ξεκίνησα μέρα
να φτάσω
ατό πιο ψηλό βουνό σου.
Εκεί που το χιόνι καλοκαίρια δεν κοιτά.
Την ψυχή μου αγκάλιασα σφιχτά
μην την παγώσει ο αγέρας,
πριν προλάβω να φτάσω
στης καρδιάς τον υπέρτατο πόθο.

Τα δάχτυλα σφίχτηκαν στις παλάμες
και τις μάτωσαν.
Λέρωσα την αγνότητα σου
με κόκκινες κηλίδες στην λευκή σου φορεσιά.
Τα δόντια έγιναν θρύψαλα
και έπαιρνα με τις χούφτες
το χιόνι
και ξέπλενα το στόμα μου.
Μέχρι να σ’ ανταμώσω καλέ μου
δεν θα ’χει μείνει τίποτα από μένα.



Ουρανός


Κλέβω όλα τα αστέρια του ουρανού
ία φορώ στα μαλλιά μου
του ήταν βαμμένα από έβενο.
Το φόρεμα μου λευκό
μια ομίχλη διάφανη
να καλύπτει το ψιλόλιγνο
φθαρτό μου σώμα.
Και το πρόσωπο μου να λάμπει
από σένα,
μόνο από σένα καλέ μου.



Ήλιος αγαπημένο τέκνο


Πάντα πιστός στο ραντεβού
καλοκαίρια, χειμώνες,
φτερουγίσματα ψυχής
προσκυνούν την χάρη σου.
Μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει.
Έως τότε θα είμαι
ο υιοθετημένος κρυφός σου πόθος.



Η χαμένη νεράιδα του δάσους


Κατέβηκα τα αμέτρητα σκαλιά σου
ουρανέ μου.
Μπροστά σε μια πελώρια πύλη βρέθηκα
μ’ ατσάλι καμωμένη.
Πριν προλάβω με την αφή μου να την νιώσω
άνοιξε.
Στο πέρασμά μου απ’ αυτήν βρέθηκα
σ’ ένα κόσμο ονειρικό
που γυρισμό δεν θα ’χε.


Άνοιξαν οι ουρανοί
χρυσόσκονη με αστέρια.
Η φύση λάμπει
και η αγάπη κατοικεί στο δάσος.



Έρημος


Μέσα από χαμένους παραδείσους
από ταξίδια με χρώματα
οδηγήθηκα σε σένα.
Η ψυχή θέλει ξεκούραση.
Γαλήνια,
Αφυδατωμένη,
νεκρή γη.
Χρυσοστόλιστη κατάρα του πλάστη.
Κοντά σου τίποτα δεν ευδοκιμεί.
Έδιωξες τα τέκνα σου.
Απέμεινες μόνη
στειρωμένη
απόκοσμη.
Την ηρεμία σου ποτέ δεν καταράστηκες.



Η νεκρική σιγή στην πάθη των σαβανωμένων


Ρημαγμένη γκρίζα φυλακή,
υπέρβασης ασχήμια.
Νεκρών ψυχών.
Μαύρη πόλη που σφράγισες περιορίζοντας
στα στενά περιθώρια της νοημοσύνης
εγκλωβίζοντας τα πλάσματα σου.
Έρμαια ψυχοσωματικών διαταραγμένων συνδρόμων
τα τέκνα, υποδουλώνονται άβουλα.
Νεκρώνουν πριν την δημιουργία.
Πόλη που μάντρωσες τα πλάσματα σου
στον τρισάθλιο σκοτεινό άχρωμο τόπο.
Αφιλόξενη μήτρα των δυστυχισμένων
παιδιών σου που τ’ αρρωσταίνεις.
Τα μάζεψες τάζοντας του κόσμου τα καλούδια,
γέμισες όνειρα υλικών αγαθών
ποτίζοντας φαρμάκι την σάρκα τους.



Νεκρά όνειρα


Καίνε δύο λαμπάδες για μένα.
Σε μαύρο περίτεχνα σκαλισμένο ξύλινο φέρετρο
που απ’ ανθρώπου χέρι δεν ήταν καμωμένο
με απόθεσαν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου